Οι Τασαδαίοι—Είναι Λαός “Λιθικής Εποχής;”
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στις Φιλιππίνες
«ΕΝΑ σύγχρονο λείψανο της Λιθικής Εποχής.» «Τα πλέον πρωτόγονα ανθρώπινα πλάσματα που ανεκαλύφθησαν μέχρι σήμερα.» «Οι πρώτοι γνωστοί επιζώντες ‘άνθρωποι των σπηλαίων.’» Με ειδήσεις σαν κι αυτές στις εφημερίδες, ελκύσθηκε η προσοχή όλου του κόσμου σε μια φυλή από είκοσι πέντε μέλη, που ζη στην πυκνή ζούγκλα του Μιντανάο στις νότιες Φιλιππίνες. Η ανακάλυψίς τους ωδήγησε στον σχηματισμό μερικών αποστολών στις οποίες έλαβαν μέρος ανθρωπολόγοι από τις Φιλιππίνες και την Αμερική, ανταποκριτές διαφόρων μέσων ενημερώσεως, συνεργεία τηλεοράσεως της Εθνικής Γεωγραφικής Εταιρίας, ένας υπουργός της κυβερνήσεως των Φιλιππίνων και ένας Αμερικανός επιστήμων της συντηρήσεως του περιβάλλοντος, ο αποθανών Τσαρλς Α. Λίντμπεργκ.
Γιατί όμως μία τόσο μικρή ομάδα ανθρώπων, όπως οι Τασαδαίοι είλκυσαν το ενδιαφέρον και την προσοχή μ’ ένα τρόπο άνευ προηγουμένου; Τι είναι εκείνο που τους κάνει τόσο σπουδαίους; Μπορεί η σύγχρονη, πολιτισμένη κοινωνία να μάθη κάτι απ’ αυτή τη μικρή πρωτόγονη ομάδα ανθρώπων;
Ανακάλυψις των Ανθρώπων του Δάσους
Η ανακάλυψις των Τασαδαίων ήταν εντελώς συμπτωματική. Κάποτε το 1966, ένας κυνηγός από μια πόλι στην άκρη του δάσους, έπεσε πάνω τους καθώς έστηνε παγίδες για αγριογούρουνα, βαθιά μέσα στα όρη του Σάουθ Κοταμπάτο. Ακολουθώντας κάτι περίεργα ίχνη ποδών, έπεσε πάνω σε τρεις μικρόσωμους, καστανούς άνδρες που το μόνο που φορούσαν ήταν ένα κάλυμμα από φύλλα γύρω από την οσφύ τους. Με μυτερά κοντάρια έσκαβαν για να βγάλουν μια μεγάλη ρίζα. Ξαφνιασμένοι, άρχισαν να τρέχουν, αλλά ο κυνηγός τούς ακολούθησε, φωνάζοντας: «Είμαι καλός! Είμαι καλός!» Τελικά, οι άνδρες σταμάτησαν στην κοίτη ενός χειμάρρου, τρέμοντας.
Μολονότι η διάλεκτος που μιλούσε ο κυνηγός ήταν συγγενική με τη διάλεκτο των Τασαδαίων, ο κυνηγός κατέφυγε σε χειρονομίες επειδή δυσκολευόταν να επικοινωνήση μαζί τους. Η φυλή του κυνηγού ζη ακριβώς πίσω από τους Τασαδαίους αλλά η διαφορά στη γλώσσα τους μπορεί να παραβληθή με τη διαφορά μεταξύ της αρχαίας Γερμανικής και της σύγχρονης Αγγλικής γλώσσας. Οι επιστήμονες συνεπέραναν ότι αυτό υπονοεί απομόνωσι χιλίων περίπου ετών. Και το ίδιο το όνομα Τασαδαίοι ή Ταζοντέυ (προφέρεται Ταου-σαουντέι) είναι σύνθετο από τη Μαλαισιακή λέξι σαντάι («απομονωμένος») και τη Μαλαισιο-Πολυνησιακή λέξι τάουο («άνθρωπος»)! Ταζαντέυ είναι επίσης το όνομα της δασώδους κορυφής που υψώνεται πάνω από την κρυφή τους κοιλάδα. Τόσο απόλυτη ήταν η απομόνωσίς τους, ώστε όταν τους πρωτοβρήκαν δεν γνώριζαν τίποτε για ένα έθνος που λέγεται Φιλιππίνες.
Η ύπαρξις αυτής της φυλής έγινε γνωστή στον έξω κόσμο με τις προσπάθειες της Παναμίν, μιας κυβερνητικής υπηρεσίας, που εργάζεται για τα συμφέροντα των γεωργικών μειονοτήτων των Φιλιππίνων. Στις πρώτες συναντήσεις του κυνηγού με τα μέλη της φυλής στην άκρη του δάσους, δεν ήταν γνωστό ότι ζούσαν σε σπηλιές και δεν έγιναν άμεσες προσπάθειες να προχωρήσουν βαθιά μέσα στο υγρό δάσος. Η μετέπειτα απόφασις να επισκεφθούν τις σπηλιές, ελήφθη για να προστατεύσουν τους Τασαδαίους από τους υλοτόμους, τους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους και τους μεταλλωρύχους που εισχωρούσαν μέχρι το μικρό τους βασίλειο. Λίγο αργότερα, ο πρόεδρος των Φιλιππίνων υπέγραψε μια δήλωσι που τους εκχωρούσε περίπου 200.000 εκτάρια (σχεδόν 500.000 έηκερς) γης.
Είσοδος στον Κόσμο των Τασαδαίων
Η 23η Μαρτίου 1972 ήταν η μέρα που κατέφθασαν για πρώτη φορά άτομα από τον έξω κόσμο—και από τον εικοστό αιώνα—στον κόσμο των Τασαδαίων. Το ελικόπτερο ήταν το μόνο μέσον συγκοινωνίας που μπορούσε να φέρη την αποστολή σε κοντινή απόστασι από τις σπηλιές. Επειδή η πυκνή ζούγκλα έκανε αδύνατη την προσγείωσι, στερέωσαν μια ξύλινη πλατφόρμα στην κορυφή ενός δένδρου. Τα μέλη της αποστολής έπρεπε να πηδήσουν από το ελικόπτερο που μετεωρίζετο από ψηλά, πάνω στον τρεμάμενο διάδρομο προσγειώσεως, που κουνιόταν σαν κανώ πάνω σε ταραγμένα νερά από το φύσημα των ελίκων του ελικοπτέρου. Ο Λίντμπεργκ είπε ότι το πήδημά του ήταν «σαν να περνούσε μέσω ενός καθρέπτη» από τον σύγχρονο καιρό στον παλαιό.
Από την κορυφή του δένδρου, η ομάδα κατέβηκε εβδομήντα πέντε πόδια (23 μέτρα) ως κάτω στο έδαφος. Εκεί τους περίμενε ένας νεαρός Τασαδαίος που φορούσε μόνο μια ταινία από φύλλα γύρω από τους γλουτούς του. Ύστερα από περπάτημα μιας ώρας στο βουνό και κατά μήκος ενός αστραφτερού χειμάρρου η συντροφιά έφθασε στην κατοικία των Τασαδαίων: τρεις καλύβες από ασβεστόλιθο σε ύψος 15 ποδών (5 μέτρων) από το έδαφος και σε υψόμετρο 4.500 ποδών (1.370 μέτρων). Εδώ ήσαν, λοιπόν, βαθειά μέσα στο τροπικό βροχερό δάσος—που ήταν υγρό και έσφυζε από φυσική ζωή. Τριγύρω υπήρχαν γιγαντιαίες φτέρες και ορχεοειδή, ινδικές κάλαμοι, αναρριχώμενα μπαμπού, άγριες μπανανιές και φοίνικες, καθώς επίσης και τεράστια, ψηλά δένδρα του γένους των διπτεροκάρπων, που σκόπευαν προς τον ουρανό για να απλώσουν τη σκιά τους εκατό πόδια (30 μέτρα) ή περισσότερο πάνω από τις πλαγιές της κατηφορικής κοιλάδας.
Κεφάλια ξεπρόβαλαν με περιέργεια από τα ανοίγματα των σπηλαίων και τα μάτια περιεργάζονταν τους πρώτους ξένους που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην απόμερη κοιλάδα. Ένα αγόρι βγήκε από ένα σπήλαιο, τύλιξε τα χέρια του και τα πόδια του γύρω από τον λιγνό, άσπρο κορμό ενός δένδρου και γλίστρησε δεκαπέντε πόδια (5 μέτρα) ως το έδαφος. Ενώθηκε με τους άλλους που φώναζαν και στριμώχνοντο σ’ ένα σκονισμένο μονοπάτι για να συγκεντρωθούν γύρω από τους επισκέπτες. Οι ξένοι είχαν μείνει άφωνοι καθώς ξετυλιγόταν το σκηνικό! Είχαν μπροστά τους άνδρες, γυναίκες και παιδιά που φορούσαν μόνο σκουλαρίκια και ταινίες από φύλλα ορχιδέας σαν περιζώματα, ένα όμορφο πλήθος ανθρώπων με μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα και μαλακά μαύρα μαλλιά. Αποτελούσαν χτυπητή αντίθεσι από τα μαλλιαρά, άγρια πιθηκοειδή πλάσματα που ζωγραφίζουν οι καλλιτέχνες οπαδοί της εξελίξεως. Και βέβαια οι άνδρες δεν χτυπούσαν τις γυναίκες τους με ρόπαλα, ούτε τις έσερναν από τα μαλλιά. Είναι πιθανώς οι πιο ευγενικοί άνθρωποι πάνω στο πρόσωπο της γης.
Ο Τρόπος Ζωής των Τασαδαίων
Όταν ανακαλύφθηκε, η φυλή αποτελείτο από πέντε οικογένειες, με δεκατρία παιδιά! Στους Τασαδαίους ισχύει η μονογαμία και δεν υπάρχει καμμιά πρόβλεψις για διαζύγιο. Ο γάμος είναι ισόβιος—«ώσπου να ασπρίσουν όλα τα μαλλιά μας,» είπαν ο Κουλατάου και η Σικάλ, ένα ανδρόγυνο Τασαδαίων. Οι γάμοι επικυρώνονται κυρίως από μια συγκέντρωσι της φυλής στο στόμιο της μεγαλύτερης σπηλιάς, όπου σχηματίζουν ένα κύκλο γύρω από το νεόνυμφο ζευγάρι και λένε απλώς, «Μαφεόν, μαφεόν» («Καλό, καλό»). Επίσης, έπαιρναν νύφες από τις ορεινές φυλές των Ταζαφάνγκ και Σαντούκα, με τις οποίες οι Τασαδαίοι είχαν μερικές περιωρισμένες σχέσεις.
Μια ματιά από κοντά στις σπηλιές, από τις οποίες η μεγαλύτερη είχε τριάντα πόδια βάθος και τριάντα πέντε πόδια πλάτος (9x11 μέτρα), ήταν αποκαλυπτική. Οι τοίχοι δεν έχουν ούτε ζωγραφική ούτε σημάδια και το πάτωμα σκουπίζεται με κλαδιά που δεν αφήνουν σκουπίδια. Δεν υπάρχουν έπιπλα εκτός από μερικά ψάθινα στρωσίδια. Βλέπει κανείς, επίσης, κομμάτια από ξεραμένα καυσόξυλα και μερικά εργαλεία από μπαμπού, ξύλο και πέτρα. Οι τοίχοι της σπηλιάς γυαλίζουν σαν λουστραρισμένο κάρβουνο από τη μακροχρόνια έκθεσί τους στην καπνιά της φωτιάς που χρησιμοποιείται για μαγείρεμα και θέρμανσι της σπηλιάς τα κρύα βράδια.
Η εξεύρεσις τροφής αποτελεί τη σπουδαιότερη δραστηριότητα της ημέρας και απαιτεί ομαδική προσπάθεια. Συνήθως δαπανώνται τρεις ώρες στην αναζήτησι τροφής και το μενού εξαρτάται απ’ όσα μπορούν να συλλέξουν: καβούρια, ψάρια και γυρίνους, τα οποία οι Τασαδαίοι πιάνουν ψάχνοντας απλώς κάτω και γύρω από τα βράχια του ποταμού με τα γυμνά τους χέρια. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καθόλου γνώσεις καλλιέργειας και συλλέγουν μόνον όσα χρειάζονται και όποτε είναι διαθέσιμα. Η διατροφή τους περιλαμβάνει φρούτα, μούρα, λουλούδια, βλαστάρια από μπαμπού, γλυκοπατάτες και ψίχα από τον άγριο φοίνικα που τη φτιάχνουν αμυλώδη πίτα, και τη λένε νατάκ. Η τροφή μαγειρεύεται μέσα σε σωλήνες από μπαμπού ή τυλιγμένη σε φύλλα που τοποθετούνται πάνω στα πυρωμένα κάρβουνα. Παρεμπιπτόντως, ανάβουν φωτιά με το να στρίβουν ένα ξύλινο τρυπάνι ανάμεσα στις παλάμες ώστε η τριβή κάνει τη βάσι ν’ ανάψη. Έπειτα προσθέτουν προσάναμμα από ξερά βρύα και, όταν ανάψουν αυτά, φουντώνει η φωτιά. Η όλη διαδικασία απαιτεί πέντε περίπου λεπτά.
Λόγω της αφθονίας της τροφής, οι Τασαδαίοι δεν απομακρύνονται από την κατοικία τους, όπως οι νομαδικές φυλές που ‘ξεσηκώνονται’ όταν τελειώνη η τροφή. Ολόκληρο το δάσος είναι ένα ‘σούπερ-μάρκετ’ για τους Τασαδαίους. Λέγεται ότι ποτέ δεν έχουν απομακρυνθή σε απόστασι μεγαλύτερη από πέντε μίλια (8 χιλιόμετρα) από το σπίτι τους. «Οι πατέρες και οι παππούδες μας μάς έλεγαν ότι μπορούμε να πηγαίνουμε στο δάσος την ημέρα, αλλά πρέπει να γυρίζωμε πάντοτε στις σπηλιές τη νύχτα,» είπε ένας απ’ αυτούς. Πιστεύεται ότι ίσως κάποια παρεξήγησις, πόλεμος ή φόβος της επιδημίας ευλογιάς έκαναν τους Τασαδαίους να σταματήσουν την επικοινωνία με τις άλλες φυλές Μανόμπο από τις οποίες προέρχονται.
Μετά το μεσημβρινό γεύμα, δαπανούν το απόγευμα για ανάπαυσι, ύπνο ή για να βγάλουν ο ένας από τα μαλλιά του άλλου τα ξερά φύλλα, τα κλαράκια ή τις ψείρες. Στο παιγνίδι, είδαν ένα αγόρι να πετά μια πεταλούδα δεμένη σ’ ένα σπάγγο, όπως ακριβώς θα πετούσε κανείς ένα χαρταετό. Οι ανάγκες τους είναι απλές και δεν έχουν λέξεις για το ρύζι, το αλάτι, τη ζάχαρι, τη βελόνα ή τον καπνό. Μολονότι το διαιτολόγιο των Τασαδαίων είναι φτωχό σε θερμίδες, (1.000 ως 1.500 ημερησίως), ανάμεσα τους δεν υπάρχει υποσιτισμός, χαλασμένα δόντια, ελονοσία ούτε φυματίωσις. Όταν οι επισκέπτες τους ρώτησαν τι θα ήθελαν, απάντησαν, «Τι εννοείτε ‘θέλω’;»
Το Μήνυμα των Τασαδαίων
Ο Τασαδαίοι επίσης δεν έχουν στη γλώσσα τους καμμιά λέξι για τον καυγά. Δεν έχουν ιδέα περί πολέμου, ούτε και περί βίας. Ο Μανουέλ Ελιζάλντε, διευθυντής της Παναμίν και υπουργός, ο οποίος ηγείτο της αποστολής, είπε: «Δεν γνωρίζουν τα προβλήματα που στέλνουν ανθρώπους στα φρενοκομεία και δημιουργούν τους πολέμους και τις έχθρες και όλα τα άλλα. Όλ’ αυτά είναι ξένα γι’ αυτούς.»
Οι υποστηρικταί της εξελίξεως πίστευαν ότι η ανακάλυψις των Τασαδαίων θα ήταν μια απόδειξις υπέρ της θεωρίας της εξελίξεως που καταρρέει. Αλλά, παρά το γεγονός ότι ήσαν κυριολεκτικά αποκομμένοι από τον πολιτισμό επί αιώνες, η τάξις και η ευθύτης των Τασαδαίων αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς μια ανώτερη μορφή ζώου. Ανόμοια με τα ζώα, ο άνθρωπος κατέχει την ιδιότητα της συνειδήσεως και έχει, επίσης, την παρόρμησι να λατρεύη. Είναι ενδιαφέρον να λεχθή ότι αυτή η ανάγκη της λατρείας έγινε φανερή στον τρόπο με τον οποίο οι Τασαδαίοι παρατηρούσαν τον υπουργό Ελιζάλντε. Πίστευαν ότι ήταν ο «λευκός Θεός» που επρόκειτο μια μέρα να κατεβή στην κατοικία τους για να τους επισκεφθή.
Είναι αξιοσημείωτο το ότι ένας λαός αποκομμένος από τη σύγχρονη τεχνολογία και όλες της τις ανέσεις, θα μπορούσε ακόμη να βγη από την απομόνωσί του με καλή διανοητική και σωματική υγεία και ωραίες ηθικές αξίες, ενώ ο «πολιτισμένος» άνθρωπος σήμερα περιστοιχίζεται από προβλήματα διανοητικών και σωματικών ασθενειών, παγκόσμια μόλυνσι, ηθική κατάρρευσι και συνεχή φόβο πολέμου.
Μερικοί λυπούνται τους Τασαδαίους επειδή στερούνται τις κοσμικές ανέσεις και την πολυμάθεια. Ωστόσο, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι μπορεί να τους ζηλεύουν για τον απλό τρόπο ζωής τους, ενθυμούμενοι τι λέγει ο Λόγος του Θεού, η Βίβλος: «Δεν εφέραμεν ουδέν εις τον κόσμον, φανερόν ότι ουδέ δυνάμεθα να εκφέρωμέν τι· έχοντας δε διατροφάς και σκεπάσματα, ας αρκώμεθα εις ταύτα.»—1 Τιμ. 6:7, 8.