Ο Ιεχωβά μάς Φρόντιζε ενώ Ήμασταν υπό Απαγόρευση—Μέρος 1ο
Επί δεκαετίες οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αναρωτιούνταν για τις συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι αδελφοί τους σε χώρες όπου οι Χριστιανικές δραστηριότητες ήταν υπό περιορισμό. Έχουμε τη χαρά να σας παρουσιάσουμε το πρώτο από τρία άρθρα τα οποία αποκαλύπτουν μερικά από τα πράγματα που συνέβηκαν. Πρόκειται για προσωπικές αφηγήσεις πιστών Χριστιανών από τη χώρα που τότε ήταν γνωστή ως Ανατολική Γερμανία.
ΤΟ 1944, ήμουν Γερμανός αιχμάλωτος πολέμου και εργαζόμουν ως νοσοκόμος στο στρατόπεδο Κάμνοκ, κοντά στο Έιρ της Σκοτίας. Μπορούσα να βγαίνω έξω από το στρατόπεδο, αν και δεν επιτρέπονταν οι στενές επαφές με τους κατοίκους της περιοχής. Μια Κυριακή, καθώς έκανα βόλτα, συνάντησα έναν άνθρωπο που κατέβαλε ειλικρινείς προσπάθειες να μου εξηγήσει ορισμένα πράγματα από την Αγία Γραφή. Κατόπιν κάναμε τακτικά περιπάτους μαζί.
Έπειτα από λίγο καιρό, με προσκάλεσε σε μια συγκέντρωση που γινόταν σ’ ένα σπίτι. Αυτό ήταν ριψοκίνδυνο από μέρους του, επειδή ήμουν μέλος ενός εχθρικού κράτους. Δεν είχα αντιληφθεί τότε ότι ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά—αυτή η συνάθροιση ήταν προφανώς μια από τις μικρές τους ομάδες για μελέτη της Αγίας Γραφής. Αν και δεν κατάλαβα πολλά πράγματα, θυμάμαι καθαρά την εικόνα ενός παιδιού που φορούσε ένα μακρύ, άσπρο ένδυμα και ήταν μαζί μ’ ένα λιοντάρι και ένα αρνί. Αυτή η απεικόνιση του νέου κόσμου, όπως περιγράφεται στην Αγία Γραφή στο βιβλίο του Ησαΐα, με εντυπωσίασε βαθιά.
Το Δεκέμβριο του 1947 αποφυλακίστηκα από το στρατόπεδο. Όταν επέστρεψα στη Γερμανία, παντρεύτηκα τη Μάργκιτ, την οποία είχα γνωρίσει πριν από τον πόλεμο. Ανοίξαμε το σπιτικό μας στο Τσίταου, το οποίο βρίσκεται κοντά στα σύνορα με την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία. Μέσα σε μερικές μέρες, ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά χτύπησε την πόρτα μας. «Αν πρόκειται για την ίδια ομάδα που γνώρισα στη Σκοτία», είπα στη σύζυγό μου, «τότε πρέπει να ενωθούμε μαζί τους». Την ίδια εκείνη εβδομάδα παρακολουθήσαμε την πρώτη μας συνάθροιση με τους Μάρτυρες.
Σύντομα μάθαμε μέσα από την Αγία Γραφή ότι ήταν ανάγκη να παρακολουθούμε τακτικά τις Χριστιανικές συναθροίσεις και να συμμετέχουμε στο έργο κηρύγματος. Στην πραγματικότητα, αυτά που μας δίδασκαν οι Μάρτυρες από την Αγία Γραφή έγιναν πολύ γρήγορα το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή μας. Με τον καιρό άρχισα να ηγούμαι σε μια ομάδα μελέτης της Αγίας Γραφής. Κατόπιν, το Φεβρουάριο του 1950, δυο περιοδεύοντες Χριστιανοί επίσκοποι μας ρώτησαν: «Δεν θα πρέπει κάποτε να βαφτιστείτε;» Το ίδιο εκείνο απόγευμα η Μάργκιτ κι εγώ συμβολίσαμε την αφιέρωσή μας στον Θεό με το βάφτισμα.
Αρχίζουν τα Προβλήματα
Το Τσίταου βρισκόταν στη σοβιετική ζώνη της Γερμανίας, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τής εκεί περιοχής αντιμετώπιζαν προβλήματα από το 1949. Μόνο έπειτα από μεγάλες δυσκολίες μάς παραχωρήθηκαν κάποιες εγκαταστάσεις για να κάνουμε μια μικρή συνέλευση στο Μπάουτσεν. Κατόπιν, το καλοκαίρι, ακυρώθηκαν ξαφνικά τα ειδικά τρένα που είχαν ναυλωθεί για να μας μεταφέρουν σε μια μεγαλύτερη συνέλευση περιφερείας στο Βερολίνο. Παρ’ όλα αυτά, χιλιάδες άτομα την παρακολούθησαν.
Ορισμένοι παρεμπόδιζαν, επίσης, τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις. Αυτοί οι ταραχοποιοί έρχονταν μόνο και μόνο για να φωνάζουν και να σφυρίζουν. Σε μια περίπτωση, παραλίγο να αναγκαστούμε να διακόψουμε την ομιλία ενός περιοδεύοντα επισκόπου. Ο τύπος μάς αποκαλούσε προφήτες της καταστροφής. Μερικά άρθρα εφημερίδων ισχυρίζονταν μάλιστα ότι είχαμε μαζευτεί στις κορυφές λόφων περιμένοντας να αρπαχτούμε στα σύννεφα. Οι εφημερίδες παρέθεταν, επίσης, τα λόγια κάποιων κοριτσιών που έλεγαν ότι οι Μάρτυρες προσπάθησαν να διαπράξουν ανηθικότητα μαζί τους. Η εξήγηση ότι ‘όσοι αφιερώνονται στον Ιεχωβά θα λάβουν αιώνια ζωή’ διαστρεβλώθηκε με το να λεχτεί ότι όσοι θα έχουν σεξουαλικές σχέσεις με τους Μάρτυρες θα αποκτήσουν αιώνια ζωή.
Αργότερα κατηγορηθήκαμε επίσης ως υποκινητές πολέμου. Οι άνθρωποι παρερμήνευσαν αυτά που λέγαμε για τον πόλεμο του Θεού, τον Αρμαγεδδώνα, και έλεγαν ότι ενθαρρύνουμε τους εξοπλισμούς και τον πόλεμο. Μεγάλος παραλογισμός! Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1950, όταν έφτασα για τη νυχτερινή μου βάρδια στην τοπική εφημερίδα όπου εργαζόμουν ως τυπογράφος, με σταμάτησαν στην πύλη. «Απολύθηκες», μου είπε ο φύλακας που συνοδευόταν από αστυνομικούς. «Εσείς είστε άνθρωποι που υποστηρίζετε τον πόλεμο».
Όταν γύρισα στο σπίτι, η Μάργκιτ ανακουφίστηκε. «Τέρμα η δουλειά αργά τη νύχτα», είπε. Δεν μας έπιασε ανησυχία. Σύντομα βρήκα μια άλλη εργασία. Εμπιστευόμασταν στον Θεό για φροντίδα, και εκείνος πράγματι μας φρόντιζε.
Το Έργο μας Τίθεται υπό Απαγόρευση
Στις 31 Αυγούστου 1950, οι δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας τέθηκαν υπό απαγόρευση. Επακολούθησε ένα κύμα συλλήψεων. Οι Μάρτυρες περνούσαν από δίκη, μερικοί μάλιστα καταδικάζονταν σε ισόβια κάθειρξη. Δυο αδελφοί από το Τσίταου, οι οποίοι είχαν υποφέρει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης υπό τους ναζί, φυλακίστηκαν από τους κομουνιστές.
Ο επίσκοπος της εκκλησίας μας συλλήφθηκε μαζί με τη σύζυγό του. Εκείνοι που τους συνέλαβαν εγκατέλειψαν τα δυο μικρά παιδιά του αντρογύνου στο σπίτι για να φροντίσουν μόνα τους τον εαυτό τους. Οι γονείς τής μητέρας πήραν τα παιδιά, και σήμερα οι δυο κοπέλες μιλούν με ζήλο σε άλλους για τη Βασιλεία του Θεού.
Αγγελιαφόροι από τις εκκλησίες της Ανατολικής Γερμανίας πηγαινοέρχονταν στο Βερολίνο για να παραλάβουν έντυπα από προκαθορισμένα σημεία στον ελεύθερο δυτικό τομέα. Πολλοί απ’ αυτούς τους θαρραλέους αγγελιαφόρους συλλήφθηκαν, σύρθηκαν στα δικαστήρια και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.
Νωρίς ένα πρωί, έφτασαν οι αρχές για να ερευνήσουν το σπίτι μας. Είχαμε προβλέψει τον ερχομό τους, κι έτσι είχα βάλει στον αχυρώνα μας, δίπλα από μια σφηκοφωλιά, όλα τα αρχεία που είχα στην κατοχή μου. Τα έντομα ποτέ δεν ενόχλησαν εμένα, αλλά όταν οι άντρες άρχισαν να ψάχνουν το χώρο, περικυκλώθηκαν ξαφνικά από ένα σύννεφο σφήκες. Το μόνο που αυτοί μπορούσαν να κάνουν ήταν να τρέξουν για να σωθούν!
Ο Ιεχωβά μάς είχε προετοιμάσει για την απαγόρευση μέσω των συνελεύσεων που διεξάχθηκαν το 1949. Το πρόγραμμα μας είχε προτρέψει να αυξήσουμε την προσωπική μας μελέτη, την παρακολούθηση των συναθροίσεων και τη δραστηριότητά μας στο κήρυγμα, καθώς επίσης να στηριζόμαστε ο ένας στον άλλον για υποστήριξη και ενθάρρυνση. Αυτό πραγματικά μας βοήθησε να παραμείνουμε όσιοι. Έτσι, αν και οι άνθρωποι συχνά μας κατέκριναν και μας έβριζαν, εμείς δεν τους δίναμε σημασία.
Διεξαγωγή Συναθροίσεων υπό Απαγόρευση
Μετά την ανακοίνωση της απαγόρευσης, συναντήθηκα με δυο ομοπίστους για να συζητήσουμε πώς θα συνεχιζόταν η διεξαγωγή των εκκλησιαστικών μας συναθροίσεων. Η παρακολούθηση των συναθροίσεων περιλάμβανε κινδύνους, επειδή αν κάποιος συλλαμβανόταν ενώ ήταν παρών αυτό θα μπορούσε να σημαίνει φυλακή. Επισκεφτήκαμε τους Μάρτυρες της περιοχής μας. Μερικοί ανησυχούσαν, αλλά ήταν ενθαρρυντικό ότι όλοι αναγνώριζαν πως ήταν ανάγκη να παρακολουθούν συναθροίσεις.
Κάποιος ενδιαφερόμενος που είχε έναν αχυρώνα τον πρόσφερε για να τον χρησιμοποιήσουμε ως χώρο συναθροίσεων. Μολονότι βρισκόταν σ’ ένα χωράφι, όπου ήταν ορατός απ’ όλους, ο αχυρώνας είχε μια πίσω πόρτα που έβγαζε σ’ ένα μονοπάτι το οποίο ήταν καλυμμένο με θάμνους. Έτσι δεν μας έβλεπαν όταν πηγαινοερχόμασταν. Ολόκληρο το χειμώνα αυτός ο παλιός αχυρώνας φιλοξενούσε τις συναθροίσεις μας που διεξάγονταν κάτω από το φως κεριών, και παρευρίσκονταν περίπου 20 άτομα. Συναθροιζόμασταν κάθε εβδομάδα για τη μελέτη μας από το περιοδικό Η Σκοπιά και για τη Συνάθροιση Υπηρεσίας. Το πρόγραμμα το προσαρμόζαμε στις περιστάσεις μας, τονίζοντας ότι έπρεπε να παραμείνουμε πνευματικά δραστήριοι. Σύντομα νιώσαμε συγκίνηση όταν καλωσορίσαμε αυτό το ενδιαφερόμενο άτομο ως καινούριο αδελφό μας στην αλήθεια.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι καταδίκες έγιναν πιο επιεικείς και μερικοί αδελφοί αποφυλακίστηκαν. Πολλοί απελάθηκαν στη Δυτική Γερμανία. Όσο για εμένα, τα πράγματα πήραν μια απρόσμενη τροπή έπειτα από την επίσκεψη ενός αδελφού από τη Δυτική Γερμανία.
Ο Πρώτος μου Μεγάλος Διορισμός
Ο αδελφός είπε ότι τον λένε Χανς. Μετά τη συζήτηση που είχαμε, μου ζήτησε να πάω σε κάποια διεύθυνση στο Βερολίνο. Μόλις βρήκα το συνθηματικό όνομα στο κουδούνι, με προσκάλεσαν να μπω μέσα. Ήρθαν κι άλλα δυο άτομα και είχαμε μια ευχάριστη αλλά πολύ γενική συζήτηση. Κατόπιν έφτασαν στο προκείμενο: «Αν σου πρόσφεραν έναν ειδικό διορισμό, θα τον δεχόσουν;»
«Και βέβαια», ήταν η απάντησή μου.
«Ωραία», είπαν, «αυτό θέλαμε να μάθουμε. Καλή επιστροφή στο σπίτι».
Τρεις εβδομάδες αργότερα μου ζήτησαν να ξαναπάω στο Βερολίνο και βρέθηκα πάλι στο ίδιο δωμάτιο. Αφού μου έδωσαν ένα χάρτη της περιοχής γύρω από το Τσίταου, οι αδελφοί προχώρησαν στο κυρίως θέμα. «Δεν έχουμε καθόλου επαφή με τους Μάρτυρες σ’ αυτή την περιοχή. Θα μπορούσες να αποκαταστήσεις την επαφή για λογαριασμό μας;»
«Και βέβαια θα το κάνω», απάντησα αμέσως. Η περιοχή ήταν τεράστια, με έκταση πάνω από 100 χιλιόμετρα σε μήκος, από το Ρίζα μέχρι το Τσίταου, και πάνω από 50 χιλιόμετρα σε πλάτος. Και το μόνο που είχα ήταν ένα ποδήλατο. Μόλις ερχόμουν σε επαφή με τον κάθε Μάρτυρα εκεί, αυτός εντασσόταν στη δική του εκκλησία, η οποία έστελνε τακτικά έναν αντιπρόσωπο στο Βερολίνο για να πάρει έντυπα και οδηγίες. Αυτή η μέθοδος λειτουργίας απέτρεπε να μπαίνουν σε κίνδυνο άλλες εκκλησίες όταν οι αρχές δίωκαν κάποια συγκεκριμένη εκκλησία.
Εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά
Παρά το διωγμό, υποτασσόμασταν στις Γραφικές οδηγίες και ποτέ δεν πάψαμε να πηγαίνουμε από σπίτι σε σπίτι για να μεταδώσουμε το άγγελμά μας σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού. (Ματθαίος 24:14· 28:19, 20· Πράξεις 20:20) Πηγαίναμε σε διευθύνσεις με βάση τις συστάσεις που μας έδιναν άτομα τα οποία ήδη γνωρίζαμε και απολαύσαμε ορισμένες θαυμάσιες εμπειρίες. Μερικές φορές ακόμη και τα λάθη μας μετατρέπονταν σε ευλογίες, όπως δείχνει παραστατικά το παρακάτω παράδειγμα.
Η σύζυγός μου κι εγώ λάβαμε μια διεύθυνση για να κάνουμε επίσκεψη, αλλά εμείς πήγαμε σε λάθος σπίτι. Όταν άνοιξε η πόρτα, το μάτι μας έπεσε σε μια αστυνομική στολή που ήταν κρεμασμένη στο πορτμαντό. Το πρόσωπο της Μάργκιτ χλώμιασε· η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει φυλακή. Υπήρχε χρόνος μόνο για μια σύντομη προσευχή.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε ο άντρας απότομα. Εμείς παραμείναμε ήρεμοι.
«Είμαι σίγουρη ότι κάπου σας ξέρω», είπε η Μάργκιτ, «αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ από πού. Ναι, είστε αστυνομικός. Πρέπει να σας έχω δει σε ώρα υπηρεσίας».
Αυτό μαλάκωσε τα πράγματα, και μας ρώτησε σε φιλικό τόνο. «Είστε του Ιεχωβά;»
«Μάλιστα», απάντησα καθώς μπήκα στη συζήτηση, «είμαστε, και θα πρέπει να παραδεχτείτε ότι απαιτείται θάρρος για να χτυπήσουμε την πόρτα σας. Ενδιαφερόμαστε για εσάς προσωπικά».
Μας προσκάλεσε να μπούμε στο σπίτι του. Τον επισκεφτήκαμε αρκετές φορές και αρχίσαμε Γραφική μελέτη. Τελικά αυτός ο άντρας έγινε Χριστιανός αδελφός μας. Πόσο ενίσχυσε αυτή η εμπειρία την εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά!
Οι αδελφές ήταν συχνά αγγελιαφόροι, πράγμα που απαιτούσε απ’ αυτές να δείχνουν ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Έτσι είχαν τα πράγματα όταν η Μάργκιτ πήγε κάποτε στο Βερολίνο για να παραλάβει έντυπα. Αυτά ήταν πολύ περισσότερα απ’ όσα περίμενε. Χρησιμοποίησε ένα σχοινί για να δέσει τη βαριά, παραφορτωμένη βαλίτσα. Όλα πήγαιναν καλά μέχρις ότου η Μάργκιτ βρέθηκε στο τρένο. Κατόπιν έφτασε ένας τελωνειακός υπάλληλος.
«Τίνος είναι αυτή, και τι έχει μέσα;» ζήτησε να μάθει, δείχνοντας τη βαλίτσα.
«Είναι τα άπλυτα ρούχα μου», απάντησε η Μάργκιτ.
Με καχυποψία τη διέταξε να ανοίξει τη βαλίτσα. Σιγά-σιγά και επίτηδες, λύνοντας έναν κόμπο κάθε φορά, η Μάργκιτ άρχισε να βγάζει το σχοινί γύρω από τη βαλίτσα. Επειδή η εργασία τού τελωνειακού υπαλλήλου απαιτούσε απ’ αυτόν να ταξιδεύει με το τρένο μόνο κάποια συγκεκριμένη απόσταση και κατόπιν να αποβιβάζεται για να πάρει άλλο τρένο για το ταξίδι της επιστροφής, άρχισε να γίνεται όλο και πιο ανυπόμονος. Τελικά, όταν είχαν απομείνει μόνο τρεις κόμποι, δεν άντεξε άλλο. «Φύγε από δω, και πάρε και τα άπλυτα ρούχα σου!», ξεφώνισε.
Ο Ιεχωβά μάς Φρόντιζε Προσωπικά
Πολλές φορές τη νύχτα δεν κατάφερνα να κοιμηθώ παραπάνω από τέσσερις ώρες, εφόσον συνήθως φρόντιζα για εκκλησιαστικά ζητήματα κάτω από το κάλυμμα του σκοταδιού. Ένα πρωί, έπειτα από μια νύχτα τέτοιας δραστηριότητας, κάποιοι αξιωματούχοι χτύπησαν δυνατά την πόρτα μας. Είχαν έρθει για να κάνουν έρευνα. Ήταν πολύ αργά για να κρύψω οτιδήποτε.
Οι αξιωματούχοι δαπάνησαν όλο το πρωί κάνοντας το σπίτι άνω-κάτω, επιθεωρώντας ακόμη και την τουαλέτα σε περίπτωση που κάτι ήταν κρυμμένο εκεί. Κανένας δεν σκέφτηκε να ψάξει το παλτό μου που κρεμόταν στο πορτμαντό. Είχα κρύψει τα χαρτιά μου βιαστικά μέσα στις πολλές του τσέπες. Οι τσέπες ήταν παραφουσκωμένες από τα πράγματα που γύρευαν οι αξιωματούχοι, αλλά εκείνοι τελικά έφυγαν με άδεια χέρια.
Σε μια άλλη περίπτωση, τον Αύγουστο του 1961, βρισκόμουν στο Βερολίνο. Αυτή αποδείχτηκε ότι ήταν η τελευταία φορά που θα παραλάμβανα έντυπα πριν από την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου. Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Βερολίνου έσφυζε από κόσμο καθώς ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στο Τσίταου. Το τρένο ήρθε, και όλοι έτρεξαν βιαστικά στην αποβάθρα για να επιβιβαστούν. Εγώ παρασύρθηκα από το πλήθος και βρέθηκα ξαφνικά μόνος σ’ ένα άδειο μέρος του τρένου. Είχα μόλις προλάβει να ανέβω όταν ο υπάλληλος του σταθμού κλείδωσε τις πόρτες από έξω. Ήμουν μόνος σ’ αυτό το βαγόνι, ενώ οι άλλοι επιβάτες είχαν στριμωχτεί στο υπόλοιπο του τρένου.
Ξεκινήσαμε για το Τσίταου. Για κάποιο διάστημα ήμουν μόνος στο βαγόνι. Κατόπιν το τρένο έκανε στάση, και οι πόρτες στο βαγόνι όπου βρισκόμουν άνοιξαν. Μπήκαν δεκάδες σοβιετικοί στρατιώτες. Μόνο τότε κατάλαβα ότι ταξίδευα στο βαγόνι που είχε κρατηθεί για τους σοβιετικούς στρατιωτικούς. Ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Ωστόσο, οι στρατιώτες δεν φαινόταν να βλέπουν κάτι το ασυνήθιστο.
Συνεχίσαμε το ταξίδι για το Τσίταου, όπου οι πόρτες του βαγονιού μας άνοιξαν, και οι στρατιώτες βγήκαν έξω. Άρχισαν να ερευνούν όλους τους επιβάτες στο σταθμό. Εγώ ήμουν ο μόνος που έφυγε ανεμπόδιστος. Μάλιστα πολλοί από τους στρατιώτες μού απηύθυναν χαιρετισμό νομίζοντας ότι είμαι κάποιος υψηλά ιστάμενος αξιωματικός.
Αργότερα μόνο συνειδητοποιήσαμε πόσο πολύτιμα ήταν αυτά τα έντυπα, επειδή η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου διέκοψε προσωρινά τη ροή ανεφοδιασμού μας. Ωστόσο, αυτά τα έντυπα ήταν αρκετά για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες μας επί αρκετούς μήνες. Στο μεταξύ, μπορούσαν να γίνουν διευθετήσεις για να διατηρηθεί η επαφή μαζί μας.
Ο ερχομός του Τείχους του Βερολίνου το 1961 άλλαξε τη ζωή μας στην Ανατολική Γερμανία. Αλλά ο Ιεχωβά, όπως πάντοτε, προπορευόταν των γεγονότων. Συνέχισε να μας φροντίζει ενώ ήμασταν υπό απαγόρευση.—Όπως το αφηγήθηκε ο Χέρμαν Λάουμπε.
[Εικόνα στη σελίδα 27]
Απολαύσαμε μια μικρή συνέλευση στο Μπάουτσεν