Το Δικαίωμά σας να Αποφασίζετε στα Ζητήματα της Υγείας Σας—Τα Δικαστήρια Αποφασίζουν!
ΤΡΕΙΣ πρόσφατες δικαστικές υποθέσεις ίσως επηρεάσουν τη ζωή σας και την ιατρική σας περίθαλψη. Οι γιατροί, το προσωπικό των νοσοκομείων, οι δικαστές, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν δώσει στις υποθέσεις αυτές μεγάλη προσοχή. Όλοι όσοι γνωρίζουν τα γεγονότα μπορούν να είναι ευγνώμονες για τη συμβολή των υποθέσεων αυτών στα ανθρώπινα δικαιώματα, στη νομική προστασία, και στο σεβασμό για τους νόμους του Θεού.
Η Υπόθεση Ράντολφ—Θάνατος Μετά από Μετάγγιση
Η ακριβής κατανόηση της πρώτης υπόθεσης ίσως να είναι δύσκολη για σας. Γιατί; Επειδή πολλές εφημερίδες και ιατρικές εκδόσεις έδωσαν μια διαστρεβλωμένη εικόνα γι’ αυτή. Πράγματι, η διαστρέβλωση αυτή προφανώς δυσαρέστησε τον Δικαστή Μπάμπρικ, του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, ο οποίος είχε προεδρεύσει στην υπόθεση αυτή. Γι’ αυτό έγραψε μια διευκρινιστική γνωμάτευση 53 σελίδων.1
Σ’ αυτήν ο Δικαστής Μπάμπρικ παρατήρησε ότι «η τέταρτη κυβερνητική εξουσία, ο τύπος», είχε κακοπαραστήσει τόσο πολύ την υπόθεση, ώστε ο ίδιος υποχρεώθηκε «να επανορθώσει τα πράγματα, και να αναφερθεί για μια ακόμη φορά στο νομικό περιεχόμενο της υπόθεσης, όπως παρουσιάστηκε στους ενόρκους». Είναι λυπηρό το γεγονός ότι ο τύπος αποσιώπησε την πολύτιμη αυτή γνωμάτευση, που είχε να κάνει κυρίως με την αποτυχία του τύπου. Εμείς όμως είμαστε ευτυχείς να σας μεταδώσουμε ζωτικές πληροφορίες από αυτά που έγραψε ο Δικαστής Μπάμπρικ. Η ακριβής έκθεσή του μπορεί να συμβάλει στο δικαίωμα να αποφασίζετε για τα ζητήματα της υγείας σας, είτε είστε γιατρός, είτε δικηγόρος, είτε ένας απλός πολίτης που ενδιαφέρεστε για τα δικαιώματά σας σχετικά με την ιατρική σας περίθαλψη.
Ας αντλήσουμε από τη δημοσιευμένη γνωμάτευση του δικαστή τα βασικά γεγονότα, που συνοψίζονται στα εξής σημεία: Τον Ιούλιο του 1975, η κ. Μπέση Ράντολφ (ηλικίας 45 ετών) εισάχθηκε σ’ ένα νοσοκομείο της Πόλης της Νέας Υόρκης για να γεννήσει το τέταρτο παιδί της με καισαρική τομή. Στα χαρτιά του νοσοκομείου σημειώθηκε ότι, σαν Μάρτυρας του Ιεχωβά, δεν θα έπαιρνε αίμα.a Ο γιατρός της δέχτηκε τις βαθιά ριζωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις της, γιατί σαν με συναίσθηση και ικανό προς δικαιοπραξία ενήλικο άτομο είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Μετά από την πετυχημένη εγχείρηση, μια κατάσταση της μήτρας οδήγησε σε ολοκληρωτική υστερεκτομή. Αλλά ο Δικαστής Μπάμπρικ δηλώνει: «Εξαιτίας τόσο της κατάστασης της κ. Ράντολφ όσο και της χειρουργικής τεχνικής [του γιατρού ] υπήρξε ακατάσχετη αιμορραγία».
Στη διάρκεια της επόμενης ώρας περίπου έχασε πολύ αίμα. Στις 12.45΄ μ.μ. ο γιατρός άρχισε να κάνει μετάγγιση μιας μονάδας αίματος, και στις 1.30΄ μ.μ. δεύτερης μονάδας. Ωστόσο, η καρδιά της κ. Ράντολφ σταμάτησε, και κηρύχτηκε νεκρή στις 2.00΄ μ.μ. Αργότερα, ο σύζυγός της (που δεν είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά) έκανε αγωγή στους γιατρούς και στο νοσοκομείο. Ένας γιατρός τακτοποίησε το ζήτημα χωρίς καταφυγή στα δικαστήρια. Κατόπιν, τον Φεβρουάριο του 1984, ένα δικαστήριο εξέδωσε μια απόφαση υπέρ του κ. Ράντολφ. Οι ειδήσεις σχετικά με αυτό ήταν μάλλον επικριτικές. Μια νομική έκδοση δήλωσε: «Ένα δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για αποζημίωση 1,25 εκατομμυρίου δολαρίων στον σύζυγο μιας ασθενούς Μάρτυρας του Ιεχωβά που πέθανε αφού αρνήθηκε να λάβει μετάγγιση αίματος». Τέτοιου είδους ειδήσεις άφησαν την εντύπωση ότι οι γιατροί είχαν σεβαστεί την εκλογή της Μάρτυρας να μην πάρει αίμα, και παρ’ όλ’ αυτά τους είχε γίνει αγωγή. Σαν αποτέλεσμα της διαστρέβλωσης των γεγονότων από μέρος του τύπου, άλλοι γιατροί μπήκαν σε δίλημμα αν θα έπρεπε να συνεργαστούν με Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μερικά νοσοκομεία καθιέρωσαν ακόμη και την τακτική να αρνούνται την είσοδο ασθενών που δεν συμφωνούν να δεχτούν αίμα. Τέτοιου είδους τακτική είναι άσοφη από νομική και από οικονομική άποψη, επειδή ο ομοσπονδιακός νόμος προστατεύει από τις διακρίσεις που βασίζονται στη φυλή, στη θρησκεία, ή στο χρώμα.
Έτσι είναι ευνόητο ότι ο Δικαστής Μπάμπρικ ήθελε «να βάλει τα πράγματα στη θέση τους». Κατά τη γνώμη του τόνισε ότι η αγωγή δεν έγινε εξαιτίας ενός θανάτου που προέκυψε από το γεγονός ότι έγινε σεβαστή η άρνηση που είχε εκφράσει ο ασθενής. Μάλλον, η αγωγή έγινε για παράλειψη του γιατρού σε βάρος της ασθενούς. Εξήγησε:
«Είναι αδιαφιλονίκητο το γεγονός ότι η Μπέση Ράντολφ ήταν ικανό προς δικαιοπραξία ενήλικο άτομο το οποίο δήλωσε κατηγορηματικά στους κατηγορούμενους ότι αρνούνταν οποιαδήποτε θεραπεία που θα είχε σχέση με μετάγγιση του αίματος κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις. Το νομικό δικαίωμα να αρνηθεί κανείς τέτοιου είδους θεραπεία, όπως έχει ήδη σημειωθεί, είναι μέρος του δικαιώματος για αυτεξουσιότητα ή του δικαιώματος της σωματικής ακεραιότητας όπως απορρέει από το κοινό δίκαιο . . .
«Θα πρέπει να θυμάται κανείς ότι εδώ δεν έχουμε μια περίπτωση ‘δικαιώματος να πεθάνει κανείς’. Απεναντίας, η Μπέση Ράντολφ ήθελε πάρα πολύ να ζήσει. Αλλά, εφόσον οι θρησκευτικές της πεποιθήσεις τής απαγόρευαν να λάβει ζωοσωτήριες μεταγγίσεις αίματος, το πνευματικό ‘δικαίωμα για αιώνια ζωή’ της Μπέση Ράντολφ ήταν πιο σημαντικό γι’ αυτή. . . . Θα μπορούσε κάποιος ακόμη και να υποστηρίξει το δικαίωμα αυτό από την άποψη που βλέπει το ζήτημα ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά, γιατί το να δεχτεί ο πιστός μια μετάγγιση αίματος και με αυτό τον τρόπο να αρνηθεί την αιώνια ζωή είναι στην ουσία μια ‘πνευματική αυτοκτονία’».
Μπορείτε να υπολογίσετε ότι οι γιατροί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση όταν είδαν ότι ίσως η ασθενής τους θα πέθαινε. Ωστόσο ο Δικαστής Μπάμπρικ είπε: «Το δίκαιο που ισχύει αναγνωρίζει το δικαίωμα του ασθενή να καθορίσει ο ίδιος τον τρόπο της θεραπείας του, υπό την προϋπόθεση ότι του έχουν γίνει γνωστές οι συνέπειες, σαν δικαίωμα κυρίαρχο σε σχέση με οτιδήποτε που, κάτω από άλλες περιστάσεις, θα θεωρούνταν σαν υποχρέωση του γιατρού να το σεβαστεί και να παράσχει την απαιτούμενη ιατρική περίθαλψη . . . Η ηθική ακεραιότητα του ιατρικού επαγγέλματος δεν υφίσταται προσβολή όταν ένας ικανός προς δικαιοπραξία ενήλικος απορρίπτει μια προτεινόμενη θεραπεία, ακόμη κι αν αυτή υποτίθεται ότι θα έσωζε τη ζωή του, και έτσι ο γιατρός σέβεται την εκλογή που έκανε ο ασθενής του, αφού πρώτα έλαβε πλήρη γνώση για όλες τις συνέπειες».
Τι θα πούμε για το ενδιαφέρον του κράτους να μη μείνουν τα παιδιά της οικογένειας χωρίς το γονέα τους; Ο Δικαστής Μπάμπρικ σημείωσε ότι ο κ. Ράντολφ ήταν αστυνομικός και σε θέση να στηρίξει οικονομικά και να φροντίσει τα παιδιά του. Γι’ αυτό ο δικαστής έγραψε: «Κάτω από τις περιστάσεις, ο κ. Ράντολφ είχε την ικανότητα να υποστηρίξει οικονομικώς τα παιδιά του, και ουδέποτε προέκυψε κανένα ζήτημα εγκατάλειψης των παιδιών».
Αν ήσαστε ένορκος, θα αναγνωρίζατε αυτά τα γεγονότα σχετικά με την κ. Ράντολφ και το νομικό της δικαίωμα να αρνηθεί μια μετάγγιση αφού ταυτόχρονα απάλλασσε τους γιατρούς από οποιαδήποτε νομική ευθύνη; Στους ενόρκους είχε ειπωθεί: «Ένας ικανός προς δικαιοπραξία ενήλικος έχει δικαίωμα από το κοινό δίκαιο να απορρίψει ή να δεχτεί μια ιατρική θεραπεία, παρά το γεγονός ότι η θεραπεία αυτή μπορεί να είναι ωφέλιμη ή ακόμη και απαραίτητη για να διατηρηθεί ο ασθενής στη ζωή. Το δικαίωμα του ασθενή να καθορίσει την πορεία της ιατρικής του θεραπείας είναι αδιαμφισβήτητο σε σχέση με αυτό που κάτω από άλλες περιστάσεις θα θεωρούνταν σαν υποχρέωση του γιατρού να παράσχει την απαιτούμενη ιατρική περίθαλψη.
«Συνεπώς, οι κατηγορούμενοι . . . δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι έχουν παραβιάσει οποιαδήποτε νομική ή επαγγελματική ευθύνη όταν σεβάστηκαν το δικαίωμα της Μπέση Ράντολφ να αποποιηθεί μια ιατρική θεραπεία, και συγκεκριμένα να μη δεχθεί μετάγγιση αίματος».
Γιατί, λοιπόν, το δικαστήριο αποφάσισε να δοθεί αποζημίωση;
Ο Δικαστής Μπάμπρικ έγραψε: «Αν [ο γιατρός] είχε ακολουθήσει τις οδηγίες της κ. Ράντολφ εντελώς, με το να μην της κάνει απολύτως μετάγγιση αίματος, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος επειδή δεν της έκανε μετάγγιση αίματος, ακόμη και αν η παράλειψη αυτής της μετάγγισης θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν αιτία του θανάτου της . . . Τα γεγονότα σ’ αυτή την περίπτωση, ωστόσο, είναι ότι στις 12.45΄ μ.μ. της 17ης Ιουλίου 1975 [ο γιατρός] έκανε πράγματι μετάγγιση αίματος στη Μπέση Ράντολφ και οι συνέπειες της παρέμβασης αυτής αποτέλεσαν ζήτημα δικαιοσύνης».
Στη διάρκεια της δίκης, οι ένορκοι άκουσαν τις καταθέσεις εμπειρογνωμόνων σχετικά με τη φύση και την ποιότητα της θεραπείας που δόθηκε, από τη στιγμή που ο γιατρός άρχισε τη μετάγγιση παρά την επιθυμία της ασθενούς του. Έτσι το όλο ζήτημα είχε να κάνει με την αμέλεια του γιατρού σε βάρος της ασθενούς. Ο δικαστής αναφέρει: «Οι ένορκοι βρήκαν ομόφωνα τους κατηγορουμένους . . . ένοχους . . . αμέλειας στη θεραπεία που έκαναν στη Μπέση Ράντολφ· και ότι η αμέλεια αυτή ήταν η αιτία του θανάτου της . . . Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι η ομόφωνη γνώμη των ενόρκων υπέρ του ενάγοντος [του κ. Ράντολφ] στο θέμα της νομικής ευθύνης των γιατρών δεν είναι αντίθετο προς το βάρος των μαρτυρικών καταθέσεων και είναι σύμφωνη με το νόμο».
Οι κατηγορούμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση αυτή. Τώρα περιμένουμε την απόφαση του εφετείου. Ωστόσο, οποιοδήποτε κι αν θα είναι το αποτέλεσμα της έφεσης, η γνωμάτευση του Δικαστή Μπάμπρικ αξίζει την προσοχή μας. Διευκρινίζει αυτά που συνέβησαν, και δείχνει ότι η διαστρέβλωση των γεγονότων από τον τύπο επηρέασε τη γνώμη των γιατρών, παρεμβαίνοντας έτσι στα δικαιώματα αθώων ασθενών.
Η Υπόθεση Ντορήν Σόρτερ—Κομματιασμένη, Διάτρητη Μήτρα
Στην άλλη άκρη της Αμερικής, μια άλλη υπόθεση εκδικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Ουάσινγκτον στις 11 Ιανουαρίου 1985.2 Κι αυτή επίσης, περιλάμβανε αμέλεια γιατρού. Αλλά αυτή τη φορά οι ειδήσεις στα μέσα ενημέρωσης ήταν ακριβείς και θετικές. Συγκέντρωσαν την προσοχή τους σε ένα υποβοηθητικό μέτρο που έχουν αναλάβει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά για να απαλλάσσουν το ιατρικό προσωπικό από οποιεσδήποτε νομικές συνέπειες. Οι Μάρτυρες υπογράφουν νομικά έγγραφα που δηλώνουν ότι δεν θα θεωρήσουν τους άλλους υπεύθυνους για οποιεσδήποτε βλάβες που μπορεί να προκύψουν από το γεγονός ότι δεν θα δεχτούν αίμα. Ακόμη κι αν δεν είστε Μάρτυρας, η υπόθεση της Ντορήν Σόρτερ έχει σχέση με τα δικαιώματά σας στα ζητήματα της υγείας σας και εκλογής θεραπείας.
Η Ντορήν και ο Έλμερ Σόρτερ υπέγραψαν ένα τέτοιο έγγραφο που απάλλασσε το νοσοκομείο από οποιαδήποτε ευθύνη όταν μπήκε η Ντορήν μέσα. Το ζευγάρι αυτό των Χριστιανών είχαν μάθει ότι το έμβρυο που βρισκόταν στη μήτρα της Ντορήν είχε πεθάνει, αλλά δεν μπορούσε να αποβληθεί. Η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας αναφέρει ότι ο γιατρός της, ο Δρ Ντρούρυ, σύστησε καθάρισμα της μήτρας με «διαστολή και απόξεση», μια διαδικασία που περιλαμβάνει προσεκτικό ξύσιμο των τοιχωμάτων της μήτρας.
Το Δικαστήριο εξήγησε: «Η εγχείρηση δεν έγινε ομαλά. Περίπου 1 ώρα μετά από τη χειρουργική επέμβαση, η κ. Σόρτερ άρχισε να αιμορραγεί εσωτερικά και έπαθε σοκ. Η χειρουργική επέμβαση έκτακτης ανάγκης που διεξάχθηκε από άλλους χειρούργους αποκάλυψε ότι ο Δρ Ντρούρυ είχε κατακόψει άσχημα τη μήτρα της κ. Σόρτερ». Πέθανε από αιμορραγία.
«Ο κ. Σόρτερ κατόπιν έφερε στο δικαστήριο την εσφαλμένη ιατρική αυτή ενέργεια που προέκυψε από την αμέλεια του Δρα Ντρούρυ σαν άμεση αιτία για το θάνατο της κ. Σόρτερ . . . Οι ένορκοι βρήκαν ότι ο Δρ Ντρούρυ ήταν αμελής και ότι η αμέλειά του αυτή ήταν ‘η άμεση αιτία του θανάτου της Ντορήν Σόρτερ’. Η αποζημίωση υπολογίστηκε σε 412.000 δολάρια». Ωστόσο, το δικαστήριο υποστήριξε ότι η στάση της Σόρτερ είχε συμβάλει στο αποτέλεσμα, γι’ αυτό η αποζημίωση μειώθηκε στις 103.000 δολάρια.
Ένα σημαντικό ζήτημα ήταν η εγκυρότητα του εγγράφου για την απαλλαγή ευθύνης για τη μη χρήση αίματος, σαν και αυτό που είχαν υπογράψει οι Σόρτερ. Είναι κατάλληλο να υπογράφουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τέτοιου είδους έγγραφα;b Προστατεύουν τα έγγραφα αυτά τους γιατρούς και τα νοσοκομεία; Επίσης, απαλλάσσουν τα έγγραφα αυτά το ιατρικό προσωπικό από οποιαδήποτε ευθύνη περιλαμβανομένης και της αμέλειας στη διάρκεια της εγχείρησης;
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας είπε: «Έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζονται όταν ο ασθενής αρνείται εξαιτίας θρησκευτικών πεποιθήσεων να δεχτεί την απαραίτητη ή την ενδεδειγμένη μετάγγιση αίματος, πιστεύουμε ότι η χρήση της νομικής αυτής απαλλαγής είναι κατάλληλη με τον τρόπο που υπογράφεται. . . . Η εναλλακτική λύση να αρνηθούν οι γιατροί ή τα νοσοκομεία να περιθάλψουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι αποκρουστική σε μια κοινωνία που προσπαθεί να παράσχει ιατρική περίθαλψη σε όλα τα μέλη της.
«Πιστεύουμε ότι η διαδικασία που τηρήθηκε εδώ, η θεληματική εκτέλεση του περιεχομένου ενός εγγράφου, το οποίο προστατεύει το γιατρό και το νοσοκομείο και τον ασθενή είναι η κατάλληλη εναλλακτική λύση και δεν αντίκειται στο νόμο».
Μπορείτε κάλλιστα να αναρωτηθείτε, όμως, ‘Και αν ο χειρούργος καταστεί ένοχος αμέλειας στη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης; Εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος γι’ αυτή την αμέλεια;’
Σημειώστε τι δήλωσε το Δικαστήριο: «Ενώ η κ. Σόρτερ δέχτηκε τις συνέπειες που προέκυπταν από την άρνηση να δεχτεί μετάγγιση αίματος, δεν δέχτηκε και τις συνέπειες της αμέλειας του Δρα Ντρούρυ οι οποίες, όπως βρήκαν οι ένορκοι ήταν η άμεση αιτία για το θάνατο της κ. Σόρτερ».
Αξίζει να γνωρίζετε ότι τέσσερα από τα εννιά μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας πίστευαν ότι η αποζημίωση δεν θα έπρεπε να μειωθεί εξαιτίας «της ανάληψης ευθύνης». Αυτοί έγραψαν: «Το έντυπο της άρνησης που υπέγραψαν οι Σόρτερ εκπροσωπεί τη συγκατάθεσή τους στο να απαλλαχθεί ο Δρ Ντρούρυ από το καθήκον του να κάνει μετάγγιση αίματος αν απαιτηθεί, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα διεξήγαγε αμελώς την εγχείρηση αυτή. . . . Αν ο Δρ Ντρούρυ είχε επιτελέσει την εγχείρηση χωρίς αμέλεια, αλλά η κ. Σόρτερ είχε πεθάνει εξαιτίας αιμορραγίας, τότε ο γιατρός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος σ’ αυτήν την περίπτωση». Ωστόσο . . .
«Οι κίνδυνοι από την εκτέλεση της διαστολής και απόξεσης ποτέ δεν εξηγήθηκαν πλήρως στους Σόρτερ· δεν πληροφορήθηκαν ότι υπήρχαν τρεις μέθοδοι για την εκτέλεση της διαδικασίας αυτής, ούτε τους είπαν ότι η μέθοδος που σκόπευε να χρησιμοποιήσει ο Δρ Ντρούρυ ήταν η μέθοδος που, κατά πάσα πιθανότητα, θα κατέληγε σε διάτρηση της μήτρας και υπερβολική αιμορραγία». Γι’ αυτό οι δικαστές αυτοί υποστήριξαν: «Η αμέλεια του Δρα Ντρούρυ επηρέασε πολύ τις συνθήκες αιμορραγίας της κ. Σόρτερ μέχρι θανάτου· έτσι το ‘μέγεθος’ του κινδύνου αυξήθηκε». Οι δικαστές αυτοί πίστευαν ότι θα έπρεπε να δοθεί ολόκληρη η αποζημίωση των 412.000 δολαρίων.
Οι γιατροί και οι υπεύθυνοι των νοσοκομείων μπορούν να δουν από τις υποθέσεις Ράντολφ και Σόρτερ ότι τα δικαστήρια αναγνωρίζουν και σέβονται το δικαίωμα για τη θεραπεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά ότι είναι ‘κατάλληλη’ εφόσον συμπληρώνονται τα έγγραφα για τη νομική απαλλαγή τους από ευθύνη. Η δικαιωματική και νόμιμη αυτή άρνηση αίματος από έναν ενήλικο μπορεί να τύχει σεβασμού ακόμη και αν περιλαμβάνονται μικρότερα παιδιά ή μη Μάρτυρες συγγενείς. Αλλά, όπως δηλώθηκε στη γνωμάτευση της υπόθεσης Σόρτερ: «Η απαλλαγή αυτή από ευθύνη δεν απαλλάσσει ωστόσο και από νομική ευθύνη για αμέλεια η οποία διαπράχθηκε στη θεραπεία του ασθενή». Αυτό είναι δίκαιο τόσο για το γιατρό όσο και για τον ασθενή.
Στις περιπτώσεις Ράντολφ και Σόρτερ, ο θάνατος ήταν αιτία αμέλειας στη θεραπεία. Ωστόσο, σε μια πιο πρόσφατη υπόθεση η έκβαση ήταν πολύ πιο ευτυχής.
Η Υπόθεση Τζάκσον—Μητέρα και Κόρη Υγιαίνουν
Η Ερνεστίν Τζάκσον ήταν έγκυος περίπου 26 εβδομάδων όταν άρχισε η θεραπεία της τον Φεβρουάριο του 1984. Οι γιατροί στο Νοσοκομείο Μέρσυ της Βαλτιμόρης του Μαίρυλαντ βρήκαν ότι εξαιτίας μιας προηγούμενης εγχείρησης και της θέσης που είχε το έμβρυο διακινδύνευε να διαρραγεί η μήτρα της. Και γι’ αυτό την παρότρυναν να γεννήσει με καισαρική τομή. Ο κ. και η κ. Τζάκσον τους το επέτρεψαν, αλλά ζήτησαν να μη δοθεί αίμα. Αυτοί δέχονταν τις πεποιθήσεις των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά, με τους οποίους μελετούσαν τη Βίβλο.
Οι γιατροί του Καθολικού νοσοκομείου πληροφόρησαν ότι υπήρχαν μέχρι 50 τοις εκατό πιθανότητες να χρειαστεί η κ. Τζάκσον μετάγγιση αίματος. Όταν αυτή «αρνήθηκε σταθερά να συμβιβαστεί», το νοσοκομείο ζήτησε από τον Περιφερειακό Εισαγγελέα Γκρήνφελντ να διορίσει έναν επίτροπο εξουσιοδοτημένο να επιτρέψει τη μετάγγιση αίματος. Αφού ακροάστηκε στο κρεβάτι της την ασθενή, ο Δικαστής Γκρήνφελντ αρνήθηκε να εγκρίνει το αίτημα του νοσοκομείου.
‘Κι έτσι τι συνέβη;’ ίσως αναρωτηθείτε. Λοιπόν, χωρίς να έχουν άδεια να χρησιμοποιήσουν αίμα, οι γιατροί έκαναν την καισαρική. Ούτε χρειάστηκε ούτε χρησιμοποιήθηκε καθόλου αίμα. Τόσο η μητέρα όσο και η κόρη επέζησαν και αργότερα πήγαν σπίτι τους. Και εξακολουθούν να είναι καλά.
Αυτό φαίνεται σαν να είναι το τέλος του ζητήματος. Όμως δεν ήταν. Το νοσοκομείο έκανε έφεση, με βάση το ερώτημα: «Μήπως το . . . (περιφερειακό) δικαστήριο έκανε λάθος υποστηρίζοντας ότι ένα ικανό προς δικαιοπραξία, έγκυο ενήλικο άτομο έχει αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να αρνείται τη συγκατάθεση σε μετάγγιση αίματος με βάση τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις κάτω από τις περιστάσεις εκείνες;»
Το Εφετείο του Μαίρυλαντ3 παραδέχτηκε ότι το ζήτημα δεν ήταν πλέον επείγον επειδή τόσο η κ. Τζάκσον όσο και το παιδί της επέζησαν από την εγχείρηση χωρίς τη χρήση αίματος. Όμως το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την έφεση, εφόσον θα μπορούσαν να παρουσιαστούν και άλλες τέτοιες υποθέσεις.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Νοσοκομείο Μέρσυ υποστήριξε ότι διοικούνταν από ένα Καθολικό τάγμα και ότι «ήταν αφιερωμένο στη διατήρηση της ζωής». Ωστόσο το δικαστήριο είπε ότι το Νοσοκομείο Μέρσυ «δεν μπορούσε κατάλληλα να παραπονεθεί ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της κ. Τζάκσον έφεραν ζημιά στο νοσοκομείο . . . Θρησκευτική ελευθερία σημαίνει το δικαίωμα να υποστηρίζει κανείς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις χωρίς παρέμβαση από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία, μη θρησκεία ή την κυβέρνηση».
Και τι θα πούμε για το συμφέρον της Πολιτείας; «Η Πολιτεία του Μαίρυλαντ . . . συμμετείχε σ’ αυτή την έφεση υποβάλλοντας γραπτή δικογραφία σαν amicus curiae, και παρά τους ισχυρισμούς του Μέρσυ για το αντίθετο, υπέδειξε ότι οποιοδήποτε συμφέρον της Πολιτείας για τη διατήρηση σε ζωή δεν είναι κατ’ ανάγκην απόλυτο». Περαιτέρω, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το σύνταγμα του Μαίρυλαντ «περιέχει εμφατική νομική εντολή ότι η απόφαση του ασθενή σχετικά με το είδος της θεραπείας είναι αδιαμφισβήτητη. Το θέσπισμα αυτό προχωρεί μέχρι τού να δηλώσει ότι, σε τελευταία ανάλυση, ο ασθενής είναι εκείνος που θα καθορίσει αν θα του παρασχεθεί καν περίθαλψη».
Σημειώστε το συμπέρασμα του Δικαστηρίου: «Στην άρνησή του στο αίτημα του Μέρσυ για να διοριστεί επίτροπος για την κ. Τζάκσον, ο Δικαστής Γκρήνφελντ είπε: ‘Το Δικαστήριο αυτό έχει τη γνώμη ότι ένα ικανό προς δικαιοπραξία, έγκυο ενήλικο άτομο έχει πράγματι το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να αρνηθεί μια μετάγγιση αίματος σύμφωνα με τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις, στο βαθμό που η απόφαση αυτή γίνεται με πλήρη συναίσθηση και αυθόρμητα και δεν θα θέσει σε κίνδυνο τη γέννηση, την επιβίωση ή τη συντήρηση του εμβρύου. Το συμπέρασμα αυτό είναι συνεπές με το δικαίωμα του ασθενή για μια συγκεκριμένη ιατρική θεραπεία, αφού πρώτα έλαβε γνώση για τις συνέπειες που θα προκύψουν . . . και το συνακόλουθο δικαίωμα να αρνηθεί την ιατρική εκείνη θεραπεία’. Εμείς συμφωνούμε. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΤΑΙ».—4 Απριλίου 1985.c
Οι υποθέσεις αυτές είναι πραγματικά σημαντικές. Υπογραμμίζουν ότι ο καθένας από μας έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για την ιατρική του θεραπεία και ότι η απόφασή μας μπορεί να αντανακλά τις βαθύτατες θρησκευτικές ή ηθικές πεποιθήσεις μας. Γιατροί και νοσοκόμοι μπορούν περαιτέρω να διακρίνουν ότι μπορούν να παράσχουν με ασφάλεια αμερόληπτη ιατρική περίθαλψη που επιθυμούν για όλους. Καθώς το κάνουν αυτό θα διαπιστώσουν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι συνεργατικοί, ασθενείς με εκτίμηση, των οποίων η ισχυρή θέληση να ζήσουν προσθέτει ένα ζωτικό στοιχείο στην ανάρρωσή τους.
[Παραπομπές]
1. Ράντολφ κατά Πόλης της Νέας Υόρκης, N.Y.L.J., 12 Οκτωβρίου 1984, στο 6, στήλη 4 (Ν.Υ. Sup. Ct. 1 Οκτωβρίου 1984)
2. Σόρτερ κατά Ντρούρυ, 103 Wash. 2d 645, 695 P. 2d 116 (1985)
3. Νοσοκομείο Μέρσυ, ΕΠΕ κατά Τζάκσον, 62 Md. App. 409, 489 Α.2d 1130 (Md. Ct. Spec. App. 1985)
4. Νοσοκομείο Αγίας Μαρίας κατά Ράμσυ, 465 So. 2d 666 (Fla. Dist. Ct. App. 1985)
[Υποσημειώσεις]
a Για μια εξέταση των θρησκευτικών και ηθικών λόγων, βλέπε Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και το Ζήτημα του Αίματος, (1977), που εκδόθηκε από τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά.
b Ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύνδεσμος παρέχει ένα έντυπο απαλλαγής από ευθύνη στο Ιατρονομικές Διατυπώσεις Με Νομική Ανάλυση (1976), σελίδα 85. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν χρησιμοποιήσει ευρέως το έντυπο αυτό.
c Στις 27 Μαρτίου 1985, μια παρόμοια απόφαση βγήκε από το Τέταρτο Περιφερειακό Εφετείο της Φλώριδας.4 Επικύρωσε ότι ακόμη και αν έχουμε να κάνουμε με μια κατάσταση που απειλεί τη ζωή, ένας 27χρονος άντρας μπορούσε να αρνηθεί τη μετάγγιση παρ’ όλο που ο ίδιος συνέβαλε στην οικονομική υποστήριξη ενός μικρού παιδιού. Και πρόσθετε: «Εξάλλου οι μεταγγίσεις αίματος δεν είναι χωρίς κίνδυνο και λαβαίνουμε δικαστηριακή ενημέρωση των αντίξοων συνεπειών, που ίσως είναι βδελυκτές στον δωρεοδόχο, που μπορεί να εγερθούν από τη μετάγγιση μολυσμένου αίματος».