Αρμπόγκα—Ένα Νέο Κέντρο για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Σουηδία
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στη Σουηδία
ΣΤΟΝ μεγάλης κυκλοφορίας Ευρωπαϊκό αυτοκινητόδρομο 3 μεταξύ των δύο μεγαλυτέρων πόλεων της Σουηδίας, τη Στοκχόλμη και το Γκέτενμποργκ θα βρείτε την ειδυλλιακή μικρή πόλη της Αρμπόγκα. Είναι μια από τις παλαιότερες πόλεις της Σουηδίας και έχει μια ιστορία που φθάνει πάνω από 1.000 χρόνια πίσω.
Από τον 13ο αιώνα ως τα μέσα του 17ου, ήταν μια από τις πιο σπουδαίες πόλεις στη Σουηδία. Αλλά μετά η σπουδαιότητα της Αρμπόγκα μειώθηκε. Σήμερα είναι σχεδόν άγνωστη έξω από τη Σουηδία.
Όμως, πρόσφατα συνέβη κάτι σ’ αυτήν τη μικρή πόλη που θα την κάνει ευρύτερα γνωστή σ’ όλη τη γη. Εκεί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχτισαν εκείνο που μια εφημερίδα ονόμασε «μια πόλη μέσα σε μια πόλη», ένα νέο γραφείο τμήματος με τυπογραφικές εγκαταστάσεις, γραφεία και οικήματα διαμονής. Από τώρα και στο εξής, αυτό θα χρησιμεύει σαν ένα κέντρο για τη Χριστιανική τους δραστηριότητα κηρύγματος στη Σουηδία.
Μοναδικό Οικοδομικό Έργο
Ποτέ προηγουμένως δεν είχε λάβει χώρα κάποιο παρόμοιο οικοδομικό έργο στον τομέα κατασκευών στη Σουηδία. Σύμφωνα με κάποιον δημοσιογράφο εφημερίδας, αυτό το συγκρότημα οικοδομών είναι «το πιο εξέχον και το μεγαλύτερο που χτίστηκε από εθελοντές εργάτες σ’ αυτή τη χώρα.» Μέσα σε δυόμισυ χρόνια, 5.000 περίπου Μάρτυρες του Ιεχωβά από ολόκληρη τη χώρα, και από γειτονικές χώρες, ταξίδευαν στην Αρμπόγκα για να εργασθούν εθελοντικά κι έμειναν εκεί, άλλοι λιγότερο διάστημα κι άλλοι περισσότερο.
Κατασκεύασαν χτίσματα συνολικής επιφάνειας 20.000 τετραγωνικών μέτρων (5 έηκερς) και διαμόρφωσαν τα 120.000 τετραγωνικά μέτρα (30 έηκερς) δασώδους εδάφους σε ένα πάρκο.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ήταν φανερό ότι αυτά τα κτίρια χρειάζονταν επειδή το 26 ετών παλαιότερο γραφείο τμήματος στο Τζάκομπσμπεργκ λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Στοκχόλμης δεν χωρούσε το προσωπικό. Έτσι αφού έψαξαν για δύο χρόνια για μια νέα τοποθεσία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποφάσισαν να οικοδομήσουν στην Αρμπόγκα. Από την αρχή ακόμη, οι τοπικές αρχές καθώς και οι αρχές της χώρας συνεργάστηκαν με ενθουσιασμό με το γραφείο τμήματος σ’ αυτό το μοναδικό οικοδομικό έργο.
Για να τηρηθούν οι δαπάνες σε χαμηλά επίπεδα, αποφασίσθηκε ολόκληρο το έργο να οικοδομηθεί από Μάρτυρες του Ιεχωβά, όλους εθελοντές χωρίς αμοιβή. Επιστολές στάλθηκαν στις 300 και πλέον εκκλησίες των Μαρτύρων στη Σουηδία προσκαλώντας άντρες και γυναίκες να έρθουν για να βοηθήσουν.
Κοντά στο χώρο της οικοδομής, αγοράστηκε ένα παλαιό ξενοδοχείο με διαμερίσματα και δωμάτια για να χρησιμεύσει σαν τόπος διαμονής για τους εργάτες. Επίσης, νοικιάστηκε ένας κοντινός βιομηχανικός χώρος, όπου οι Μάρτυρες εργάτες μπορούσαν να εκτελούν επί μέρους ξυλουργικές εργασίες και εργασίες επιπλώσεως. Επί πλέον δημιουργήθηκαν εγκαταστάσεις για την παραγωγή μπετόν.
Επίσης, μοναδική ήταν η κατασκευή, στο χώρο της οικοδομής, ενός οικοδομήματος για να στεγάσει τα γραφεία, τα αποδυτήρια, την κουζίνα και την τραπεζαρία για τους εργάτες. Γιατί μοναδική; Οικοδομήθηκε με τέτοιο τρόπο που αργότερα, όταν τελείωσε το έργο, αυτό το οικοδόμημα μπόρεσε να διαλυθεί και να ξανασυναρμολογηθεί για να κατασκευασθούν δυο Αίθουσες Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Το τελικό σύνθημα για το ξεκίνημα ήρθε όταν η κυβέρνηση ενέκρινε το σχέδιο του έργου στις 7 Σεπτεμβρίου 1978. Την επομένη μέρα, κόπηκε το πρώτο δέντρο στο χώρο των εργασιών.
Μεταξύ των «εθελοντών ξυλοκόπων» ήταν και ένα άλογο, μια φοράδα με το όνομα Λέα. Αν και ηλικίας 23 ετών, ήταν μια επιδέξια μεταφορέας κορμών δέντρων. Εργάστηκε έναν ολόκληρο χειμώνα στο έργο, και μερικές φορές ήταν τόσο πρόθυμη να σύρει το έλκηθρο με την ξυλεία που ο ιδιοκτήτης της αναγκαζόταν να κρατεί τα χαλινάρια σφιχτά.
Ο πρώτος χειμώνας ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδηθούν. Μερικές μέρες η θερμοκρασία κατέβαινε στους -30° Κελσίου (-22° Φαρενάιτ). Το έδαφος ήταν παγωμένο και σκληρό σαν πέτρα. Για να μπορέσουν οι εργάτες να συνεχίσουν την εργασία τους, μέρη του χώρου χρειάστηκε να καλυφθούν με μουσαμάδες. Βαρέλια λαδιού μετασχηματίσθηκαν σε καυστήρες και θερμός αέρας διοχετεύθηκε κάτω από τους μουσαμάδες. Ο χειμώνας του 1978-1979 καταγράφηκε στην ιστορία σαν ένας από τους πιο ψυχρούς του αιώνα στη Σουηδία. Αλλά η εργασία συνεχίστηκε χωρίς διακοπή.
Η άνοιξη του 1979 ήρθε και τα θεμέλια πήραν μορφή. Στο χώρο παραγωγής μπετόν χιλιάδες τόννοι παράχθηκαν. Μετά ανεγέρθηκε ο «σκελετός» της οικοδομής, και πριν αρχίσει ο επόμενος χειμώνας η οροφή είχε γίνει για το μεγαλύτερο μέρος αυτής. Αυτό εσήμαινε ότι η περισσότερη εργασία μπορούσε να συνεχιστεί μέσα στην οικοδομή.
Η επεξεργασία της επιφάνειας των μεγάλων δαπέδων απαίτησε πραγματικά σκληρή εργασία. «Αυτά δεν είναι δάπεδα, είναι χωράφια!» φώναξε ένας εργάτης. Αλλά λίγο-λίγο τα δάπεδα έγιναν ένα από τα πιο θεαματικά μέρη της οικοδομής.
Σ’ ένα λατομείο μαρμάρου, όχι μακρυά από το χώρο της οικοδομής, επιτράπηκε στους Μάρτυρες να συλλέξουν περισσότερους από 100 τόννους άχρηστα κομμάτια μάρμαρο σχεδόν δωρεάν. Αυτά τοποθετήθηκαν επάνω στα δάπεδα για να σχηματίσουν ένα ωραίο σχέδιο μωσαϊκού. Στα κενά μεταξύ των μαρμάρων χύθηκε ένα μίγμα από ψηφίδες μαρμάρου και μωσαϊκό.
Μετά τα δάπεδα τρίφτηκαν και γυαλίστηκαν με μεγάλες μηχανές τριβής. Για την αποφυγή μεγάλων δαπανών για τους απαιτούμενους αδαμάντινους δίσκους τριβής ένας εργάτης ταξίδεψε σε 30 περίπου βιομηχανίες λατομείων στη χώρα για να συλλέξει διαμάντια από φθαρμένους, πεταμένους δίσκους. Η «συγκομιδή» έφτασε τις 20.000 περίπου μικρά διαμάντια. Αυτά μετά κολλήθηκαν στους δίσκους που χρησιμοποιήθηκαν και για τους τρεις τύπους δαπέδων: γρανίτη, μάρμαρο και μωσαϊκό.
Το πρώτο μέρος των κτιρίων που ετοιμάστηκε για χρήση ήταν το τυπογραφείο με επιφάνεια 4.500 τετραγωνικά μέτρα (48.000 τετραγωνικά πόδια). Την άνοιξη του 1980, ήρθε ο καιρός να μεταφερθούν τα πιεστήρια από το Τζάκομπσμπεργκ. Πώς θα ήταν δυνατόν να μετακινηθούν αυτοί οι βαρείς γίγαντες χωρίς να διαλυθούν;
Ένας εφευρετικός αδελφός εισηγήθηκε να αγοραστούν τέσσερα λαστιχένια μαξιλάρια που γέμιζαν με αέρα. Μπορούσαν να πωληθούν οποτεδήποτε μετά από τη χρήση τους. Αυτό και έγινε αμέσως. Ένα μαξιλάρι τοποθετήθηκε κάτω από κάθε γωνία του πιεστηρίου και πεπιεσμένος αέρας διοχετεύθηκε στα μαξιλάρια. Το πιεστήριο «απογειώθηκε» μ’ ένα μικρό σπρώξιμο που του κάναμε.
Ήταν μια ιστορική στιγμή για τους εκατοντάδες εργάτες στο χώρο της οικοδομής όταν, μια ηλιόλουστη μέρα του Απριλίου, είδαν το πρώτο πιεστήριο να «γλιστρά» στη θέση του στο αστραφτερό δάπεδο του τυπογραφείου. «Μου προξενεί ρίγη συγκινήσεως» είπε μια από τις γυναίκες που είχε εργαστεί στο έργο από την αρχή. Πολλοί άλλοι αισθάνονταν το ίδιο. Στις 8 Ιουνίου 1980, το πρώτο χαρτί για το περιοδικό Ξύπνα! στη Νορβηγική που επρόκειτο να τυπωθεί στην Αρμπόγκα τροφοδοτήθηκε στους κυλίνδρους του πιεστηρίου.
«Μια Φανταστική Οργάνωση»
«Ολόκληρο το έργο αναπτύσσεται πάνω σε μια φανταστική οργάνωση όπου το κάθε τι λειτουργεί σε κάθε λεπτομέρεια» έγραψε ένας δημοσιογράφος εφημερίδας μετά από μια επίσκεψη στο χώρο της οικοδομής. Αυτό είναι αληθινό, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια.
Μια οργάνωση πρέπει να έχει πιστή και ολοκάρδια υποστήριξη από αφοσιωμένους άντρες και γυναίκες για να πετύχει τον σκοπό της. «Τέτοια υποστήριξη ασφαλώς υπήρχε εδώ,» είπε ένας από τους οργανωτές, ο Άκε Όλοφσον. Πρόσθεσε: «Μεταξύ των πολλών Μαρτύρων που εργάστηκαν εθελοντικά υπήρχαν αρκετοί που είχαν πολύ διαφορετικά επαγγέλματα και καταστάσεις στη ζωή. Αλλά όλοι αυτοί οι εργάτες είχαν κάτι κοινό: πίστη στον αγαθό σκοπό αυτής της οικοδομής. Γι’ αυτό ευχαρίστως δέχτηκαν οποιαδήποτε εργασία τους ανατέθηκε και έχαναν το καλύτερο που μπορούσαν. Ακόμα και άτομα που δεν ήταν Μάρτυρες ήλθαν να βοηθήσουν.»
Χιλιάδες άλλοι υποστήριξαν το έργο με άλλους τρόπους. Από ολόκληρη τη χώρα, ελήφθηκαν χρηματικές δωρεές και δάνεια. Δωρήθηκαν τόννοι από τρόφιμα. Μια εκκλησία Μαρτύρων του Ιεχωβά έψησε και έστειλε 4.500 γλυκίσματα.
Ένας γεωργός κοντά στο χώρο των εργασιών έστειλε δύο τόννους καρότα όταν διέκρινε την προθυμία όλων των εργατών. Άλλοι έστειλαν μέλι, φρούτα και μαρμελάδα, καθώς και εφόδια γραφείου, έπιπλα, ενδύματα και παπούτσια.
Σύμφωνα με το τοπικό γραφείο τουρισμού, το καλοκαίρι του 1980 ο χώρος της οικοδομής είχε γίνει το δεύτερο σε μέγεθος τουριστικό αξιοθέατο στην Αρμπόγκα. Μεμονωμένοι επισκέπτες και ομάδες τουριστών ξεναγήθηκαν σχεδόν κάθε μέρα. Ποια ήταν η κοινή εντύπωση; Μια τοπική εφημερίδα δήλωσε: «Όλοι που επισκέφτηκαν αυτό το μεγάλο οικοδόμημα επέστρεψαν γεμάτοι από ενθουσιασμό γι’ αυτά που είδαν.»
«Καθοδηγία από Ψηλά»
Ένα ζεύγος μεσηλίκων που, κατά λάθος, μπήκαν στο χώρο της οικοδομής αποφάσισε να ρίξει μια ματιά τριγύρω. Όσο περισσότερο έβλεπαν τόσο περισσότερο ενθουσιάζονταν. Καθώς έφευγαν, είπαν στους Μάρτυρες: «Όταν ένας βλέπει όλ’ αυτά, είναι φανερό ότι έχετε καθοδηγία από ψηλά εδώ.»
Αυτή η αυθόρμητη έκφραση συνοψίζει ακριβώς εκείνο που αισθάνθηκαν πολλοί εθελοντές. Δεν λαμβάνουν τον έπαινο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για ό,τι έγινε στην Αρμπόγκα. Στράφηκαν στον ουράνιο Πατέρα τους, τον Ιεχωβά Θεό, και προσευχήθηκαν για δύναμη, γνώση και σοφία για να εκτελέσουν το έργο. Χωρίς σταθερή πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό και στον σκοπό του, δεν θα μπορούσαν ποτέ να το κάνουν με τον τρόπο που το έκαναν.
Η πίστη είναι αυτό που τους ένωσε για να εργαστούν σε αρμονία με τον σκοπό του Θεού. Μόνο ο Θεός μπορεί να φέρει ένα τέλος σ’ αυτόν τον μη ικανοποιητικό κόσμο, και να οδηγήσει άντρες και γυναίκες με δίκαια καρδιά σε μια ειρηνική, νέα τάξη πραγμάτων εδώ στη γη. (Ησ. 2:2-4· 2 Πέτρ. 3:13) Η επιθυμία τους να διαδώσουν αυτά τα «αγαθά νέα» χρησιμοποιώντας Γραφές, περιοδικά, βιβλία, βιβλιάρια και άλλη έντυπη ύλη είναι εκείνο που έκανε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, να αφιερώσουν ολοκάρδια τους εαυτούς τους σ’ ένα οικοδομικό έργο όπως αυτό στην Αρμπόγκα.—Ματθ. 24:14· 28:19, 20.
Αφιερωμένο στον Ιεχωβά
Μια από τις πιο σκοτεινές μέρες ολόκληρου του έτους ήταν η 23 Δεκεμβρίου 1980. Ο ήλιος ανέτειλε στις 8.55 π.μ. και έδυσε στις 2.50 μ.μ. στην Αρμπόγκα. Όμως ήταν η πιο λαμπρή και πιο ευτυχισμένη απ’ όλες τις ημέρες της οικοδομικής περιόδου. Εκείνη τη μέρα το νέο τμήμα αφιερώθηκε στον Ιεχωβά Θεό.
Έγινε μια συνάθροιση στην ωραία νέα Αίθουσα Βασιλείας. Μεταξύ των παρόντων ήταν προσκεκλημένοι από τμήματα γειτονικών χωρών. Από το τοπικό Σουηδικό τμήμα, ο Μπενγκτ Χάνσον ανασκόπησε τη δραστηριότητα και την αύξηση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Σουηδία από την αρχή της στη δεκαετία του 1890. Και ευχαρίστησε τους 17.329 Μάρτυρες σ’ όλη τη Σουηδία για όλη την θαυμάσια υποστήριξη που έδωσαν στο οικοδομικό έργο.
Ο Μίλτων Χένσελ, από τα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης ανασκόπησε την οικοδομική δραστηριότητα του λαού του Θεού από τον καιρό της σκηνής του μαρτυρίου στον αρχαίο Ισραήλ. Ανέφερε την οικοδόμηση του μεγαλοπρεπούς ναού από τον Βασιλέα Σολομώντα, και υπενθύμισε στο ακροατήριο: «Όλα αυτά ήταν επίσης αφιερωμένα στον Ιεχωβά και τη λατρεία Του, όπως ακριβώς γίνεται τώρα μ’ αυτό το νέο οικοδόμημα.» Όλοι οι παρόντες ενθαρρύνθηκαν να συνεχίσουν ολοκάρδια να κάνουν το θέλημα του Θεού στον οποίον είναι αφιερωμένο αυτό το νέο τμήμα στη Σουηδία.