Μια Αφήγησις Αυτόπτου Μάρτυρος: Πλημμύρα του Τζώνσταουν Αρ. 3
ΤΖΩΝΣΤΑΟΥΝ Πενσυλβανίας—Η Πόλις των Πλημμυρών. Το όνομα αυτό θύμιζε εδώ και πολύν καιρό εικόνες καταστροφής, ατμάμαξες αναποδογυρισμένες και ανθρώπους πάνω στις στέγες. Αλλ’ αυτό συνέβαινε σε άλλους καιρούς. Οι ιδρυτές της νέας πόλεως απεφάσισαν ότι το όνομα «Πόλις των Πλημμύρων» έβλαπτε την εικόνα της πόλεως, κι έτσι το άλλαξαν και η πόλις ωνομάσθηκε «Η Φιλική Πόλις.» Αλλά οι παλιές αναμνήσεις δύσκολα πεθαίνουν. Οι σοφοί παλιοί κάτοικοι άκουγαν—αλλά περίμεναν.
Στις 20 Ιουλίου 1977, περίπου στις 9:30 το βράδυ, άρχισε να ψιχαλίζη. Ένας άνδρας με την οικογένεια του προσπαθούσε να στήση μια σκηνή για να δοκιμάση αν ήταν αδιάβροχη. Στις 10 το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς.
Μέχρι τα μεσάνυχτα, μια από τις περιοχές της πόλεως που βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο, άρχισε ν’ αντιμετωπίζη προβλήματα λόγω της ανόδου του νερού. Το Ρυάκι Σολομών, που ήταν συνήθως ένα ήσυχο ποταμάκι, άρχισε ν’ ανυψώνεται και το νερό άρχισε να τρέχη στους απότομους λόφους κατά χείμαρρους. Στην Οδό Άρθουρ, ένας γείτονας ενός από τους μάρτυρες του Ιεχωβά του τηλεφώνησε από το διαμέρισμά του, που βρίσκεται στο δεύτερο όροφο, ζητώντας του βοήθεια για να φτιάξη ένα πρόχειρο φράγμα από σανίδες και να εμποδίση το νερό να μπη στον κήπο του.
Ακόμη όμως δεν ανησυχούσε κανένας σοβαρά. Το φοβερό σύστημα αμύνης από το νερό που διέθετε η πόλις ήταν μέρος ενός μεγάλου σχεδίου για τον έλεγχο των πλημμύρων, που είχε κτισθή προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 από το Μηχανικό Σώμα του στρατού των Η.Π. Το έργο αυτό είχε γίνει λίγο καιρό αφότου το Τζώνσταουν είχε ήδη υποστή δύο μεγάλες πλημμύρες.
Η πρώτη—η γνωστή—συνέβη το 1889, όταν έσπασε ένα φράγμα βορείως της πόλεως κι εφόνευσε 2.209 ανθρώπους. Το 1936, μια δεύτερη πλημμύρα φόνευσε είκοσι δύο περισσοτέρους και προκάλεσε ζημιές αξίας 41 εκατομμυρίων δολλαρίων. Αλλά το ογκώδες, σχέδιο για τον έλεγχο των πλημμύρων είχε τελικά καθησυχάσει τους περισσοτέρους κατοίκους του Τζώνσταουν. Ακόμη και όταν η δυτική Πενσυλβάνια πλημμύρισε μετά από τον Τυφώνα του 1972, το Τζώνσταουν επέζησε άθικτο—ψηλό και, κατά θαυμάσιο τρόπο, στεγνό. Δεν ήταν πια η Πόλις των Πλημμυρών—τώρα ήταν η Φιλική Πόλις.
Αλλά μέχρι τις 12:30 τα μεσάνυχτα, στις 21 Ιουλίου 1977, οι δύο «κτίστες του φράγματος» στην Οδό Άρθουρ αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις σανίδες τους. Στο ισόγειο ζούσε μια κυρία εβδομήντα εννέα ετών και επειδή το νερό ανέβαινε, ο Μάρτυς απεφάσισε να την μεταφέρη από τις απότομες σκάλες στο δικό του διαμέρισμα.
Κατόπιν, στη διάρκεια μιας μακράς, τρομακτικής νύχτας, αυτός και η οικογένειά του παρακολουθούσαν το νερό ν’ ανεβαίνη τα σκαλιά. Μέχρι τις 2 τα μεσάνυχτα, το νερό είχε μεταβληθή σε χείμαρρο, και ‘ξέσχιζε’ τα κιγκλιδώματα από τους φράκτες. Τα αυτοκίνητα άρχισαν να επιπλέουν και συνετέλεσαν έτσι στο γκρέμισμα των φρακτών και της εμπρόσθιας όψεως των σπιτιών. Μέχρι τις 6 το πρωί, το νερό έφθανε μέχρι τα φώτα της οροφής του πρώτου πατώματος και τα θεμέλια του σπιτιού άρχισαν να τρέμουν. «Εκείνη τη στιγμή,» είπε, «νομίζαμε ότι ήμαστε νεκροί.»
Οι Ζημίες Αποκαλύπτονται
Ένας άλλος Μάρτυς σηκώθηκε στις 5 το πρωί, ως συνήθως, για να πάη στην εργασία του παρά τη μεγάλη βροχή. Αλλ’ αναγκάσθηκε να επιστρέψη, διότι οι δρόμοι είχαν φαγωθή. Κατόπιν σκέφθηκε τον τόπο συναθροίσεων της εκκλησίας, την Αίθουσα Βασιλείας των, που βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο, και τα μέλη της εκκλησίας που ζουν στο στεγαστικό τετράγωνο εκεί γύρω. Έτσι, επέστρεψε για να πάρη τη σύζυγό του και μαζί άρχισαν να βαδίζουν προς εκείνη την περιοχή.
Το θαμπό φως της αυγής απεκάλυψε ένα τρομακτικό θέαμα. Στο στεγαστικό τετράγωνο, αρκετές πολυκατοικίες είχαν στην ουσία ‘ξεσχισθή’ και εφαίνοντο τα λίβινγκ-ρουμ, οι κρεββατοκάμαρες και τα μπάνια. Ο καταρρακτώδης χείμαρρος είχε ‘ξεσχίσει’ τα θεμέλια, είχε συγκεντρώσει σωρούς από αυτοκίνητα και είχε συσσωρεύσει χώματα και λίθους μέχρι ύψος δεκαπέντε ποδών (5 μέτρα).
Οι άνθρωποι φώναζαν, κολυμπούσαν προς κάποιο ασφαλές μέρος και έκλαιγαν. Το ζεύγος έψαξε να βρη τους πέντε Μάρτυρες που εγνώριζε ότι έμεναν στην πολυκατοικία αυτή και νόμιζαν ότι ανεγνώρισαν έναν απ’ αυτούς σε απόστασι. Ήταν όμως κάποιος άγνωστος σ’ αυτούς, που διεκομίζετο από την οροφή ενός οικήματος μ’ ένα ελικόπτερο. Ελικόπτερα και βενζινάκατοι υπήρχαν παντού. Μπλοκαρισμένοι από τον χείμαρρο, που τους εμπόδιζε να προχωρήσουν, το ζεύγος πήγε στην Αίθουσα Βασιλείας και αντιμετώπισαν ένα άλλο σοκ.
Φαντασθήτε ένα ελκυστικό κτίριο πρόσφατης κατασκευής με μερικές ανακαινίσεις, τοποθετημένο ειρηνικά σ’ ένα δρόμο στον οποίο έχετε περάσει εκατοντάδες φορές. Τώρα οραματισθήτε το ίδιο κτίριο—τη νέα προσθήκη τελείως ‘ξεσχισμένη,’ ολόκληρο το κτίριο βαθουλωμένο, ένα μεγάλο δένδρο να βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της κυρίας αιθούσης και μια μεγάλη ρωγμή στον ένα τοίχο όπου ένα τετράγωνο κομμάτι ασφάλτου δέκα ποδών (3 μέτρων) έμπαινε από τη μια πλευρά της αιθούσης και έβγαινε από την άλλη. Η γνωστή οδός ήταν τώρα ένα απότομο φαράγγι, γεμάτο ογκολίθους. Το γρασίδι θύμιζε σεληνιακό τοπίο. Μια γυναίκα στην Αίθουσα Βασιλείας καθόταν κι έκλαιγε.
Φθάνει η Βοήθεια
Στο σημείο αυτό, μεγάλο πρόβλημα αποτελούσε η επικοινωνία με τα άλλα μέλη της εκκλησίας. Ήδη οι πρεσβύτεροι ελάμβαναν προσφορές βοηθείας από γειτονικές εκκλησίες, αλλά κατ’ αρχήν δεν μπορούσαν να καθορίσουν τι χρειαζόταν. Μέχρι την επόμενη μέρα, όμως, είχε γίνει πρόγραμμα για παροχή βοηθείας στον καθένα μέσα στην εκκλησία—αλλά ακόμη εχρειάζετο περισσότερος συντονισμός.
Οι πρεσβύτεροι έκαναν την πρώτη πλήρη συνάθροισί τους και εδόθη προτεραιότητα σε θέματα υγείας και ασφαλείας. Έγινε κατάλογος για κάθε μέλος της εκκλησίας, όπου ανεγράφοντο οι βλάβες και οι ανάγκες, περιλαμβανομένων τροφίμων, ύδατος, χρημάτων και στέγης, Την επόμενη μέρα οι πρεσβύτεροι έκαναν μια προσπάθεια να επισκεφθούν προσωπικά κάθε οικογένεια.
Κατόπιν η προσοχή εστράφη στην Αίθουσα Βασιλείας. Ελήφθη απόφασις να εκκενωθή και να γκρεμισθή όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Έτσι, έγιναν δεκτές μ’ ευγνωμοσύνη οι προσφορές βοηθείας. Περίπου εξήντα εργάτες ήσαν αρκετοί για να διασώσουν ό,τι άξιζε και να βοηθήσουν εκείνους που εχρειάζοντο βοήθεια για να επιδιορθώσουν τα σπίτια τους.
Αλλά μέχρι τις 9 το πρωί του Σαββάτου, υπήρχαν περίπου 150 εθελονταί, μ’ ένα πραγματικό στράτευμα από οχήματα στο καθωρισμένο σημείο. Ένα μέλος της Εθνικής Φρουράς που παρατηρούσε, έμεινε κατάπληκτος από την εργασία που έγινε μόνο σε τέσσερις μέρες μετά την πλημμύρα, και είπε ότι «Με κανένα τρόπο» η Φρουρά δεν θα μπορούσε να το οργανώση τόσο γρήγορα.
Μερικοί εργάτες πήγαν να βγάλουν τα συντρίμμια από σπίτια και μαγαζιά. Ο σύζυγος μιας κυρίας που μελετούσε την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, μολονότι αντετίθετο στο έργο τους, κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία καθώς τρεις Μάρτυρες εργάσθηκαν αρκετές ώρες να βγάλουν το σωρό της λάσπης ύψους τριών ποδών (0,9 μέτρα) από το υπόγειό του. «Από όλες τις εκκλησιαστικές ομάδες,» είπε «κανείς δεν ήλθε να βοηθήση παρά μόνο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.»
Μέχρι το τέλος της ημέρας, ο απολογισμός ήταν πλήρης. Μια Αίθουσα Βασιλείας είχε καταστραφή και εκκενωθή· δεκατέσσερα σπίτια είχαν υποστή ζημίες, τα εννέα σε μεγάλο βαθμό. Πέντε οικογένειες είχαν διακομισθή σε σπίτι συγγενών τους ή σε σπίτια άλλων Μαρτύρων. Και είμεθα ευγνώμονες όταν διαπιστώσαμε ότι, μολονότι οι θάνατοι στην πόλι εξακολουθούσαν ν’ ανέρχωνται, κανείς από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είχε τραυματισθή στην πλημμύρα.
Σε μια ειδική συνάθροισι που έγινε σε μια κοντινή Αίθουσα Βασιλείας την επόμενη Παρασκευή, συγκινηθήκαμε από εκφράσεις ενδιαφέροντος εκ μέρους άλλων Χριστιανών αδελφών μας σε όλη τη χώρα, καθώς επίσης και από τις επανειλημμένες επιστολές που ελαμβάναμε από το Κυβερνών Σώμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη σχετικά με τις ανάγκες μας.
Έτσι, καθώς η σκόνη (κατά γράμμα) κατακάθεται στο Τζώνσταουν, έχομε πολλά πράγματα για τα οποία να είμεθα ευγνώμονες, Έχομε επίσης μερικά πράγματα ν’ αναλύσωμε. Θα μπορούσαμε να είχαμε χειρισθή την κατάστασι καλύτερα; Μπορούμε να συσφίξωμε τους δεσμούς της Χριστιανικής μας αγάπης ακόμη περισσότερο για όσα πρόκειται ακόμη να γίνουν σ’ αυτό το παλαιό σύστημα; Αλλά μερικές από τις σκέψεις μας πρέπει ακόμη να περιμένουν. Επί του παρόντος, έχομε να ξανακτίσωμε μια Αίθουσα Βασιλείας.