Γκάντι—Τι Διαμόρφωσε τον Άνθρωπο;
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ τον Γκάντι πρέπει να ξαναζήσουμε δυο γεγονότα που διαμόρφωσαν την πρώιμη σκέψη του. Ας πάμε πίσω στο έτος 1869 στην πολιτεία Γκουτζαράτ στη βορειοδυτική Ινδία. Οι ζεστοί ξηροί άνεμοι που ακολούθησαν τις ερημωτικές πλημμύρες εξάντλησαν την περιοχή αυτή. Εκεί γεννήθηκε ο Γκάντι σε μια οικογένεια με οικονομική άνεση η οποία, σαν την πλειονότητα των Γκουτζαράτι, είναι περήφανοι για το γεγονός ότι έχουν πολλούς Βραχμάνους (ιερατική κάστα) μέσα στο κράτος τους. Παραδοσιακά, η Ινδουιστική κοινωνία χωρίζεται σε τέσσερις μεγάλες κάστες ή κατηγορίες, με σαφείς διακρίσεις που τις διαχωρίζουν. (Βλέπε το πλαίσιο στη σελίδα 5.)
Σε ηλικία 18 ετών, ο Γκάντι κάνει το πρώτο του σιδηροδρομικό ταξίδι προς τη Βομβάη στο δρόμο για την Αγγλία για να σπουδάσει νομική. Αφήνει πίσω του τη σύζυγο που παντρεύτηκε από μικρός, την Κάστουρμπάι και ένα γιο. Προτού επιβιβαστεί στο ατμόπλοιο Κλάιντ, ο Γκάντι καλείται ενώπιον των πρεσβυτέρων της κάστας του και του δηλώνεται ρητά ότι αν ταξιδέψει στην Αγγλία τυπικά θα εκδιωχθεί από την κάστα του. Γιατί; «Είναι κανείς υποχρεωμένος να τρώει και να πίνει μαζί με Ευρωπαίους», ισχυρίζονται αυτοί. «Δεν νομίζω πως είναι καθόλου ενάντια στη θρησκεία μας να πάω στην Αγγλία», απαντάει αυτός. Οι πρεσβύτεροι της κάστας του το θεωρούν ταμπού (απαγορευμένο) να αναμειχθεί μαζί με τους λευκούς που είναι μολυσμένοι επειδή τρώνε κρέας και πίνουν ποτό. Ο Γκάντι διαμαρτύρεται ότι και η κάστα του κάνει διακρίσεις εναντίον των ξένων. Παρά τις εκκλήσεις του αυτοί μένουν αμετακίνητοι, και ο Γκάντι εγκαταλείπει την Ινδία απορριμμένος από την κάστα του Βαϊζία (αγρότες και έμποροι).
Η ζωή για τον Γκάντι στην Αγγλία είναι δύσκολη. Δεν είναι μόνο ξένος, αλλά επίσης και ένας «αποικιοκρατούμενος» Ινδός, και θα μπορεί να κινείται μόνο ανάμεσα στις παρυφές της Βρετανικής κοινωνίας. Ο Γκάντι αισθάνεται αμηχανία γιατί αυτοί που κάνουν αυτή τη διάκριση εναντίον του αυτοονομάζονται Χριστιανοί. Έχει ήδη διαμορφώσει μια γνώμη σχετικά με τη Χριστιανοσύνη: «Ανέπτυξα κάποιο είδος αντιπάθειας εναντίον της», έγραψε. «Και είχα τους λόγους μου. Τις ημέρες εκείνες οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι [στην Ινδία] συνήθιζαν να στέκονται στη γωνιά κοντά στο γυμνάσιο . . . βρίζοντας τους Ινδουιστές και τους θεούς τους. Δεν μπορούσα να το αντέξω αυτό». Παρόμοια στην Αγγλία, ο Γκάντι το βρίσκει δύσκολο να αντέξει τη διάκριση που επιβάλλεται πάνω του από αυτούς τους «Χριστιανούς». Ποιο είναι το δικό του πιστεύω; ‘Αγαπώ το Χριστό, αλλά περιφρονώ τους Χριστιανούς γιατί δε ζουν με τον τρόπο που έζησε ο Χριστός’.
Αφήνοντας την Αγγλία με το δίπλωμα της νομικής στο χέρι, ο Γκάντι επιχειρεί να ασκήσει το επάγγελμά του στη Νότια Αφρική. Εκεί βρίσκει ότι είναι το αποκορύφωμα των φυλετικών διακρίσεων. Παρά το γεγονός ότι έχει βγάλει εισιτήριο για την πρώτη θέση, τον βγάζουν από το διαμέρισμα εκείνο του τρένου και του λένε ότι πρέπει να ταξιδέψει σε ένα φορτηγό βαγόνι το οποίο είναι για τους έγχρωμους. Οι διαμαρτυρίες του Γκάντι δεν εισακούγονται καθόλου. Τον βγάζουν με τη βία από το τρένο και τον αφήνουν τη νύχτα στην αίθουσα αναμονής.
Μια Ζωτική Απόφαση
Τη νύχτα εκείνη πήρε μια απόφαση να μην υποκύψει ποτέ στη βία και ποτέ να μη χρησιμοποιήσει βία για να κερδίσει μια υπόθεση. Αναπολώντας πάνω στο γεγονός αυτό έγραψε: «Η κακουχία στην οποία υποβλήθηκα ήταν επιφανειακή—μόνο ένα σύμπτωμα της βαριάς ασθένειας της φυλετικής προκατάληψης. Θα πρέπει να προσπαθήσω αν είναι δυνατόν, να ξεριζώσω την ασθένεια και να υποφέρω τις κακουχίες στη διαδικασία αυτή».
Ας ανατρέξουμε στο παρελθόν για μια στιγμή και ας εξετάσουμε τα δυο αυτά χαρακτηριστικά γεγονότα στη ζωή του Γκάντι. Το πρώτο ήταν, προτού φύγει από την Αγγλία, όταν ο Γκάντι απορρίφθηκε από τους ίδιους τους ανθρώπους του εξαιτίας της επιθυμίας του να συναναστραφεί με τον λευκό άνθρωπο. Στη δεύτερη περίπτωση, είναι ο λευκός άνθρωπος που τον βγάζει έξω από το τρένο εξαιτίας του χρώματος του δέρματος του Γκάντι. Δεν ήταν ακριβώς το ότι πληγώθηκε ή ταπεινώθηκε εκείνο που έκανε τον Γκάντι να μανιάσει· ήταν ο βαθύς καρκίνος της απανθρωπιάς του ανθρώπου για τον άνθρωπο εξαιτίας των διαφορών στο χρώμα του δέρματος.
Αργότερα έγραψε: «Όσο θα έχουμε την περιφρόνηση αυτή από μέρους των λευκών φυλών προς τους έγχρωμους, θα εξακολουθούμε να έχουμε ταραχές». Είναι αρκετά ενδιαφέρον ότι η ετυμηγορία αυτή του Γκάντι εφαρμόστηκε εξίσου και στους Ινδούς που επί χιλιάδες χρόνια είχαν διατηρήσει ένα σύστημα κάστας που βασιζόταν στις διαφορές του χρώματος του δέρματος. Σε αυτό το διαχωρισμό ήταν τώρα Ινδός ενάντια σε Ινδό, Βραχμάνος ενάντια στον Ανέγγιχτο.
Αυτοσεβασμός για τους Ανέγγιχτους
Στην επιστροφή του στην Ινδία, ο Γκάντι βρήκε μισητές διαιρέσεις και πληγές που είχαν προκληθεί από το διαχωρισμό σε κάστες. Πώς μπορούμε να καταδικάσουμε τους Βρετανούς, σημείωσε, όταν εμείς είμαστε ένοχοι απέναντι στους ίδιους τους Ανέγγιχτους αδελφούς μας; «Πιστεύω ότι το να θεωρούμε κάποιον σαν ανέγγιχτο είναι η μεγαλύτερη κηλίδα του Ινδουισμού», είπε. Με το να προσδώσει ιερότητα στο διαχωρισμό των ανέγγιχτων, ο Ινδουισμός είχε αμαρτήσει, σύμφωνα με το Γκάντι.
Ο Γκάντι έγινε πρωτοπόρος στη μάχη υπέρ των Ανέγγιχτων. Ζούσε μαζί τους. Έτρωγε μαζί τους. Καθάριζε τις τουαλέτες τους. Επιχείρησε να αποκαταστήσει τον αυτοσεβασμό τους. Τους έδωσε ένα αξιοπρεπές όνομα—δεν ήταν πια οι Ανέγγιχτοι—αλλά οι Χαριτζάν, δηλαδή ο λαός του Θεού Βισνού. «Είναι αναγκαίο για μας τους Ινδουιστές να μετανοιώσουμε για το κακό που έχουμε κάνει, . . . πρέπει να επιστρέψουμε σ’ αυτούς την κληρονομιά την οποία τους ληστέψαμε», έγραψε.
Ποια ήταν η κληρονομιά των Χαριτζάν, σύμφωνα με τον Γκάντι; Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η βασική κληρονομιά όλων των λαών. Οι Χαριτζάν απλώς θέλουν να τους συμπεριφέρονται σαν σε ανθρώπους και όχι σαν σε ζώα, ισχυρίζεται. Ποιοι τους λήστεψαν; Σύμφωνα με το Γκάντι οι συνάνθρωποί τους Ινδουιστές. «Τα πιο βδελυρά εγκλήματα που έχει καταγράψει η ιστορία έχουν διαπραχθεί κάτω από το κάλυμμα της θρησκείας», είπε. Μέμφθηκε όλη την Ινδία αρνούμενος να μπει στους μεγάλους ναούς οι πύλες των οποίων ήταν επί αιώνες κλειστοί για τους λάτρεις Ινδουιστές που ήταν από χαμηλές κάστες. «Δεν υπάρχει Θεός εδώ», είπε στα πλήθη που συγκεντρώνονταν. «Αν ο Θεός ήταν εδώ, όλοι θα έπρεπε να μπορούν να τον πλησιάσουν». Κάποτε ένας προφανώς ευκατάστατος ιεραπόστολος ήρθε στο Γκάντι για να πάρει τη συμβουλή του πώς να βοηθήσει τους εκτός κάστας ανθρώπους στα Ινδικά χωριά. Η απάντηση του Γκάντι ήταν μια πρόκληση στη Χριστιανοσύνη: «Πρέπει να κατεβούμε κάτω από τα βάθρα μας και να ζήσουμε μαζί τους—όχι σαν ξένοι, αλλά σαν ένας άνθρωπος μαζί τους με κάθε τρόπο, συμμεριζόμενοι τα βάρη τους και τις λύπες τους».
«Στο λεξικό της δράσης χωρίς χρήση βίας, δεν υπάρχει όρος που να ονομάζεται ‘εξωτερικός εχθρός’», είπε ο Γκάντι. Εφ’ όσον το μέλλον του ίδιου του κόσμου βρίσκεται σε κίνδυνο, όπως σχολίασε κάποιος σύγχρονος συγγραφέας, όλες οι διαφορές θα ήταν «εσωτερικές», και αν ο σκοπός μας είναι να σώσουμε την ανθρωπότητα, πρέπει να σεβαστούμε την ανθρώπινη φύση κάθε ατόμου. Ο διαχωρισμός που βασίζεται στις κάστες αρνείται το σεβασμό, γι’ αυτό οι άνθρωποι υποφέρουν. Τα δεινά τους δεν είναι σιωπηλά πια. Αντανακλώνται πάνω στις στατιστικές του εγκλήματος και της βίας. Συνεπώς εγείρονται τα ερωτήματα: Είχαν επιτυχή αποτελέσματα τα ιδανικά του Γκάντι; Τι θα πούμε για τη μη χρήση βίας στην Ινδία; Πόσο πρακτικές είναι οι ιδέες του Γκάντι για τον κόσμο γενικά;
[Πλαίσιο στη σελίδα 5]
Κάστα και Χρώμα
Τα θεολογικά συγγράμματα Μαχά-Μπάρατα των Ινδουιστών, λένε:
1. «Το χρώμα των Βραχμάνων ήταν λευκό [η πιο υψηλή κάστα, που συναπαρτίζεται από τους ιερείς και τους λόγιους]·
2. «των Κσατρίγιας κόκκινο [δεύτερη κάστα, πολεμιστές και ευγενείς]·
3. «των Βαϊζίας κίτρινο [τρίτη κάστα, αγρότες και έμποροι],
4. «των Σούντρας μαύρο [τέταρτη κάστα, χειρώνακτες εργάτες]».
Κάτω από αυτές τις κάστες και έξω από την κοινωνική δομή ήταν οι ακάθαρτοι, οι Ανέγγιχτοι.
Σχετικά με αυτό το σύστημα κάστας, το Δε Χιντού ανέφερε:
«Η Επιτροπή Μάνταλ προειδοποίησε να μη νομίζει κανείς ότι το σύστημα της κάστας δε λειτουργεί . . . Αν η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε ποτέ σαν όπιο των μαζών, αυτό έγινε στην Ινδία. Μια μικρή ιερατική τάξη με μια λεπτή διαδικασία διαμόρφωσης της σκέψης της μεγάλης πλειονότητας του λαού, τον υπνώτισε για εποχές ολόκληρες ώστε να αποδεχτεί το ρόλο της δουλικότητας με ταπεινοφροσύνη. . . . Καθώς η κάστα καθόριζε και έλεγχε κάθε άποψη της ζωής του ατόμου, λέει η Επιτροπή, οδήγησε σε μια κατάσταση όπου οι κατώτερες κάστες έμειναν οπισθοδρομικές, όχι μόνο κοινωνικά, αλλά επίσης και εκπαιδευτικά, οικονομικά και πολιτικά. Αλλά οι υψηλότερες κάστες προόδευσαν προς όλες τις κατευθύνσεις».—4 Μαΐου 1982.
[Πλαίσιο στη σελίδα 6]
Αν Είσαι Ανέγγιχτος
● Είτε σκουπίζεις δρόμους, είτε καθαρίζεις αφοδευτήρια είτε θάβεις πτώματα
● Δεν μπορείς να μπεις στο σπίτι ενός μέλους μιας ανώτερης κάστας. Οι Βραχμάνοι δεν σου επιτρέπουν να μπεις σε έναν Ινδουιστικό ναό
● Τα παιδιά σου δεν μπορούν να παντρευτούν έξω από την κάστα σου
● Στις πόλεις είσαι ο αποδιωγμένος—ζώντας σε πρόχειρους καταυλισμούς, χωρίς να έχεις τα βασικά από τροφή, στέγη και νερό
Η ύπαρξη της κάστας των Ανέγγιχτων έχει τεθεί εκτός νόμου στην Ινδία από το 1950. Ωστόσο μια πρόσφατη έρευνα σε περίπου χίλια χωριά σε όλη την Ινδία αποκάλυψε ότι, αν ήσουν Ανέγγιχτος, το 61 τα εκατό των άλλων ανθρώπων δε θα σε άφηναν να χρησιμοποιήσεις το πηγάδι τους· το 82 τα εκατό δε θα σου επέτρεπαν να μπεις στο ναό· θα σου αρνούνταν κατάλυμα το 56 τα εκατό· το 52 τα εκατό των πλυντών θα σου αρνούνταν τις υπηρεσίες τους· και το 45 τα εκατό των κουρέων θα αρνούνταν να σε ξυρίσουν