Ο Ιεχωβά μάς Φρόντιζε ενώ Ήμασταν υπό Απαγόρευση—Μέρος 2ο
ΣΤΗ διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, πάνω στην αγκράφα της ζώνης που είχε η ναζιστική στρατιωτική μου στολή ήταν γραμμένο το εξής: «Ο Θεός Είναι Μαζί Μας». Για εμένα αυτό αποτελούσε άλλο ένα παράδειγμα της ανάμειξης των εκκλησιών στον πόλεμο και στην αιματοχυσία. Το γεγονός αυτό μου προξενούσε αηδία. Έτσι όταν δύο Μάρτυρες του Ιεχωβά στο Λίμπαχ-Όμπερφρονα της Ανατολικής Γερμανίας άρχισαν να συζητούν μαζί μου, εγώ ήδη ένιωθα αποστροφή για τη θρησκεία και είχα γίνει αθεϊστής και οπαδός της θεωρίας της εξέλιξης.
«Μη νομίζετε ότι θα γίνω Χριστιανός», είπα στους Μάρτυρες που με επισκέφτηκαν. Αλλά τα επιχειρήματά τους με έπεισαν ότι υπάρχει Θεός. Από περιέργεια, αγόρασα μια Αγία Γραφή και με τον καιρό άρχισα να τη μελετώ μαζί τους. Αυτό συνέβη την άνοιξη του 1953, όταν οι δραστηριότητες των Μαρτύρων στην Ανατολική Γερμανία ήταν ήδη υπό κομμουνιστική απαγόρευση επί τρία σχεδόν χρόνια.
Η Σκοπιά της 15ης Αυγούστου 1953 (στην αγγλική) περιέγραφε την κατάσταση των Μαρτύρων του Ιεχωβά τότε, λέγοντας: «Μολονότι συνεχώς τους κατασκοπεύουν και τους απειλούν, μολονότι δεν μπορούν να επισκεφτούν ο ένας τον άλλον χωρίς πρώτα να βεβαιωθούν ότι δεν τους παρακολουθούν, μολονότι η διαπίστωση ότι κάποιος έχει στην κατοχή του έντυπα της Σκοπιάς σημαίνει δύο ή τρία χρόνια φυλάκιση για ‘διάθεση προπαγανδιστικών εντύπων’, και μολονότι εκατοντάδες από τους πιο ώριμους αδελφούς, αυτούς που αναλάμβαναν την ηγεσία, είναι στη φυλακή, οι δούλοι του Ιεχωβά στην Ανατολική Γερμανία συνεχίζουν να κηρύττουν».
Το 1955 η σύζυγός μου, η Ρεγκίνα, κι εγώ παρακολουθήσαμε τη διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά που έγινε στη Νυρεμβέργη της Δυτικής Γερμανίας, και τον επόμενο χρόνο βαφτιστήκαμε και οι δύο στο Δυτικό Βερολίνο. Αυτό, φυσικά, έγινε πριν ανεγερθεί το Τείχος του Βερολίνου το 1961, πράγμα που απέκοψε την Ανατολική Γερμανία από το Δυτικό Βερολίνο. Αλλά ακόμα και πριν βαφτιστώ, η οσιότητά μου στον Ιεχωβά Θεό τέθηκε σε δοκιμασία.
Ανάληψη Ευθύνης
Η εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην οποία είχαμε αρχίσει να πηγαίνουμε στο Λίμπαχ-Όμπερφρονα χρειαζόταν κάποιον που μπορούσε να παραλαμβάνει τα Βιβλικά έντυπα από το Δυτικό Βερολίνο. Εμείς είχαμε μια μικρή επιχείρηση και δύο μικρά παιδιά, αλλά η υπηρεσία μας προς τον Ιεχωβά είχε ήδη γίνει το επίκεντρο της ζωής μας. Τροποποιήσαμε το παλιό μας αυτοκίνητο, και έτσι έγινε δυνατό να κρύβουμε σ’ αυτό 60 βιβλία. Η διακίνηση των εντύπων μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν επικίνδυνη, αλλά με δίδαξε να εμπιστεύομαι στον Ιεχωβά.
Δεν ήταν εύκολο να περάσει κανείς με αυτοκίνητο από το Ανατολικό Βερολίνο στο Δυτικό τομέα, και συχνά αναρωτιέμαι πώς τα καταφέρναμε. Μόλις βρισκόμασταν στον ελεύθερο τομέα, παραλαμβάναμε τα έντυπα και κρύβαμε τα βιβλία στο αυτοκίνητο προτού διασχίσουμε τα σύνορα για να επιστρέψουμε στην Ανατολική Γερμανία.
Σε κάποια περίπτωση, μόλις είχαμε κρύψει τα βιβλία όταν ένας άγνωστος βγήκε από μια πολυκατοικία. «Εσείς εκεί», φώναξε. Η καρδιά μου σταμάτησε. Άραγε μας παρακολουθούσε; «Καλύτερα να πάτε κάπου αλλού την επόμενη φορά. Το ανατολικογερμανικό περιπολικό παρκάρει εκεί στη γωνία, και μπορεί να σας πιάσουν». Άφησα έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Καταφέραμε να περάσουμε τα σύνορα, και οι τέσσερις που ήμασταν στο αυτοκίνητο ψάλλαμε σε όλο το δρόμο της επιστροφής.
Προετοιμασία για την Απομόνωση
Στη δεκαετία του 1950, οι αδελφοί στην Ανατολική Γερμανία βασίζονταν σ’ αυτούς που βρίσκονταν στη Δύση για έντυπα και καθοδηγία. Αλλά το 1960 έγιναν ορισμένες προσαρμογές οι οποίες βοήθησαν κάθε Μάρτυρα στην Ανατολική Γερμανία να έχει πιο στενή επαφή με τους υπόλοιπους Μάρτυρες που βρίσκονταν στην περιοχή όπου έμενε. Κατόπιν, τον Ιούνιο του 1961, διεξάχθηκε στο Βερολίνο η πρώτη τάξη της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας για πρεσβυτέρους. Παρακολούθησα αυτή την πρώτη σειρά μαθημάτων που διήρκεσε τέσσερις εβδομάδες. Μόλις έξι εβδομάδες αργότερα, αποκοπήκαμε ξαφνικά από τη Δύση όταν υψώθηκε το Τείχος του Βερολίνου. Τώρα το έργο μας γινόταν όχι μόνο υπό την επιφάνεια, αλλά και υπό συνθήκες απομόνωσης.
Μερικά άτομα φοβήθηκαν ότι οι δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ανατολική Γερμανία θα σταματούσαν σιγά-σιγά. Ωστόσο, οι οργανωτικές προσαρμογές που είχαν γίνει πριν από ένα σχεδόν χρόνο μάς βοήθησαν να διατηρήσουμε πνευματική ενότητα και δύναμη. Επιπρόσθετα, η εκπαίδευση που είχαν λάβει οι πρεσβύτεροι οι οποίοι παρακολούθησαν την πρώτη τάξη της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας τούς εξόπλισε για να μεταβιβάσουν αυτή την εκπαίδευση και σε άλλους πρεσβυτέρους. Έτσι ο Ιεχωβά μάς προετοίμασε για την απομόνωσή μας, ακριβώς όπως μας είχε προετοιμάσει για την απαγόρευση του 1950 με τις συνελεύσεις περιφερείας του 1949.
Αποκομμένοι από τη Δύση, ήταν φανερό ότι έπρεπε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία να διατηρήσουμε την οργάνωση δραστήρια. Γράψαμε στους Χριστιανούς αδελφούς μας στο Δυτικό Βερολίνο και τους προτείναμε να συναντηθούμε σ’ έναν αυτοκινητόδρομο στην Ανατολική Γερμανία, ο οποίος ήταν προσιτός στους ταξιδιώτες που έρχονταν από τη Δυτική Γερμανία. Όταν φτάσαμε στο προσδιορισμένο σημείο, προσποιηθήκαμε ότι είχε πάθει βλάβη το αυτοκίνητό μας. Μερικά λεπτά αργότερα έφτασαν οι αδελφοί, φέρνοντάς μας Βιβλικά έντυπα. Ευτυχώς, έφεραν επίσης το βιβλίο μου μελέτης της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας, τις σημειώσεις που είχα κρατήσει και την Αγία Γραφή που είχα αφήσει στο Βερολίνο για λόγους ασφαλείας. Ενθουσιάστηκα που τα πήρα πίσω! Τότε δεν γνώριζα πόσο πολύ θα χρειαζόμουν αυτά τα πράγματα στα επόμενα λίγα χρόνια.
Σχολή υπό την Επιφάνεια
Μερικές μέρες αργότερα, μας δόθηκαν οδηγίες να διευθετήσουμε να διεξαχθούν τάξεις της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας σε όλα τα μέρη της Ανατολικής Γερμανίας. Είχαν διοριστεί τέσσερις εκπαιδευτές, στους οποίους περιλαμβανόμουν κι εγώ. Αλλά εμένα μου φαινόταν αδύνατον να εκπαιδευτούν όλοι οι πρεσβύτεροι ενώ το έργο μας ήταν υπό απαγόρευση. Για να συγκαλύψουμε αυτό που κάναμε, αποφάσισα να συγκροτήσω τις τάξεις σαν να πηγαίναμε διακοπές σε κάμπινγκ.
Κάθε τάξη αποτελούνταν από τέσσερις σπουδαστές κι εμένα ως εκπαιδευτή, μαζί μ’ έναν έκτο αδελφό ο οποίος υπηρετούσε ως μάγειρας. Παρόντες ήταν επίσης οι σύζυγοι και τα παιδιά των αδελφών. Έτσι κατά κανόνα είχαμε μια ομάδα 15 ως 20 ατόμων. Ένα κανονικό κάμπινγκ θα ήταν εντελώς ακατάλληλο, έτσι η οικογένειά μου κι εγώ αρχίσαμε να αναζητάμε κατάλληλες τοποθεσίες.
Σε μια περίπτωση, καθώς διασχίζαμε κάποιο χωριό, παρατηρήσαμε ένα στενό δρομάκι που οδηγούσε σ’ ένα άλσος αρκετά μακριά από τους πολυσύχναστους δρόμους. Έμοιαζε ιδανικό μέρος, κι έτσι πλησίασα το δήμαρχο. «Ψάχνουμε να βρούμε ένα μέρος για να κατασκηνώσουμε λίγες εβδομάδες με μερικές άλλες οικογένειες», εξήγησα. «Θέλουμε να είμαστε μόνοι μας ώστε να μπορούν τα παιδιά να παίζουν ελεύθερα. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το δασάκι εκεί κάτω;» Αυτός συμφώνησε, κι έτσι κάναμε διευθετήσεις.
Σ’ εκείνο το χώρο τοποθετήσαμε τις σκηνές και το τροχόσπιτό μου έτσι ώστε να σχηματίζουν μια κεντρική, τετράγωνη εσωτερική αυλή που δεν φαινόταν απ’ έξω. Το τροχόσπιτο ήταν η τάξη μας. Συναθροιζόμασταν σ’ αυτό για εντατική μελέτη που κρατούσε 8 ώρες τη μέρα επί 14 μέρες. Στην εσωτερική περιοχή υπήρχαν καρέκλες και ένα τραπέζι, έτοιμα για την περίπτωση που ίσως είχαμε απρόσκλητους επισκέπτες. Και πράγματι είχαμε! Τέτοιες στιγμές εκτιμούσαμε πραγματικά τη στοργική υποστήριξη των οικογενειών μας.
Στη διάρκεια των μαθημάτων, τα μέλη των οικογενειών μας φύλαγαν φρουροί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είδαν το δήμαρχο, ο οποίος ήταν επίσης ο τοπικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, να έρχεται από το δρομάκι προς το άλσος όπου μέναμε. Το άτομο το οποίο φύλαγε φρουρός πάτησε κάποιο διακόπτη το σύρμα του οποίου οδηγούσε σ’ ένα σύστημα συναγερμού που βρισκόταν στο τροχόσπιτο. Αμέσως πεταχτήκαμε έξω από το τροχόσπιτο, πήραμε τις προκαθορισμένες μας θέσεις γύρω από το τραπέζι και αρχίσαμε να παίζουμε χαρτιά. Υπήρχε ακόμα και ένα μπουκάλι με κάποιο ποτό για να κάνει τη σκηνή να φαίνεται πιο πραγματική. Ο δήμαρχος μας έκανε μια φιλική επίσκεψη και επέστρεψε στο σπίτι του χωρίς να υποψιαστεί τίποτα για το τι συνέβαινε στην πραγματικότητα.
Οι τάξεις της Σχολής Διακονίας της Βασιλείας διεξάχθηκαν σε όλη τη χώρα από την άνοιξη του 1962 μέχρι τα τέλη του 1965. Η εντατική εκπαίδευση που έλαβαν εκεί οι πρεσβύτεροι, η οποία περιλάμβανε πληροφορίες για το πώς να αντιμετωπίζουμε τη συγκεκριμένη κατάστασή μας στην Ανατολική Γερμανία, τους προετοίμασε για την επίβλεψη του έργου κηρύγματος. Προκειμένου να παρακολουθήσουν τα μαθήματα, οι πρεσβύτεροι όχι μόνο θυσίασαν τις διακοπές τους, αλλά διακινδύνευσαν και να φυλακιστούν.
Οφέλη από τη Σχολή
Οι αρχές παρατηρούσαν προσεκτικά τις δραστηριότητές μας, και στα τέλη του 1965, αφού οι περισσότεροι από τους πρεσβυτέρους είχαν περάσει τη σχολή, προσπάθησαν να δώσουν ένα θανάσιμο χτύπημα στην οργάνωσή μας. Συνέλαβαν 15 Μάρτυρες, οι οποίοι θεωρούνταν ότι αναλάμβαναν την ηγεσία στο έργο. Ήταν μια καλά προετοιμασμένη ενέργεια που σάρωσε όλη τη χώρα. Ξανά, πολλοί νόμισαν ότι οι δραστηριότητες των Μαρτύρων θα σταματούσαν. Αλλά με τη βοήθεια του Ιεχωβά προσαρμοστήκαμε στην κατάσταση και συνεχίσαμε το έργο μας όπως και προηγουμένως.
Κάτι τέτοιο έγινε δυνατό ιδιαίτερα λόγω της εκπαίδευσης που είχαν λάβει οι πρεσβύτεροι στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας και λόγω των δεσμών εμπιστοσύνης που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ τους μέσω της συναναστροφής στη διάρκεια αυτών των μαθημάτων. Έτσι, η οργάνωση έδειξε το θάρρος της. Πόσο σημαντικό ήταν το ότι είχαμε υπακούσει και ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες της οργάνωσης!—Ησαΐας 48:17.
Τους επόμενους μήνες έγινε φανερό ότι η μαζική απαγόρευση που είχε επιβληθεί από τις κυβερνητικές αρχές είχε πολύ λίγα ανασταλτικά αποτελέσματα στη δραστηριότητά μας. Ύστερα από λίγο καιρό, μπορέσαμε να συγκροτήσουμε τάξεις για τη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας. Όταν οι αρχές αντιλήφθηκαν την προσαρμοστικότητά μας, αναγκάστηκαν να αλλάξουν τακτική. Τι θρίαμβος για τον Ιεχωβά!
Δραστήριοι στη Διακονία
Εκείνον τον καιρό οι όμιλοι Μελέτης Βιβλίου Εκκλησίας αποτελούνταν από πέντε άτομα περίπου. Ο καθένας μας λάβαινε τα Γραφικά του έντυπα μέσω αυτής της διευθέτησης μελέτης βιβλίου, και το έργο κηρύγματος συντονιζόταν απ’ αυτούς τους μικρούς ομίλους μελέτης. Από την αρχή ο Ιεχωβά ευλόγησε τη Ρεγκίνα κι εμένα βοηθώντας μας να βρούμε πολλά άτομα τα οποία επιθυμούσαν να μελετήσουν την Αγία Γραφή.
Είχαν γίνει κάποιες προσαρμογές στην υπηρεσία από σπίτι σε σπίτι έτσι ώστε να μη μας εντοπίζουν και να μας συλλαμβάνουν. Επισκεπτόμασταν ένα σπίτι και μετά προσπερνούσαμε μερικά σπίτια προτού χτυπήσουμε μια άλλη πόρτα. Σε κάποιο σπίτι μια κυρία προσκάλεσε τη Ρεγκίνα κι εμένα να μπούμε μέσα. Συζητούσαμε ένα Γραφικό θέμα μαζί της όταν μπήκε στο δωμάτιο ο γιος της. Αυτός ήταν πολύ ευθύς.
«Έχετε δει ποτέ τον Θεό σας;» ρώτησε. «Για να ξέρετε, σας λέω ότι εγώ πιστεύω μόνο ό,τι βλέπω. Όλα τα άλλα είναι ανοησίες».
«Δεν μπορώ να πιστέψω κάτι τέτοιο», αποκρίθηκα. «Έχετε δει ποτέ τον εγκέφαλό σας; Κι όμως, οτιδήποτε κάνετε δείχνει ότι έχετε εγκέφαλο».
Η Ρεγκίνα κι εγώ του αναφέραμε παραδείγματα άλλων πραγμάτων τα οποία τα δεχόμαστε χωρίς να τα βλέπουμε, όπως είναι ο ηλεκτρισμός. Ο νεαρός άντρας άκουγε προσεκτικά, και αρχίσαμε μια Γραφική μελέτη μ’ αυτόν και τη μητέρα του. Και οι δύο έγιναν Μάρτυρες. Στην πραγματικότητα, 14 άτομα με τα οποία μελετούσαμε η σύζυγός μου κι εγώ έγιναν Μάρτυρες. Με τους μισούς απ’ αυτούς ήρθαμε σε επαφή στη διάρκεια των επισκέψεών μας από σπίτι σε σπίτι, και τους άλλους μισούς τους συναντήσαμε για πρώτη φορά στη διάρκεια της ανεπίσημης μαρτυρίας.
Όταν μια οικιακή Γραφική μελέτη διεξαγόταν τακτικά και θεωρούσαμε ότι το άτομο ήταν αξιόπιστο, το προσκαλούσαμε να έρθει στις συναθροίσεις μας. Η κύρια ανησυχία μας, ωστόσο, ήταν μήπως το άτομο που έκανε μελέτη έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια του λαού του Θεού. Έτσι, μερικές φορές περνούσε σχεδόν ένας χρόνος προτού προσκαλέσουμε το άτομο που μελετούσε την Αγία Γραφή σε κάποια συνάθροιση, και ανάλογα με την περίπτωση το διάστημα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Θυμάμαι έναν άντρα ο οποίος κατείχε εξέχουσα θέση· είχε πολύ στενή προσωπική σχέση με τους ανώτατους αξιωματούχους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Έκανε Γραφική μελέτη επί εννιά χρόνια προτού του επιτραπεί να παρακολουθήσει συναθροίσεις! Σήμερα αυτός ο άνθρωπος είναι Χριστιανός αδελφός μας.
Οι Αρχές Εξακολουθούν να μας Καταδιώκουν
Μετά το 1965 δεν έγιναν πια άλλες μαζικές συλλήψεις, αλλά ούτε μας άφησαν στην ησυχία μας. Οι αρχές συνέχιζαν να μας παρακολουθούν στενά. Εκείνον τον καιρό περίπου άρχισα να έχω στενή σχέση με τη λειτουργία της οργάνωσής μας, κι έτσι οι αξιωματούχοι με παρακολουθούσαν από κοντά. Αμέτρητες φορές για να μου αποσπάσουν πληροφορίες με οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα και με ανέκριναν. «Τώρα μπορείς να αποχαιρετήσεις την ελευθερία σου», μου έλεγαν. «Θα πας αμέσως στη φυλακή». Αλλά τελικά με άφηναν πάντα να φεύγω.
Το 1972 με επισκέφτηκαν δυο αξιωματούχοι και, χωρίς να το θέλουν, έδωσαν στην οργάνωσή μας ένα θαυμάσιο έπαινο. Είχαν παρακολουθήσει κρυφά τη Μελέτη Σκοπιάς που κάναμε στην εκκλησία μας. «Το άρθρο αυτό ήταν πολύ προσβλητικό», διαμαρτυρήθηκαν. Ήταν φανερό πως ανησυχούσαν για το τι θα σκέφτονταν οι άλλοι σχετικά με την κομμουνιστική ιδεολογία αν διάβαζαν το άρθρο που μελετούσαμε. «Στο κάτω-κάτω», είπαν, «Η Σκοπιά κυκλοφορεί σε πέντε ή έξι εκατομμύρια αντίτυπα και διαβάζεται σε αναπτυσσόμενες χώρες. Δεν είναι μια φτηνή λαϊκή εφημερίδα». Εγώ σκεφτόμουν: ‘Σ’ αυτό έχετε απόλυτο δίκιο!’
Το 1972 είχαν ήδη συμπληρωθεί 22 χρόνια που ήμασταν υπό απαγόρευση, και ο Ιεχωβά μάς είχε κατευθύνει στοργικά και σοφά. Είχαμε ακολουθήσει τις οδηγίες του προσεκτικά, αλλά θα χρειαζόταν να περάσουν ακόμα 18 χρόνια προτού αναγνωριστούν νομικά οι Μάρτυρες στην Ανατολική Γερμανία. Πόσο ευγνώμονες είμαστε για τις θαυμάσιες ελευθερίες που απολαμβάνουμε τώρα στη λατρεία προς τον Θεό μας, τον Ιεχωβά!—Όπως το αφηγήθηκε ο Χέλμουτ Μάρτιν.