Το Λου Κη της Φλώριδας, ένα Άσυλο Ομορφιάς
Η μηχανή αγκομαχάει καθώς το βενζινόπλοιό σου σχίζει τα νερά του Μπιγκ Πάιν Κη τραβώντας για τον ανοιχτό ωκεανό. Το απαλό αεράκι σπάει την κάλμα της θάλασσας κάνοντάς την να λαμπυρίζει κάτω από τις πρωινές ηλιαχτίδες. Για έντεκα χιλιόμετρα χαίρεσαι τη χλιδή του φρέσκου αέρα, της ζεστασιάς του ήλιου, την ανοιχτή θάλασσα. Τι ανάπαυλα απ’ την οχλοβοή της Νέας Υόρκης!
Μετά βλέπεις καμπόσες σημαδούρες, ριγμένες ’δω και ’κει, να κλυδωνίζονται πάνω στα κύματα. Έφτασες πια στο Λου Κη, ένα προστατεμένο εθνικό άσυλο για τη θαλάσσια πλάση. Αλλά δεν φαίνεται ακόμα. Πρώτα δένεις σε μια σημαδούρα, μετά σκύβεις απ’ τη μια μεριά του πλοίου, κοιτάζεις κάτω . . . και σου κόβεται η ανάσα απ’ τ’ απίστευτο θέαμα που αντικρίζεις! Σε δέκα μέτρα βάθος είναι ένα φαράγγι με άσπρη άμμο, ελαφοκέρατα κοράλλια, θαλασσινές βεντάλιες και κοπάδια ψάρια που κολυμπούν τριγύρω. Τρέχεις και σκύβεις απ’ την άλλη μεριά του πλοίου. Μόνο ένα μέτρο νερού σε χωρίζει από έναν υποβρύχιο μπαξέ με κοράλλια, και τα φαντασμαγορικά τους χρώματα σου φέρνουν ζαλάδα!
Γρήγορα-γρήγορα φοράς αναπνευστήρα και βατραχοπέδιλα και μ’ ένα σάλτο βρίσκεσαι μέσα σ’ έναν κόσμο αλλιώτικο. Χαζεύεις γύρω σου γοητευμένος καθώς με τα βατραχοπέδιλα περιφέρεσαι μέσα σ’ ετούτη τη χώρα των παραμυθιών. Αιωρείσαι πάνω από κοράλλια με σχήματα, μεγέθη και χρώματα κάθε λογής—δεντρώδη, ελαφοκέρατα, βεντάλιες, γοργόνιες και άλλα που ούτε το όνομά τους ξέρεις. Ανάμεσά τους κολυμπάνε ζωηρόχρωμα ψάρια σε ανεξάντλητη ποικιλία. Απολαμβάνεις την πανδαισία της ομορφιάς και χαμογελάς με θαυμασμό. Τότε μόνο καταλαβαίνεις πως κάποιος δεν χαμογελάει κάτω απ’ το νερό με τον αναπνευστήρα στο στόμα του!
Τώρα βγαίνεις πλέοντας έξω από το φαράγγι και βλέπεις δέκα μέτρα από κάτω σου έναν εντυπωσιακό κοραλλιογενή ύφαλο από ελαφοκέρατο. Κρατώντας την ανάσα σου παίρνεις κάτω κλίση και βουτάς βαθιά να τόνε δεις κι από κοντά, και να που βρίσκεις να αναπαύονται μες στα πυκνόκλαδά του καμιά εξηνταριά και πλέον γουρουνόψαρα, ολόκληρο κοπάδι. Λίγο πιο κάτω, ένα πελώριο βυσσινί κοράλλι, μια θαλασσινή βεντάλια, αγκιστρωμένο στην πλαγιά ενός απότομου βράχου, κουνιέται νωχελικά στο νερό.
Αναδύεσαι πάλι στη ρηχή ξέρα κι αντικρίζεις ένα ροζ σκιουρόψαρο να ’χει ένα μεγάλο μάτι καρφωμένο πάνω σου. Στ’ αυτιά σου φτάνει ο ήχος που κάνει ένα παπαγαλόψαρο την ώρα που μασουλάει κάποιο πετρωμένο κοράλλι, και που μ’ αυτό τον τρόπο φτιάχνει άμμο που κάθεται στον πυθμένα. Δυο κίτρινα πεταλουδόψαρα περνάνε κουνιστά και λυγιστά από δίπλα σου. Να κι ένα μακρουλό, ροδόχρωμο ραβδί—είναι ένα αυλόστομο ψάρι που καιροφυλαχτεί μέσα σε μια σκοτεινή τρύπα. Έπειτα είναι και η καυγατζού, το μικρό ψαράκι που λέγεται «δεσποινίς», που περιφέρεται πάνω-κάτω στην κοραλλιογενή επικράτειά της και με αγανάχτηση παίρνει στο κυνήγι έναν ανεπιθύμητο επισκέπτη δυο φορές το μπόι της. Χαμογελάς για την αστεία κατάσταση, ξεχνώντας το μάθημα που πήρες πριν από λίγο και το πληρώνεις βήχοντας και νιώθοντας να σε πνίγει το νερό.
Ένα μπλε σύννεφο από ψάρια περνάει με βιάση από δίπλα σου πηγαίνοντας για το άγνωστο. Είσαι αποφασισμένος να πας στη βιβλιοθήκη και να ψάξεις να τα βρεις πώς λέγονται (και αργότερα μαθαίνεις ότι ήταν γαλάζια γουφάρια).
Γλιστράς πάνω από ένα λιβάδι με φύκια που γειτονεύει με την ξέρα. Τα ψηλά πράσινα χόρτα λικνίζονται πέρα-δώθε ακριβώς από κάτω σου—καβούρια, γαρίδες, μύδια, κοχύλια, φυτοφάγα ψάρια και χιλιάδες άλλα πλάσματα το ’χουν για σπίτι τους.
Τώρα η σύντροφός σου στην υποβρύχια εξερεύνηση σου νεύει να γυρίσεις στην κοραλλιογενή ξέρα. Έχει βρει ένα μοβόρικο τροπικό χέλι. Μόνο που δεν είναι στ’ αλήθεια μοβόρικο. Είναι πολύ ντροπαλό. Το κεφάλι του μόλις και που φαίνεται στην τρύπα του. Αλλά δελέαστο με το πόδι ενός αστακού και νάτο που τολμάει να βγει για μερικές γρήγορες μπουκιές που τις ακολουθεί η βιαστική οπισθοχώρηση. Πηγαινοέρχεται, όμως, μέχρι που το πόδι έχει εξαφανιστεί. Ένα παπαγαλόψαρο που τα ’δε όλα αυτά, έρχεται τώρα να τσιμπολογήσει ένα δεύτερο πόδι που του προσφέρεται. Στο κούφωμα ενός βράχου ξεκουράζεται ένα σκυλόψαρο κοντά ενάμισι μέτρο μακρύ. Μα είναι απ’ τ’ ακίνδυνα.
Πώς περνάνε οι ώρες χαμπάρι δεν παίρνεις. Άσχημο να πρέπει να φύγεις, μα έτσι προστάζει το πρόγραμμα. Να ’σαι και πάλι πίσω στη μεγάλη πόλη, στα πλήθη και στην κίνηση, να σε ταράζει η φασαρία, να σου ανεβαίνει η πίεση, να τρομάζεις να ξεμυτίσεις στους δρόμους σαν πέσει η νύχτα.
Όμως έφερες μαζί σου τις αγαπημένες σου αναμνήσεις από το Λου Κη. Νοσταλγικά ονειροπολείς πως γλιστράς και πάλι κάτω από τα κλαδιά ενός ελαφοκέρατου, χαμογελάς που η «δεσποινίς» κυνηγάει τους απρόσκλητους, ακούς το παπαγαλόψαρο που φτιάχνει άμμο, και για μια ακόμα φορά το ντροπαλό χέλι πάει κι έρχεται βιαστικά έχοντας αστακό για γεύμα.
Αξιαγάπητο Λου Κη, είσαι άσυλο ομορφιάς για όλους μας.