Άστεγα Παιδιά—Ποιος Φταίει;
Από τον ανταποκριτή του Ξύπνα! στη Βραζιλία
ΜΙΑ νύχτα, ο Φρανσίσκο πηγαίνει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του σε μια πιτσαρία, κάπου κοντά. Στο πάρκινγκ, ένα αγόρι με κουρελιασμένα ρούχα προσφέρεται να προσέχει το αυτοκίνητο του Φρανσίσκο όση ώρα η οικογένεια θα απολαμβάνει το γεύμα της. Όταν ο Φρανσίσκο και η οικογένειά του φεύγουν από το εστιατόριο, το αγόρι απλώνει με ανυπομονησία το χέρι του, περιμένοντας να πάρει λίγα κέρματα για την υπηρεσία που προσέφερε. Αργά τη νύχτα, στους δρόμους της πόλης, παιδιά σαν κι αυτό αγωνίζονται να βγάλουν το ψωμί τους. Δεν βιάζονται να φύγουν, μια και ο δρόμος είναι το σπίτι τους.
ΤΑ ΑΣΤΕΓΑ παιδιά θεωρούνται απόβλητα της κοινωνίας και έχουν πάρει το όνομα «παιδιά του κανένα» ή «παραπεταμένα παιδιά». Ο αριθμός τους είναι συγκλονιστικός και τρομακτικός—ίσως 40 εκατομμύρια. Εντούτοις, είναι δύσκολο να υπολογιστεί ακριβώς πόσα είναι. Δυστυχώς, όμως, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι το πρόβλημα εντείνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική. Η θέα των άστεγων παιδιών που κουβαριάζονται στα κατώφλια των σπιτιών ή ζητιανεύουν χρήματα είναι τόσο αξιολύπητη ώστε η κοινωνία τα μετατρέπει σε ψυχρούς αριθμούς καταλόγων θυμάτων, και τα προσπερνάει σηκώνοντας τους ώμους με αδιαφορία. Όμως δεν γίνεται πια να εξακολουθήσει να το κάνει αυτό η κοινωνία. Σύμφωνα με τη ΓΙΟΥΝΙΣΕΦ (το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά), το 60 τοις εκατό των αστέγων ηλικίας 8 μέχρι 17 χρονών παίρνουν παραισθησιογόνα, το 40 τοις εκατό πίνουν οινοπνευματώδη ποτά, το 16 τοις εκατό είναι ναρκομανείς και το 92 τοις εκατό καπνίζουν. Κι επειδή δεν έχουν κάποια ειδικότητα για να εργαστούν, συχνά επιβιώνουν με τη ζητιανιά, τις κλεψιές ή την πορνεία. Μεγαλώνοντας ως «παιδιά του κανενός», κινδυνεύουν να γίνουν παράνομοι, και οι παράνομοι αποτελούν απειλή για την ασφάλεια οποιασδήποτε κοινωνίας.
Η βραζιλιάνικη εφημερίδα Ο Εστάντο ντε Σάο Πάουλο (O Estado de São Paulo) ανέφερε σχετικά με κάποια συμμορία άστεγων παιδιών: «Δεν έχουν ούτε οικογένεια ούτε συγγενείς ούτε ελπίδα για το μέλλον. Ζουν την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία τους. . . . Τα παιδιά . . . δεν χάνουν καθόλου καιρό: Αρπάζουν, σε δευτερόλεπτα, το ρολόι κάποιου εφήβου, τραβάνε βίαια το κολιέ από το λαιμό κάποιας γυναίκας, ορμάνε στην τσέπη ενός ηλικιωμένου. Και δεν χάνουν καθόλου καιρό προκειμένου να εξαφανιστούν μέσα στο πλήθος. . . . Οι ανήλικοι . . . αρχίζουν τις σεξουαλικές σχέσεις από πολύ μικρή ηλικία. Εντεκάχρονα κορίτσια και 12χρονα αγόρια δημιουργούν σχέσεις κι ύστερα τις διαλύουν σε έναν ή δύο μήνες, με την ίδια ευκολία με την οποία τις δημιούργησαν».
Γιατί Ζουν Στους Δρόμους
Δεν είναι εύκολο να βοηθηθούν τα άστεγα παιδιά. Μια έκθεση έδειχνε ότι το 30 τοις εκατό των παιδιών του δρόμου ήταν τόσο φοβισμένα ώστε αρνήθηκαν να δώσουν στις αρχές οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το παρελθόν τους, ή ακόμα και το όνομά τους. Γιατί όμως ζουν στους δρόμους; Μήπως η αιτία είναι η επιθυμία τους για ανεξαρτησία; Αυτό αλήθευε στην περίπτωση ενός νεαρού στη Βραζιλία, ο οποίος είπε ότι δεν ήθελε να ξαναγυρίσει σπίτι, επειδή ο πατέρας του δεν τον άφηνε να κάνει ό,τι ήθελε. Όμως, σύμφωνα με τη μεξικάνικη εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ (El Universal), ο κύριος λόγος για το μεγάλο αριθμό παιδιών του δρόμου είναι ότι τα εγκαταλείπουν οι πατέρες τους. Έτσι, κύρια αιτία για το ότι αυξάνονται τα «χαμίνια» μπορεί να θεωρηθεί η διάλυση των γάμων.
Επιπλέον, μερικοί γονείς είναι ανεύθυνοι όσον αφορά τη φροντίδα των παιδιών τους, τα χτυπούν, τα κακοποιούν σεξουαλικά, τα διώχνουν ή απλώς τα αγνοούν. Σαν αποτέλεσμα, το κακοποιημένο ή παραμελημένο παιδί πιστεύει συχνά ότι είναι καλύτερα να μείνει μόνο του, έστω και στο δρόμο.
Ωστόσο, τα παιδιά χρειάζονται τρυφερή φροντίδα και καθοδήγηση. Αυτό το εξέφρασε με ωραίο τρόπο ο Τζέιμς Γκραντ, ανώτερο στέλεχος της ΓΙΟΥΝΙΣΕΦ. Τα λόγια του, που παρατέθηκαν σε ένα άρθρο του εκδότη της εφημερίδας Λάτιν Αμέρικα Ντέιλι Ποστ (Latin America Daily Post) με τίτλο «Τα Παιδιά και το Αύριο», ήταν τα εξής: «Μέχρι την ηλικία των τριών ή τεσσάρων χρονών, το 90 τοις εκατό των εγκεφαλικών κυττάρων ενός ατόμου είναι ήδη συνδεδεμένα και η φυσική ανάπτυξη έχει προχωρήσει μέχρι του σημείου να έχει τεθεί το πρότυπο για την υπόλοιπη ζωή του ατόμου. Επομένως, στη διάρκεια των πρώτων χρόνων του παιδιού υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη για προστασία, προκειμένου να επιτευχθούν δυο στόχοι—να προασπιστεί το δικαίωμα που έχει το παιδί να αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητές του και να γίνει επένδυση στην ανάπτυξη ανθρώπων που θα μπορέσουν να συμβάλουν πληρέστερα στην ευημερία των οικογενειών τους και των κρατών τους».
Γι’ αυτό, οι παρατηρητές ανησυχούν και κατηγορούν την οικονομία, τις κυβερνήσεις ή το κοινό για τα άστεγα παιδιά. Το ίδιο άρθρο του εκδότη έλεγε στη συνέχεια: «Δεν έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος ούτε στην ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος ούτε στην οικονομική, δηλαδή ‘την επένδυση στα παιδιά’. . . . Οι ‘οικονομικές προσαρμογές’ συχνά σημαίνουν περικοπή των επιχορηγήσεων όσον αφορά τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης. . . . Κι αν υπολογίσουμε επίσης την αύξηση της ανεργίας και την πτώση των καθαρών μισθών, αυτές οι περικοπές σημαίνουν ότι το βαρύτερο φορτίο της οικονομικής ύφεσης το σηκώνουν εκείνοι που είναι λιγότερο ικανοί να το κρατήσουν—οι φτωχότερες οικογένειες και τα παιδιά τους».
Αναμφίβολα, η κακή οικονομική κατάσταση πολλών χωρών είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο αυξάνονται τα παιδιά του δρόμου. Οι γονείς αναγκάζουν τα παιδιά τους να βγουν στους δρόμους για να κερδίσουν ό,τι μπορούν, με όποιο τρόπο μπορούν. Γιατί, όμως, είναι τόσο δύσκολο να λυθεί το πρόβλημα των άστεγων παιδιών;