Μη Χρήση Βίας σε έναν Βίαιο Κόσμο
ΤΟ ΝΑ ΖΕΙΣ στη Βομβάη είναι σαν να ζεις διαρκώς μέσα σε ένα πλήθος. Στη διάρκεια της μέρας οι δρόμοι είναι ασφυκτικά γεμάτοι. Το βράδυ πάνω από εκατό χιλιάδες άνθρωποι κοιμούνται στα πεζοδρόμια.
Έτσι είναι οι περισσότερες πόλεις και κωμοπόλεις της Ινδίας: υπερπληθυσμένες και εξαιρετικά φτωχές. Η στέγη και το καθαρό νερό είναι σπάνια πράγματα. Η τροφή είναι κάτι το πολύτιμο.
Οραματίσου για μια στιγμή ότι ζεις σε ένα δωμάτιο 3 επί 4 μαζί με 5 έως 8 άλλα άτομα! Οι γωνιές του δωματίου νοικιάζονται ή ίσως οι άνθρωποι κοιμούνται με βάρδιες. Το μεγαλύτερο μέρος τής ζωής σου δαπανιέται στους δρόμους ή στα πεζοδρόμια. Κάθε πρωί πηγαίνεις προς το μέρος που μοιράζουν νερό και επιστρέφεις με έναν κουβά νερό. Το νερό είναι μολυσμένο. Δουλεύεις πολλές ώρες σε σκληρή εργασία, αλλά τα χρήματα που παίρνεις μόλις που φτάνουν για να θρέψεις την οικογένειά σου για εκείνη τη μέρα. Δεν μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα, όσο σκληρά κι αν προσπαθήσεις. Βλέπεις ανθρώπους να πεθαίνουν γύρω σου καθημερινά εξαιτίας της πείνας και της αρρώστιας. Έχεις καταληφθεί από αίσθημα απελπισίας.
Τουλάχιστον είσαι τακτοποιημένος σε κάποιο σπίτι. Έχεις στέγη. Αλλά όπως πάντα, υπάρχει και μια άλλη Ινδία. Άνθρωποι που δεν έχουν τόπο δικό τους καταλαμβάνουν τις γωνιές και τις εσοχές κοντά στις υδρορροές και στα πεζοδρόμια. Αποτελούν τις αποικίες των παραπεταμένων. Είναι γέροι και νέοι, γυναίκες και παιδιά, μισόγυμνοι και μισοπεθαμένοι. Είναι μια φυλή ανθρώπων που ποτέ δεν είχαν αρκετά για να φάνε. Το μόνο που θέλουν να κάνουν είναι να επιβιώσουν για μια μέρα ακόμη.
Αυτή δεν είναι μια ευχάριστη εικόνα. Βέβαια, στην Ινδία, όπως και αλλού, υπάρχουν οι πλούσιοι και οι μορφωμένοι. Αλλά αυτοί είναι μειοψηφία. Οι τάξεις των φτωχών ξεπερνούν κατά πολύ τους πλούσιους στη σταθερή αύξηση του πληθυσμού. Η φανερή αυτή χλιδή σε αντίθεση με το να προσπαθεί κανείς να επιβιώσει δημιουργεί τις προϋποθέσεις για βία.
Ο Χαρακτήρας της Βίας
«Τυλιγμένη στη στασιμότητα και στην αλλαγή, η Ινδία είναι τώρα μια βίαιη, άστοργη, άσχημη κοινωνία», λέει ο Μπαμπάνι Σεν Γκούπτα στο άρθρο του «Είναι Πολιτισμένη η Ινδία;» Στην Ινδία χιλιάδες παντρεμένες νεαρές γυναίκες καίγονται ακόμη ζωντανές κάθε χρόνο από τους συγγενείς και τους συζύγους τους επειδή δεν καταφέρνουν να φέρουν ικανοποιητική προίκα. Γύρω στα δύο εκατομμύρια γυναίκες βιάζονται. Εκατοντάδες χιλιάδες άλλα εγκλήματα διαπράττονται. Πενήντα χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως νεαροί και νεαρές, αυτοκτονούν από απογοήτευση και απόγνωση. Το 1978 έγιναν 96.488 οχλαγωγίες. Ελάχιστες ολοκληρωμένες στατιστικές εγκλήματος υπάρχουν για όλη τη χώρα πριν από το 1978. Ωστόσο είναι φανερό από αυτές τις ειδήσεις ότι το έγκλημα συνεχίζεται αμείωτο.
Ο Ινδός κοινωνιολόγος Σ. Κ. Ντιουμπ πιστεύει ότι ο χαρακτήρας του εγκλήματος και της βίας εκτρέφεται από την πλατιά διαφορά ανάμεσα σε αυτά που θέλουν οι άνθρωποι και σε αυτά που πραγματικά έχουν, και από την αποφασιστικότητα των προνομιούχων να διαφυλάξουν τα συσσωρευμένα κέρδη τους από την αυξανόμενη απαίτηση των αποστερημένων να έχουν μια καλύτερη μερίδα στη ζωή.
Η βία και οι ωμότητες δεν περιορίζονται μόνο στις πόλεις, αλλά επεκτείνονται και στην αγροτική Ινδία. Ο μεγάλος βαθμός αγροτικής βίας είναι αποτέλεσμα «του διευρυνόμενου χάσματος ανάμεσα στους γαιοκτήμονες και τους ακτήμονες εργάτες που δεν έχουν καθόλου γη», σύμφωνα με τον Ινδό κοινωνιολόγο Μπ. Μ. Μπχάτια. Το αποτέλεσμα είναι βαριές απώλειες σε ζωές, περιουσία και αξίες. «Οι αδύναμοι και οι φτωχοί δεν έχουν πια τη διάθεση να υποτάσσονται στη δύναμη και στην απληστία των δυνατών και των πλούσιων. Έχουν αρχίσει να ανταποδίδουν τα χτυπήματα και έχουν αρχίσει να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Στην αρχαία παραδοσιακή βία που ασκούσαν οι πλούσιοι προστέθηκε τώρα και η βία των φτωχών που εμφανίστηκε πρόσφατα», γράφει ο Γκούπτα.
Ένα Ξεθωριασμένο Όνειρο
«Πρέπει να . . . ελπίζω μέχρι την τελευταία μου αναπνοή ότι η Ινδία θα κάνει δόγμα της τη μη χρήση βίας, θα διαφυλάξει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου», έγραψε ο Γκάντι το 1938. Σαράντα έξι χρόνια αργότερα, η Ινδία παραπαίει από πολλά είδη κοινωνικής βίας. Και σύμφωνα με τον Γκούπτα, «δεν κατάφερε να διαφυλάξει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου».
Σύμφωνα με τους Τάιμς της Ινδίας, παρά τη δημοτικότητα του αγγέλματος του Γκάντι, «βία χωρίς προηγούμενο έπληττε τη χώρα και συμμορίες, ληστείες, και βιασμοί ήταν πράγματα καθημερινά».
Αυτά που συμβαίνουν στην Ινδία συμβαίνουν και σε άλλα μέρη του κόσμου, παρ’ όλο που σ’ αυτές τις χώρες οι άνθρωποι απολαμβάνουν εκπαίδευση που πολλοί Ινδοί τη στερούνται. Ωστόσο και αυτές οι χώρες έχουν διαπράξει τις επτά κοινωνικές αμαρτίες που ανέφερε ο Γκάντι—‘πολιτική χωρίς αρχές, πλούτος χωρίς εργασία, απολαύσεις χωρίς συνείδηση, παιδεία χωρίς χαρακτήρα, εμπόριο χωρίς ηθική, λατρεία χωρίς θυσίες και επιστήμη χωρίς ανθρωπιά’. Το ιδανικό του Γκάντι για έναν κόσμο βασισμένο πάνω στη μη χρήση βίας έχει γίνει ένα ξεθωριασμένο όνειρο.
Υπολογίζεται ότι σε 15 χρόνια από τώρα ο πληθυσμός της Ινδίας θα είναι ένα δισεκατομμύριο. Από αυτούς τα 600 εκατομμύρια θα βρίσκονται σε ολοκληρωτική φτώχια. Θα υπάρχουν από 30 μέχρι 50 εκατομμύρια άνεργοι νεαροί. Στατιστικές σαν κι αυτές παρουσιάζουν ένα πολύ θλιβερό μέλλον.
Το ευγενικό άγγελμα του Γκάντι για τη μη χρήση βίας, έχει αποτύχει να αποκτήσει πραγματική ρίζα εκεί από όπου γεννήθηκε, στην Ινδία. Γιατί; Η αποτυχία δε βρίσκεται στο άγγελμα. Ούτε το σφάλμα βρίσκεται στο Γκάντι. Οι σκοποί του ήταν ασφαλώς ωφέλιμοι. Ωστόσο ο Γκάντι ήταν απλώς ένας άνθρωπος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να διδάξει όσους και όπως μπόρεσε. Οι άνθρωποι μαθαίνουν και κατόπιν εύκολα ξεχνούν. Η ιστορία φέρνει μαρτυρία γι’ αυτό το γεγονός.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατον να ζούνε οι άνθρωπο ειρηνικά; Ποιος μπορεί να διδάξει όχι μόνο τους Ινδούς αλλά και όλες τις φυλές του ανθρώπινου γένους να ζουν ειρηνικά; Τι λογής εκπαίδευση θα περιλάμβανε αυτό; Θα γίνει ποτέ ειρηνικός ο κόσμος;
[Εικόνα στη σελίδα 8]
Μια τυπική σκηνή δρόμου σε μια Ινδική πόλη