Αντιμετώπισις της Υπογλυκαιμίας
ΕΝΑΣ ΑΣΘΕΝΗΣ επισκέπτεται, τον γιατρό του για να παραπονεθή για την κακή του υγεία. Αισθάνεται «καταβεβλημένος,» εξασθενημένος και έχει ιλίγγους κατά διαστήματα. Προσφάτως επίσης έχει γίνει πιο νευρικός και ευερέθιστος, και δοκιμάζει ένα μεγαλύτερο αίσθημα ανησυχίας και τρόμου. Μερικές φορές, η καρδιά του κτυπά πολύ γρήγορα, και στο τέλος τον περιλούζει κρύος ιδρώτας. Τι δεν πάει καλά;
Αυτό το άτομο μπορεί να είναι ένα από τα χιλιάδες άτομα που έχουν υπογλυκαιμία. Αυτός είναι ο ιατρικός όρος που περιγράφει την κατάστασι που είναι κοινώς γνωστή ως «χαμηλό ποσοστό σακχάρεως στο αίμα.» Εν τούτοις, τα συμπτώματα ποικίλλουν τόσο πολύ ώστε αυτή η πάθησις, μπορεί να εκληφθή σαν μια από πολλές άλλες παθήσεις. Και ταυτοχρόνως, πολλές άλλες παθήσεις μπορούν να εκληφθούν ως υπογλυκαιμία.
Αλλά τι ακριβώς είναι η υπογλυκαιμία και πώς μπορεί να προσδιορισθή με περισσότερη βεβαιότητα; Τι την προκαλεί; και τι μπορεί να γίνη για την αντιμετώπισί της;
Το Σώμα Απαιτεί Σάκχαρι
Το σώμα χρειάζεται την κατάλληλη ποσότητα σακχάρεως για να έχη καλή υγεία. Η σάκχαρις προμηθεύει ενέργεια για τα κύτταρα του σώματος. Όταν το ποσοστό της σακχάρεως στο αίμα είναι πολύ χαμηλό ως αποτέλεσμα κάποιας περιστάσεως, τότε δημιουργείται μια επείγουσα ανάγκη για το σώμα και τότε αυτό αντιδρά ανάλογα.
Το κεντρικό νευρικό σύστημα—ο εγκέφαλος και ο νωτιαίος μυελός—επηρεάζονται πολύ σοβαρά από το πολύ χαμηλό ποσοστό σακχάρεως στο αίμα. Χωρίς αυτό το «καύσιμο,» ο εγκέφαλος δεν μπορεί να λειτουργήση· χωρίς αυτό, δεν υπάρχει ζωή.
Αλλά τι είδους σάκχαρις είναι αυτή που απαιτεί το σώμα; Η απαιτούμενη σάκχαρις ονομάζεται γλυκόζη. Αυτή δεν είναι ακριβώς ίδια με την συνηθισμένη επιτραπέζια σάκχαρι, και είναι λιγότερο γλυκειά απ’ αυτήν το ήμισυ. Από πού εφοδιάζεται το σώμα με γλυκόζη έτσι ώστε οι αρτηρίες να μπορούν να την μεταφέρουν στα κύτταρα του σώματος; Το σώμα παίρνει γλυκόζη από τους υδατάνθρακες που αποτελούν ένα από τα τρία βασικά είδη τροφής που είναι αναγκαία για τη ζωή, ενώ τα άλλα δύο είδη είναι οι πρωτεΐνες και τα λίπη.
Μερικοί υδατάνθρακες είναι απλά σάκχαρα που απορροφώνται εύκολα στις αρτηρίες όταν τρώγωνται. Ένα παράδειγμα σχετικά μ’ αυτό είναι ένα ελαφρά γλυκύ σάκχαρο που υπάρχει στο σιρόπι του καλαμποκιού. Η συνηθισμένη επιτραπέζια σάκχαρις είναι επίσης ένας υδατάνθρακας, αλλά πρέπει να χωνευθή (να διασπασθή) από το σώμα έτσι ώστε να παραχθή γλυκόζη απ’ αυτήν.
Το σώμα επίσης παράγη γλυκόζη από πολλούς άλλους υδατάνθρακες που βρίσκονται σε όπως είναι το ρύζι, το αλεύρι βρώμης, τα φασόλια (φασίολος ο μηνοειδής), ο λευκός και πλήρης σιταρένιος άρτος και τα ξερά δαμάσκηνα. Όλες αυτές οι τροφές περιέχουν υψηλό ποσοστό υδατανθράκων. Άλλες τροφές που περιέχουν επίσης σημαντικό ποσοστό υδατανθράκων είναι αυτές που περιλαμβάνουν καλαμπόκι, πατάτες, μπανάνες, μήλα, πορτοκάλια και γκρέιπφρουτ.
Συμπτώματα
Ένα πλήθος συμπτωμάτων συνοδεύουν την υπογλυκαιμία. Το θύμα της μπορεί να αισθάνεται αδυναμία και να έχη μεγαλύτερη πίεσι του αίματος και αυξημένη ταχυπαλμία. Μπορεί να είναι πιο νευρικός, φοβισμένος και μπορεί να ιδρώνη χωρίς κανένα φανερό λόγο. Είναι επίσης πιθανόν να υποφέρη από πονοκεφάλους, ιλίγγους, μούδιασμα, έλλειψι συντονισμού να έχη «χονδρύτερη» φωνή, να τρέμη και να πεινά. Η υπογλυκαιμία σοβαράς μορφής μπορεί να καταλήξη σε σπασμούς και κώμα και, σε μερικές περιπτώσεις, σε θάνατο.
Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι που έχουν μερικά απ’ αυτά τα συμπτώματα έχουν υπογλυκαιμία. Υπάρχουν πολλές άλλες σωματικές ασθένειες που προκαλούν αυτά τα συμπτώματα. Επίσης, ένα άτομο μπορεί να κάνη εξέτασι για το ποσοστό της γλυκόζης που υπάρχει στο αίμα του και μπορεί να βρη ότι, μολονότι το ποσοστό είναι χαμηλό, δεν υποφέρει από υπογλυκαιμία. Στην πραγματικότητα, μελέτες αποκαλύπτουν ότι πολλά άτομα των οποίων οι τακτικές αναλύσεις δείχνουν ότι το ποσοστό της σακχάρεως βρίσκεται σε ποσοστό χαμηλότερο απ’ αυτό που θεωρείται «φυσιολογικό,» δεν έχουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.
Οι γιατροί επίσης τονίζουν ότι υπάρχουν δύο είδη υπογλυκαιμίας. Η πιο κοινή ονομάζεται λειτουργική υπογλυκαιμία και είναι αποτέλεσμα κάποιας ανωμαλίας του σώματος.
Λειτουργική Υπογλυκαιμία
Ένας από τους βασικούς παράγοντας που προσδιορίζουν αν ένα άτομο έχη λειτουργική υπογλυκαιμία είναι ο εξής: Συμπίπτουν κατά καιρούς τα συμπτώματα με το χαμηλό ποσοστό σακχάρεως στο αίμα, συνήθως τρεις ή πέντε ώρες μετά το φαγητό;
Επίσης, για ν’ αποφύγωμε παρανόησι του ζητήματος, είναι σπουδαίο να γνωρίζωμε ότι στο φυσιολογικό άτομο το ποσοστό της σακχάρεως ποικίλλει ακόμη και σε διαφορετικές ώρες της ημέρας. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τροφή που καταναλώνει. Το φαγητό ενεργοποιεί τον αδένα που ονομάζεται πάγκρεας και παράγει ινσουλίνη. Η ινσουλίνη βοηθεί το σώμα να χρησιμοποιή τη σάκχαρι, να την «καίη,» μετατρέποντάς την σε ενέργεια.
Συνήθως, το ποσόν της σακχάρεως (γλυκόζης) στο αίμα αυξάνει λίγες ώρες μετά το φαγητό, ιδιαίτερα αν το γεύμα περιλαμβάνη πολλούς υδατάνθρακες. Για ν’ αντισταθμίση αυτή την αύξησι και να επαναφέρη τη σάκχαρι του αίματος στα φυσιολογικά επίπεδα, το πάγκρεας εκκρίνει την ινσουλίνη. Καθώς τώρα ενεργεί η ινσουλίνη μέσα σε λίγες ώρες η σακχάρις του αίματος πέφτει σε πιο φυσιολογικά επίπεδα. Αλλά μ’ αυτή τη διαδικασία, το ποσοστό της σακχάρεως μπορεί να πέση κάτω από το φυσιολογικό κάποια φορά, αν το πάγκρεας εκκρίνει κάπως περισσότερη ινσουλίνη απ’ όση χρειάζεται. Ωστόσο, αυτό δεν είναι συνηθισμένο και στους περισσότερους ανθρώπους δεν συνοδεύεται από τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.
Εν τούτοις, στα άτομα που έχουν λειτουργική υπογλυκαιμία, το πάγκρεας είναι υπερβολικά ευαίσθητο στους υδατάνθρακες και παράγει πάρα πολλή ινσουλίνη. Αυτή η ‘υπερπαραγωγή’ ινσουλίνης μειώνει το ποσοστό της σακχάρεως του αίματος πάρα πολύ και ο σώμα, με τη σειρά του, παράγει τα συμπτώματα που περιγράφησαν προηγουμένως.
Μολονότι η διάγνωσις της λειτουργικής υπογλυκαιμίας είναι δύσκολη, ιατρικές αυθεντίες δηλώνουν ότι αυτή είναι παρούσα όταν υπάρχουν όλοι μαζί οι εξής ενδεικτικοί παράγοντες: (1) Τα συμπτώματα του ασθενούς δεν είναι αισθητά όλη μέρα, αλλά κατά διαστήματα μέσα σε τρεις έως πέντε ώρες μετά το φαγητό· (2) τα συμπτώματα συμπίπτουν με το χαμηλό ποσοστό σακχάρεως στο αίμα· (3) το άσχημο αίσθημα μπορεί ν’ ανακουφισθή κάπως αν ο ασθενής φάγη ένα γλύκισμα το οποίο αυξάνει γρήγορα το ποσοστό της γλυκόζης στο αίμα, και (4) το πρόβλημα μπορεί ν’ αποκαλυφθή με ειδικές εξετάσεις που μπορούν να κάνουν ειδικοί γιατροί.
Πρέπει επίσης να λεχθή ότι, μολονότι το πολύ χαμηλό ποσοστό σακχάρεως είναι χαρακτηριστικό της υπογλυκαιμίας, το υπερβολικό ποσοστό σακχάρεως μπορεί να υποδεικνύη την ύπαρξι διαβήτου. Εν τούτοις, αυτές οι δύο καταστάσεις δεν είναι κατ’ ανάγκην αντίθετες η μια της άλλης. Γιατί; Διότι αυτοί που υποφέρουν από διαβήτη μπορεί να υποστούν την επίθεσι της υπογλυκαιμίας αν πάρουν πολύ μεγάλη δόσι ινσουλίνης, ή αν η ινσουλίνη έχει ισχυρότερη επίδρασι απ’ όση νόμιζαν. Αυτή «καίει» πάρα πολύ σάκχαρι, πράγμα που καταλήγει σε πολύ χαμηλό ποσοστό σακχάρεως στο αίμα και στη συνέχεια ακολουθείται από τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.
Διαφορές
Μολονότι οι εξετάσεις μπορεί να παίζουν ρόλο στον προσδιορισμό της υπογλυκαιμίας, είναι ανάγκη εν τούτοις να ληφθούν υπ’ όψιν οι διαφορές. Οι ασθενείς είναι άνθρωποι και οι άνθρωποι είναι ξεχωριστές προσωπικότητες. Ούτε δύο άνθρωποι δεν είναι απόλυτα όμοιοι, όπως δείχνει το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν δύο όμοια δακτυλικά αποτυπώματα μέσα στα τέσσερα δισεκατομμύρια των ανθρώπων της γης! Έτσι ότι είναι φυσιολογικό για έναν, ή για εκατό ανθρώπους, μπορεί να μην είναι φυσιολογικό για κάποιον άλλον.
Επί παραδείγματι, πόσος χρόνος απαιτείται για να επιστρέψη η καρδιά στον ομαλό της ρυθμό μετά από 20 ζωηρούς κτύπους; Αυτό ποικίλλει, ακόμη και για τα άτομα που είναι της ιδίας ηλικίας και της ιδίας φυσικής καταστάσεως. Λόγω αυτών των διαφορών στην κατασκευή του σώματος, ακόμη και οι ειδικοί για το διαβήτη δεν είναι σε θέσι να συμφωνήσουν πλήρως σχετικά με το ποια είναι η πρώτη ένδειξις του διαβήτου.
Ομοίως έχοντας υπ’ όψιν τις διαφορές στα ανθρώπινα σώματα θα ήταν δύσκολο να επιμείνωμε ότι κάποιο συγκεκριμένο ποσοστό αποτελεί χαμηλό ποσοστό σακχάρεως στο αίμα σε οποιαδήποτε περίπτωσι. Αυτό πρέπει να σταθμισθή, ανάλογα με τη γενική υγεία του ατόμου, και εξαρτάται επίσης από το αν υπάρχουν και άλλες ενδείξεις.
Καταπολεμώντας τις Αιτίες
Τι προξενεί την κατάστασι που καταλήγει σ’ ένα πολύ χαμηλό ποσοστό σακχάρεως στο αίμα; Μολονότι το πρόβλημα είναι πολύπλευρο, υπάρχουν ωρισμένοι παράγοντες που έχει βεβαιωθή ότι περιλαμβάνονται στο ζήτημα.
Ένας τέτοιος παράγων είναι η κληρονομικότης. Μερικοί άνθρωποι γεννώνται έχοντας μια προδιάθεσι για υπογλυκαιμία. Ένας δεύτερος παράγων είναι το ίδιο το περιβάλλον στο οποίο ζη το άτομο, και το οποίο περιλαμβάνει το καθημερινό άγχος και τη συναισθηματική πίεσι στην οποία βρίσκεται. Το υπερβολικό άγχος και η συναισθηματική αγωνία μπορούν να προξενήσουν μια ελάττωσι στην ικανότητα του σώματος ν’ αντισταθή στην ασθένεια. Σαν αντίδρασι σ’ αυτό, τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας μπορούν να παρουσιασθούν στη διάρκεια περιόδων παρατεταμένης εντάσεως ή συναισθηματικής συγχύσεως.
Ένας τρίτος παράγων είναι το είδος της τροφής που τρώγει ένα άτομο. Είναι γενικά παραδεκτό ότι οι αναγκαίες τροφές περιλαμβάνουν πρωτεΐνες, λίπη, υδατάνθρακες κι επίσης βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία και νερό. Τα σώματα μας ήσαν σχεδιασμένα από τον Δημιουργό να χρησιμοποιούν την ευρεία ποικιλία των τροφών που βρίσκονται στη δημιουργία. Αυτές οι τροφές εφοδιάζουν το σώμα με δομικά υλικά για ανάπτυξι και επισκευή, καθώς και τα καύσιμα για ενέργεια.
Εν τούτοις, στα πρόσφατα χρόνια, έχομε παρατηρήσει μια αξιοσημείωτη αύξησι στη χρήσι τροφών χωρίς αξία, που έχουν λίγη ή καθόλου θρεπτική αξία, μολονότι μπορεί να περιέχουν θερμίδες που μπορούν να κάνουν το άτομο να παχύνη πολύ. Επίσης οι πολλές σάκχαρες και τα άμυλα που βρίσκονται στα ζαχαρωτά και στις πάστες, μπορεί να οδηγήσουν σε μια υπερπαραγωγή ινσουλίνης από το πάγκρεας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήση σε αφύσικα χαμηλό ποσοστό σακχάρεως στο αίμα. Τότε μπορεί ν’ ακολουθήσουν τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.
Επί πλέον, η αυξανόμενη χρήσις πολλών συνθετικών πρόσθετων ουσιών—όπως είναι τα χημικά που επιβραδύνουν τη σήψι και άλλα που βελτιώνουν τη σύνθεσι και τη γεύσι—μπορεί να είναι ένας παράγων που συμβάλλει στο πρόβλημα. Οι σύγχρονες μέθοδοι γεωργίας που περιλαμβάνουν τη χρήσι ζιζανιοκτόνων και τα οποία μπορεί να μην απομακρύνονται από την τροφή, είναι ένας άλλος άγνωστος παράγων που επηρεάζει τη διατροφή.
Όταν εμφανίζονται τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας και δεν οφείλωνται σε κάποια ασθένεια, αυτά μπορούν να ελαττωθούν, ή ακόμη και να μην ξαναεμφανισθούν, μέσω μιας προσεκτικά ρυθμισμένης διαίτης που θα περιλαμβάνη λιγώτερους υδατάνθρακες και περισσότερες πρωτεΐνες. Επίσης, μερικά από τα συμπτώματα μπορεί να προληφθούν με μια πιο προσεκτική λήψι τροφών, όπου θα δίδεται έμφασις σ’ εκείνα τα είδη που είναι πιο ωφέλιμα. Φυσικά στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες το να αγοράζη κανείς τέτοιες τροφές φθηνά και εύκολα μπορεί να μην είναι πάντοτε κάτι απλό. Εν τούτοις, οι ακόλουθες υποδείξεις που έχουν προταθή από μερικούς διαιτολόγους μπορεί να είναι υποβοηθητικές:
(1) Όπου είναι δυνατόν, περιορίστε τις επεξεργασμένες τροφές, όπως είναι η λευκή σάκχαρις και το λευκό αλεύρι.
(2) Χρησιμοποιείτε τροφές που έχουν το ελάχιστο ποσοστό χημικών προσθέτων, όπως είναι τα τεχνητά χρώματα τροφών και τα συντηρητικά.
(3) Όταν είναι δυνατόν, τρώτε κυρίως τροφές που χαλούν επειδή δεν έχουν πρόσθετα συντηρητικά, τροφές όπως είναι τα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά. (Φυσικά, να τις τρώτε προτού χαλάσουν!) Και, χρησιμοποιείτε μια ευρεία ποικιλία λαχανικών, νωπών ή μαγειρευμένων, μ’ ένα τρόπο που να διατηρή τις περισσότερες θρεπτικές ουσίες τους.
(4) Όταν είσθε αναγκασμένοι να χρησιμοποιήτε κατεψυγμένα τρόφιμα χρησιμοποιήστε τον ζωμό που δημιουργείται από την απόψυξι επειδή αυτός συχνά έχει θρεπτική αξία.
(5) Αποφύγετε την υπερβολική, σταθερή λήψι τροφών χωρίς αξία όπως είναι τα ζαχαρωτά και τα αναψυκτικά. Αν μπορείτε, αντικαταστήτε τα με φυσικά σάκχαρα και χυμούς φρούτων.
(6) Ασκήσθε τακτικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ηλικία σας και την γενική κατάστασι της υγείας σας.
Άλλες Αιτίες
Εν τούτοις υπάρχουν κι άλλες αιτίες για την υπογλυκαιμία που δεν είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητος, περιβάλλοντος, εντάσεως, ανικανότητας του σώματος να χρησιμοποιήση κατάλληλα τους υδατάνθρακες ή κακής υγείας. Επί παραδείγματι ένας όγκος στο πάγκρεας μπορεί να το κάνη να παράγη πολλή ινσουλίνη η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να μειώση πολύ την ποσότητα της σακχάρεως στο αίμα. Αταξία στο ποσοστό σακχάρεως μπορεί επίσης να προκαλέσουν οι ανωμαλίες στο σύστημα μεταβολισμού του ατόμου λόγω κάποιας ασθενείας. Τέτοια είδη οργανικής υπογλυκαιμίας μπορεί να προκαλέσουν προσβολές, επί παραδείγματι, τη νύχτα ή σε περιόδους εντάσεως.
Η υπερβολική χρήσις οινοπνευματωδών ποτών μπορεί να είναι επίσης η αιτία. Όταν ένα άτομο πίνη υπερβολικά, το συκώτι μπορεί να υποστή βλάβη, και αυτό το όργανο παίζει ένα σπουδαίο ρόλο στον μεταβολισμό των υδατανθράκων. Επίσης, ο διαβήτης στο αρχικό του στάδιο μπορεί να εκδηλωθή σαν υπογλυκαιμία.
Κατά καιρούς, τα συμπτώματα αυτής της καταστάσεως είναι πολύ ηπιώτερα. Κατόπιν, η πραγματική αιτία μπορεί πολύ δύσκολα ν’ ανακαλυφθή.
Επειδή τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας είναι πολλά, μερικά άτομα μπορεί να σπεύσουν να χρακτηρίσουν ένα πρόβλημα της υγείας τους ως υπογλυκαιμία. Και αυτό μπορεί να συμβή και με μερικούς γιατρούς που είναι ειδικοί σ’ αυτόν τον τομέα, όπως είπε ο Δρ Σύντνεϋ Γουώκερ από την Καλιφόρνια, στην έκδοσι Η Ψυχολογία Σήμερα:
«Οι περισσότεροι γιατροί που έχουν ειδικευθή στην υπογλυκαιμία προσπαθούν ειλικρινά να μεταχειρισθούν τους ασθενείς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά σε οποιαδήποτε χρήσι που κανείς προορίζεται για μια ωρισμένη κατάστασι υπάρχει κίνδυνος να συναντήση αυτή την κατάστασι οπουδήποτε αλλού.
«Όπως ακριβώς οι γιατροί που ειδικεύονται στις αλλεργίες ψάχνουν πρώτα απ’ όλα να εντοπίσουν την αλλεργία και οι ψυχίατροι αναζητούν τις νευρώσεις, οι γιατροί που ασχολούνται με την υπογλυκαιμία είναι συχνά προδιατεθειμένοι να ανακαλύψουν μια ανωμαλία με τους υδατάνθρακες και, κατόπιν, σταματούν εκεί.»
Έτσι, η κοινή λογική σχετικά με το είδος των φαγητών που τρώμε, η απαλλαγή του εαυτού μας όσο το δυνατόν από το άγχος και τα πολλά συναισθηματικά προβλήματα, και η σωστή ιατρική συμβουλή και παρακολούθησις μπορούν να παίζουν το ρόλο τους στην παρεμπόδισι της υπογλυκαιμίας ή την αντιμετώπισί της.
Εν τούτοις, πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν ότι τίποτε σ’ αυτό το σύστημα πραγμάτων δεν μπορεί να εξαλείψη οριστικά τις ασθένειες και τις αιτίες των. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η πορεία της πρακτικής σοφίας είναι να μην ανησυχούμε υπερβολικά για την υγεία μας, ούτε να νομίζουμε ότι μπορεί να βρεθή κάποια «πανάκεια» για όλες τις ασθένειες.
Είναι αλήθεια ότι πρέπει να κάνωμε το καλύτερο δυνατόν για ν’ αποφύγωμε τις ασθένειες και, αν έλθουν, να κάνωμε ό,τι είναι δυνατόν για να τις αντιμετωπίσουμε. Αλλά μόνο οι προμήθειες του Θεού στη νέα του τάξι θα εξαλείψουν πλήρως την ανθρώπινη ατέλεια με τις ασθένειες και τον θάνατο που την συνοδεύουν. Αυτοί που πραγματικά επιθυμούν τέλεια υγεία και μακροζωία, πρέπει να κατευθύνουν τις κύριες προσπάθειες τους να μάθουν περισσότερα σχετικά με την νέα τάξι και τις απαιτήσεις του Θεού προκειμένου να ζήσουν σ’ αυτήν.—Αποκ. 21:5.