“Στιγμιαίο Βούτυρο” από τη Χαουζαλάνδη
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στη Νιγηρία
“GA NUNU de mai shanu.” («Ορίστε ξινόγαλο και βούτυρο.») Η φωνή ενός κοριτσιού από τη φυλή Φουλάνι, αντηχούσε στους σκονισμένους δρόμους του χωριού. Στο άκουσμα της φωνής της, ένας σκύλος που ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο, ασθμαίνοντας τεμπέλικα στη φλογερή ζέστη του ήλιου, έβγαλε ένα ξέπνοο «γαβ» και, συνοδευόμενος από ένα φωτοστέφανο μυγών, εξαφανίσθηκε πίσω από ένα κοντινό σπίτι.
Μερικά κουρελιάρικα, μισόγυμνα παιδιά σταμάτησαν στη μέση το παιχνίδι τους, μόνο για μια στιγμή, για να επισημάνουν την παρουσία του κοριτσιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, με μια ξύλινη κουτάλα στο χέρι, ξεπρόβαλε από την καπνισμένη πόρτα της μικρής της κουζίνας με τους λασπότοιχους και την αχυρένια σκεπή και φώναξε «Κάωο» («Φέρτο»).
“Woni iri abu ka na so ka siya?” («Τι θα αγοράσης;») ρώτησε το κορίτσι, καθώς προσπέρασε τη στρογγυλή, κυρίως καλύβα, που ήταν κι αυτή φτιαγμένη από λάσπη και είχε αχυρένια σκεπή, σαν όλα τα σπίτια του χωριού.
“Mai shanu ni ke so” («Βούτυρο»), απάντησε η γυναίκα. Κι έτσι άρχισε το παζάρεμα για την τιμή, και ακολούθησε η διαδικασία της κατασκευής «στιγμιαίου βουτύρου» στην πόρτα της κουζίνας.
Ο Λαός Φουλάνι
Το κορίτσι φορούσε μια κοντή μπλούζα που άφηνε ακάλυπτο το στομάχι της και μια φούστα που κάθε άλλο παρά φούστα ήταν. Ήταν ένα πολύχρωμο κομμάτι ύφασμα τυλιγμένο σφιχτά γύρω από τη μέση της και τους γοφούς της, με σταυρωτή την μια του άκρη, και έφθανε περίπου οκτώ πόντους (τρεις ίντσες) κάτω από τα γόνατα. Τα μεταξένια μαλλιά της, πλεγμένα σφικτά σε λεπτές κοτσίδες που ήταν μαζεμένες και πλεγμένες μεταξύ τους στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, ήσαν σκεπασμένα μ’ ένα απλό κεφαλόδεσμο. Είχε πάνω στο κεφάλι, της ένα μαξιλαράκι, και πάνω σ’ αυτό ισορροπείτο απαλά ένα μεγάλο δοχείο με γάλα.
Το ντύσιμο της ήταν το χαρακτηριστικό ντύσιμο του λαού Φουλάνι. Η γλώσσα της ήταν η Χάουζα. Το δέρμα της είχε μπρούτζινο καφέ χρώμα, και το λεπτό και ευκίνητο σώμα της εκινείτο με ευχάριστη ισορροπία και χάρι.
Δεν έχει εξακριβωθή ιστορικώς πότε οι Φουλάνι μετακινήθηκαν προς νότον στη Σαχάρα. Ωστόσο, ευρίσκοντο ήδη σ’ αυτή την περιοχή όταν έφθασε εκεί ο λαός Χάουζα, πριν από 1.000 περίπου χρόνια. Και οι δυο λαοί ασπάσθηκαν την Ισλαμική θρησκεία τον 14° αιώνα μ.Χ. Αλλά οι Χάουζα υπερίσχυσαν και σχημάτισαν ένα ισχυρό βασίλειο Μαύρων, βορειότερα από τη συμβολή των Ποταμών Νίγηρα και Μπενούε. Φαίνεται λοιπόν ότι απ’ αυτούς πήρε η περιοχή και η γλώσσα το όνομα της.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Ισλαμική θρησκεία μεταξύ των Χάουζα είχε εξαφανισθή σημαντικά. Σε μια προσπάθεια να σταματήσουν αυτή την εξαφάνισι, οι Φουλάνι, με αρχηγό τον Ουσμάν νταν Φόντιο, άρχισαν να κηρύττουν τη θρησκευτική αναβίωσι. Αυτό κατέληξε σε πόλεμο με τις άλλες φυλές το 1802, στον οποίο υπερίσχυσαν οι Φουλάνι σ’ ολόκληρη τη Χαουζαλάνδη και στη Γιορουμπαλάνδη, μέχρι τις πόλεις Ιλορίν και Όφφα προς νότον.
Μ’ αυτές τις νίκες, ιδρύθηκε η αυτοκρατορία των Φουλάνι και πολλοί Φουλάνι εγκαταστάθηκαν σε πόλεις ως κυβερνήτες της αυτοκρατορίας. Έγιναν γνωστοί ως «Αστικοί Φουλάνι.» Η πλειονότης εξακολούθησαν να ζουν σαν νομάδες βοσκοί, ή εγκαταστάθηκαν σε απομακρυσμένα χωριά, όπου τα κοπάδια τους μπορούσαν να βόσκουν στους αγρούς. Αυτοί ωνομάσθηκαν «Αγελαδάρηδες Φουλάνι,» και είναι αυτοί που παράγουν το «στιγμιαίο βούτυρο» στη Χαουζαλάνδη.
«Στιγμιαίο Βούτυρο»
Το κορίτσι που πουλούσε γάλα και βούτυρο περνούσε από ένα χωριό των Χάουζα, κοντά στο μέρος όπου οι άνδρες της φυλής της έβοσκαν τα κοπάδια τους από θαυμάσια, δυνατά βοοειδή ζεμπού-ζώα που έχουν σαν χαρακτηριστικό μια καμπούρα από λίπος στην πλάτη τους, ακριβώς πάνω από τους ώμους, και μακριά συμμετρικά κυρτά κέρατα. Επειδή είναι ήμερα ζώα, το άρμεγμα είναι εύκολο· ωστόσο δεν το κάνουν ποτέ οι άνδρες, οι οποίοι περιορίζονται στο να βόσκουν τα κοπάδια στους αγρούς. Οι γυναίκες αρμέγουν τις αγελάδες και πουλούν το γάλα και το βούτυρο στις πόλεις και τα χωριά.
Στο σπίτι που ζήτησαν το βούτυρο, το κορίτσι κατέβασε το δοχείο από το κεφάλι της και άρχισε να βγάζη το πάχος που επέπλεε στην κορυφή του γάλακτος.
Νωρίτερα, την είχαν ρωτήσει στο δρόμο αν το βούτυρο γίνεται μόλις αρμέγονται οι αγελάδες. Απάντησε: “Ba haka ba, sai ya kwana” («Όχι, την επόμενη μέρα»). Το γάλα πρέπει πρώτα να ξινίση. Οι Φουλάνι προτιμούν να το αποθηκεύουν σ’ ένα μεγάλο φλασκί, που είναι μια τεράστια κολοκύθα από την οποία έχει αφαιρεθή ο πολτός. Το σκληρό περίβλημα του φλασκιού είναι απηλλαγμένο από ορυκτές ακαθαρσίες και προσφέρει επίσης άριστη μόνωσι από τη ζέστη του ήλιου.
Την επόμενη μέρα, το γάλα μπορεί να τοποθετηθή σ’ ένα μικρότερο φλασκί και να κουνηθή δυνατά για να ξεχωρισθούν τα μόρια του λίπους. Ύστερα το μεταφέρουν σ’ ένα πλατύστομο φλασκί και το αφήνουν να κατακαθίση ώστε τα μόρια του πάχους να ξεχωρισθούν εντελώς και ν’ ανεβούν στην επιφάνεια. Τώρα είναι έτοιμο να πουληθή σε χωριά και πόλεις.
Αλλά τι θα γινόταν αν η γυναίκα ζητούσε γάλα, δηλαδή, ξινόγαλο; Το κορίτσι απλώς θα πουλούσε το υγρό περιεχόμενο του όμορφα γυαλισμένου και διακοσμημένου φλασκιού της. Αντιθέτως, προκειμένου να βγάλη το βούτυρο, έβαλε την παχειά κρέμα που είχε δημιουργηθή σ’ ένα άλλο δοχείο και άρχισε να το «ξεπλένη» με κρύο νερό, απομακρύνοντας έτσι κάθε ίχνος γάλακτος που υπήρχε σ’ αυτό. Ύστερα έκαμε μια τελική επεξεργασία στο πάχος, με δυνατά, ρυθμικά χτυπήματα για να του δώση την πυκνότητα του βουτύρου. Όταν πέτυχε τη σωστή πυκνότητα, έδωσε στο βούτυρο το επιθυμητό σχήμα και το πούλησε.
Όπως και πολλές άλλες οικογένειες της Χαουζαλάνδης, αυτή η γυναίκα προτίμησε να επεξεργασθή λίγο περισσότερο το βούτυρο και να το χρησιμοποιήση στο μαγείρεμα. Για να το επιτύχη αυτό, έβαλε ένα μέρος βουτύρου στην κατσαρόλα, πρόσθεσε κρεμμύδια κομμένα σε φέτες, και το μαγείρεψε για μερικά λεπτά στη φωτιά της κουζίνας της, Αργότερα τοποθέτησε το λίπος που είχε πάρει τη μυρωδιά του κρεμμυδιού σε μια φιάλη, για να το χρησιμοποιή στις αγαπημένες σούπες της οικογενείας της. Μερικοί προτιμούν αυτό το λίπος από το άφθονο αραχιδέλαιο και φοινικέλαιο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθή αρκετές εβδομάδες. Εν τω μεταξύ, το κορίτσι από τη φυλή Φουλάνι εξακολούθησε να φέρνη το «στιγμιαίο βούτυρο» σε άλλα σπίτια και χωριά.