Μπορούν οι Άνθρωποι και τα Ζώα να Ζουν Ειρηνικά;
«Ένιωσα σαν να ήμουν στο κατώφλι του παραδείσου· άνθρωποι και ζώα σε αρμονική και γεμάτη εμπιστοσύνη συνύπαρξη». Μ’ αυτόν τον τρόπο περιέγραψε η Τζόι Άνταμσον τη σκηνή που έζησε στις όχθες του ποταμού Ουρά της Κένυας, καθώς παρατηρούσε τα πάμπολλα πουλιά και ζώα τα οποία είχαν πάει εκεί για να πιουν νερό. Συναρπαστικό στοιχείο της σκηνής αυτής αποτελούσε το ζώο που καθόταν ειρηνικά πλάι στη Τζόι—ήταν μια πλήρως αναπτυγμένη λέαινα!
Είχε άραγε κάτι το ξεχωριστό εκείνη ειδικά η λέαινα, η Έλσα, που έγινε γνωστή σε εκατομμύρια ανθρώπους από το βιβλίο τής Τζόι Άνταμσον Γεννημένη Ελεύθερη (Born Free); Όχι, ήταν μια συνηθισμένη λέαινα. Η μόνη διαφορά ήταν ότι αυτή είχε μάθει να ζει ειρηνικά με τους ανθρώπους.
Αργότερα, όταν γυριζόταν η ταινία Γεννημένη Ελεύθερη, χρησιμοποιήθηκαν αρκετές ήμερες λέαινες για να παίξουν το ρόλο της Έλσας. Μια απ’ αυτές λεγόταν Μάρα. Στην αρχή η Μάρα ήταν καχύποπτη· κατόπιν, ήθελε συνέχεια κοντά της τους καινούριους ανθρώπινους φίλους της και δεν ανεχόταν να τους χάνει από τα μάτια της. Ο σύζυγος της Τζόι, ο Τζορτζ Άνταμσον, για να την ηρεμήσει, μετέφερε τη σκηνή του δίπλα στον περίφραχτο χώρο της Μάρας. Τελικά μετέφερε τη σκηνή του μέσα στο δικό της χώρο! «Τους τρεις επόμενους μήνες», έγραψε ο ίδιος στο βιβλίο του Αξιότιμα Άγρια Ζώα (Bwana Game), «η Μάρα κοιμόταν τακτικά μέσα [στη σκηνή μου], συνήθως ξαπλωμένη στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι μου και μερικές φορές και πάνω σ’ αυτό. . . . Δεν μου έδωσε ποτέ αφορμή για να ανησυχήσω για την προσωπική μου ασφάλεια».
«Ένα από τα αγαπημένα μας παιχνίδια», έγραψε ο Κος Άνταμσον, «ήταν να ξαπλώνω εγώ στο έδαφος κρυμμένος πίσω από κάποια συστάδα θάμνων. Η Μάρα με πλησίαζε αθόρυβα και πολύ προσεκτικά, με την κοιλιά να ακουμπάει σχεδόν στο έδαφος με γνήσιο λιονταρίσιο τρόπο, και κατόπιν έκανε ένα τελικό αστραπιαίο τίναγμα μπροστά και προσγειωνόταν πάνω μου. Πάντοτε κρατούσε υπό έλεγχο τα τρομερά νύχια της και δεν με είχε γρατσουνίσει ποτέ».
Μια άλλη λέαινα που έπαιξε το ρόλο της Έλσας λεγόταν Γκερλ. Όταν τελείωσε η ταινία, η Γκερλ επέστρεψε στην άγρια φύση, όπου ζευγάρωσε και γέννησε δυο λιονταράκια. Δυο φίλοι των Άνταμσον εντόπισαν τη φωλιά της. Ο Άνταμσον έγραψε: «Με την πλέον αξιοθαύμαστη εμπιστοσύνη και καλή διάθεση, η Γκερλ άφησε τους δυο άντρες, οι οποίοι ριψοκινδύνευαν αρκετά, να πλησιάσουν σε απόσταση ενός περίπου μέτρου από το σημείο όπου είχε γεννήσει . . . Η συμπεριφορά της Γκερλ ήταν εξαιρετικά αξιοπερίεργη επειδή [ο ένας από τους άντρες] ήταν σχετικά άγνωστος σ’ αυτήν». Όσο για τον Άνταμσον, η Γκερλ τον άφηνε ακόμα και να αγγίζει τα μικρά της, ενώ έδιωχνε τα άλλα λιοντάρια.
Εξημέρωση ενός Άγριου Λιονταριού
Ο χαρακτήρας διαφέρει από λιοντάρι σε λιοντάρι. Τον καιρό που η Τζόι Άνταμσον μεγάλωνε την Έλσα, πιο νότια, στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια), ένας φύλακας θηραμάτων, ο Νόρμαν Καρ, έκανε το ίδιο με δυο αρσενικά λιονταράκια. Ένα από τα λιονταράκια, ο Μπιγκ Μπόι, ήταν πολύ φιλικό. Το άλλο, ο Λιτλ Μπόι, ήταν κάπως κακότροπο. Σχετικά μ’ αυτό το τελευταίο, ο Καρ έγραψε τα ακόλουθα στο βιβλίο του Επιστροφή στην Άγρια Φύση (Return to the Wild):
«Όταν ο Λιτλ Μπόι έχει τα νεύρα του, ενώ εκείνος με κοιτάζει και βρυχάται απειλητικά, εγώ πάω και γονατίζω κοντά του, αλλά όχι τόσο κοντά ώστε να με φτάνει το πέλμα του, το οποίο είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήσει για να δώσει ένα άγριο χτύπημα με τα κοφτερά του νύχια, που έχουν μήκος δυο ίντσες [πέντε εκατοστά] όταν τα βγάζει. Υπομονετικά προσπαθώ να τον κερδίσω μιλώντας του κατευναστικά, καθώς πλησιάζω λίγο-λίγο όλο και πιο κοντά του· και όταν τελικά τον αγγίζω, αυτός εξακολουθεί να βρυχάται απειλητικά, αλλά λιγότερο κατηγορηματικά. Όταν περνάω το χέρι μου γύρω από τους μαλλιαρούς του ώμους και τον χαϊδεύω στο στήθος, φαίνεται καθαρά ότι ηρεμεί και όλοι οι τεντωμένοι μύες του χαλαρώνουν. . . . Βάζει το κεφάλι του πάνω στα πόδια μου, γυρεύοντας χάδια».
Στον πρόλογο του βιβλίου τού Καρ, ο Κόμης του Νταλουζί, ο οποίος ήταν διοικητής στη χώρα, αναφέρει ένα σχετικό περιστατικό που είδε με τα ίδια του τα μάτια όταν τα λιοντάρια ήταν πάνω από δυο χρονών και περιδιάβαιναν χωρίς επιτήρηση σε μια πεδιάδα κοντά στον καταυλισμό του Καρ. Ο Καρ σφύριξε, και να πώς περιγράφει ο Κόμης τι έκαναν τότε τα λιοντάρια: «Μόλις άκουσαν το σφύριγμα του κυρίου τους, έτρεξαν κοντά του και άρχισαν να τρίβουν τα επιβλητικά τους κεφάλια πάνω του, ενώ ταυτόχρονα τον χαιρετούσαν μ’ ένα χαρούμενο, αλλά και τρομακτικό βρυχηθμό. Σίγουρα η αγάπη τους γι’ αυτόν δεν είχε ελαττωθεί».
Τα λιοντάρια έχουν έναν έμφυτο φόβο για τον άνθρωπο και, υπό φυσιολογικές συνθήκες, προσπαθούν να τον αποφύγουν. Αυτή η ενστικτώδης αντίδραση, που παρατηρείται στα λιοντάρια και στα άλλα ζώα, περιγράφεται με ακρίβεια στην Αγία Γραφή. (Γένεσις 9:2) Αν δεν είχαν αυτή την αντίδραση, ο άνθρωπος θα ήταν εξαιρετικά ευάλωτο θήραμα. Κι όμως, πολλά ζώα γίνονται ανθρωποφάγα.
«Εξαιρέσεις στον Κανόνα»
Ένας ειδήμων σ’ αυτό το θέμα, ο Ρότζερ Κάρας, εξηγεί: «Ανάμεσα σε όλα σχεδόν τα μεγάλα αιλουροειδή φαίνεται να υπάρχουν ορισμένα μη φυσιολογικά τα οποία θέλουν να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Αυτά είναι εξαιρέσεις στον κανόνα . . . Γενικά ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει αρκετά ειρηνικά με [τα μεγάλα αιλουροειδή]».
Απ’ ό,τι φαίνεται, πολλά ζώα δεν αναγνωρίζουν τους ανθρώπους όταν αυτοί βρίσκονται μέσα σε κάποιο όχημα. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι μπορούν να παίρνουν από πολύ κοντά φωτογραφίες λιονταριών. «Αλλά», προειδοποιεί το βιβλίο Τα Νοτιοαφρικάνικα Θηλαστικά του Μάμπερλι (Maberly’s Mammals of Southern Africa), «διατρέχετε εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο αν ανοίξετε την πόρτα ή επιχειρήσετε να βγείτε έξω και να πλησιάσετε τα λιοντάρια, επειδή αυτά αναγνωρίζουν την ανθρώπινη παρουσία και η ξαφνική σας εμφάνιση ενισχύει το σοκ του φόβου που νιώθουν, πράγμα το οποίο μπορεί πολύ εύκολα να τα κάνει να επιτεθούν για να προστατέψουν, όπως νομίζουν, τον εαυτό τους. . . . Είναι μικρότερος ο κίνδυνος αν βρεθείτε απέναντι σ’ ένα λιοντάρι μέσα στο δάσος, παρά αν εμφανιστείτε ξαφνικά μπροστά του βγαίνοντας από κάποιο αυτοκίνητο!»
Και οι Λεοπαρδάλεις;
Οι λεοπαρδάλεις που γίνονται ανθρωποφάγες αποτελούν κι αυτές εξαιρέσεις στον κανόνα. Ο Τζόναθαν Σκοτ εξηγεί στο βιβλίο του Ο Μύθος της Λεοπάρδαλης (The Leopard’s Tale): «Όταν δεν την πειράζουν και όταν είναι υγιής, η λεοπάρδαλη είναι ένα ντροπαλό και διόλου επιθετικό πλάσμα που δείχνει αξιοσημείωτο φόβο για τον άνθρωπο. Αν συναντήσει άνθρωπο, συνήθως καταφεύγει στο πλησιέστερο μέρος που μπορεί να κρυφτεί».
Ο Σκοτ πέρασε μήνες ολόκληρους στο Καταφύγιο Θηραμάτων Μασάι Μάρα της Κένυας μελετώντας τις κινήσεις μιας θηλυκιάς λεοπάρδαλης που την είχε ονομάσει Τσούι. Η Τσούι συνήθισε σιγά-σιγά την παρουσία του αυτοκινήτου του Σκοτ, και σε μια περίπτωση τα μικρά της, που ονομάζονταν Νταρκ και Λάιτ, ανέβηκαν πάνω στο αυτοκίνητό του και το εξέταζαν. Ο Σκοτ πιστεύει ότι πίσω από το ψυχρό παρουσιαστικό της λεοπάρδαλης κρύβεται μια φύση ικανή να δείχνει αγάπη.
Κι άλλοι έζησαν αυτή την πλευρά της φύσης της λεοπάρδαλης. Για παράδειγμα, η Τζόι Άνταμσον μεγάλωσε μια ορφανή μικρή λεοπάρδαλη που την ονόμασε Πένι. Αφού η Πένι αφέθηκε ελεύθερη στην άγρια φύση, ζευγάρωσε και γέννησε μικρά. Όταν οι ανθρώπινοι φίλοι της βρέθηκαν σ’ εκείνη την περιοχή, η Πένι εμφανίστηκε και τους έδειξε ότι ήθελε να πάνε και να δουν τα νεογέννητα μικρά της. Ο Άνταμσον περιέγραψε την υπέροχη σκηνή που έζησε όταν βρέθηκε στη φωλιά, καθισμένος δίπλα στη μητέρα που καμάρωνε: «Αυτή έγλειφε τα χέρια μας, ενώ τα μικρά ήταν κουλουριασμένα ανάμεσα στα μπροστινά της πόδια, όλα τόσο απόλυτα ευτυχισμένα. Γενικά επικρατεί η ιδέα ότι οι λεοπαρδάλεις είναι τα πιο επικίνδυνα απ’ όλα τα ζώα της Αφρικής, και ότι οι θηλυκές λεοπαρδάλεις είναι ιδιαίτερα άγριες όταν έχουν μωρά». Αλλά ο Άνταμσον δήλωσε ότι η εμπειρία του με την Πένι θα μπορούσε να αποτελεί απόδειξη ότι «οι περισσότερες από τις επικρατούσες απόψεις είναι λανθασμένες».
Άλλη μια θηλυκιά λεοπάρδαλη με «καλό χαρακτήρα», η Χάριετ, χάρισε στον Άρτζαν Σινγκ από τη βόρεια Ινδία μια ακόμα πιο αξιοθαύμαστη εμπειρία. Ο Σινγκ μεγάλωσε τη Χάριετ από τότε που ήταν μωρό και την εκπαίδευσε έτσι ώστε να μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της στη ζούγκλα που βρισκόταν δίπλα στο αγρόκτημά του. Ως μέρος της εκπαίδευσης, ο Σινγκ ενθάρρυνε μερικές φορές τη λεοπάρδαλη να επιτεθεί. «Όταν έσκυβα λυγίζοντας τα γόνατα και την προκαλούσα να επιτεθεί», εξηγεί ο ίδιος στο βιβλίο του Αρχόντισσα των Αιλουροειδών (Prince of Cats), «αυτή ερχόταν προς το μέρος μου με το κεφάλι τεντωμένο μπροστά . . . , αλλά όταν πηδούσε κατά πάνω μου φρόντιζε πάντα να μη με αγγίζει, κάνοντας άλμα πάνω από το κεφάλι μου και προσγείωση πίσω από την πλάτη μου, χωρίς να αφήνει την παραμικρή γρατσουνιά στους γυμνούς μου ώμους».
Ο τρόπος με τον οποίο έπαιζε η λεοπάρδαλη με τη σκυλίτσα του Σινγκ, την Ίλι, ήταν επίσης αξιοθαύμαστος. Ο Σινγκ σχολιάζει ότι μια «ταινία δείχνει [τη λεοπάρδαλη] να κάθεται στα πίσω της πόδια και να αποκρούει με τα μπροστινά τις επιθέσεις της σκυλίτσας—αλλά χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να χτυπήσει την επιτιθέμενη και να τη ρίξει κάτω. Τα μεγάλα της πόδια αγγίζουν τη μια πλευρά του λαιμού της Ίλι και περνούν πάνω από το κεφάλι της προς την άλλη πλευρά μαλακά σαν ξεσκονόπανα».
Αυτή η φιλική σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο, στη σκυλίτσα και στη λεοπάρδαλη συνεχίστηκε και μετά, όταν η Χάριετ έφυγε από το σπίτι για να ζήσει στη γειτονική ζούγκλα. «Αν κάποιος πει ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τις λεοπαρδάλεις», καταλήγει ο Σινγκ, «εγώ δεν έχω παρά να σκεφτώ τις τόσες φορές που η Χάριετ ήρθε [στο αγρόκτημά μου] μέσα στη νύχτα και, καθώς κοιμόμουν έξω στο ύπαιθρο, με ξύπνησε απαλά για να με χαιρετήσει».
Τελικά, η Χάριετ ζευγάρωσε και γέννησε δυο μικρά. Σε κάποια περίπτωση, που η φωλιά της κινδύνεψε από μια πλημμύρα, η λεοπάρδαλη μετέφερε τα μικρά της στο στόμα της, ένα κάθε φορά, και τα εμπιστεύτηκε στην ασφάλεια του σπιτιού του Σινγκ. Όταν η πλημμύρα υποχώρησε, η Χάριετ πήδηξε μέσα στη βάρκα του Σινγκ και τον έκανε να την περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού και να τη φέρει πάλι πίσω, ώστε να πάρει τα μικρά της, πάλι ένα κάθε φορά, σε μια καινούρια φωλιά μέσα στη ζούγκλα.
Ο Αφρικανικός Ελέφαντας
Λένε ότι ο αφρικανικός ελέφαντας είναι πάρα πολύ άγριος και δεν μπορεί να εξημερωθεί. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι έχουν αποδείξει ότι τα γεγονότα δεν συμφωνούν μ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Ένα παράδειγμα είναι η συγκινητική σχέση που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε τρεις αφρικανικούς ελέφαντες και σε κάποιον Αμερικανό που λεγόταν Ράνταλ Μουρ. Οι ελέφαντες ήταν μέσα σε μια ομάδα μικρών που τα έπιασαν στο Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ της Νότιας Αφρικής και τα έστειλαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τον καιρό, αυτά εκπαιδεύτηκαν για να εκτελούν κάποιο νούμερο στο τσίρκο, και τα πήγαιναν μια χαρά. Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης τους, τα τρία αυτά ελεφαντάκια δόθηκαν στον Μουρ, ο οποίος και τα πήγε πίσω στην Αφρική.
Τα δυο θηλυκά, που λέγονταν Οβάλα και Ντούργκα, τα πήγαν στο Καταφύγιο Πιλάνεσμπεργκ της Μποπουθατσουάνα το 1982. Εκείνον τον καιρό, το πάρκο αυτό είχε αρκετά ορφανά ελεφαντάκια που ήταν σε κακή κατάσταση και χρειάζονταν επιτήρηση από ενήλικους θηλυκούς ελέφαντες. Θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτόν το ρόλο η Οβάλα και η Ντούργκα που είχαν εκπαιδευτεί για το τσίρκο;
Έπειτα από ένα χρόνο, ο Μουρ πληροφορήθηκε ότι οι ελέφαντές του είχαν υιοθετήσει και τα 14 ορφανά και ότι επρόκειτο να σταλούν ακόμα περισσότερα ορφανά στο πάρκο. Ύστερα από τεσσάρων ετών απουσία, ο Μουρ επέστρεψε για να δει μόνος του πώς ήταν η κατάσταση. Περιμένοντας ότι θα χρειαζόταν να ψάξει πολύ στα όρη Πιλάνεσμπεργκ, ένιωσε έκπληξη όταν, αμέσως μόλις έφτασε, εντόπισε την Οβάλα και την Ντούργκα ανάμεσα σε μια μεγάλη αγέλη. «Η πρώτη μου παρόρμηση που δεν ήταν καθόλου επαγγελματική», έγραψε ο ίδιος στο Επιστροφή στην Αφρική (Back to Africa), «ήταν να τρέξω κοντά τους, να τις αγκαλιάσω και να τους δείξω με κάθε τρόπο πόσο τις καμάρωνα. Αντικατέστησα αυτή την παρόρμηση με μια πιο λογική τακτική προσέγγισης».
Πρώτα, η Οβάλα και η Ντούργκα έπρεπε να σιγουρευτούν ότι είχαν μπροστά τους έναν παλιό τους φίλο. Αυτές εξέτασαν το τεντωμένο του χέρι με τις προβοσκίδες τους. «Η Οβάλα», γράφει ο Μουρ, «στεκόταν από πάνω μου σαν να περίμενε την επόμενη εντολή. Οι υπόλοιποι ελέφαντες της αγέλης είχαν μαζευτεί τριγύρω και στέκονταν εντελώς ακίνητοι. Έδωσα την εντολή: ‘Οβάλα . . . Προβοσκίδα και πόδι ΨΗΛΑ!’ Αμέσως η Οβάλα σήκωσε το μπροστινό της πόδι ψηλά στον αέρα και ύψωσε την προβοσκίδα της προς τα πάνω στριφογυρίζοντάς την, παίρνοντας έτσι την κλασική στάση που έπαιρνε παλιά τότε στο τσίρκο. Ποιος ήταν εκείνος που πρωτοείπε ότι ο ελέφαντας δεν ξεχνάει ποτέ;»
Τρία χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1989, η μνήμη της Οβάλα υποβλήθηκε και σε άλλη μια δοκιμή. Αυτή τη φορά ο Μουρ αποφάσισε να δοκιμάσει κάτι που δεν είχε κάνει από τότε που μπήκαν οι ελέφαντες στο πάρκο, δηλαδή πριν από εφτά χρόνια. Η Οβάλα υπάκουσε στην εντολή που της έδωσε να καθήσει κάτω και να τον αφήσει να σκαρφαλώσει στη ράχη της. Οι τηλεθεατές στη Νότια Αφρική τον παρακολουθούσαν με ρίγος να ανεβαίνει πάνω στην Οβάλα ανάμεσα σε 30 και πλέον άγριους ελέφαντες. «Το έκανα αυτό», εξήγησε ο Μουρ σε μια συνέντευξη που έδωσε στο Ξύπνα!, «όχι για λόγους δημοσιότητας, αλλά επειδή ήμουν περίεργος να δω μέχρι ποιου βαθμού φτάνει η νοημοσύνη του ελέφαντα, καθώς και ο δεσμός που μπορείς να αναπτύξεις μαζί του». Τα ορφανά του Πιλάνεσμπεργκ ζούσαν πολύ καλά με τη νοήμονα φροντίδα που τους παρείχαν η Οβάλα και η Ντούργκα.
Είναι αλήθεια ότι, σήμερα, οι περιπτώσεις στις οποίες αναπτύσσεται φιλία ανάμεσα σε ανθρώπους και άγρια ζώα δεν αποτελούν τον κανόνα· χρειάζεται προσεκτική καλλιέργεια για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Θα ήταν πράγματι απερισκεψία για ένα συνηθισμένο άνθρωπο να τολμήσει να πάει στην άγρια φύση και να προσπαθήσει να πλησιάσει λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και ελέφαντες. Αλλά παρ’ όλο που αυτή η φιλία ανάμεσα σε άγρια ζώα και ανθρώπους είναι σχετικά σπάνια σήμερα, τι επιφυλάσσει το μέλλον; Μήπως τότε κάτι τέτοιο θα είναι ο κανόνας;
[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 8]
Τα Λιοντάρια Μπορούν να Εξημερωθούν!
«ΕΛΑΤΕ να με φωτογραφήσετε μαζί με τα λιοντάρια μου», είπε ο Τζακ Σιλ, διευθυντής του Πάρκου Φιδιών και Ζώων Χαρτεμπιεσπουρτντάμ της Νότιας Αφρικής. Με φόβο, τον ακολούθησα στον περίφραχτο χώρο των λιονταριών, ελπίζοντας ότι θα με άφηνε να πάρω τις φωτογραφίες από το έξω μέρος του προστατευτικού φράχτη.
Ο χώρος εκείνος ήταν καθαρός και είχε άφθονη σκιά από τα δέντρα που τον περιέβαλλαν. Εννιά υγιή λιοντάρια αναγνώρισαν γρήγορα τον εκπαιδευτή τους καθώς έμπαινε μέσα στο χώρο τους μαζί μ’ ένα βοηθό. Τα λιοντάρια έβγαζαν φιλικούς βρυχηθμούς και βάδιζαν πάνω-κάτω με ενθουσιασμό.
«Ελάτε μέσα», είπε ο Τζακ. Έκανα ότι δεν άκουσα. «Ελάτε μέσα», ξαναείπε πιο δυνατά. Το μόνο που είχαν για να προστατευτούν από τα λιοντάρια ήταν μερικά ραβδιά! Η καρδιά μου χτυπούσε γοργά καθώς πάλευα με τη δειλία μου, και τελικά πέρασα μέσα. Γρήγορα άρχισα να τραβάω φωτογραφίες καθώς ο Τζακ χάιδευε μερικούς από τους επιβλητικούς προστατευόμενούς του. Τι ανακούφιση ένιωσα όταν βρεθήκαμε όλοι μας ξανά έξω σώοι και αβλαβείς! Αλλά δεν υπήρχε λόγος να φοβάμαι.
«Ο λόγος για τον οποίο πηγαίνουμε μέσα κρατώντας ραβδιά», εξήγησε ο Τζακ μετά, «είναι ότι τα λιοντάρια εκδηλώνουν τρυφερότητα και μας δίνουν χαϊδευτικές δαγκωνιές. Κι εμείς κρατάμε τα ραβδιά για να δαγκώνουν αυτά αντί για τα χέρια μας». Ο Τζακ και τα λιοντάρια του μόλις είχαν επιστρέψει από το Εθνικό Πάρκο Ιτόσα της Ναμίμπια. Γιατί τα είχε πάει τόσο μακριά σ’ εκείνη την άγρια περιοχή; Εξηγεί ο ίδιος:
«Τα λιοντάρια χρησιμοποιήθηκαν για το γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ που έδειχνε τι κάνουν οι ερευνητές επιστήμονες για να ελέγξουν την αύξηση του πληθυσμού των λιονταριών στην άγρια περιοχή της Ναμίμπια. Αλλά τα λιοντάρια μου προτιμούν τη ζωή που έχουν συνηθίσει να κάνουν εδώ. Στη Ναμίμπια, αμέσως μόλις είδαν το φορτηγό μου, έτρεξαν να ανεβούν πάνω. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να τα φέρω πίσω».—Από Συνεργάτη.
[Ευχαριστίες]
Courtesy Hartebeespoortdam Snake and Animal Park
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Ο Ράνταλ Μουρ με τις προστατευόμενές του στην αφρικανική ζούγκλα