Μπανγκόκ—Νότα του Χθες και του Σήμερα
ΟΙ Ταϋλανδοί το ονομάζουν Κρουνγκ Τεπ ή «Πόλη των Αγγέλων». Στο παρελθόν, οι επισκέπτες από τη Δύση του έδωσαν το όνομα Βενετία της Ανατολής. Για εμάς τους υπόλοιπους είναι το Μπανγκόκ, η πρωτεύουσα της Ταϋλάνδης, του παλιού Βασιλείου του Σιάμ.
Όταν οι Ευρωπαίοι πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους στην Ταϋλάνδη το 16ο αιώνα, το Μπανγκόκ δεν ήταν παρά ένα ψαροχώρι, που κατοικούνταν κυρίως από Κινέζους έμπορους και τεχνίτες. Σήμερα, οι δυο εκατομμύρια τουρίστες που επισκέπτονται το Μπανγκόκ κάθε χρόνο, βρίσκουν ότι αυτή η πολύκοσμη και πολυθόρυβη μητρόπολη των πέντε και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων είναι μια σαγηνευτική νότα του χθες και του σήμερα.
Πόλη των Αντιθέσεων
Το 1782 ο Βασιλιάς Ράμα Α΄, ο πρώτος βασιλιάς της τωρινής δυναστείας των Τσάκρι, μετάφερε την πρωτεύουσα του Σιάμ από το Τονμπούρι στο Μπανγκόκ, στην απέναντι όχθη του ποταμού Τσάο Πράγια. Εδώ, σε μια καμπύλη της ανατολικής όχθης, έχτισε τη βασιλική του κατοικία, το σημερινό συγκρότημα του Μεγάλου Ανακτόρου. Η πόλη, απλωμένη νωχελικά σε τρεις μεριές πλάι στο ποτάμι, διασχιζόταν από ένα δίκτυο καναλιών—που λέγονται κλονγκ—το οποίο χρησίμευε συγχρόνως για συγκοινωνιακή αρτηρία, για πηγή παροχής νερού, μέρος για μπάνιο, και αγορά. Ήταν πράγματι κατάλληλος ο χαρακτηρισμός «Βενετία της Ανατολής».
Σήμερα όμως, ο επισκέπτης δεν αντικρίζει πια ειδυλλιακές εικόνες πάνω στις όχθες αστραφτερών, ήρεμων καναλιών. Πάνε πια και τα περισσότερα παραλιακά σπιτάκια τα χτισμένα πάνω σε ξύλινα δοκάρια και οι σχεδίες από μπαμπού. Αντί γι’ αυτά, αντικρίζει μια μητρόπολη από μπετόν και νέον, που είναι ασφυκτικά γεμάτη από ζωή και κίνηση, και που μαστίζεται από τέτοια κυκλοφοριακή συμφόρηση, ώστε ακόμα και το να διασχίσεις το δρόμο μπορεί να είναι εφιαλτική εμπειρία. Τα περισσότερα κανάλια καλύφτηκαν μέσω επίχωσης και αποτέλεσαν έτσι το οδικό δίκτυο της πόλης. Τα σπιτάκια δίπλα στα κανάλια έδωσαν τη θέση τους σε διώροφα, τριώροφα και τετραώροφα εμπορικά καταστήματα.
Το Μπανγκόκ από πολλές πλευρές έχει υιοθετήσει το δυτικό χαρακτήρα από τον οποίο δεν λείπουν ούτε τα πολυώροφα κτίρια που είναι γεμάτα γραφεία ούτε και τα κλιματιζόμενα εμπορικά κέντρα. Όμως, ακριβώς δίπλα στην τελευταία λέξη του εκσυγχρονισμού βρίσκεται η παράδοση—Βουδιστικοί ναοί, ιερά μνημεία και σπιτάκια για τα πνεύματα. Μέσα σε μια Βουδιστική μονή, οι μοναχοί καταγίνονται στην αυτοσυγκέντρωση και στις ψαλμωδίες και άλλοι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν λίγη γαλήνη και ησυχία. Ακριβώς απ’ έξω, αμέτρητα αυτοκίνητα, θορυβώδη σάμλορ (ανοιχτά τρίκυκλα ταξί), μοτοσικλέτες, μαζί και λεωφορεία και φορτηγά που ξερνάνε καυσαέριο, κινούνται ασταμάτητα γεμίζοντας ασφυκτικά τους δρόμους, μερικοί από τους οποίους, μόλις πριν από εκατό περίπου χρόνια, ήταν περάσματα για ελέφαντες.
Στις κατοικήσιμες περιοχές της πόλης, οι άνθρωποι ζουν μέσα σε κλιματιζόμενα διαμερίσματα δυτικού στιλ. Όμως, στα περίχωρα και στις πιο φτωχικές περιοχές της πόλης, ζουν οικογένειες, συχνά από πάππου προς πάππου, μέσα σε μικρά ξύλινα σπιτάκια με λιγοστά έπιπλα, αλλά συνήθως, και με την απαραίτητη κεραία της τηλεόρασης στη στέγη.
Η Θρησκευτική Ζωή
Περίπου το 95 τοις εκατό των Ταϋλανδών είναι Βουδιστές· έτσι, ίσως το πρώτο πράγμα που θα παρατηρήσει ο επισκέπτης είναι η πληθώρα των αστραποβόλων ναών ή γουάτ, με τις πολυάριθμες, μυτερές στέγες τη μια πάνω στην άλλη, καθώς και τα πλούσια διακοσμημένα αετώματα. Από τις 30.000 Βουδιστικές μονές που υπάρχουν στη χώρα, οι 400 περίπου βρίσκονται στο Μπανγκόκ. Η πιο γνωστή από αυτές είναι ο Ναός του Σμαραγδένιου Βούδα. Μέσα σ’ αυτό το ‘Παρεκκλήσι των Ανακτόρων’ υπάρχει το αντικείμενο που απολαμβάνει το μεγαλύτερο σεβασμό σε ολόκληρη την Ταϋλάνδη, ένα άγαλμα του Βούδα ύψους 61 εκατοστών, από πράσινη κρυσταλλική πέτρα. Θεωρείται τόσο ιερό ώστε κάθε χρόνο εκείνος που του αλλάζει τις τρεις διαφορετικές στολές, στην περίοδο των βροχών, στη χειμερινή περίοδο και στην περίοδο του καύσωνα, είναι ο ίδιος ο βασιλιάς.
Σε μια από τις πιο πολυσύχναστες διασταυρώσεις της πόλης βρίσκεται το πιο φημισμένο ιερό μνημείο του Μπανγκόκ, που περιλαμβάνει ένα επίχρυσο άγαλμα της τετρακέφαλης Ινδουιστικής θεότητας Βράχμα. Εδώ ο Βουδισμός είναι από την αρχή αναμειγμένος με τον Ινδουισμό.
Άλλο ένα μέρος του μυστικισμού της Ανατολής είναι και τα πολλά σπιτάκια των πνευμάτων που τα βλέπει κανείς παντού μέσα στην πόλη. Οι Ταϋλανδοί πιστεύουν ότι κάθε μεγάλη έκταση γης έχει ως προστάτη της ένα πνεύμα το οποίο πρέπει να το εξευμενίσουν. Γι’ αυτό έχουν χτίσει σπιτάκια για τα πνεύματα σχεδόν δίπλα σε κάθε οικοδόμημα, ανεξάρτητα από το αν είναι κατοικία, ξενοδοχείο, τράπεζα, συγκρότημα γραφείων ή ακόμα και μοναστήρι.
Η ανάμειξη θρησκευτικών δοξασιών και αντιλήψεων έχει διαμορφώσει τη στάση και τον τρόπο σκέψης των Ταϋλανδών με πολλούς τρόπους. Παρά το γεγονός ότι οι Βουδιστές έχουν την άποψη πως η ζωή συνίσταται κυρίως από βάσανα, οι Ταϋλανδοί πιστεύουν ακράδαντα στο σανούκ (ευχαρίστηση ή διασκέδαση). Αυτό τους κάνει να έχουν ένα ανέμελο και νωθρό πνεύμα. Βέβαια αυτό μπορεί να βοηθάει σε μερικές περιπτώσεις, σίγουρα όμως, δεν προσφέρει τίποτα στη νομοταγή οδική κυκλοφορία ή στην τήρηση των απαραίτητων νόμων. Νοοτροπίες του τύπου μάι πεν ράι (δεν πειράζει) και ταμ σαμπάι (μη χολοσκάς) δεν βοηθούν και πολύ στο να εξαλειφτούν προβλήματα, όπως είναι τα σκουπίδια που γεμίζουν τον τόπο, ούτε ενθαρρύνουν οποιοδήποτε εκ των προτέρων προγραμματισμό για το μέλλον.
Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι οι Ταϋλανδοί δέχονται πως οι δυστυχίες είναι αποτέλεσμα των συνεπειών του κάρμα (πράξεων) του παρελθόντος, φαίνεται να εξηγεί την καρτερικότητα με την οποία υπομένουν τις δυσάρεστες καταστάσεις. Δεν είναι μόνο ο αγρότης, που φαίνεται ευχαριστημένος με τη δύσκολη ζωή που κάνει, είναι και ο μέσος μοτοσικλετιστής στην πόλη, που σπάνια αγανακτεί μ’ αυτόν που βγαίνει μπροστά του και του κόβει το δρόμο. Είναι και οι επιβάτες ενός ασφυκτικά γεμάτου λεωφορείου, που μένουν ατάραχοι όταν αυτό πέφτει σε κυκλοφοριακή συμφόρηση—πράγμα καθόλου σπάνιο—και ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου, κάτω από τον απογευματινό ήλιο που κάνει τα σώματα να κολλάνε από τη ζέστη. Όλα αυτά χαρακτηρίζονται κατάλληλα ως τζάι γιεν (ψυχραιμία).
Μια Πόλη που Συνεχώς Αλλάζει
Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής σιγά-σιγά εξαφανίζεται. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να τονίζουν σε κάποιον, από τα πρώτα κιόλας χρόνια του, το σεβασμό που πρέπει να δείχνει προς τους μεγαλύτερους. Είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς τους νεαρούς μαθητές να χαιρετούν τους δασκάλους τους μ’ ένα γουάι, σκύβοντας δηλαδή το κεφάλι και φέρνοντας τα χέρια με τις παλάμες ενωμένες κάτω από το σαγόνι.
Στο Μπανγκόκ είναι συνηθισμένο φαινόμενο να βλέπει κανείς τους μοναχούς, ντυμένους στις βαθυκίτρινες στολές τους, να κάνουν τις πρωινές τους περιοδείες για ελεημοσύνη. Πολλοί νεαροί εξακολουθούν να τιμούν την παράδοση και ντύνονται το σχήμα του μοναχού για μικρό χρονικό διάστημα—παίρνοντας από τον εργοδότη τους άδεια μετ’ αποδοχών.
Στην Ταϋλάνδη όλοι οι δρόμοι συγκλίνουν προς την πρωτεύουσα, φέρνοντας μαζί τους αυτό που η Bangkok Post ονομάζει «την πιο ασφυκτική οδική κυκλοφορία της Ασίας—ίσως και του κόσμου ολόκληρου». Πολλοί από αυτούς τους δρόμους κατασκευάστηκαν αφού προηγήθηκε επίχωση των καναλιών που υπήρχαν εκεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα προβλήματα που υπάρχουν στο αποχετευτικό δίκτυο, το ξεχείλισμα ακαθαρσιών από τους υπόνομους και τις συχνές πλημμύρες, ειδικότερα στη διάρκεια της ετήσιας εποχής των περιοδικών ανέμων.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, το Μπανγκόκ βουλιάζει—με ρυθμό τεσσάρων και πλέον εκατοστών το χρόνο! Μήπως λοιπόν, πρόκειται η «Βενετία της Ανατολής», αυτή η τόσο συναρπαστική νότα του χθες και του σήμερα, να γίνει σύντομα η «Ατλαντίδα της Ανατολής»;
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 18]
Η Πλωτή Αγορά του Μπανγκόκ
Φανταστείτε να πηγαίνετε στην αγορά μέσα σε μια στενή βάρκα με μακριά πλώρη, και όταν φτάνετε εκεί, να αγοράζετε φρούτα και λαχανικά από άλλες παρόμοιες βάρκες. Ασυνήθιστο είπατε; Καθόλου, αν μένετε στο εξωτικό Μπανγκόκ και συνηθίζετε να πηγαίνετε για ψώνια στην Πλωτή Αγορά του.
Είναι αλήθεια, ότι αυτή η μητρόπολη, που γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, έχει εκσυγχρονισμένες αγορές, καμιά όμως δεν είναι τόσο συναρπαστική όσο η αγορά στα κλονγκ, δηλαδή τα κανάλια, του Μπανγκόκ, τα οποία μετατρέπουν την πρωτεύουσα σ’ ένα υδάτινο δίκτυο.
Στην Πλωτή Αγορά, βλέπει κανείς γυναίκες βαρκάρισσες, με τις παραδοσιακές τους φορεσιές και τα απαραίτητα πλατύγυρα καπέλα, που μοιάζουν σαν αμπαζούρ στερεωμένα στο κεφάλι τους. Αυτές οι μικροπωλήτριες, με τα καπέλα από μπαμπού, διαλαλούν τις πραμάτειες της βάρκας τους στους επίδοξους πελάτες. Η μια βάρκα είναι φορτωμένη με εξαίσια τροπικά φρούτα, η άλλη με πληθώρα λαχανικών, η παρακάτω με ολόκληρη συλλογή από θαλασσινά.
Αν όλη αυτή η φασαρία για τα ψώνια σάς κάνει να πεινάσετε ή να διψάσετε, μην ανησυχείτε. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να βάλετε πλώρη για κάποια κοντινή βάρκα. Εκεί μια κοπέλα, που εκτελεί χρέη αρχιμάγειρα, είναι σκυμμένη πάνω από μια γουόκ (είδος κινέζικης κατσαρόλας) που αχνίζει και αναδίδει ορεκτικές, πικάντικες μυρωδιές. Μαγειρεύει κάτι μπουκιές εξαιρετικά νόστιμες. Δοκιμάστε μια! Ή κατευθυνθείτε προς εκείνη τη βάρκα στην άλλη πλευρά του κλονγκ, όπου πουλάνε δροσιστικά ποτά με χυμούς από φρούτα. Αυτά θα σβήσουν τη δίψα σας καθώς σιγά-σιγά αφήνετε πίσω σας αυτόν το συνωστισμό που δημιουργούν οι βάρκες, έτσι όπως πηγαίνουν πάνω-κάτω.
[Ευχαριστίες]
Υπηρεσία Τουρισμού της Ταϋλάνδης
[Ευχαριστία για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 16]
Φωτογραφίες: Υπηρεσία Τουρισμού της Ταϋλάνδης