Πρώην Τρομοκράτης τα Λέει Όλα
ΜΕΓΑΛΩΣΑ σαν Καθολικός. Ακόμη κι όταν ήμουν παιδί, είχα έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης. Και μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν μελέτησα ιστορία στο σχολείο κι έμαθα για τα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Και το να είσαι φοιτητής στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σήμαινε να ενθαρρύνεσαι στο να υπερασπίσεις με παρρησία τις πεποιθήσεις σου. Αυτό ήταν εκείνο που ήθελα να κάνω, στην επιδίωξη ενός καλύτερου, πιο δίκαιου, κόσμου.
Για πρώτη φορά, όταν μαθητευόμουνα σαν χημικός τεχνικός, ήρθα σ’ επαφή με ομίλους νέων ανθρώπων που ήταν δραστήριοι πολιτικά. Οι μακρές και μερικές φορές ζωηρές συζητήσεις μας μ’ έπεισαν ότι το να φέρνεις όπλο δεν συμβιβάζεται με την ιδιότητά σου σαν Χριστιανού.
Κλίνοντας έντονα προς την ειρηνοφιλία, συνδέθηκα χαλαρά με μια ομάδα που σχεδίαζε ένα συλλαλητήριο κατά των ατομικών όπλων στη διάρκεια των Πασχαλινών διακοπών του 1966. Όταν όμως, ένας επίσκοπος είδε σε μια συγκέντρωση των Καθολικών Νέων το σήμα μου κατά των ατομικών όπλων, με συμβούλευσε «να μην ανακατευτώ.» Η αντίδρασή μου ήταν γρήγορη. Ξέκοψα αμέσως από την Εκκλησία.
Η υποστήριξη που έδιναν οι άνθρωποι στον Πόλεμο του Βιετνάμ, για μένα ήταν το ίδιο σαν να επιδοκίμαζαν τον εμπρησμό ζωντανών γυναικών και παιδιών με βόμβες ναπάλμ. Φυσικά, ήμουν ενάντιος σε τέτοια πράγματα! Θα διαμαρτυρόμουν‚ έντονα! Το 1966 μπήκα στον κόσμο των συλλαλητηρίων, και πήρα μέρος αρκετές φορές σ’ αυτά.
Ήρθε το 1967. Ο Αντιπρόεδρος των Η.Π.Α. Χιούμπερτ Χάμφρεϋ σχεδιάστηκε να επισκεφτεί το Βερολίνο στις 6 Απριλίου. Λίγες μέρες πριν από την επίσκεψή του, περίπου 40 από μας συγκεντρωθήκαμε μαζί με μια ομάδα που προγραμμάτιζε ένα συλλαλητήριο. Η ομάδα αυτή ονομαζόταν «Η Κομμούνα». Στην αρχή μας προειδοποίησαν ότι, όποιος έπαιρνε μέρος, θα είχε προβλήματα με την αστυνομία. Οι περισσότεροι έφυγαν. Αλλά εγώ έμεινα.
Μετά την επίσκεψη του Χάμφρεϋ, η αστυνομία άρχισε μια έρευνα για τις διαδηλώσεις που είχαν λάβει χώρα. Όλα τα μέρη της «Κομμούνας» συλλήφθηκαν, κι εγώ μαζί. Αλλ’ αυτή ήταν η πρόγευση μόνο. Προτού εκδικαστεί η υπόθεσή μου, κάτι άλλο συνέβη που αποδείχτηκε η πραγματική βάση για την τρομοκρατική σκηνή που δημιουργήθηκε αργότερα, στο Βερολίνο.
Ήταν Παρασκευή—2 Ιουνίου 1967—και περιμέναμε να έρθει ο σάχης της Περσίας. Σχεδιάσαμε ένα συλλαλητήριο ενάντια στο, κατά τη γνώμη μας, σκληρό καθεστώς του. Μέχρι τότε όλες οι διαδηλώσεις μας—εκτός από λίγες κροτίδες και πέταγμα πατατών—ήταν ειρηνικές. Αλλά τότε, μερικοί από τους διαδηλωτές χτυπήθηκαν από την Περσική μυστική αστυνομία με ξύλινα ρόπαλα, κι ένας διαδηλωτής σκοτώθηκε με πυροβολισμό από την αστυνομία. Τώρα είχε προστεθεί ένα ακόμα στοιχείο, για το οποίο θα έπρεπε να ζητηθεί λογαριασμός σε μελλοντικές διαδηλώσεις—η βία!
Τον Ιούλιο το έσκασα από τη χώρα για να γλυτώσω τη δίκη για την υπόθεση Χάμφρεϋ και δεν ξαναγύρισα, μέχρις ότου έμαθα ότι η δίωξη εναντίον μου είχε σταματήσει. Αλλά ξαναγύρισα στο Βερολίνο έγκαιρα για το «Συνέδριο για το Βιετνάμ,» που έγινε εκεί στις 19 Φεβρουαρίου 1968, όταν σχεδόν 10.000 άτομα έκαναν πορεία διαμαρτυρίας ενάντια στον πόλεμο.
Εν τω μεταξύ ο τύπος του Βερολίνου μιλούσε έντονα εναντίον μας. Καθώς τα μαζικά μέσα ενημερώσεως συνέχιζαν την εκστρατεία τους, η ένταση μεγάλωνε. Το αποκορύφωμα ήρθε την Πέμπτη στις 11 Απριλίου. Πυροβολισμοί ακούγονταν στον πιο γνωστό δρόμο του Δυτικού Βερολίνου, του Κουρφίρστενταμ, κι ένας αρχηγός των φοιτητών τραυματίστηκε σοβαρά, το θύμα μιας απόπειρας δολοφονίας. Αυτό έγινε αιτία για πολλές βίαιες διαδηλώσεις σ’ όλη τη Γερμανία. Εκατοντάδες άτομα τραυματίστηκαν, και στο Μόναχο δύο ζωές χάθηκαν.
Στο Βερολίνο διευθετήθηκε βιαστικά μια πορεία διαμαρτυρίας για το ίδιο κείνο απόγευμα. Θεωρώντας κάποιον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο σαν σύμβολο των μαζικών μέσων ενημερώσεως και λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα αυτά που έλεγαν εναντίον μας, κατευθυνθήκαμε στον ουρανοξύστη τους που βρισκόταν δίπλα στο τείχος του Βερολίνου, λίγα μέτρα μέσα στο Δυτικό Βερολίνο. Ενώ αρκετές εκατοντάδες αστυνομικοί προσπαθούσαν μανιωδώς να τηρήσουν την τάξη, πάνω από 2.000 από μας έκαναν πορεία προς το κτίριο. Ανάμεσα στους αστυνομικούς που βρίσκονταν σε υπηρεσία εκείνο το βράδυ ήταν κι ένας που ονομαζόταν Γιούργκεν. Δεν τον ήξερα τότε, αλλά μετά από λίγα χρόνια τον γνώρισα.
Αρκετοί από μας προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό για να μπούμε στο κτίριο, αλλά χωρίς επιτυχία. Αρπάζοντας ένα βαρύ σιδερένιο μπαστούνι που κρεμόταν από τις γκρεμισμένες μπροστινές πόρτες του κτιρίου, το σήκωσα, με σκοπό να χτυπήσω μ’ αυτό το κεφάλι ενός αστυνομικού που στεκόταν μπροστά μου. Την τελευταία στιγμή ένας από τους διαδηλωτές, ένας δικηγόρος που συμπαθούσε την υπόθεσή μας, με το ζόρι μ’ εμπόδισε να το πραγματοποιήσω. Που θα βρισκόμουνα σήμερα αν δεν το είχε κάνει αυτό;
Γύρω στα μεσάνυχτα τα πλήθη άρχισαν να διαλύονται, αφήνοντας πίσω τους ένα πεδίο μάχης στρωμένο από σπασμένα γυαλιά και αναποδογυρισμένα και καμένα αυτοκίνητα. Και ήταν ένα πεδίο μάχης στο οποίο είχα κι εγώ αγωνιστεί. Εγώ, ο ιδεαλιστής που είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται ενάντια στη χρήση της βίας, είχα τώρα φτάσει στο σημείο να τη χρησιμοποιώ εγώ ο ίδιος. Τι συνέβαινε;
Στο τέλος του χρόνου, πολλοί από μας σχημάτισαν ένα κάπως οργανωμένο όμιλο και ονομαστήκαμε «Χασικλήδες Αντάρτες.» Αυτό το όνομα ήταν κατάλληλο, επειδή πολλοί από μας που ανακατευτήκαμε στο κίνημα διαμαρτυρίας είχαμε αρχίσει να παίρνουμε ναρκωτικά.
Η τακτική μας ήταν να καλλιεργήσουμε μίσος για την εξουσία και να αναγκάσουμε τους ανθρώπους, σχεδόν ενάντια στη θέλησή τους, να καταφύγουν στη βία. Κάποτε, για παράδειγμα, περίπου 2.000 άτομα πήραν μέρος σε μια πορεία διαμαρτυρίας που είχε εξαγγείλει μια ομάδα φοιτητών μηχανολογίας. Αλλά χρειάστηκαν μόνο 20 από μας τους «Χασικλήδες Αντάρτες» για ν’ αλλάξουμε τον όλο χαρακτήρα της διαδηλώσεως. Διασκορπισμένοι ανάμεσα στους διαδηλωτές, αρχίσαμε να πετάμε πέτρες στην αστυνομία. Όπως είναι ευνόητο, αυτοί προσπάθησαν να αμυνθούν και αναμίχθηκαν όχι μόνο οι ένοχοι αλλά και «οι ειρηνικοί διαδηλωτές». Κι αυτοί, με τη σειρά τους, ανταπέδιδαν τα χτυπήματα σε αυτό που θεωρούσαν ότι ήταν «βιαιότητες της αστυνομίας.»
Για να δραστηριοποιήσουμε περισσότερους ανθρώπους με το μέρος μας, κάναμε κάποιο μάθημα στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου. Περίπου 2.500 άτομα ήταν παρόντα. Στην αρχή ακούσαμε μια ομιλία για το ονομαζόμενο «έντιμο έγκλημα.» Είχαμε επίσης εξασφαλίσει και τη μουσική μας διασκέδαση. Μια από τις ορχήστρες μας, στην οποία έπαιζα κι εγώ, ονομαζόταν Βοξ Ντέι, στα λατινικά «η φωνή του Θεού.» Προφανώς η ονομασία ήταν εσφαλμένη, γιατί ο κύριος σκοπός της ορχήστρας ήταν να συνεπάρει το ακροατήριό μας συναισθηματικά και να το κάνει πιο δεκτικό στο άγγελμά μας.
Αργά το βράδυ έπαιξα μια κασέτα γραμμένη από μια ομάδα που ονομαζόταν «Τουπαμάρος του Δυτικού Βερολίνου» που συνηγορούσε υπέρ της δολοφονίας δικαστών. Μετά από μερικά χρόνια ο πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου του Βερολίνου, ο Γκύντερ φον Ντρένκμαν, και ο εισαγγελέας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, Ζίγκφριντ Μπούμπακ, δολοφονήθηκαν από τρομοκράτες.
Αναμμένοι και από τη μουσική και απ’ αυτά που έλεγαν οι ομιλητές, ένα μεγάλο πλήθος σκορπίστηκε έξω από το κτίριο του πανεπιστημίου στη γειτονική Έρνστ-Ρόυτερ-Πλατς κι άρχισαν να σπάζουν βιτρίνες, ιδιαίτερα τις βιτρίνες μιας επιχειρήσεως την οποία θεωρούσαμε σαν σύμβολο του Αμερικάνικου καπιταλισμού.
Εν τω μεταξύ, αντιμετώπιζα προσωπικά προβλήματα. Η συνήθειά μου για τα ναρκωτικά με είχε οδηγήσει σε πτώση του κυκλοφοριακού. Μου είχε επίσης παρουσιαστεί ένα σοβαρό σύμπλεγμα καταδιώξεως. Φοβόμουνα να φορέσω σανδάλια, και φόραγα βαριές μπότες, πιστεύοντας ότι θα με βοηθούσαν στην άμυνα. Και ποτέ δεν τόλμησα να κάνω κάτι χωρίς να έχω επάνω μου μαχαίρι. Η ζωή μου, σχεδόν κατεστραμμένη από τα ναρκωτικά και δηλητηριασμένη από το μίσος, δεν εξυπηρετούσε κανένα πραγματικό σκοπό. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ένα άτομο, αν δεν αρχίσει από τον εαυτό του, ελάχιστα μπορεί να κάνει για ν’ αλλάξει τον κόσμο, ακόμη και με τη βία.
Τον Μάρτιο του 1970 εμφανίστηκαν στην πόρτα μου δύο Μάρτυρες του Ιεχωβά και μου παρουσίασαν το βιβλίο τους Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Ένας από τους άντρες, ο οποίος ήταν Μάρτυρας για λίγους μόνο μήνες, με ξαναεπισκέφτηκε κι αρχίσαμε μια συστηματική μελέτη από τη Γραφή μαζί. Αρκετοί από τους φίλους μου, μέχρι 15 μια φορά, παρακολουθούσαν συχνά.
Έκανα γρήγορη πρόοδο μαθαίνοντας για τον Θεό και τους σκοπούς του. Σύντομα άρχισα να παρακολουθώ τις Χριστιανικές συναθροίσεις και να κάνω ριζικές αλλαγές στη ζωή μου. Έπειτα στις 23 Μαΐου 1971, βαπτίστηκα για να συμβολίσω την αφιέρωσή μου στον Θεό, ένα χρόνο περίπου από τότε που είπα στους δύο άντρες που είχαν έρθει στην πόρτα μου: «Ευχαρίστως θα ακούσω αυτά που έχετε να μου πείτε, αλλά να είστε βέβαιοι για ένα πράγμα: εγώ ποτέ δεν θα γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά!»
Αλλά τώρα είχα γίνει. Και ποιος ήταν αυτός ο νεαρός, ο νεοβαφτισμένος Μάρτυρας που έπαιξε τέτοιο σπουδαίο ρόλο στο να με σώσει από μια ζωή βουτηγμένη στα ναρκωτικά και τη βία; Οι δρόμοι μας είχαν διασταυρωθεί κάποτε στο παρελθόν—μια νύχτα τον Απρίλιο του 1968. Ναι, ήταν ο Γιούργκεν! Για σκεφθείτε, θεωρητικά τουλάχιστον, ο αστυνομικός που ήμουνα τόσο πρόθυμος να τον χτυπήσω πριν από τρία χρόνια θα μπορούσε πολύ καλά να ήταν ο Γιούργκεν!
Στη διάρκεια των Γραφικών μελετών μας, έμαθα πολλά—για παράδειγμα, ότι τον πρώτο αιώνα υπήρχαν επίσης «αγωνιστές της ελευθερίας,» δηλαδή «τρομοκράτες,» που νόμιζαν ότι μπορούν να φέρουν έναν καλύτερο κόσμο. Ήταν Ιουδαίοι και ήθελαν να ελευθερώσουν το λαό τους από τη Ρώμη. Αλλά δεν μπόρεσαν. Στην πραγματικότητα, οι βίαιες πράξεις τους βοήθησαν στο να φέρουν την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα το 70 μ.Χ.
Οι ακόλουθοι του Ιησού, όμως, δεν υποστήριξαν αυτά τα απελευθερωτικά κινήματα. Εμπιστεύτηκαν στον Θεό για να δημιουργήσει ένα καλύτερο κόσμο μέσω της βασιλείας του. Γνώριζαν τα λόγια της Βίβλου: «Μη πεποίθατε έπ’ άρχοντας, επί υιόν ανθρώπου, εκ του οποίου δεν είναι σωτηρία . . . Μακάριος εκείνος . . . του οποίου η ελπίς είναι επί Κύριον τον Θεόν αυτού.»—Ψαλμ. 146:3-7.
Που θα βρισκόμουνα σήμερα, αν δεν είχε σταματήσει ο Γιούργκεν στην πόρτα μου και δεν με βοηθούσε να καταλάβω αυτό το Γραφικό εδάφιο; Ή το εδάφιο στη 2 Πέτρου 3:13; Εκεί λέει: «Κατά δε την υπόσχεσιν αυτού [του Θεού] νέους ουρανούς και νέαν γην προσμένομεν, εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» Ένας πράγματι δίκαιος κόσμος—που ο μεγάλος Δημιουργός θέλει να φτιάξει και θα τον φτιάξει!
Πολλοί από τους πρώην συντρόφους μου εξακολούθησαν ν’ αγωνίζονται γι’ αυτό που πίστευαν ότι θα ήταν ένας καλύτερος κόσμος. Μερικά από τα μέλη της «Κομμούνας» και των «Χασικλήδων Ανταρτών» συνέχισαν να σχηματίζουν τον πυρήνα της τρομοκρατικής ομάδας Κίνημα της 2ας Ιουνίου. Παρόμοιες ομάδες δημιούργησαν τη Φατρία του Ερυθρού Στρατού και άλλες τρομοκρατικές ομάδες. Μερικοί από τους ειρηνικούς διαδηλωτές της δεκαετίας του 1960 μετατράπηκαν σε ληστές τραπεζών, απαγωγείς και δολοφόνους στη δεκαετία του 1970. Παραδείγματα είναι η Κάθρην Μπούντην, κ.α., που ανακατεύτηκαν στην ανεπιτυχή ληστεία στο Νυάκ της Νέας Υόρκης, στις 20 Οκτ. 1981. Αυτός είναι ο καλύτερος κόσμος που είχαν υπ’ όψη τους;
Κι εγώ, επίσης, εξακολούθησα να αγωνίζομαι, αλλά όχι με βίαιο τρόπο. Αγωνίζομαι σκληρά για να ζω σύμφωνα με τις δίκαιες απαιτήσεις του Θεού για ν’ αποκτήσω αιώνια ζωή στο νέο του σύστημα. Αγωνίζομαι σκληρά για να βοηθήσω κι άλλους, ανάμεσα στους οποίους τη γυναίκα μου και τα δύο μικρά αγόρια μου, για να κάνουν το ίδιο. Αυτός είναι ένας πνευματικός αγώνας που με κάνει ευτυχισμένο και μου δίνει αξιόλογο σκοπό στη ζωή. Και το καλύτερο απ’ όλα, μπορεί να οδηγήσει σε κάτι που είναι βέβαιο ότι θα έρθει—έναν αληθινά καλύτερο κόσμο.—Από συνεργάτη.
«Παύσον από θυμού και άφες την οργήν· μη δόλως αγανάκτει, ώστε να πράττης πονηρά. Διότι οι πονηρευόμενοι θέλουσιν εξολοθρευθή· οι δε προσμένοντες τον Κύριον, ούτοι θέλουσι κληρονομήσει την γην.»—Ψαλμ. 37:8, 9.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
Η τακτική μας ήταν να καλλιεργήσουμε μίσος για την εξουσία και να αναγκάσουμε τους ανθρώπους να καταφύγουν στη βία
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 7]
Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ελάχιστα μπορεί να κάνει κανείς για ν’ αλλάξει τον κόσμο, ακόμα και με τη βία.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 8]
Μερικοί από τους ειρηνικούς διαδηλωτές της δεκαετίας του 1960 μετατράπηκαν σε ληστές τραπεζών, απαγωγείς και δολοφόνους στη δεκαετία του 1970.