Αύξησις της Θεοκρατίας στη Νοτιοανατολική Ασία
Έκθεσις του Ν. Ο. Νορρ προέδρου της Εταιρίας
ΕΠΑΝΩ στο ΚΛΜ Κονστελαίισιον, ο Μίλτων Χένσελ κι εγώ είχαμε λίγες στιγμές να σκεφθούμε για ό,τι είχαμε ιδεί στη Σιγγαπούρη και τις απολαυστικές ημέρες που περάσαμε εκεί, αλλά η προσοχή μας απεσπάσθη από σκέψεις για την Ταϊλάνδη (Σιάμ) και για ό,τι μπορούσαμε να περιμένομε εκεί. Το αεροπλάνο μας καθυστέρησε, και ελπίζαμε ότι οι αδελφοί μας της Ταϊλάνδης θα ανέμεναν την άφιξί μας. Η πτήσις ήταν ομαλή και τίποτε δεν ήταν από κάτω εκτός από τα νερά του Κόλπου του Σιάμ. Το σκοτάδι κατακάθισε επάνω μας και ήταν η ώρα 9 μ.μ. όταν η «Ολλανδία» εσταμάτησε στο αεροδρόμιο του Ντον Μουάνγκ, 13 μίλια από το Μπανγκόκ, πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης. Στην αρχή δεν μπορούσαμε να ιδούμε τα πρόσωπα των ανθρώπων που έστεκαν πίσω από το κιγκλίδωμα του σταθμού, αλλά όταν πλησιάσαμε αναγνωρίσαμε τους αποφοίτους της Σχολής Γαλαάδ και πολλούς από τους Ταϊλανδούς ευαγγελιζομένους που είχαμε συναντήσει τέσσερα χρόνια πριν. Ήσαν περίπου τριάντα εν όλω αυτοί που ήλθαν να μας προϋπαντήσουν. Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να ξεμπλέξωμε από το τελωνείο διότι μερικοί Κινέζοι επιβάται είχαν φορολογήσιμα είδη και προηγούντο από μας. Αλλά οι αδελφοί μας περίμεναν υπομονητικά και όταν τελειώσαμε τους εσφίξαμε τα χέρια και μπήκαμε στ’ αυτοκίνητα που περίμεναν.
Όταν προχωρήσαμε στην πόλι, περάσαμε πολλά οικοδομικά τετράγωνα. Ενώ είναι αληθές ότι δεν υπάρχει πόλεμος στην Ταϊλάνδη, εν τούτοις για λόγους ασφαλείας οι νυκτερινοί διαβάται υφίστανται έλεγχον. Καθώς προχωρούσαμε, ο υπηρέτης του τμήματος, Αδελφός Μπαμπίνσκι, μας είπε ότι από την πρώτη στιγμή που έμαθαν ότι επρόκειτο να γίνη επίσκεψις του προέδρου της Εταιρίας στην Άπω Ανατολή, ανέμεναν με ζωηρή ανυπομονησία κι άρχισαν νωρίς τις προετοιμασίες. Επρόκειτο να φθάσωμε στις 4 Απριλίου, και τώρα η ημέρα αυτή είχε έλθει. Οι αδελφοί ήσαν ευτυχείς διότι είχε φθάσει ο καιρός της ενάρξεως της συνελεύσεώς των.
Η συνέλευσις ήταν καλά ωργανωμένη. Μια μικρή εξέδρα μ’ ένα λευκό κιγκλίδωμα από πασσάλους είχε ετοιμασθή στο γήπεδο της Εταιρίας, σύμφωνα με τον τύπο της εξέδρας της Συνελεύσεως «Αύξησις της Θεοκρατίας» που έλαβε χώραν στη Νέα Υόρκη το 1950. Όλες οι εσπερινές μας συναθροίσεις έγιναν έξω, αυτό δε ήταν πολύ πιο ευχάριστο παρά αν εγίνοντο σε κλειστό χώρο, διότι ο Απρίλιος είναι ο θερμότερος μήνας της Ταϊλάνδης. Φυσούσε πάντοτε ένα αεράκι μετά τη δύσι του ηλίου. Είχε γίνει προμήθεια λυχνιών που λειτουργούν με πίεσι για φωτισμό, διότι η παραγωγή ρεύματος από την ηλεκτρική εταιρία είναι μάλλον περιορισμένη, και όλα τα φώτα είναι αμυδρά. Μερικές συναθροίσεις έγιναν στην Αίθουσα της Βασιλείας, που βρίσκεται στο ιδιόκτητο οίκημα της Εταιρίας και που ο χρωματισμός της είχε ανανεωθή γι’ αυτή την περίπτωσι.
Οι ευαγγελιζόμενοι διεξήγαγαν τη μεγαλύτερη διαφημιστική εκστρατεία που έγινε για τη Θεοκρατία στην Ταϊλάνδη. Πριν από εβδομάδες άρχισαν να δημοσιεύωνται άρθρα στις κυριώτερες Ταϊλανδικές και Κινεζικές Αγγλόφωνες εφημερίδες σχετικά με το έργον της Εταιρίας και την επικείμενη επίσκεψι του προέδρου της Εταιρίας. Τριάντα χιλιάδες ελκυστικές δίχρωμες αγγελίες ετυπώθηκαν για τη δημοσία διάλεξι, «Διακηρύξατε Ελευθερίαν εις Όλην την Γην», που επρόκειτο να δοθή στις 8 Απριλίου, δέκα χιλιάδες δε από αυτές εδόθησαν στις εφημερίδες για να παρεντεθούν μεταξύ των σελίδων των εφημερίδων λίγες ημέρες πριν από τη διάλεξι. Αυτό έγινε. Οι υπόλοιπες αγγελίες διενεμήθησαν στα σπίτια και στους δρόμους. Επίσης, τρεις μεγάλες επιγραφές ετοιμάσθηκαν και ανηρτήθησαν σε πολυσύχναστα μέρη της πόλεως.
Μια εντελώς νέα μορφή διαφημίσεως εισήχθη στην Ταϊλάνδη, δηλαδή, η διαφήμισις από ευαγγελιζομένους που φορούσαν επιγραφές στους δρόμους μέσα στα πιο πολυάσχολα τμήματα της πόλεως. Η κυκλοφορία αυτοκινήτων, τζιπ, λεωφορείων και ποδηλάτων με τρεις τροχούς, καθώς και πεζών, είναι τόσο πυκνή στο Μπανγκόκ, ώστε οι δρόμοι είναι λογικά ο καλύτερος τόπος για διαφήμισι. Οι περισσότεροι ευαγγελιζόμενοι ήξεραν πώς θα εγίνετο αυτή η μορφή του έργου, όλοι δε συνειργάσθησαν πολύ πρόθυμα και διεπίστωσαν ότι δόθηκε έτσι τεραστία και ασυνήθης μαρτυρία. Επίσης ετοιμάσθηκαν μεγάλες επιγραφές για αυτοκίνητα, και όσοι είχαν αυτοκίνητα τις ετοποθέτησαν ψηλά. Η μια πλευρά των επιγραφών ανήγγελλε τη διάλεξι σε Ταϊλανδική γλώσσα, και ή άλλη στην Αγγλική· και αυτό επίσης έδωσε έντονη μαρτυρία.
Ένα άλλο μέρος του προκαταρκτικού έργου ήταν η ταχυδρόμησις χιλίων και πλέον προσκλητηρίων επιστολών στους συνδρομητάς των περιοδικών, πολλές δε επιστολές ενεχειρίσθησαν επίσης σε ενδιαφερόμενα άτομα από τους ευαγγελιζομένους. Διάφορες Ταϊλανδικές εφημερίδες εδημοσίευσαν άρθρα χαρακτηρίζοντας το έργο μας ως κομμουνισμό. Κάνοντας τούτο έδειχναν απλώς την άγνοιά τους και απεκάλυπταν το πτωχό επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν από ειδησεογραφική άποψι. Προτιμούν τις εντυπωσιακές μεθόδους και τα ψεύδη για να πωλήσουν εφημερίδες. Αλλά η αλήθεια δεν μπορεί να ζημιωθή από τέτοια δημοσιεύματα, κι έτσι καλύτερα είναι να τα αγνοή κανείς. Επίσης εδημοσίευσαν φωτογραφίες των αδελφών μας στους δρόμους με επιγραφές, ως «απόδειξιν» των δηλώσεων των. Το έργο μας είναι η διακήρυξις του ευαγγελίου, κι έτσι το συνεχίζομε, αδιάφορο τι λέγουν οι εφημερίδες και οι θρησκευόμενοι. Δεν μπορούμε να παρεκκλίνωμε ανησυχώντας για το τι λέγουν οι κακώς πληροφορημένοι ή εκείνοι που μισούν την αλήθεια. Οι αξιόπιστες εφημερίδες, οι καλύτερες του Μπανγκόκ, έδωσαν αληθινές πληροφορίες για το έργο μας και εξετιμήσαμε το γεγονός αυτό. Όλοι οι ευαγγελιζόμενοι έλαβαν μέρος στο έργον. Όσοι προήρχοντο από το μακρινό βόρειο τμήμα του Σιάμ, είχαν μεγάλη συμμετοχή στο έργο της διαφημίσεως.
Δεν ελησμονήθηκε ούτε η ανάγκη της φυσικής διατροφής των αδελφών, και εστήθη στο οίκημα του τμήματος μία καφετερία. Έτσι οι ευαγγελιζόμενοι μπορούσαν να παίρνουν τα φαγητά τους αμέσως εκεί στη συνέλευσι. Βρήκαν τη σκιά των δένδρων στην αυλή πολύ αναπαυτική καθώς χρησιμοποιούσαν πλεχτές ψάθες ως τραπέζι καθισμένοι επάνω στη χλόη.
Επειδή η συνέλευσις άρχισε την Παρασκευή, 6 Απριλίου, η συνήθης συνάθροισις υπηρεσίας της Παρασκευής έγινε μια μέρα πρωτύτερα, δηλαδή την Πέμπτη το βράδυ, και αυτό εσημείωσε την αρχή της μεγάλης εορτής που επρόκειτο ν’ απολαύσουν όλοι στη διάρκεια των επομένων ολίγων ημερών. Η συνάθροισις αυτή ήταν πολύ απολαυστική, διότι έγιναν δύο επιδείξεις εξ ολοκλήρου στην Ταϊλανδική γλώσσα από μερικούς ιεραποστόλους αποφοίτους της Σχολής Γαλαάδ, μολονότι αυτοί βρίσκονταν λίγο μόνο καιρό στη χώρα εκείνη. Πρέπει να σημειωθή ότι η Ταϊλανδική είναι μια γλώσσα πολύ δύσκολη για τους ξένους, διότι περιέχει 32 φωνήεντα και 44 σύμφωνα κι έχει 5 αποχρώσεις ήχου. Ο αδελφός Μπούρκχαρτ υπέδειξε πώς πρέπει ν’ αρχίζη μια μελέτη Σκοπιάς στην Ταϊλανδική γλώσσα, και οι Αδελφοί Ρος και Στάλλαρντ έκαμαν μια επίδειξι μαρτυρίας στο δρόμο. Οι αδελφοί Μπούρκχαρτ και Στάλλαρντ βρίσκονταν στη χώρα αυτή δεκατέσσερες μήνες μόνο, αλλά εξαιτίας της καλής των προφοράς, πολλοί στους οποίους έδιναν μαρτυρία στην Τσαϊνγκμάι, τους ρωτούσαν αν γεννήθηκαν στην Ταϊλάνδη. Απετέλεσε έκπληξι για μένα το ν’ ακούσω πώς οι αδελφοί αυτοί έχουν τόση επιτυχία.
ΣΥΝΕΛΕΥΣΙΣ ΣΤΟ ΜΠΑΝΓΚΟΚ
Την Παρασκευή πρωί στις εννέα άρχισε επισήμως η συνέλευσις και συναθροίσθηκε ένας μεγάλος όμιλος για υπηρεσία αγρού. Το απόγευμα οι ευαγγελιζόμενοι βγήκαν στο έργον βαδίσματος με επιγραφές και διανομής φυλλαδίων. Την Παρασκευή το βράδυ ο υπηρέτης του τμήματος έκαμε μια σύντομη ομιλία υποδοχής στην Ταϊλανδική γλώσσα. Ο Αδελφός Χένσελ ακολούθησε με μια ομιλία για τη διατήρησι ευσεβούς αφοσιώσεως, και ύστερα μίλησα εγώ για τη θεία θεραπεία. Και οι δύο ομιλίες έτυχαν μεγάλης προσοχής.
Το Σάββατο άρχισε με μια παντομίμα που παρεστάθη από δύο Ταϊλανδούς σκαπανείς και δύο ιεραποστόλους, τους Αδελφούς Μπούρκχαρτ και Λάακσο. Η επίδειξις είχε επτά σκηνές, αρχίζοντας μ’ έναν ευαγγελιζόμενο που προσέφερε ένα περιοδικό σε μια γωνία του δρόμου και τελειώνοντας με δύο ευαγγελιζομένους στην ίδια γωνία του δρόμου μετά δύο περίπου μήνες—αύξησις 100 τοις εκατόν. Ο νέος ευαγγελιζόμενος ήταν εκείνος που είχε πάρει το περιοδικό στο δρόμο πριν από δύο μήνες.
Μετά την πρωινή υπηρεσία του αγρού υπήρχαν στο πρόγραμμα τρεις 15-λεπτες ομιλίες που έπρεπε ν’ αρχίσουν το απόγευμα, με ομιλητάς τούς αδελφούς Ρος και Τόμας κι έναν Ταϊλανδόν ευαγγελιζόμενον. Αφού έγινε κι άλλη υπηρεσία αγρού, οι αδελφοί-μέλη της συνελεύσεως συγκεντρώθηκαν για τη βραδινή συνάθροισι. Τότε ο Αδελφός Γκρούμπερ, απόφοιτος της Σχολής Γαλαάδ, εχειρίσθηκε ολόκληρο το πρόγραμμα στην Ταϊλανδική γλώσσα. Άρχισε με υμνολογία στην Ταϊλανδική—ένα χαρακτηριστικό μέρος του προγράμματος πολύ απολαυστικό σε όλες τις συναθροίσεις—που ακολουθήθηκε από δύο προσωπικές πείρες, τις οποίες εξέθεσαν πρώην Βουδδίστριες για το πώς ήλθαν στην αλήθεια. Είπαν ότι ήσαν Βουδδίστριες εκ γενετής, ο δε Βουδδισμός ήταν πολύ βαθιά εμφυτευμένος μέσα τους· η μία μάλιστα είχε διατελέσει μοναχή. Εθεωρούσαν τον Βουδδισμό ως την πιο ανώτερη θρησκεία. Στην αρχή, όταν τις επεσκέφθησαν οι ευαγγελιζόμενοι, δεν επίστεψαν στο άγγελμα, αλλά ύστερα από επανειλημμένες επανεπισκέψεις και πολλές Γραφικές μελέτες έφθασαν ν’ αντιληφθούν ότι η γνώσις της Γραφής ήταν πιο ισχυρή και ζωοπάροχη από τις Βουδδιστικές διδασκαλίες και δόγματα και ότι η ζωή μπορούσε να προέλθη μόνο από τον Ιεχωβά μέσω του Χριστού Ιησού. Και οι δύο εξέφρασαν τη μεγάλη χαρά τους που εγνώρισαν την αλήθεια, την οποίαν είπαν ότι ποτέ δεν θα την εγκαταλείψουν. Ήταν πολύ συγκινητικό ν’ ακούη κανείς αυτές τις μαρτυρίες διότι ως τότε ήταν σπάνιο πράγμα να έλθουν πραγματικοί Βουδδισταί στην αλήθεια. Όχι μόνο έχομε τώρα μερικούς Βουδδιστάς στην αλήθεια, αλλά αυτοί είναι και πολύ ενθουσιώδεις γι’ αυτήν. Διψούν για περισσότερη γνώσι της Γραφής και είναι καλοί σπουδασταί. Κανείς μας δεν μπορεί να παύση ποτέ τη μελέτη του λόγου του Θεού, και αυτοί τώρα το εκτιμούν αυτό. Κατόπιν ο Αδελφός Χένσελ έδωσε μια ενισχυτική ομιλία θέμα «το κήρυγμα παρά την εναντίωσι», που ακολουθήθηκε από τη δική μου ομιλία.
Η Κυριακή έφερε το κορύφωμα της τριήμερης συνελεύσεως, και άρχισε με μια ομιλία περί βαπτίσματος από τον Αδελφό Μπούρκχαρτ, τον υπηρέτην περιοχής. Πολύ ευχάριστο ήταν να βλέπη κανείς οκτώ άτομα να κάθονται στην πρώτη γραμμή ως υποψήφιοι για το βάπτισμα, που οι περισσότεροι ήσαν πρώην Βουδδισταί. Σε ερώτησι του ομιλητού, «Δέχεσθε να υπηρετήτε τον Ιεχωβά Θεό σε όλη την αιωνιότητα;» έδωσαν την ενδιαφέρουσα απάντησι στην Ταϊλανδική, «ρουπ-ρογκ»—δηλαδή, εβεβαίωσαν ότι θα το πράξουν. Μετά την ομιλία αυτή έγινε μια πολύ ευχάριστη υπηρεσία βαπτίσματος σε μια λίμνη εκεί πλησίον. Οι αδελφές φορούσαν τις τοπικές τους πουκαμίσες (σαρόνς).
Ο τόπος της δημοσίας συναθροίσεως ήταν η αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Πολιτικών και Ηθικών Επιστημών. Αυτό το σχολείο ανωτέρας εκπαιδεύσεως είναι ένα μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα με πολλά κτίρια και βρίσκεται απέναντι στο φημισμένο ποταμό Χάο Φύα στην ανατολική του όχθη. Το Δίκαιον αποτελεί ένα από τα κύρια θέματα διδασκαλίας. Στις 3 μ.μ. άρχισαν οι άνθρωποι να έρχωνται αλλά παρετηρήσαμε ότι κανείς δεν ήταν για ν’ ανοίξη τις θύρες. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο είχε ενοικιασθή από τις 2 ως τις 6 μ.μ. και είχε δοθή υπόσχεσις ότι όλα θα ήσαν έτοιμα για τη συνάθροισι. Επί μιάμιση ώρα λοιπόν σημειώθηκε μεγάλη βία και σπουδή για να βρεθή κάποιος που να είναι εξουσιοδοτημένος ν’ ανοίξη την αίθουσα. Λίγα λεπτά πριν από τις 4 μ.μ. βρέθηκε ο επιστάτης, αλλά αρνήθηκε ν’ ανοίξη τις θύρες, διότι, όπως είπε, δεν ήξερε τίποτε για τη διάλεξι. Αλλά εμείς επιμείναμε να τηλεφωνήση στον γενικό γραμματέα του Πανεπιστημίου· αυτός έδωσε την άδεια ν’ ανοιχθούν οι θύρες. Περίπου ένα τέταρτο πριν από τις 4 μ.μ. είπα στον Αδελφό Μπαμπίνσκι ότι αν δεν μας επετρέπετο η είσοδος, ήμουν έτοιμος να μιλήσω στο εν αναμονή ακροατήριο μέσα στον χώρον του Πανεπιστημίου, κάτω από τη μεγάλη συκιά που ήταν εκεί πλησίον και που θεωρείται ιερό δένδρο από τους λάτρεις του Βούδδα. Θα παρείχε θαυμασία σκιά, κι εκεί, κατά μήκος του ποταμού, θα ήταν ένας τόπος εξίσου καλός για να δοθή η ομιλία περί ελευθερίας όσο και μέσα στη σχολή. Αλλά δεν παρέστη ανάγκη να καταφύγωμε σ’ αυτό.
Μόλις άνοιξαν οι θύρες, οι άνθρωποι εισώρμησαν μέσα. Λίγα καθίσματα ήσαν στη θέσι τους και κατελήφθησαν γρήγορα, άλλα όμως καθίσματα χρειάσθηκε να τακτοποιηθούν. Αρχίσαμε λίγο αργά λόγω τακτοποιήσεως των καθισμάτων, ανοίγματος των παραθύρων και διευθετήσεως των πραγμάτων. Στην αρχή της ομιλίας μου κατέδειξα τη διαφορά μεταξύ κομμουνισμού και δημοκρατίας. Αυτό διηυκρίνισε στο ακροατήριο ότι δεν διεδίδαμε τον κομμουνισμό όπως ισχυρίζοντο μερικές εφημερίδες. Καθώς προχωρούσα κι άρχισα να μνημονεύω το όνομα του Ιησού, μερικές ομάδες βγήκαν έξω θορυβωδώς, σαν να τους ήταν δυσάρεστο το όνομα του Ιησού. Αλλ’ αν και έφυγαν μερικοί, τα καθίσματα τους γρήγορα κατελήφθησαν από άλλους οι οποίοι εξακολουθούσαν να μπαίνουν. Το ακροατήριο άκουε προσεκτικά ως το τέλος της διαλέξεως που διήρκεσε μιάμιση ώρα, και η οποία συγχρόνως μετεφράζετο και στην Ταϊλανδική. Ήταν ένα ποικίλο ακροατήριο που περιλάμβανε εμπόρους, επιστήμονας, δημοσίους λειτουργούς, σπουδαστάς, 7 Βουδδιστάς ιερείς, Ευρωπαίους και Κινέζους, εκτός από το κύριο σώμα των Ταϊλανδών. Ο αριθμός των ακροατών ήταν 367, και δόθηκαν 300 βιβλιάρια δωρεάν στο τέλος της διαλέξεως. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο ακροατήριο δημοσίας διαλέξεως των μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπανγκόκ ίσαμε σήμερα, και όλοι οι αδελφοί ευχαριστήθηκαν με τη μαρτυρία αυτή.
Μετά τη δημοσία διάλεξι συγκεντρωθήκαμε πάλι στο χώρο των γραφείων του Τμήματος και του ιεραποστολικού οίκου και άρχισε η εσπερινή συνάθροισις με τον Αδελφό Πάουελ, ο οποίος αφηγήθηκε μια πείρα του αγρού στην Ταϊλανδική γλώσσα, και ύστερα επηκολούθησε 20-λεπτο μάθημα Σκοπιάς. Ο Αδελφός Χένσελ ακολούθησε με ομιλία μιας ώρας για το έργο των σκαπανέων και τελευταίος μίλησα εγώ με περιγραφή του ταξιδιού μας μέσ’ από την περιοχή του Ειρηνικού, την Αυστραλία και την Άπω Ανατολή, τελειώνοντας με εκφράσεις εκτιμήσεως για την αύξησι του έργου στην Ταϊλάνδη. Ήμουν πολύ ευτυχής διότι η Ταϊλάνδη έφθασε το 35 τοις εκατόν της αυξήσεως σε ανώτατο όριο ευαγγελιζομένων, και είπα στη συνάθροισι ότι αυτή ήταν η πρώτη χώρα του ταξιδιού αυτού που έφθασε αυτό το όριο, πολύ δε πιθανώς η Ταϊλάνδη θα μπορούσε να κατορθώση ακόμη περισσότερα πριν τελειώση ο χρόνος.
Όσον αφορά το κήρυγμα του ευαγγελίου στην Ταϊλάνδη, έγινε μια έξοχη αύξησις από τον καιρό της τελευταίας μου επισκέψεως. Στο 1947 είχαν φθάσει ένα ανώτατο όριο 31 ευαγγελιζομένων, και τώρα τον Μάρτιο του 1951 έφθασαν τούς 119.
Υπάρχουν μερικοί Ταϊλανδοί αδελφοί και αδελφές πού ανέλαβαν επίσης το έργο του σκαπανέως εκτός από τους αποφοίτους της σχολής Γαλαάδ. Δύο αδελφές ταξιδεύουν ήδη προς νότον της Ταϊλάνδης για ν’ αρχίσουν έργο εκεί όπου δεν υπάρχουν ευαγγελιζόμενοι και να διανοίξουν νέες εκτάσεις. Εγράφησαν στον κατάλογο των ειδικών σκαπανέων για να βοηθηθούν να ανταποκριθούν στα έξοδά των. Οι δύο αυτοί σκαπανείς ήσαν πολύ ενθουσιώδεις με την ιδέα ν’ αφήσουν το Μπανγκόκ και να μεταβούν σε νέο τομέα, η δε συνέλευσις απετέλεσε ένα ισχυρό μέσον υποκινήσεως για πολλούς σ’ αυτό το ζήτημα.
ΒΟΥΔΔΙΣΜΟΣ
Νέα βιβλία ετοιμάζονται τώρα στην Ταϊλανδική γλώσσα. Έχουν ήδη το «Έστω ο Θεός Αληθής», το οποίον υπήρξε μεγάλη βοήθεια στη διεξαγωγή μελετών στα σπίτια των ανθρώπων, το νεώτερο δε βιβλίο «Αύτη Εστίν η Αιώνιος Ζωή» είναι μεταφρασμένο κατά το έν τρίτον περίπου. Τα νέα αυτά βιβλία θα βοηθήσουν πολύ τον Ταϊλανδικό λαό να συλλάβη τη γνώσι της αληθείας και ν’ αντιληφθή τη διαφορά μεταξύ Βουδδισμού και της βασιλείας του Θεού. Οι Βουδδισταί έχουν την ιδέα ότι πολύ σύντομα θα γίνουν μεγάλες μεταβολές στη γη και θα υπάρξη μια χιλιετής βασιλεία ευλογιών. Απαιτείται λοιπόν μεγάλη υπομονή από τους ευαγγελιζομένους για να τους δείξουν ότι τα όσα πιστεύουν είναι διαφορετικά από όσα εκτίθενται στον λόγον του Θεού, την Αγία Γραφή. Η γενική αντίληψις των Βουδδιστών είναι ότι το σώμα στο οποίον διαβιούν είναι ένα περιττό πράγμα, και δεν επιθυμούν και πολύ να ζήσουν. Τουλάχιστον έτσι διδάσκονται. Αλλά υπάρχουν μερικοί Βουδδισταί που επιθυμούν πραγματικά να ζήσουν και αγαπούν τη ζωή, η θρησκεία των, όμως, τους διδάσκει να μην αγαπούν τη ζωή. Οι περισσότεροι από τον λαό αναμένουν την έλευσι του θανάτου φυσιολογικά. Η νιρβάνα είναι ο τελικός των σκοπός, οι δε ιερείς που κυκλοφορούν με τα κίτρινα ράσα τους, πιστεύουν ότι το επόμενο βήμα τους στη ζωή, όταν θα απαλλαγούν από τον σάρκινον αυτόν οργανισμό, θα είναι η νιρβάνα. Τότε δεν θα υπάρχη έργον, σκέψις, πράξις, ούτε υλικά πράγματα. Νομίζουν ότι γίνονται κάτι που δεν διαφέρει από το μηδέν και αυτό είναι εκείνο για το οποίον μοχθούν. Ο Διάβολος ενεστάλαξε στις διάνοιές των μερικές ιδιόρρυθμες πεποιθήσεις, οι δε Βουδδιστικές ιδέες είναι δύσκολο να εννοηθούν. Φαίνεται παράδοξο γιατί κανείς να μη θέλη να ζήση όταν έχη την ευκαιρία. Φανερώνει ότι δεν έχει αντίληψι του μεγάλου Δημιουργού Ιεχωβά, ο οποίος είναι ζωή κι έχει δώσει ζωή στον άνθρωπο. Αλλά υπάρχει ένα ιδιότυπο πράγμα και μέσα σ’ αυτά τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ακολουθούν τις διδασκαλίες του Βούδδα—έχουν αποθήκες φαρμάκων και γιατρούς και όταν αρρωστούν προσπαθούν ν’ αναρρώσουν. Δεν είναι πραγματικά βέβαιοι για το μέλλον των. Αν και δεν πρέπει ν’ αγαπούν τη ζωή, προσπαθούν να διατηρήσουν το παλαιό τους πλαίσιο όσο μπορούν περισσότερο χρόνο. Όταν ένας Βουδδιστής λαμβάνη την αλήθεια και την δέχεται, αποβάλλει βέβαια πολλά βάρη και φροντίδες και τότε καταλαβαίνει ότι η ζωή αξίζει να την ζη κανείς και ότι μπορεί να την απολαμβάνη. Πόσοι Βουδδισταί θα εκδηλώσουν την επιθυμία τους να υπηρετήσουν τον Θεό είναι δύσκολο να το υποθέση κανείς, αλλά οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν εντολή από τον Κύριο να πορευθούν και να μαθητεύσουν όλα τα έθνη και να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο για μαρτυρία, και αυτό κάνουν στην Ταϊλάνδη και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, άσχετα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ατόμων. Άπαξ εκηρύχθηκε το άγγελμα στους ανθρώπους, η ευθύνη επικάθεται πλέον επάνω τους να το δεχθούν ή να το απορρίψουν. Μπορεί να λεχθή ότι οι κάτοικοι του Μπανγκόκ και του Τσιενγκμάι και μερικών άλλων πόλεων όπου βρίσκονται μάρτυρες του Ιεχωβά, γνωρίζουν για το έργο μας και γνωρίζουν τι διδάσκομε, και αν είναι καλής θελήσεως και επιζητούν την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, η οργάνωσις είναι εκεί για να τους βοηθήση, να τους διδάξη και να τους δείξη το δρόμο στον οποίο πρέπει να βαδίσουν.
Τη Δευτέρα μετά τη Συνέλευσι είχαμε την ευκαιρία να ιδούμε λίγη από την εδαφική έκτασι που οι ιεραπόστολοι και οι τοπικοί ευαγγελιζόμενοι δεν έχουν επεξεργασθή ακόμη. Εκάναμε μια διαδρομή με πλοιάρια μέσ’ από μερικά κλονγκς (κανάλια) που αποτελούν τις μεγάλες οδικές αρτηρίες για πολλούς από τους κατοίκους της Ταϊλάνδης. Αρχίσαμε από την όχθη του ποταμού Χάο Φύα, στο κέντρον ακριβώς του Μπανγκόκ, κοντά στο ξενοδοχείο μας. Οι απόφοιτοι της σχολής Γαλαάδ ήσαν όλοι μαζί μας. Ο ποταμός αποτελεί μια πολυάσχολη αρτηρία της κυκλοφοριακής κινήσεως της Ταϊλάνδης και μπορεί κανείς να ιδή κάθε τύπου πλοιάρια. Ατμόπλοια από τον ωκεανό μπαίνουν από το στόμιο του ποταμού και αγκυροβολούν στο Μπανγκόκ. Υπάρχουν ρυμουλκά και κινέζικες ψαρόβαρκες. Φορτηγίδες χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό για τη μεταφορά ξυλείας, ρυζιού, κοκκοκαρύων, και άλλων προϊόντων της χώρας. Πήγαμε προς βορράν πέρα από τους ανυψωτήρας του ρυζιού και κάτω από τη νέα Αναμνηστική γέφυρα και ύστερα προχωρήσαμε δυτικά προς ένα από τα μεγαλύτερα κανάλια του Μπανγκόκ. Κατά μήκος των οχθών ήσαν οι πωληταί μέσα στις βαθουλές βάρκες των, πωλώντας ποτά, τρόφιμα, λαχανικά ή και παγωτά. Υπήρχαν πριονιστήρια και υφαντήρια. Είδαμε πολλές γυάρδες εγχωρίου υφάσματος που μόλις είχε βαφή και ήταν κρεμασμένο για να στεγνώση. Σπίτια ήσαν κτισμένα δίπλα ακριβώς στο κανάλι, με σκαλοπάτια που έφθαναν ως κάτω στο νερό. Οι άνθρωποι έκαναν λουτρό ή έπλυναν ρούχα μέσα στο νερό που δεν φαινόταν καθόλου ελκυστικό, για να πούμε το λιγώτερο. Συχνά ετύχαινε να πλησιάσουμε σ’ ένα γουάτ (ναό)· πολλοί δε από τους ναούς είχαν εντελώς καταρρεύσει και είχαν ανάγκη επισκευής. Είδαμε λίγους προσκυνητάς, και ρωτήσαμε να μάθωμε αν οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τον Βουδδισμό, αλλά φαίνεται πως προτιμούν να κτίζουν νέους ναούς μάλλον παρά να διατηρούν τους παλαιοτέρους μικρούς ναούς. Αποτελούσαν ένα κατάλληλο σύμβολο μιας παρηκμασμένης δαιμονολατρίας.
Ένα ενδιαφέρον πράγμα στο δρόμο μας ήταν η θέα των μικρών σπιτιών που ήσαν στημένα στην κορφή ενός στύλου μπροστά στις κατοικίες των ανθρώπων. Αυτά, όπως μας είπαν, ήσαν διαβολόσπιτα, και κατασκευάζονται προτού κτίσουν οι άνθρωποι ένα σπίτι για να χορηγηθή τόπος για τα πνεύματα, κι έτσι τα πνεύματα να μην έρχωνται και ζουν μέσα στο σπίτι μαζί με τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι πολύ δεισιδαίμονες, και συχνά τοποθετούν τρόφιμα μέσα σ’ αυτά τα σπιτάκια για να κρατούν χορτασμένα τα κακά πνεύματα. Όταν τα μυρμήγκια τρώγουν τις τροφές, οι άνθρωποι τις βλέπουν να εξαφανίζωνται και νομίζουν πώς τις πήραν οι δαίμονες. Κάποτε τα σπιτάκια αυτά είναι πολύ ωραία χρωματισμένα και καλά διατηρημένα, αλλά άλλοτε δεν είναι περιποιημένα.
Στα λίγα κανάλια που είδαμε κατοικούν χιλιάδες άνθρωποι. Μας ελέχθη ότι σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Ταϊλάνδης μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν τη γλώσσα τους, περιλαμβανομένων κι εκείνων που ζουν όπως ο λαός που είδαμε· υπάρχει λοιπόν μεγάλος αγρός για τη διάδοσι των θεοκρατικών βιβλίων σ’ αυτή τη χώρα. Θα πρέπει όμως να βρεθούν και άλλοι ευαγγελιζόμενοι για να πλησιάσουν όλους τους ανθρώπους.
Απηλαύσαμε την επίσκεψί μας στο Μπανγκόκ. Το πνεύμα των ευαγγελιζομένων είναι καλό και η πρόοδος του έργου είναι ενθαρρυντική. Επιπρόσθετα το Μπανγκόκ είναι το είδος της πόλεως που θα ωνειροπολούσε κανείς, αν επρόκειτο να ονειρευθή την Ανατολή, διότι εδώ βρίσκει κανείς τους μεγάλους ναούς του Βούδδα που προβάλλουν σε όλα τα μέρη της πόλεως και την πομπή και μεγαλοπρέπεια του βασιλικού αξιώματος. Χρυσόφυλλα διακοσμούν τις στέγες πολλών ναών και μεγάλα άσχημα αγάλματα «φρουρούν» τις εισόδους. Πελώριοι Βούδδαι έχουν ανεγερθή και θυσιαστήρια καίουν μοσχολίβανο που φέρεται με την πνοή της αύρας μακριά από τους ναούς. Μερικοί ναοί περιέχουν μυθώδη κοσμήματα. Έχει κανείς την αίσθησι της Ανατολής που περιγράφεται στα ιστορικά βιβλία. Προφανώς η θρησκεία τους αποτελούσε τη μεγαλύτερη δύναμι μέσα στη χώρα, που επηρέαζε το λαό στα περασμένα χρόνια, αλλά πολλοί τώρα φαίνονται να προτάσσουν το εμπόριο και την πολιτική και ενδιαφέρονται για τις κατευθύνσεις της Δύσεως. Είναι μια χώρα αφθονίας, εν τούτοις, και πολλοί από τους κατοίκους της υπαίθρου αποδίδουν στον Βούδδα το ότι τους έχει εκχωρήσει μια τόσο θαυμασία χώρα όπου δεν ανησυχούν ποτέ για σιτοδεία. Αντιλαμβάνονται, φυσικά, ότι ισχυρά και κραταιά έθνη κινητοποιούνται τώρα σε όλο τον κόσμο και, όπως και σε άλλους τόπους, δεν υπάρχει αίσθημα απολύτου ασφαλείας. Η παρούσα κρίσις στην Ανατολή ηυνόησε την Ταϊλάνδη, διότι αυτή έχει ρύζι για να θρέψη εκατομμύρια περισσοτέρους από τους κατοίκους της χώρας, και πολλά εμπορικά ιδρύματα του εξωτερικού άνοιξαν παραρτήματα στο Μπανγκόκ. Τα πράγματα είναι ομαλώτερα στην Ταϊλάνδη παρά σε άλλα μέρη της Άπω Ανατολής, αλλά οι κάτοικοι έχουν ακόμη γύρω τους σημάδια που τους υπενθυμίζουν ότι πριν από λίγο μόλις καιρό πόλεμος έπληξε τη χώρα τους, διότι οι γέφυρες που είχαν βομβαρδισθή και οι μισοκατεστραμμένοι ναοί παραμένουν για να λένε πώς το κακό μπορεί να ξανάρθη. Αυτό μπορεί να κάμη μερικούς να εκζητούν την αλήθεια.
ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΙΡΜΑΝΙΑ (ΜΠΟΥΡΜΑ)
Το κορύφωμα της θερμότητος της ημέρας έρχεται λίγο μετά το μεσημέρι και τότε ακριβώς έπρεπε να παρουσιασθούμε στο Ντον Μουάνγκ για τη σύντομη πτήσι μας στη Βιρμανία. Οι αδελφοί μας ήλθαν μαζί μας στο αεροδρόμιο και έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον με το να έλθουν αυτή την ώρα. Ήταν απόγευμα της 10ης Απριλίου και επρόκειτο ν’ απογειωθούμε στις 3 μ.μ. Το αεροπλάνο όμως εκρατήθηκε περιμένοντας την άφιξι ενός καθυστερημένου αεροπλάνου που έφερνε επιβάτες προωρισμένους για τη Βιρμανία. Αυτό εσήμαινε ότι είχαμε μια παρατεταμένη επικοινωνία με τους ευαγγελιζομένους που μας συνώδευσαν στο αεροδρόμιο και η αναμονή μας έτσι έγινε ευχάριστη παρ’ όλη τη ζέστη.
Στις 4 μ.μ. ανηγγέλθη ότι θα αναχωρούσαμε. Η αναχώρησις από την ομάδα αυτή θα ήταν διαφορετική, διότι δεν θα τους εγκαταλείπαμε για πολλά χρόνια, επειδή σε λίγες μέρες επρόκειτο να επιστρέψουμε και να περάσωμε άλλες δώδεκα ώρες μαζί τους ενώ θα κατευθυνόμενα προς το Χονγκ-Κονγκ. Έτσι λοιπόν επρόκειτο απλώς για ένα χαιρετισμό τριημέρου αποχωρισμού.
Καθώς πετούσαμε, είδαμε την καστανή, αποξηραμμένη και αυλακωμένη γη των ορυζώνων· ήταν η ξηρή περίοδος. Λίγα μόνο πράσινα πράγματα μπορούσε κανείς να ιδή κατά μήκος των οχθών των ποταμών και πολλών καναλιών. Σε λίγους μήνες θα έρχονταν οι ετήσιες βροχές και άφθονη λάσπη και θα άρχιζε η σπορά του ρυζιού. Επετάξαμε πάνω από τις επίπεδες πεδιάδες και ύστερα ήλθαν τα βουνά που χωρίζουν την Ταϊλάνδη από τη Βιρμανία. Πήγαμε κατ’ ευθείαν προς δυσμάς ώσπου φθάσαμε στην ακτή της Βιρμανίας και έπειτα επήραμε κατεύθυνσι προς βορράν, προς τη Ρανγκούν. Η πτήσις έφερε μια σύντομη αίσθησι δροσερού αέρος, αλλά όταν προσγειωθήκαμε και ο κατάκλειστος θάλαμός μας δέχθηκε τις ακτίνες του ηλίου, αισθανθήκαμε τη ζέστη περισσότερο από κάθε άλλη φορά.