Γιατί Άφησα τα Σύνεργα της Γλυπτικής
ΕΙΝΑΙ το έτος 1950. Ένας ορεινός δρόμος ελίσσεται μέσα από τα έλατα, με ξέφωτα εδώ κι εκεί που παρέχουν μαγευτική θέα. Σ’ ένα υπέροχο σημείο ψηλά πάνω από την κοιλάδα πάνω από το οποίο εξείχε ένας καταπράσινος βράχος, μια μικρή ομάδα (ανάμεσα στους οποίους κι εγώ) είναι σκαρφαλωμένη πάνω σε σκαλωσιά. Λαξεύουμε μεγάλα τμήματα βράχου που είναι συναρμολογημένα για να σχηματίσουν μια μεγάλη μάζα 15 μέτρων (50 ποδιών) ύψους. Μια ανθρώπινη μορφή αρχίζει να παίρνει σχήμα. Τι πρόκειται να απεικονίζει όμως; Ένα μνήμα για τους Μακκί (τους Γάλλους αντιστασιακούς) που έπεσαν στη μάχη ενάντια στους Ναζί. Γιατί αυτή η περιοχή, που βρίσκεται στα μισά του δρόμου ανάμεσα στη Λυών και στη Γενεύη, στο νότιο άκρο των Γαλλικών Ορέων Ιούρα, ήταν ο τόπος που έγιναν πολλές μάχες στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Αργότερα απόκτησα ένα καινούργιο επάγγελμα. Ωστόσο, ακόμη αισθάνομαι μια έλξη στην καρδιά μου μέσα, οποτεδήποτε ακούω εργάτες να λαξεύουν την πέτρα. Πώς έφτασα στο σημείο να αφήσω τα σύνεργα του επαγγέλματος που χαιρόμουν να κάνω;
Ένα Πάθος από τη Νεότητα Μου
Οι πιο ωραίες μου αναμνήσεις, όσο μπορώ να θυμηθώ, είναι ο χρόνος που δαπανούσα στο να κάνω μακέτες ή σχέδιο. Έπαιρνα άριστα στα μαθήματα της τέχνης και της χειροτεχνίας, πράγμα που κατέληξε στην εγγραφή μου στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λυών το 1945, όταν ήμουν 17 ετών. Εκεί έμαθα τις διάφορες τεχνικές που περιλαμβάνονται στην τέχνη της γλυπτικής. Διδαχτήκαμε να κάνουμε αντίγραφα της «Αφροδίτης της Μήλου», της «Νίκης της Σαμοθράκης», ενός από τους σκλάβους που έχει φτιάξει σε γλυπτό ο Μιχαήλ Άγγελος, κλπ. Επίσης μάθαμε να εργαζόμαστε με ζωντανά μοντέλα. Κατά βάση αυτό σήμαινε το φτιάξιμο προτομών ή και ολόκληρου του ανθρώπινου σώματος. Αυτό το κάναμε ολόγλυφα, δηλαδή, τρισδιάστατα χωρίς να έχουν βάθος πεδίου, μια μέθοδος που πρέπει να διακρίνεται από το ανάγλυφο, στο οποίο οι εικόνες λαξεύονται πάνω σε μια επίπεδη επιφάνεια, και προεξέχουν λιγάκι από αυτήν έχοντας κάποιο βάθος πεδίου.
Κάτω από το προσεκτικό μάτι του Κυρίου Μπερτολά, ενός φημισμένου δασκάλου γλύπτη, μαθαίναμε επίσης πώς να ισορροπούμε τους όγκους με αρμονία, να συλλαμβάνουμε το ρυθμό στις χαριτωμένες σιλουέτες και να ελέγχουμε το παίξιμο του φωτός με την ποικιλία των κοίλων μορφών και των κοιλοτήτων. Κάθε απόγευμα στη διάρκεια του τελευταίου έτους στη σχολή, εκπαιδευόμασταν στο στούντιο στην τέχνη της λάξευσης της πέτρας. Ο κλάδος αυτός θα γινόταν η ειδικότητα μου.
Από την αρχή της δεκαετίας του 1950 άρχισα να δουλεύω εν μέρει σε ένα θρησκευτικό στούντιο τέχνης, συνεχίζοντας ταυτόχρονα τις σπουδές μου στη γλυπτική. Έμεινα εκεί μόνο λίγους μήνες, γιατί ο άνθρωπος που ήταν επικεφαλής είχε τεχνικές αντιλήψεις που ήταν διαφορετικές από τις δικές μου.
Πώς Διδάχτηκα
Θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω με συντομία πώς διδάχτηκα να λαξεύω ένα άγαλμα. Ο γλύπτης αρχίζει με λίγα σκίτσα που τον καθιστούν ικανό να εκτιμήσει τη μορφή και την αναλογία. Κατόπιν κάνει ένα πρόχειρο σε σμίκρυνση μοντέλο από πηλό το οποίο του επιτρέπει να καθορίσει το κύριο σχήμα και τη δομή της εργασίας. Το ακόλουθο βήμα είναι το πιο σημαντικό και το πιο χρονοβόρο, γιατί είναι η διαμόρφωση ενός μοντέλου από πηλό, συνήθως σε πλήρη κλίμακα, αυτού που θα μοιάζει το τελειοποιημένο άγαλμα. Ένα γύψινο εκμαγείο από αυτό το εύθραυστο μοντέλο του πηλού πρέπει να γίνει προτού το πρωτότυπο ξεραθεί και ραΐσει. Το εκμαγείο αυτό κατόπιν μπορεί να αντιγραφεί πάνω σε μάρμαρο ή σε κάποιο άλλο είδος πέτρας.
Το γύψινο εκμαγείο μας ήταν σε κλίμακα ένα προς πέντε, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν 3 μέτρα ψηλό. Η μικρή ομάδα αποτελούνταν από δυο έμπειρους λαξευτές πέτρας που έκαναν την περισσότερη από τη χοντρή λάξευση, και δυο βοηθούς οι οποίοι, σαν κι εμένα συνέχιζαν την εργασία μέχρι του σημείου όπου ο αρχιγλύπτης θα έκανε το τελικό φινίρισμα.
Οι επί τόπου εργασίες συνεχίστηκαν παραπάνω από τρεις μήνες. Κάναμε τα πάντα μόνοι μας, από την τοποθέτηση της σκαλωσιάς μέχρι τη σφυρηλάτηση των διαφόρων σμιλών και βελονιών. Μ’ αυτόν τον τρόπο αποκτήσαμε μεγάλη επιδεξιότητα στην τέχνη του χειρισμού των σφυριών, εργαζόμενοι ιδιαίτερα κοντά σε έμπειρους τεχνίτες. Η δουλειά εδώ είχε πολύ μεγάλη διαφορά από το στούντιο, όπου το λεπτό σμίλεμα απαιτούσε μόνο ένα ελαφρύ σφυρί με λίγες απαλές κινήσεις του χεριού και όπου η πέτρα τοποθετημένη στο σωστό επίπεδο, μπορούσε να στριφογυρίζει για ευκολότερο χειρισμό.
Ιδιαίτερα θυμάμαι τη δυσκολία που είχαμε στο να τοποθετήσουμε τη σκαλωσιά ώστε να παραμένει σε σημείο κοντά στο βράχο που λαξεύαμε, ιδιαίτερα προς την κορυφή του μνημείου. Οι υψηλοί ξύλινοι πάσσαλοι της σκαλωσιάς είχαν την τάση να υποχωρούν σε έναν ορισμένο βαθμό. Αυτό δυσκόλευε τα πράγματα, ιδιαίτερα όταν προσπαθούσα να σμιλέψω την ντελικάτη κόμμωση της κυρίας, 15 μέτρα (50 πόδια) πάνω από το έδαφος. Η ελαφριά πλατφόρμα πήγαινε πέρα δώθε και είχα την εντύπωση ότι το άγαλμα κινιόταν κατά πίσω κάθε φορά που χτυπούσα με τη σμίλη!
Ωστόσο, μάθαμε να γινόμαστε εξίσου ευκίνητοι όπως οι πίθηκοι και αποκτήσαμε μια κακή συνήθεια να προσκαλούμε τους επισκέπτες να έρχονται πάνω και να ρίχνουν μια ματιά από πιο κοντά στην εργασία μας. Κατά κανόνα, όταν πια κατάφερναν να φτάσουν εκεί πάνω και ανακάλυπταν την εντυπωσιακή τοποθεσία και την επικίνδυνη σκαλωσιά με τα μαδέρια, οι διάνοιες τους απορροφούνταν από οτιδήποτε άλλο εκτός από το αριστούργημα μας! Θα πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι μια ματιά από κοντά σε μια μύτη ή σ’ ένα αυτί 40 εκατοστομέτρων (16 ιντσών) δεν είναι ιδιαίτερα συναρπαστική!
Ικανοποιείται η Πνευματική Επιθυμία
Από πνευματική άποψη δεν έκανα την ίδια πρόοδο όσο από επαγγελματική. Είχα μεγαλώσει σαν Καθολικός αλλά είχα μεγάλη δυσκολία να δεχτώ ορισμένα δόγματα, ιδιαίτερα τη μετουσίωση, δηλαδή τη διδασκαλία ότι στη Θεία Κοινωνία σερβίρεται το σαρκικό σώμα του Χριστού. Συχνά είχα συζητήσεις με τον ιερέα μου. Μια μέρα, όταν είχε εξαντλήσει τα επιχειρήματα του, μου είπε ότι είχα τη λογική ενός Προτεστάντη. Αναλογιζόμενος ότι ήμουν πνευματικά ανίκανος, προσευχήθηκα στο Θεό για πίστη.
Είχα τις ίδιες ακόμη απόψεις τον Αύγουστο του 1950, όταν ήρθε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τον τίτλο Έστω ο Θεός Αληθής. Γνωρίζοντας το ενδιαφέρον μου για πνευματικά θέματα, η μητέρα μου το είχε αποκτήσει από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ένα χρόνο πριν. Τον καιρό εκείνο απλώς το φυλλομέτρησα και το είχα βάλει στο ράφι. Τώρα, καθώς άρχιζα να το διαβάζω, δεν μπορούσα να σταματήσω. Το διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος. Ανακαλύπτοντας τα διάφορα Βιβλικά δόγματα, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όλα μου τα ερωτήματα που είχα από χρόνια έπαιρναν τώρα την απάντηση τους. Αμέσως έγραψα στο γραφείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Παρίσι για περισσότερες λεπτομέρειες.
Ένα απόγευμα, το Σεπτέμβριο, ένας Μάρτυρας ήρθε στο σπίτι μας και ρώτησε τη μητέρα μου αν βρισκόμουν στο σπίτι. Του εξήγησε ότι στη διάρκεια της εβδομάδας ποτέ δεν ήμουν εκεί. Αυτό ήταν αληθινό, γιατί εργαζόμουν σαν βοηθός στο γλύπτη της Λυών Σαρλ Μασσέ. Επί αρκετές εβδομάδες τώρα εργαζόμασταν σ’ ένα τεράστιο άγαλμα προς δόξα των Μακκί της Αίην στα Όρη τού κάτω Ιούρα. Παρίστανε μια γυναίκα που εμφανιζόταν να αναδύεται από έναν απότομο βράχο και έσπαζε τις αλυσίδες της. Τα ακόλουθα λόγια του Γάλλου ποιητή Αραγκόν ήταν λαξευμένα στη μια πλευρά: «Ou je meurs renait la patrie» («Όπου πεθαίνω, η πατρίδα ξαναγεννιέται»).
Η Αποφασιστική Δοκιμασία
Κάθε σαββατοκύριακο επιστρέφαμε όλοι σπίτι μας στη Λυών, και εκεί συνάντησα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ένα Σάββατο η μητέρα μου μού είπε ότι θα έρχονταν και πράγματι ήρθαν—την ώρα που είπαν. Είχαμε μια μακρά, αλλά ζωηρή συζήτηση, και τους βομβάρδισα με ερωτήσεις σχετικά με την Τριάδα, την προέλευση του κακού, το τέλος του κόσμου, κλπ. Χρησιμοποιούσαν συνεχώς τη Γραφή όταν απαντούσαν, και έγιναν διευθετήσεις να αρχίσω μια μελέτη.
Το Νοέμβριο του 1950, έχοντας τελειώσει την εργασία στο τεράστιο άγαλμα στον κάτω Ιούρα, ξανάρχισα μαθήματα στη Σχολή Τέχνης της Λυών. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισα να μελετώ τη Γραφή, δαπανώντας πολλές ώρες μαθαίνοντας για τους σκοπούς του Θεού. Ωστόσο, μετά τον αρχικό μου ενθουσιασμό, οι συζητήσεις συχνά γίνονταν θυελλώδεις.
Η αποφασιστική δοκιμασία ήταν η μελέτη των Δέκα Εντολών. Πρόσκοπτα στη δεύτερη η οποία ήταν καταγραμμένη στην Έξοδο 20:4, 5: «Μη κάμης εις σεαυτόν είδωλον, μηδέ ομοίωμα τινός, όσα είναι εν τω ουρανώ άνω, ή όσα εν τη γη κάτω, ή όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης· μη προσκυνήσης αυτά . . . διότι εγώ Κύριος ο Θεός σου είμαι Θεός ζηλότυπος».
Βέβαια, απαντούσα ότι εγώ απλώς έφτιαχνα θρησκευτικά αγάλματα και μνημεία· δεν τα λάτρευα. Απλώς κέρδιζα τα απαραίτητα για τη ζωή. Ο Ρότζερ και η Γιολάντα, οι Μάρτυρες που μελετούσα μαζί τους τον καιρό εκείνο, χρησιμοποίησαν την ίδια λογική που χρησιμοποίησε και ο συγγραφέας του δεύτερου αιώνα Τερτυλλιανός, ο οποίος θεωρείται σαν ένας εκκλησιαστικός πατέρας. Αυτός είπε στο έργο του Για την Ειδωλολατρία, κεφάλαια 5, 6, 8, ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς την τέχνη του της γλυπτικής για να αποκτήσει τα αναγκαία για τη ζωή, κάνοντας έργα που δεν έχουν σχέση με την ψεύτικη θρησκεία, και χωρίς να παραβιάζει άλλες Βιβλικές αρχές.
Με τον καιρό υποχρεώθηκα να παραδεχτώ ότι θα έπρεπε να σταματήσω να φτιάχνω γλυπτά που είχαν σχέση με τη θρησκεία, ή ακόμη και με τους νεκρούς, γιατί αυτό ισοδυναμούσε με ‘απόδοση ιερής υπηρεσίας στην κτίση μάλλον παρά σε Εκείνον που την έχει δημιουργήσει’. (Ρωμαίους 1:25) Η εξέλιξη αυτή περιέκοψε σοβαρά τον αριθμό των παραγγελιών που μπορούσα να δεχτώ προκειμένου να κερδίζω τα αναγκαία για τη ζωή μου. Ωστόσο, ταυτόχρονα, είχα την άποψη που είχε και ο Τερτυλλιανός ότι μπορούσα να χρησιμοποιήσω την τέχνη μου «χωρίς να ξεφύγω από το μονοπάτι της πειθαρχίας».
Διακυμάνσεις
Εξακολουθούσα να έχω την ίδια νοοτροπία όταν, το Μάρτιο του 1951 έμαθα ότι η κοινότητα του Σαιντ-Ετιέν (μια μεγάλη κωμόπολη όχι μακριά από τη Λυών) έψαχνε να βρει ένα δάσκαλο των καλών τεχνών για να δίνει μαθήματα στη κατασκευή προπλάσματος και στην γλυπτική της πέτρας. Ο υποψήφιος θα επιλεγόταν σύμφωνα με τα προσόντα του και με ένα πρακτικό τεστ. Σκεφτόμουν ότι η εργασία αυτή θα ήταν ιδανική και έκανα αίτηση για τη θέση. Δυστυχώς, απορρίφθηκα εξαιτίας της κακής υγείας που είχα, γιατί το 1948 έκανα θεραπεία λόγω φυματίωσης.
Αυτό με απογοήτευσε πάρα πολύ, αλλά ο Ρότζερ και η Γιολάντα με στήριξαν και με ανακούφισαν και άρχισα να παρακολουθώ συναθροίσεις στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας. Ένα σημαντικό βήμα έκανα το 1951, όταν παρακολούθησα την πρώτη μεταπολεμική εθνική συνέλευση των Μαρτύρων στη Γαλλία, που έγινε στο Παρίσι. Πλημμύρισα με ενθουσιασμό και αισθάνθηκα ότι ήμουν ένα αναπόσπαστο μέρος του ευτυχισμένου πλήθους αυτών που συμμετείχαν στη συνέλευση. Βγήκα στο έργο κηρύγματος για πρώτη φορά και όταν επέστρεψα είχα πάρει τη σταθερή απόφαση να αφιερώσω τη ζωή μου στον Ιεχωβά.
Όταν έφτασα πίσω στο σπίτι, βρήκα ένα γράμμα από την κοινότητα του Σαιντ-Πριστ στην περιοχή της Λυών που μου έκανε παραγγελία για μια τοιχογραφία, σύμφωνα με ένα υπόδειγμα το οποίο είχα υποβάλει. Το ημιανάγλυφο αυτό βασιζόταν πάνω σ’ ένα θέμα για την παιδεία και επρόκειτο να στολίσει ένα σύμπλεγμα σχολείων που βρισκόταν υπό κατασκευή. Αυτά ήταν ευχάριστα νέα, γιατί θα με κρατούσαν απασχολημένο για αρκετούς μήνες και θα με βοηθούσαν να διακόψω από τις παλιές μου γνωριμίες. Στη διάρκεια του καιρού εκείνου, παρακολούθησα τοπικές συναθροίσεις πιο τακτικά. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το Νοέμβριο του 1951, βαφτίστηκα.
Μέχρι τότε, ο πατέρας μου είχε κάνει πολλές θυσίες για να μπορέσω να μάθω τη δύσκολη τέχνη της γλυπτικής και δεν μπορούσε να εννοήσει γιατί δεν κατέβαλα όλες τις προσπάθειες που μπορούσα για να εξασφαλίσω μια καριέρα. Έτσι υποχρεώθηκα να φύγω από το σπίτι. Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που τέλειωσε η εργασία μου πάνω στην τοιχογραφία και ξόδεψα και τους μισθούς που είχα πάρει, ήταν αδύνατο να δεχτώ νέες παραγγελίες που μου είχαν κάνει εξαιτίας της στάσης μου πάνω στις Βιβλικές αρχές.
Τελικά πήρα την απόφαση που ανέβαλλα πάντα—και μου φαινόταν τόσο αβάσταχτη. Ναι, εγκατέλειψα το αγαπημένο μου πάθος και σταμάτησα να κάνω πράγματα «κεχαραγμένα δια τέχνης και επινοίας ανθρώπου». (Πράξεις 17:29) Κατόπιν δέχτηκα μία εργασία γραφείου σε μια ασφαλιστική εταιρία με την οποία συνεργάζομαι μέχρι σήμερα, 30 χρόνια αργότερα.
Δε λυπάμαι για την εκλογή μου, γιατί έχει καταλήξει σε πολλές ευλογίες τόσο για την οικογένεια μου όσο και για μένα σαν μέρος του λαού του Ιεχωβά. Αλλά ακόμη και μέχρι αυτή τη μέρα, δεν απασχολούμαι με οτιδήποτε έχει να κάνει με γλυπτική από φόβο μήπως το παλιό μου πάθος ξεσηκωθεί και πάλι. Ωστόσο, περιμένω την υποσχεμένη Νέα Τάξη του Ιεχωβά με την ελπίδα ότι η τέχνη μου θα μπορέσει να βρει κάποια χρήσιμη διέξοδο. Αν ναι, τότε με χαρά θα ξαναπάρω τα εργαλεία του γλύπτη, τη σμίλη και το σφυρί, μόνο που αυτή τη φορά θα είναι προς δόξα του Ιεχωβά.—Του συνεργάτη μας Ντομινίκ Αιμό-Μπου.