«Μακάρι να Είχα Κρατήσει Ημερολόγιο»!
ΠΟΣΕΣ φορές το είπα αυτό στον εαυτό μου στα 14 χρόνια που είμαι ιεραπόστολος στο Περού.
Θυμάμαι καλά τον πρώτο μου χρόνο εδώ—ένα ποντίκι στη λεκάνη της τουαλέτας, ένα σκορπιό στη μπανιέρα, ψύλλους στο κρεβάτι μου. Ευτυχώς που τα περισσότερα ζώα ήξεραν την ακριβή θέση τους, και γρήγορα προσαρμοστήκαμε σ’ αυτή τη ζωή που αποδείχτηκε πολύ ενδιαφέρουσα.
Η ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Θυμάμαι που άκουγα τα μικρά παιδιά να λένε λάθος τα ανώμαλα ισπανικά ρήματά τους, και σκεφτόμουν με ικανοποίηση, «Ε, δεν είμαστε οι μόνοι!»
ΟΤΑΝ Η ΓΗ ΣΕΙΕΤΑΙ. Καινούργια εμπειρία για μένα ήταν ο σεισμός. Εκείνος που θυμάμαι πιο έντονα έγινε το 1974. Η συνεργάτιδά μου κι εγώ βρισκόμασταν σ’ ένα παλιό πλίθινο σπίτι στο τέρμα μιας στενής παρόδου. Όταν άρχισε να κουνάει, και οι τρεις γυναίκες που ήμασταν εκεί σκεφτήκαμε να μπούμε για προστασία κάτω από το κούφωμα της πόρτας. Είχε πλάτος περίπου 75 πόντους αλλά δυστυχώς τόσο ήταν και η νοικοκυρά του σπιτιού! Επειδή έπιασε όλη την πόρτα, το μόνο που μπορέσαμε εμείς να κάνουμε ήταν να χώσουμε τα κεφάλια μας κάτω από το σκελετό της πόρτας. Ήμασταν ευγνώμονες που δεν έπεσε τίποτα πάνω μας.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ. Εντύπωση μου έκανε το ενδιαφέρον που έδειχναν οι Λατίνο-Αμερικάνοι για την εμφάνιση τους όταν έβγαιναν έξω—χωρίς μπικουτί και σορτς. Βέβαια η καλή εμφάνιση στοιχίζει λεφτά· και όλοι δεν έχουν τα μέσα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω ένα μεσήλικα που είδα στο λεωφορείο μια μέρα. Συνεχώς σκεπτόμουν, ‘Κάτι παράξενο συμβαίνει με τα μαλλιά αυτού του ανθρώπου’. Προφανώς δεν υπήρχε τίποτε το παράξενο γι’ αυτόν, επειδή είχε μια πολύ ικανοποιητική έκφραση στο πρόσωπό του. Τελικά πέτυχα με ελιγμούς, σπρώχνοντας με τους αγκώνες, να φτάσω μέσα από το πλήθος των επιβατών στην πλευρά του, και να δω ότι τα μαλλιά του ήταν η μπογιατισμένη με μαύρο βερνίκι για τα παπούτσια φαλάκρα του!
ΤΑ ΖΩΑ ΤΟΥΣ. Ποιος δεν αγαπάει τα ζώα; Επειδή πολλοί Περουβιανοί προέρχονται από αγροτικές οικογένειες, μπορείτε να βρείτε στην κορυφή κάθε οροφής σχεδόν ή στην πλακόστρωτη αυλή των σπιτιών της πόλεως, κουνελοφωλιές, κοτέτσια ή μάντρες με ινδικά χοιρίδια. Μια μέρα καθώς κουβέντιαζα με μια εύσωμη γυναίκα σ’ ένα μικρό μπακάλικο της είπα πως άκουγα διαρκώς ένα θόρυβο από μικρά κοτοπουλάκια αλλά δεν μπορούσα να τα δω. Που τα είχε; Πολύ περήφανα έχωσε το χέρι της στο μεγάλο στήθος της και τράβηξε δυο μικρά. Χαμογελώντας εξήγησε ότι τα διατηρούσε ζεστά.
ΕΧΟΝΤΑΣ ΠΛΑΤΙΑ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΑ ΦΑΓΗΤΑ. Είναι σπουδαίο να μάθει κανείς τις νέες συνήθειες, τα φαγητά και τα έθιμά τους και να μην έχει προκατάληψη γι’ αυτά. Τρώει κανείς ωμό αχινό; Ή σούπα από αρνίσια δόντια, ή τα αμελέτητα του αρνιού με κρεμμύδια και λεμόνι. Βέβαια τα περισσότερα φαγητά τους δεν είναι τόσο εξωτικά. Αλλά το Περού ξεχωρίζει από την Λατινική Αμερική για τη νοστιμιά και την ποικιλία των φαγητών του. Ένα δημοφιλές φαγητό ονομάζεται όκοπα—είναι ψημένες πατάτες με σάλτσα φτιαγμένη από κοπανισμένα και ψημένα καρύδια, καυτές πιπεριές, φρέσκο τυρί και μπαχαρικά. Τι νόστιμο!
Μερικοί Βόρειο-Αμερικάνοι έρχονται στη Λατινική Αμερική και αρχίζουν να νοσταλγούν τα δαμάσκηνά τους, τα βερύκοκκα, τα φραμπουάζ, τα κεράσια και άλλα φρούτα που ευνοούνται από το ήπιο κλίμα. Αλλά μόλις ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους θυμούνται με την ίδια νοσταλγία τους φρέσκους γλυκούς ανανάδες, τις άφθονες ροζ και πορτοκαλί παπάγιες, τα χυμώδη μάνγκος, τα βουτυρώδη αβοκάντος, και τα πάρα πολλά και φρέσκα λαχανικά σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Εδώ δεν χρειάζεται να κονσερβοποιούνται και να καταψύχονται!
ΧΟΡΟΣ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΓΟΥΣΤΟ. Οι Περουβιανοί αγαπούν το χορό. Αμφιβάλλω αν κάποιο από τα πολλά γονίδιά τους δεν λέγεται ρυθμός. Από τον καιρό που τα παιδιά αρχίζουν να περπατάνε αρχίζουν και τα μουσικά τους αισθήματα να πάλλονται, και καθώς τα χρόνια περνούν δεν καταβάλλονται. Τις συγκεντρώσεις τους οι ηλικιωμένοι τις απολαμβάνουν τόσο καλά όσο και οι νεαροί. Και υπάρχουν χοροί για όλα τα γούστα: το γρήγορο πάσο-ντόμπλε, το κοινωνικότατο Περουβιανό βαλς, η σάλζα ή κούμπια, το χουάυνο που χτυπάς τα πόδια, και η βουκολική μουσική. Οι άνθρωποι χαίρονται όταν σας βλέπουν να μαθαίνετε κάτι από τη μουσική τους, να χορεύετε και να τραγουδάτε.
Κάποτε επισκέφτηκα μια φτωχή οικογένεια στο μικρό αγρόσπιτό τους, και μετά τη Γραφική μας μελέτη θέλησαν να χορέψω ένα χουάυνο, συνοδευόμενη από το φορητό τους πικάπ. Αλλά ήθελαν ο χορός να είναι αυθεντικός. Γι’ αυτό έφεραν μια μακριά Ινδιάνικη φούστα, ένα κάλυμμα για τους ώμους μου κι ένα μεγάλο καπέλο. Και επειδή δεν ήταν ευχαριστημένοι με την εμφάνιση μου, έχωσαν δυο μαύρες κοτσίδες φτιαγμένες από χαίτη αλόγου κάτω από το γύρο του καπέλου μου και κατόπιν άρχισα να χορεύω και να χτυπάω συνέχεια τα πόδια μου. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεκαρδιστούν στα γέλια, και γελούσαν μέχρις ότου παρέλυσαν τα πόδια τους και έπρεπε να καθίσουν. Όταν τους συνάντησα για πρώτη φορά ήταν πολύ ντροπαλοί, και χάρηκα όταν διασκεδάζοντας με τα έθιμά τους γνωριστήκαμε περισσότερο. Και πολύ περισσότερο γνωριστήκαμε όταν αρκετοί από την οικογένεια αυτή βαπτίστηκαν σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά!
ΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ. Έχοντας ζήσει σε μια χώρα που ο καθένας αγοράζει τα πράγματα σε μεγάλες ποσότητες, ένιωσα μεγάλη έκπληξη όταν είδα πώς συνήθιζαν να ψωνίζουν οι πολύ φτωχοί, και εκτίμησα την οικονομία τους. Έξι τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, 100 γραμμάρια αλεύρι ή αλάτι ή καφέ, ένα αυγό, ένα φλιτζάνι λάδι. Δεν πετάνε τις χάρτινες σακούλες και τις παλιές εφημερίδες· τις χρησιμοποιούν χίλιες φορές προτού τις πετάξουν. Απλές χαρές που εκατομμύρια παιδιά ποτέ δεν απολαμβάνουν είναι το ποδήλατο ή το τρίκυκλο, το πατινάζ, τα μαθήματα μουσικής ή κολυμβήσεως και το διάβασμα βιβλίων.
Πόσα παιδιά δεν πάνε ποτέ στο σχολείο επειδή οι γονείς τους δεν έχουν τα μέσα για να τα στείλουν, ή πηγαίνουν με άδεια στομάχια, κι αυτό δυσκολεύει πολύ τη μάθηση! Άλλα πρέπει να μάθουν να στέκονται όρθια επειδή δεν υπάρχουν πολλά θρανία και δεν φτάνουν για όλα. Θυμάμαι μια οικογένεια που η κόρη φορούσε τα μαύρα δερμάτινα παπούτσια της στο σχολείο το πρωί, και τα ίδια τα φορούσε ο αδελφός της το απόγευμα όταν πήγαινε για μάθημα. Φυσικά, μερικοί δεν έχουν ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια.
Οι άνθρωποι δεν ασχολούνται με τη μόδα· είναι ευτυχισμένοι αν έχουν κάτι χρήσιμο, και με την ευστροφία τους το επιδιορθώνουν συνέχεια. Πόσα πράγματα τα θεωρούσα σαν δεδομένα όταν ήμουνα παιδί!
ΟΙ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ. Το ταξίδι μερικές φορές είναι μια τρομακτική υπόθεση. Το ταξίδι που θα μας μείνει αξέχαστο έγινε πριν από εννιά χρόνια. Άρχισε στις 5 το απόγευμα. Όταν το λεωφορείο γέμισε, πήγαμε σ’ ένα βενζινάδικο για να πάρουμε βενζίνη. (Η στάση αυτή έδωσε την ευκαιρία στους αργοπορημένους να προλάβουν το λεωφορείο προτού φύγει από την πόλη.) Καθώς βγαίναμε από την πόλη ο οδηγός σταματούσε που και που για να παίρνει επιβάτες, οι οποίοι κάθονταν στο διάδρομο. Η γυναίκα που κάθισε δίπλα μου, σ’ ένα ξύλινο σκαμνί, ήταν τρελή· τη συνόδευε στο χωριό της ένας αστυνομικός. Ήταν εκνευριστική σαν συνταξιδιώτισσα. Μετά από δυο ώρες κατέβηκε μαζί με το συνοδό της από το λεωφορείο κι εμείς φτάσαμε σ’ ένα σταθμό της τροχαίας. Εδώ τα οχήματα που κατευθύνονται προς νότον περιμένουν μέχρι τα μεσάνυχτα για να φτάσουν αυτά που κατευθύνονται προς βορρά. Ο δρόμος είναι τόσο στενός ώστε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για δύο κατευθύνσεις.
Τα μεσάνυχτα ξεκινήσαμε, διανύοντας τις στροφές της οροσειράς των Άνδεων, αλλά γρήγορα συναντήσαμε ένα αργοκίνητο φορτηγό που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Και τα δυο οχήματα προσπάθησαν να πάρουν μια στροφή την ίδια στιγμή. Το φορτηγό πέρασε ξυστά το λεωφορείο μας και αρχίσαμε να γέρνουμε στην άκρη του δρόμου, και κάτω ήταν απότομος γκρεμός. Μέσα από το χάος που βρισκόταν από κάτω, ακούγαμε το βουητό του Ποταμού Μαντάρο. Ο συνοδηγός ήταν έξω διαβεβαιώνοντας τον οδηγό ότι η άκρη του δρόμου θα κρατούσε το βάρος του λεωφορείου. Μερικοί από τους επιβάτες παρακαλούσαν να κατέβουν από το λεωφορείο, αλλά ο οδηγός είπε να μείνουν όλοι στις θέσεις τους. Προφανώς μας ήθελε για αντίβαρο. Τελικά κατάφεραν και τα δυο οχήματα να πάρουν τη στροφή, και συνεχίσαμε πάλι την πορεία μας.
Μετά από λίγες ώρες συναντήσαμε μια ουρά από φορτηγά και αυτοκίνητα σταματημένα λόγω κάποιας κατολισθήσεως. Περιμέναμε στη σειρά πίσω τους πολλή ώρα—ακριβώς έξι ώρες. Όταν τελικά ο δρόμος άνοιξε, ο καθένας οδηγός έκανε, ότι ήθελε, επειδή ήθελε να κερδίσει το χαμένο χρόνο και να βγει πρώτος στη λεωφόρο κι’ έτσι για αρκετές ώρες ακόμη τρέχαμε και φρενάραμε σαν τρελοί. Η απόσταση από το σπίτι μας στο Χουανκάγιο μέχρι τον προορισμό μας στο Αγιακούχο, είναι μόνο 350 χιλιόμετρα (220 μίλια) αλλά την κάναμε σε 16 ώρες.
Ανακουφιστήκαμε πάρα πολύ όταν φτάσαμε σώοι, τόσο που δεν σκεφτήκαμε καθόλου ότι η επιστροφή μας θα ήταν ακόμη χειρότερη. Αλλά δεν θα σας κουράσω μ’ αυτή την εμπειρία.
Ναι, έχω ζωντανές αναμνήσεις από τη ζωή στα βουνά, τη μυρωδιά των ευκαλυπτόδεντρων στον τσουχτερό βουνίσιο αέρα, το χάιδεμα των μικρών προβατοκάμηλων, το βασανιστικό ήχο των Ινδιάνικων μελωδιών, τις καλλιέργειες καφέ, πράσινες και χρυσές πλαγιές στις κορυφές των βουνών. Και μαζί μ’ αυτά, οχλαγωγίες στους δρόμους, συσκοτίσεις και πυροβολισμοί τη νύχτα, τροπικές αρρώστιες, γέλια όταν λέγαμε λάθος τις Ισπανικές λέξεις, πολύ αγαπητοί φίλοι και θλιβεροί αποχαιρετισμοί, και, το πιο σπουδαίο, πάρα πολλές ευλογίες από τον Ιεχωβά που δυναμώνουν την πίστη καθώς μεταδίδουμε στους άλλους τα αγαθά νέα της Βασιλείας του. Αυτές οι αναμνήσεις στριφογυρίζουν στο μυαλό μου όπως η ακατάπαυστη παλίρροια. Αλλά υπάρχουν και άλλα γεγονότα κι’ εντυπώσεις που τα έχω ξεχάσει. Γι’ αυτό λέω κάπως λυπημένα, «Μακάρι να είχα κρατήσει ένα ημερολόγιο!»—Από συνεργάτη