Τρεις Ώρες που Άλλαξαν τη Ζωή Μου
ΗΜΟΥΝ δέκα χρονών όταν μου έκαναν δώρο για τα Χριστούγεννα ένα φλόμπερ. Πυροβολούσα μπουκάλια και κονσερβοκούτια, αλλά γρήγορα προχώρησα σε πιο ενδιαφέροντα παιχνίδια—πουλιά, φίδια, οτιδήποτε κουνιόταν. Έκανα μια χαρακιά στο πίσω μέρος του όπλου μου για κάθε πουλί που σκότωνα. Πολύ σύντομα, 18 χαρακιές μαρτυρούσαν υπερήφανα ότι ήμουν κυνηγός με ικανότητες.
Μετά συνέβη κάτι που τα άλλαξε όλα αυτά. Μια μέρα ήμουν στην πίσω αυλή του σπιτιού μου και κυνηγούσα πουλιά. Είδα ένα σπουργίτι στην κορυφή της λεύκας μας, σκόπευσα με προσοχή και πίεσα αργά τη σκανδάλη. Διάνα! Ήταν το νούμερο 19!
Το πουλί έπεσε στο έδαφος. Προχώρησα προς το μέρος που είχε σωριαστεί, το κοίταξα και είδα το αίμα στα φτερά του. Κουνήθηκε, έμοιαζε σαν να με κοιτούσε και να μου έλεγε: ‘Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου αφαιρέσεις τη ζωή;’ Καθώς πέθαινε, το κεφάλι του ακούμπησε αργά-αργά στο έδαφος. Ένιωσα σαν να μου ξέσχιζαν την καρδιά. Άρχισα να κλαίω. Έτρεξα στη μητέρα μου και της είπα τι είχε συμβεί και τι πίστευα ότι μου είχε πει το πουλί όταν πέθαινε. Ποτέ ξανά δεν πυροβόλησα πουλί, ποτέ δεν έκανα άλλη χαρακιά στο όπλο μου. Μέχρι και σήμερα μπορώ να θυμηθώ αυτή τη μικρή μπαλίτσα από φτερά που ήταν σκεπασμένη με αίμα. Η μόνιμη εντύπωση που μου άφησε η παιδική μου εμπειρία με έκανε να αναγνωρίσω το πόσο πολύτιμη είναι η ζωή, είτε ανήκει σε σπουργίτι, είτε σε άνθρωπο.
Και άλλες αξίες ενσταλάχτηκαν μέσα μου στη νεανική μου ηλικία—εντιμότητα, σεβασμός για τους μεγαλυτέρους, αίσθηση της ηθικής, αφοσίωση στην αλήθεια. Γεννήθηκα στο Μέμφις του Τενεσή, αλλά μεγάλωσα σε ένα προάστιο στο Σικάγο του Ιλινόις που λέγεται Ρόμπινς. Μεγάλωσα πηγαίνοντας στην εκκλησία, αλλά οι αξίες που απέκτησα όταν ήμουν παιδί και εκκλησιαζόμουν τακτικά έσβησαν με το πέρασμα του χρόνου. Δεν έβλεπα να αντανακλώνται αυτές οι αξίες ούτε στο εκκλησίασμα ούτε στους διάκονους ούτε στους ιερείς· αντίθετα, είδα υποκρισία. Επίσης, η κοινωνία γενικά είχε απορρίψει τέτοιου είδους αξίες ως μη πρακτικές και τις περιφρονούσε. Αλλά το μάθημα που είχα διδαχτεί από το θάνατο του μικρού σπουργιτιού, για το πόσο πολύτιμη είναι η ζωή δεν έσβησε ποτέ.
Από τότε που πήγα στο γυμνάσιο σταμάτησα να πηγαίνω στην εκκλησία—πράγμα που λύπησε πολύ τους γονείς μου. Η συνείδησή μου αδράνησε, αλλά θυμάμαι ότι όταν άρχισα να χρησιμοποιώ άσχημη γλώσσα—όπως έκαναν όλοι—η συνείδησή μου με ενοχλούσε. Καθώς οι συναναστροφές μου χειροτέρευαν, παρασύρθηκα στα ναρκωτικά και στην ανήθικη διαγωγή. Η Αγία Γραφή είπε ότι αυτό θα συνέβαινε, και εγώ εκπλήρωσα την πρόβλεψή της: «Μη πλανάσθε· Φθείρουσι τα καλά ήθη αι κακαί συναναστροφαί».—1 Κορινθίους 15:33.
Ακόμα και έτσι, η αίσθηση του σωστού και του λάθους μού έβαζε κάποιους φραγμούς. Για παράδειγμα, στον τρίτο μου χρόνο στο γυμνάσιο είχα δυο στενούς φίλους που τρέχαμε μαζί, ήμασταν μαζί στην ομάδα του μπάσκετ, κάναμε τα πάντα μαζί—μέχρι εκείνη τη νύχτα που συναντήσαμε τυχαία μια κοπέλα. Οι δυο φίλοι μου αποφάσισαν να τη βιάσουν. Εκείνη τους εκλιπαρούσε να μην το κάνουν αυτό, αλλά όταν συνέχισαν, την έπιασε υστερία και ξεφώνιζε ότι θα ήταν προτιμότερο να τη σκοτώσουν. Παρά την αντίστασή της, τη βίασαν. Μετά ήθελαν να ενωθώ μαζί τους σ’ αυτή την εγκληματική πράξη εναντίον της κοπέλας. Αηδιασμένος και γεμάτος φρίκη, αρνήθηκα να συμμετάσχω μαζί τους στον άνανδρο βιασμό της. Θύμωσαν πολύ μαζί μου και άρχισαν να με βρίζουν. Η φιλία μας τέλειωσε εκείνη τη νύχτα.
Χρόνια αργότερα συνειδητοποίησα πως ό,τι είχα περάσει ήταν ακόμα ένα παράδειγμα του τι έλεγε η Αγία Γραφή ότι θα συνέβαινε: «Και δια τούτο παραξενεύονται ότι σεις δεν συντρέχετε με αυτούς εις την αυτήν εκχείλισιν της ασωτίας, και σας βλασφημούσιν».—1 Πέτρου 4:4.
Ο τελευταίος μου χρόνος στο γυμνάσιο το 1965 είδε την κλιμάκωση του πολέμου του Βιετνάμ, και αντιμετώπισα το δίλημμα του τι να κάνω μετά την αποφοίτηση. Δεν ήθελα να με στρατολογήσουν και να αναγκαστώ να σκοτώσω. Ένιωθα ακόμα τον εαυτό μου να αντιδρά έντονα στην ιδέα της αφαίρεσης ζωής—είτε επρόκειτο για τη ζωή ενός σπουργιτιού, είτε ενός ανθρώπου. Υπήρχε ένας εύκολος τρόπος για να ξεφύγω: να πάρω αθλητική υποτροφία και να παίξω μπάσκετ για κάποιο πανεπιστήμιο. Αντί γι’ αυτό, κατατάχτηκα στην πολεμική αεροπορία όπου δεν θα ήμουν αναγκασμένος να πολεμάω στη ζούγκλα και να σκοτώνω.
Διορίστηκα σε μονάδα MAC (Διοίκηση Στρατιωτικών Αερομεταφορών) ως μηχανικός αεροσκαφών για τα τέσσερα χρόνια της υπηρεσίας μου. Μετά τη βασική εκπαίδευση, με έστειλαν στην Αεροπορική Βάση CCK, στην Ταϊβάν. Αυτό συνέβη τον Ιανουάριο του 1968. Στους περισσότερους φίλους μου στη μοίρα ανατέθηκαν καθήκοντα στο Βιετνάμ, στην Ταϋλάνδη, στην Ιαπωνία και στις Φιλιππίνες. Έτσι, είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν ό,τι ήθελαν—συμπεριλαμβανομένων και σκληρών ναρκωτικών όπως η ηρωίνη και η κοκαΐνη. Είχα αρχίσει να παίρνω ναρκωτικά στο γυμνάσιο· τώρα άρχισα να τα πουλάω. Οκτώ μήνες αργότερα, όλη η μοίρα ξαναδιορίστηκε στην Οκινάβα της Ιαπωνίας που ήταν τότε κάτω από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η επιχείρησή μας με τα ναρκωτικά άνθισε.
Ο επισμηναγός μου με κάλεσε προσωπικά να πάω στο Βιετνάμ για να δω τα πράγματα από κοντά. Το χρήμα και η περιπέτεια με έκαναν να αρπάξω την ευκαιρία. Το Βιετνάμ ήταν μια όμορφη χώρα με πλούσια βλάστηση και αμμώδεις ακρογιαλιές. Οι Βιετναμέζοι ήταν πραγματικά ευγενικοί και φιλόξενοι. Αν τους χτυπούσες την πόρτα θα σε καλούσαν μέσα και θα σου έδιναν να φας. Συχνά αναρωτιόμουν: «Γιατί γίνεται αυτός ο πόλεμος; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι σφαγιάζονται σαν να είναι ζώα;» Αλλά στη Σαϊγκόν είδα τόσο έγκλημα, τόσο πολλές αισχρότητες να διαπράττονται, τόση διαφθορά και αδικαιολόγητη βία! Η ζωή ήταν τόσο φθηνή! Άρχισα να έχω σοβαρές αμφιβολίες για την ικανότητα και την προθυμία της ανθρωπότητας να ζήσει μαζί ειρηνικά και ευτυχισμένα.
Μετά την τιμητική μου απόλυση από την αεροπορία στα τέλη του Ιουλίου του 1970, ξαναγύρισα στην πόλη που μεγάλωσα στο Ρόμπινς του Ιλινόις. Έπιασα μια δουλειά και προσπάθησα να συνηθίσω στο περιβάλλον, αλλά τα πράγματα ήταν αλλιώτικα. Οι άνθρωποι και τα μέρη είχαν αλλάξει. Ναι, και εγώ επίσης είχα αλλάξει. Το σπίτι μου δεν ήταν πια το ίδιο. Οι σκέψεις μου στρέφονταν στην Άπω Ανατολή, σε αναμνήσεις βαθιά χαραγμένες στο μυαλό μου. Η επιθυμία μου να γυρίσω στην Ανατολή με είχε κυριέψει. Οκτώ μήνες μετά τη στρατιωτική μου απόλυση, αγόρασα ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για την Οκινάβα της Ιαπωνίας.
Την πρώτη νύχτα της επιστροφής μου, πήγα σε ένα από τα μέρη στα οποία σύχναζα παλιά, σε ένα πολυσύχναστο κλαμπ που ονομαζόταν Μπαρ και Λάουντζ της Τίνας. Προς μεγάλη μου έκπληξη, στο μπαρ καθόταν ένας από τους παλιούς μου συνεταίρους στην επιχείρηση με τα ναρκωτικά. Χαρήκαμε που ξαναειδωθήκαμε και αμέσως καταστρώσαμε ένα σχέδιο για να βγάλουμε λαθραία ναρκωτικά έξω από την Ταϋλάνδη. Για να μπούμε στην Ταϋλάνδη εμφανιστήκαμε σαν στρατιωτικοί επειδή είχαμε ψεύτικες ταυτότητες, άδεια εξόδου, στολές και τα λοιπά. Με αυτόν τον τρόπο φτάσαμε από το αεροδρόμιο στο Μπανγκόκ.
Από εκεί ήρθαμε σε επαφή με τον προκαθορισμένο μας οδηγό, που μας οδήγησε με μια πιρόγα μέσα από σκοτεινά κανάλια και έλη της ζούγκλας σε ένα απομονωμένο νησί. Μας υποδέχτηκε ένας από τους μεγιστάνες του εμπορίου ναρκωτικών στην Ταϋλάνδη. Ήταν τόσο ευγενικός και φιλόξενος οικοδεσπότης που ποτέ δεν υποψιαστήκαμε ότι θα μπορούσε να ενημερώσει τις αρχές για τη δράση μας. Αλλά το έκανε. Ο λόγος που το έκανε ήταν για να κάνουν κι εκείνοι τα στραβά μάτια σε μερικές από τις δικές του παράνομες δραστηριότητες.
Οι αρχές μάς περίμεναν στο σταθμό των λεωφορείων στο Μπανγκόκ—και εγώ κουβαλούσα μια βαλίτσα που περιείχε 29 κιλά ναρκωτικά! Μόλις μπήκα στο σταθμό των λεωφορείων, αισθάνθηκα ρίγος από κρύο ατσάλι στον αυχένα μου. Ένας αξιωματικός της αστυνομίας της Ταϋλάνδης είχε ακουμπήσει ένα 38άρι περίστροφο στο κεφάλι μου και μου είπε πολύ ήρεμα: «Σε παρακαλώ, μην προσπαθήσεις να αντισταθείς». Μας συνέλαβαν και μας οδήγησαν στο αρχηγείο της αστυνομίας.
Επρόκειτο να συναντήσουμε ένα συνένοχό μας στην Οκινάβα, ο οποίος θα είχε μαζί του τρία κουτιά από παπούτσια γεμάτα ηρωίνη. Υπολογίζαμε ότι αν διακινούσαμε από κοινού τα εμπορεύματά μας θα διευθύναμε εμείς το εμπόριο ναρκωτικών στην Οκινάβα. Ο συνένοχός μας έφτασε εκεί με την ηρωίνη, και όταν τα κουτιά βγήκαν στην παραλαβή, η αστυνομία ήταν εκεί μαζί με το σκύλο τους που ανίχνευσε την ηρωίνη. Έτσι, αυτός έχασε την ηρωίνη, εγώ μια βαλίτσα γεμάτη μαριχουάνα και σπιντ, και η επιχείρησή μας έκλεισε πριν ξεκινήσει. Καταλήξαμε στις φυλακές Κλονγκ Πριμ. Οι συνθήκες ήταν πρωτόγονες. Η τροφή ήταν λιγοστή. Η καθημερινή μας τροφή αποτελούνταν από μικρά ψάρια διατηρημένα στο αλάτι και ρύζι, δυο φορές τη μέρα. Μέσα σε δυο μήνες έχασα σαράντα πέντε κιλά.
Ενώ ήμασταν στη φυλακή, ήρθε να μας δει ένας ψηλός κομψός κύριος, που μας δήλωσε ότι ήταν από το προξενείο των Η.Π.Α. Είπε ότι ήθελε να μας βοηθήσει, αλλά χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες. Δεν τον εμπιστευτήκαμε. Αφού μας επισκέφτηκε μερικές φορές τελικά μας αποκάλυψε ότι ήταν ο υπεύθυνος ανακριτής της δίωξης ναρκωτικών για όλη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας και προσπαθούσε να αποδείξει ότι βγάζαμε λαθραία ναρκωτικά από τη χώρα. Την επόμενη μέρα επέστρεψε για να μου μιλήσει ιδιαιτέρως.
«Πες τα όλα», είπε ο ανακριτής. «Αν αρνηθείς σου υπόσχομαι ότι θα σαπίσεις μέσα σε αυτή τη φυλακή». Έτσι, του τα είπα όλα. Του είπα την αλήθεια. Μετά με ρώτησε: «Πώς θα σου φαινόταν να εργαστείς για μένα σαν ειδικός πράκτορας;» Με κατέλαβε εξ απροόπτου, αλλά τελικά συμφώνησα να συνεργαστώ μαζί του σε αυτές τις ύπουλες επιχειρήσεις.
Τελικά αποφυλακίστηκα και επέστρεψα στην Οκινάβα για να αρχίσω μια καινούρια ζωή ως ειδικός πράκτορας της δίωξης ναρκωτικών. Είχα διοριστεί να οργανώνω δουλειές με ναρκωτικά με σκοπό τη σύλληψη των προμηθευτών που είχαν ανάμειξη στο εμπόριο ναρκωτικών. Εργάστηκα σε αυτή τη θέση περίπου ενάμιση χρόνο και μετά παραιτήθηκα.
Με τον καιρό, ο φίλος μου κι εγώ αποκτήσαμε μια ταβέρνα που λεγόταν Του Πάπα Τζο. Είχαμε κοπέλες που εργάζονταν ως σερβιτόρες και δουλειά τους ήταν να κάνουν τους στρατιώτες να αγοράζουν όσο το δυνατόν περισσότερο πιοτό. Ένα βράδυ κάποιος άντρας που καθόταν στο μπαρ με ρώτησε: «Είσαι ο Τζίμι-σαν, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, εγώ είμαι».
«Τα πας πολύ καλά εδώ, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, καλά τα πάω. Γιατί ρωτάς;»
«Η συμβουλή μου είναι: Να μην ξαναρχίσεις τα ίδια. Αν ξαναρχίσεις θα σε τσιμπήσουμε και θα σε χώσουμε μέσα».
Τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν πράκτορας της δίωξης ναρκωτικών και ότι με παρακολουθούσαν. Ήξερα πολλά, και με προειδοποιούσαν να μην ξαναρχίσω τα ίδια. Δεν είχε σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν πουλούσα πια ναρκωτικά. Είχα αλλάξει τον εξαχρειωτικό τρόπο ζωής που ζούσα.
Επίσης, εκείνο τον καιρό προσπαθούσα να βρω το νόημα της ζωής εξετάζοντας τις θρησκείες της Ανατολής. Σύντομα διαπίστωσα ότι ήταν τόσο μυστηριώδεις και προκαλούσαν τόση σύγχυση όσο και η διδασκαλία της Τριάδας του Χριστιανικού κόσμου. Ήταν κι αυτές ακατανόητες.
Τότε μια μέρα ενώ ήμουν μόνος στο σπίτι, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ήταν μια ηλικιωμένη Γιαπωνέζα με ένα εγκάρδιο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Αλλά αυτό που τράβηξε την προσοχή μου ήταν τα μάτια της. Έλαμπαν. Μπορούσα να πω από τα μάτια της ότι ήταν ευθύς άνθρωπος και αγνός, και ότι δεν βρισκόταν εκεί για να μου αποσπάσει κάτι. Κάτι μου έλεγε ότι έπρεπε να την ακούσω. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, αλλά δεν μπορούσα και να το αγνοήσω. Έτσι, την κάλεσα μέσα.
Μόνο αφού καθήσαμε στην κουζίνα άρχισα πραγματικά να ακούω τι μου έλεγε. Είχα πάει πολλές φορές στην εκκλησία όταν ήμουν νεαρός, αλλά ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι παρόμοιο κατευθείαν από την Αγία Γραφή. Μου έδειξε γιατί υπάρχει τόση κακία, ότι ο Σατανάς είναι ο θεός αυτού του κόσμου και ότι όλα αυτά είναι σημεία των εσχάτων ημερών. Σύντομα ο Θεός θα αναλάβει δράση για να βάλει τέλος στην κακία και να φέρει έναν καθαρό, δίκαιο νέο κόσμο. Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί γιατί βρισκόμαστε εδώ, αν η ζωή μας είχε νόημα, αν υπήρχε κάποιος σκοπός γι’ αυτή την όμορφη γη. Οι απαντήσεις βρίσκονταν στην Αγία Γραφή—ήταν πάντα εκεί.—Ψαλμός 92:7· Εκκλησιαστής 1:4· Ησαΐας 45:18· Δανιήλ 2:44· 2 Κορινθίους 4:4· 2 Τιμόθεον 3:1-5, 13· 2 Πέτρου 3:13.
Καθώς μιλούσε, τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους. Σαν σπόροι που παραμένουν αδρανείς για χρόνια, αλλά βλαστάνουν όταν πέφτει η δροσιά, έτσι και οι σκέψεις μου για τον Θεό που παρέμεναν αδρανείς στο μυαλό μου ξαφνικά άρχισαν να ξαναζούν καθώς τα νερά της αλήθειας από την Αγία Γραφή χύθηκαν πάνω τους.—Εφεσίους 5:26· Αποκάλυψις 7:17.
Ζωή για πάντα, όχι σε κάποιον απόμακρο ουρανό αλλά ακριβώς εδώ σε μια παραδεισένια γη. Ολόκληρη η γη ένας κήπος της Εδέμ. Ανάσταση που θα φέρει αναρίθμητα εκατομμύρια πίσω από τους νεκρούς για να τους δοθεί η ευκαιρία να ζήσουν για πάντα σε αυτόν τον Εδεμικό επίγειο Παράδεισο. Ούτε πόνος ούτε δάκρυα ούτε δυστυχία ούτε έγκλημα ούτε αρρώστιες ούτε θάνατος—τα πολλά εδάφια που δηλώνουν ότι αυτές οι ευλογίες θα έρθουν κάτω από τη Βασιλεία του Ιεχωβά υπό τον Χριστό έφερναν στο νου μου λαμπερές εικόνες για το τι επιφυλάσσει ο Θεός για το υπάκουο ανθρώπινο γένος.—Ψαλμός 37:10, 11, 29· Παροιμίαι 2:21, 22· Ιωάννης 5:28, 29· 17:3· Αποκάλυψις 21:1, 4, 5.
Μήπως τα παραέλεγε; Απεναντίας, απέδειξε από την Αγία Γραφή κάθε δήλωση που έκανε. Καθώς μιλούσε, για πρώτη φορά η Γραφή έγινε σαφής, κατανοητή και απέκτησε σημασία για μένα. Συνειδητοποίησα δυο πράγματα. Πρώτο, ότι αυτή ήταν η καθαρή αλήθεια από το Λόγο του Θεού, αμόλυντη από τα ψεύτικα δόγματα και τις δοξασίες των θρησκειών του Χριστιανικού κόσμου· και δεύτερο, ότι έπρεπε να κάνω αλλαγές στη ζωή μου για να συμμορφωθώ με τους θεϊκούς κανόνες και πρότυπα.—Ψαλμός 119:105· Ρωμαίους 12:1, 2· 1 Κορινθίους 6:9-11· Κολοσσαείς 3:9, 10.
Μιλούσαμε τρεις ολόκληρες ώρες, τρεις ώρες που άλλαξαν τη ζωή μου. Πριν φύγει η Χαρούκο Ισεγκάβα—αυτό ήταν το όνομά της—μου είπε πού θα μπορούσα να παρακολουθώ συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Επίσης άρχισε να έρχεται κάθε βδομάδα για να μελετάμε την Αγία Γραφή. Την επόμενη βδομάδα παρακολούθησα την πρώτη μου συνάθροιση με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτά που μάθαινα είχαν έντονη επίδραση στο πώς σκεπτόμουν και συμπεριφερόμουν. Δραστικές αλλαγές έγιναν σχεδόν μέσα σε μια μέρα. Για πολλούς από τους παλιούς μου φίλους αυτές οι αλλαγές ήταν πολύ απότομες και έτσι διακόπηκαν οι σχέσεις μας. Έχασα μερικούς παλιούς φίλους, αλλά κέρδισα περισσότερους καινούριους ακριβώς όπως είχε υποσχεθεί ο Ιησούς. (Ματθαίος 19:29) Δέκα μήνες μετά την αρχική επίσκεψη της αδελφής Ισεγκάβα, βαφτίστηκα Μάρτυρας του Ιεχωβά στις 30 Αυγούστου 1974.
Τον επόμενο μήνα επέστρεψα στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνδέθηκα με την εκκλησία Ρόμπινς στην πόλη που μεγάλωσα. Τον επόμενο χρόνο επισκέφτηκα τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, που ονομάζονται Μπέθελ, λέξη που σημαίνει «Οίκος Θεού». Σήμερα υπάρχουν εκεί τρεις χιλιάδες εθελοντές εργάτες, άλλοι χίλιοι εργάζονται στα Αγροκτήματα της Εταιρίας Σκοπιά στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, και τυπώνουν τα Γραφικά έντυπα που διατίθενται παγκόσμια. Η επίσκεψη αύξησε τη σφοδρή μου επιθυμία να υπηρετήσω εκεί και ο Ιεχωβά μού έδωσε αυτό το θαυμάσιο προνόμιο το Σεπτέμβριο του 1979.
Λίγους μήνες μετά την άφιξή μου εκεί, άλλος ένας αδελφός διορίστηκε στο τμήμα στο οποίο εργαζόμουν. Υπήρχε κάτι πάνω του που μου ήταν γνωστό, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι. Αφού γνωριστήκαμε καλύτερα, ανακαλύψαμε ότι ήμασταν και οι δυο στην Οκινάβα την ίδια περίοδο, μέναμε στο ίδιο συγκρότημα κατοικιών και ήμασταν και οι δυο έμποροι ναρκωτικών. Χαρήκαμε πολύ που ξαναβρεθήκαμε. Τώρα, αυτός και η γυναίκα του υπηρετούν ως ειδικοί ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά στα νησιά της Μικρονησίας.
Το 1981 ο Ιεχωβά με ευλόγησε με μια στοργική σύζυγο, την Μπόνι, και απολαμβάνουμε άφθονες ευλογίες καθώς υπηρετούμε μαζί στο Μπέθελ. Αισθάνομαι όπως ο ψαλμωδός Βασιλιάς Δαβίδ, όταν εκφράστηκε με τα λόγια που βρίσκονται στον 23ο Ψαλμό, εδάφιο 6: ‘Βεβαίως χάρις και έλεος θέλουσι με ακολουθεί πάσας τας ημέρας της ζωής μου· και θέλω κατοικεί εν τω οίκω του Ιεχωβά εις μακρότητα ημερών’.
Μια μέρα διάβασα το Ματθαίος 10:29, 31. Με ξαναγύρισε στην παιδική μου ηλικία: «Δύο στρουθία [σπουργίτια] δεν πωλούνται δι’ εν ασσάριον; και εν εξ αυτών δεν θέλει πέσει επί την γην άνευ του θελήματος του Πατρός σας». Ήξερε ο Ιεχωβά για το σπουργίτι που είχα σκοτώσει; Ένιωσα ανακούφιση όταν διάβασα παρακάτω: «Μη φοβηθήτε λοιπόν· πολλών στρουθίων διαφέρετε σεις».—Όπως το αφηγήθηκε ο Τζέιμς Ντάισον.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 19]
‘Γιατί αυτοί οι άνθρωποι σφαγιάζονται σαν να είναι ζώα;’
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Αισθάνθηκα ρίγος από κρύο ατσάλι στον αυχένα μου
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 21]
Η αστυνομία ήταν εκεί μαζί με το σκύλο τους που ανίχνευσε την ηρωίνη
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 22]
Κάτι μου έλεγε ότι έπρεπε να την ακούσω
Εικόνα στη σελίδα 23]
Με τη σύζυγό μου, την Μπόνι