Δόλια Τεχνάσματα Στους Κόλπους της Επιστήμης
ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όχι στους ιερούς κόλπους της επιστήμης. Όχι εκεί όπου αμερόληπτοι, αντικειμενικοί εκζητητές της αλήθειας μοχθούν ακατάπαυστα στα εργαστήριά τους. Όχι εκεί όπου αφοσιωμένοι ερευνητές, οι οποίοι έχουν αναλάβει τη δέσμευση να βρίσκουν την αλήθεια άσχετα με το πού μπορεί να οδηγεί η έρευνά τους, επιζητούν να σηκώσουν το πέπλο που καλύπτει τα μυστικά της φύσης. Υποτίθεται ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο σ’ ένα ενωμένο σώμα αντρών και γυναικών οι οποίοι μάχονται ώμο με ώμο έχοντας σκοπό να αντιστρέψουν τις επιπτώσεις των ασθενειών, προς ευλογία του ανθρωπίνου γένους.
Ποιος θα υποψιαζόταν ότι αφοσιωμένοι επιστήμονες όπως αυτοί θα παραποιούσαν τα στοιχεία των ερευνών τους για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους; Ή ότι θα διάλεγαν όσα επιβεβαιώνουν τη θεωρία τους και θα απέρριπταν όσα δεν την επιβεβαιώνουν; Ή ότι θα κατέγραφαν πειράματα τα οποία δεν έκαναν ποτέ και θα διαστρέβλωναν στοιχεία προκειμένου να υποστηρίξουν συμπεράσματα που δεν μπορούσαν να αποδείξουν; Ή ότι θα κατέγραφαν μελέτες τις οποίες δεν διεξήγαγαν ποτέ και θα ισχυρίζονταν ότι είναι συγγραφείς άρθρων για τα οποία δεν εργάστηκαν ποτέ ή ίσως ούτε και είδαν ποτέ; Ποιος θα υποψιαζόταν ποτέ ότι λαβαίνουν χώρα τέτοια δόλια τεχνάσματα στους κόλπους της επιστήμης;
Υποτίθεται ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κι όμως συμβαίνει.a Πέρσι ένα επιστημονικό περιοδικό ανέφερε: «Βίαια ξεσπάσματα, απάτη και παράβαση καθήκοντος παρατηρούνται συχνά ανάμεσα στους Αμερικανούς ιατρικούς ερευνητές, σύμφωνα με μια καυστική κριτική που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα μια επιτροπή του Αμερικανικού Κογκρέσου. Η έκθεση λέει ότι το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας έχει ‘θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία’ επειδή δεν έχει κατορθώσει να ασκήσει έλεγχο στους επιστήμονες τους οποίους υποστηρίζει».—Νέος Επιστήμονας (New Scientist), 15 Σεπτεμβρίου 1990.
Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν δόλια τεχνάσματα τα οποία χαρακτηρίζονται ως παράβαση καθήκοντος, άλλες όμως αποτελούν ξεκάθαρη απάτη. Αυτός ο χαρακτηρισμός δόθηκε και στην περίπτωση της Δρ Τερέζας Ιμανίσι-Κάρι και των πέντε άλλων επιστημόνων που συνεργάστηκαν μαζί της στη συγγραφή μιας διατριβής η οποία «περιέγραφε την έμμεση εισαγωγή ενός ξένου γονιδίου στα κύτταρα του ανοσολογικού συστήματος ποντικών. Οι συγγραφείς αυτής της διατριβής ισχυρίζονταν ότι το κανονικό γονίδιο του ποντικού άρχισε κατόπιν να μιμείται το εισαχθέν γονίδιο, παράγοντας ένα ειδικό αντίσωμα». (Επιστημονικά Νέα [Science News], 11 Μαΐου 1991) Αυτό θα ήταν ένα σημαντικό βήμα στην έρευνα περί ανοσολογίας, με τη διαφορά ότι κάτι τέτοιο προφανώς δεν συνέβη ποτέ.
Η έκθεση αυτή δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1986 στο επιστημονικό περιοδικό Κύτταρο (Cell). Λίγο αργότερα, η Δρ Μάργκοτ Ο’ Τουλ, μια βοηθός ερευνήτρια στον τομέα της μοριακής βιολογίας στο εργαστήριο της Ιμανίσι-Κάρι, είπε ότι η διατριβή διατύπωνε ισχυρισμούς οι οποίοι δεν υποστηρίζονταν από τα στοιχεία. Πήγε στον Δρ Ντέιβιντ Α. Μπάλτιμορ, κάτοχο βραβείου Νόμπελ, ο οποίος ήταν ένας από τους συγγραφείς εκείνης της ερευνητικής διατριβής, έχοντας στα χέρια της 17 σελίδες με στοιχεία από τις σημειώσεις της Ιμανίσι-Κάρι. Οι σελίδες εκείνες έδειχναν ότι το εν λόγω πείραμα δεν είχε πετύχει, ενώ η δημοσιευμένη διατριβή έλεγε ότι είχε πετύχει. Ωστόσο, ο Δρ Μπάλτιμορ δεν βρήκε κανένα λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να αμφισβητήσει τα στοιχεία και έδιωξε την Ο’ Τουλ χαρακτηρίζοντάς τη «δυσαρεστημένη ερευνήτρια».—Δε Νιου Γιορκ Τάιμς (The New York Times), 22 Μαρτίου 1991.
Την ίδια εκείνη χρονιά, δύο πανεπιστήμια εξέτασαν το άρθρο του περιοδικού Κύτταρο. Το ένα ήταν το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, όπου και είχε γίνει η εργασία· το άλλο ήταν το Πανεπιστήμιο Ταφς, όπου η Ιμανίσι-Κάρι ήταν υποψήφια για μια σημαντική θέση. Με την εξέταση στην οποία προέβησαν εντόπισαν μερικά προβλήματα, αλλά τίποτα σοβαρό. Η υπόθεση έμεινε έτσι επί δύο χρόνια.
Κατόπιν ανέλαβε την υπόθεση ο βουλευτής Τζον Ντ. Ντίνγκελ, πρόεδρος μιας Υποεπιτροπής της Βουλής για Επίβλεψη και Έρευνα. Η κυβέρνηση υποστηρίζει τις επιστημονικές έρευνες και, μέσω του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας, χορηγεί 8.000.000.000 δολάρια (περ. 1,44 τρισ. δρχ.) το χρόνο σε μεμονωμένους επιστήμονες και στα ινστιτούτα τους για ερευνητικά προγράμματα. Η υποεπιτροπή του Ντίνγκελ ενδιαφέρεται για το πόσο αποτελεσματικά δαπανώνται τα χρήματα του λαού και ερευνά περιπτώσεις καταχρήσεων.
Ο Δρ Μπάλτιμορ δυσαρεστήθηκε πάρα πολύ. Κατήγγειλε ότι η υποεπιτροπή, με το να αναλάβει αυτή την υπόθεση, «επιθυμεί να καταργήσει τα καθιερωμένα κριτήρια και να τα αντικαταστήσει μ’ ένα εντελώς καινούριο πρότυπο βάσει του οποίου θα κρίνεται η επιστήμη. Ο τρόπος που διάλεξαν ήταν σαν να μας πήγαν στα δικαστήρια. Το μήνυμα είναι: να κάνετε τις επιστημονικές σας έρευνες έχοντας υπόψη σας το ενδεχόμενο της ποινικής δίωξης. Αν η ακροαματική διαδικασία που λαβαίνει χώρα εδώ σήμερα αντιπροσωπεύει την άποψη του Κογκρέσου για το πώς πρέπει να διεξάγονται οι επιστημονικές έρευνες, τότε η αμερικανική επιστήμη, με τη μορφή που ξέραμε, θα έχει προβλήματα».
Ο Δρ Μπάλτιμορ κέρδισε την υποστήριξη από συναδέλφους του που συμμερίζονταν τις απόψεις του, στέλνοντας μια επιστολή σε 400 επιστήμονες με την προειδοποίηση ότι η παρέμβαση του Κογκρέσου θα μπορούσε να «ακρωτηριάσει την αμερικανική επιστήμη». Αποκάλεσε τη διεξαγωγή έρευνας προάγγελο απειλών για την επιστημονική επικοινωνία και την επιστημονική ελευθερία. Πολλοί από τον επιστημονικό κόσμο συσπειρώθηκαν γύρω από τον Μπάλτιμορ, έναν από τους πλέον διακεκριμένους εκπροσώπους του επιστημονικού κόσμου, αποκαλώντας τις ακροαματικές διαδικασίες «κυνήγι μαγισσών» και τον Ντίνγκελ «νέο Μακ Κάρθι».
«Οι υποστηρικτές του Δρ Μπάλτιμορ και της υπεράσπισης που αυτός παρείχε στο άρθρο απάντησαν με επιθέσεις κατά του Κογκρέσου», ανέφερε η εφημερίδα Δε Νιου Γιορκ Τάιμς, της 26ης Μαρτίου 1991. «Αυτοί επέκριναν τον κ. Ντίνγκελ για το γεγονός ότι ανακατεύεται στις επιστημονικές σημειώσεις, και περιέγραψαν το επιτελείο του με φράσεις όπως ‘χωροφύλακες της επιστήμης’. Σχεδόν κάθε επιστολή και κάθε άρθρο έλεγε ότι δεν τίθεται θέμα απάτης, αλλά απλώς θέμα ερμηνείας. ‘Πνιγήκαμε στις επιστολές από επιστήμονες οι οποίοι εξέφραζαν τη μεγάλη τους ανησυχία γι’ αυτό που κάναμε’, είπε ένα μέλος της υποεπιτροπής του Ντίνγκελ. ‘Αλλά σε πολλά απ’ αυτά, ίσως στα μισά ή και περισσότερα, αυτοί είχαν την τάση να αποφεύγουν την ευθύνη, λέγοντας ότι δεν γνώριζαν ποια ήταν τα γεγονότα στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό είναι κάπως παράξενο’».
Όταν εξάπτονται τα συναισθήματα, τα γεγονότα μπορεί να πάψουν να παίζουν ρόλο και να περάσουν στο περιθώριο. Η πλημμύρα των επιστολών που υποστήριζαν το Δρ Μπάλτιμορ και τη Δρ Ιμανίσι-Κάρι επέκριναν το Κογκρέσο με γλώσσα που φανέρωνε έντονα συναισθήματα. Ο Δρ Στίβεν Τζ. Γκουλντ του Χάρβαρντ έγραψε: «Ενόψει των πρόσφατων εξελίξεων στην Ουάσινγκτον, δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν ο Γαλιλαίος δεν θα είχε ίσως περισσότερα προβλήματα σήμερα». Ο Δρ Φίλιπ Α. Σαρπ του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης παρότρυνε τους επιστήμονες να γράψουν στους αντιπροσώπους τους στο Κογκρέσο διαμαρτυρόμενοι για την ενέργεια αυτής της υποεπιτροπής. Ισχυρίστηκε ότι αυτή είχε «επανειλημμένα απορρίψει την κρίση άρτια καταρτισμένων επιστημόνων» για το ότι δεν επρόκειτο περί απάτης. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι η υποεπιτροπή είχε ξεκινήσει «μια βεντέτα ενάντια σε έντιμους επιστήμονες» η οποία επρόκειτο να «κοστίσει πολύ ακριβά στην κοινωνία μας». Όπως έδειξαν τα πράγματα, αν υπήρχε κάποια βεντέτα, αυτή δεν στρεφόταν ενάντια σε έντιμους επιστήμονες, αλλά ενάντια στη Δρ Μάργκοτ Ο’ Τουλ, που η εντιμότητά της τής κόστισε πολύ ακριβά.
«Όταν η επιστήμη προχωράει σχετικά ομαλά, η εντύπωση που δίνει είναι ότι καθοδηγείται απλώς και μόνο από τη λογική και τις απαντήσεις που δίνει στα πειράματα η φύση. Αλλά όταν τα πράγματα εξελίσσονται άσχημα, οι ανθρώπινοι ηθοποιοί πετούν τις μάσκες της επαγγελματικής τους αταραξίας, και μπορεί ξαφνικά να έρθουν στην επιφάνεια τα συγκαλυμμένα αισθήματα του επιστημονικού επιχειρηματικού πνεύματος». (Δε Νιου Γιορκ Τάιμς, 26 Μαρτίου 1991) Και όταν γίνεται κάτι τέτοιο, πρέπει επίσης να έρθουν στην επιφάνεια δυνάμεις έξω από το χώρο της επιστήμης προκειμένου να αποκαλύψουν τα δόλια τεχνάσματα και να επανορθώσουν τις αδικίες που γίνονται σε βάρος εκείνων οι οποίοι επισημαίνουν τις απάτες.
Κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο και σ’ αυτή την περίπτωση. Πολλοί από τον επιστημονικό κόσμο, οι οποίοι ποτέ δεν έκαναν καν τον κόπο να εξετάσουν τις αποδείξεις, αυτόματα τάχθηκαν στο πλευρό του Δρ Μπάλτιμορ και της Δρ Ιμανίσι-Κάρι και κατά της Δρ Ο’ Τουλ. Επιπρόσθετα, δυσφήμησαν την κυβερνητική υπηρεσία που χρειάστηκε να αναμειχθεί για να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Αυτό θυμίζει την παροιμία της Αγίας Γραφής που λέει: «Το να αποκρίνηταί τις [για κάποιο θέμα, ΜΝΚ] πριν ακούση, είναι εις αυτόν αφροσύνη και όνειδος».—Παροιμίαι 18:13.
Μόνο έπειτα από διεξοδικές έρευνες που διεξήγαγε η υποεπιτροπή του Ντίνγκελ, οι Μυστικές Υπηρεσίες και το Τμήμα Επιστημονικής Ακεραιότητας του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας, τεκμηριώθηκαν τελικά οι κατηγορίες που είχε απευθύνει η Ο’ Τουλ. Το περιοδικό Νέος Επιστήμονας της 30ής Μαρτίου 1991 ανέφερε: «Οι υπάλληλοι του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας που διενήργησαν την έρευνα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένας από τους συγγραφείς της διατριβής, ο βραβευμένος με Νόμπελ Ντέιβιντ Μπάλτιμορ, παραποίησε ολόκληρες σειρές στοιχείων από το 1986 μέχρι το 1988, προκειμένου να υποστηρίξει μια διατριβή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κύτταρο το 1986. Ο Μπάλτιμορ, ο οποίος πρωτύτερα είχε επιτεθεί κατά της έρευνας που διεξήγαγε το Κογκρέσο σχετικά μ’ αυτή την υπόθεση, χαρακτηρίζοντάς την απειλή για την επιστημονική ελευθερία, έχει ζητήσει τώρα από το Κύτταρο να αποσύρει τη διατριβή». Ο ίδιος ζήτησε συγνώμη από τη Δρ Ο’ Τουλ για το γεγονός ότι δεν εξέτασε τις αμφιβολίες της πληρέστερα.
Οι έρευνες που διεξάχθηκαν αποκάλυψαν ότι τα στοιχεία ήταν επινόημα της φαντασίας της Δρ Ιμανίσι-Κάρι και ότι ένα πείραμα το οποίο η ίδια κατέγραψε δεν έγινε ποτέ, όπως και το ότι, καθώς ο κλοιός έσφιγγε γύρω απ’ αυτή την υπόθεση, εκείνη προσπαθούσε να την καλύψει. «Από τη στιγμή που η Ο’ Τουλ και άτομα εκτός επιστημονικού κύκλου τα οποία διεξήγαν έρευνες άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις αναφορικά με τη διατριβή», ανέφερε ο Νέος Επιστήμονας, η Ιμανίσι-Κάρι «άρχισε συστηματικά να επινοεί στοιχεία με σκοπό να την υποστηρίξει, σύμφωνα με την έκθεση του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας. Μερικά απ’ αυτά τα δικής της επινόησης στοιχεία δημοσιεύτηκαν στο Κύτταρο το 1988 ως διορθώσεις επί της αρχικής διατριβής». Στις 6 Απριλίου 1991, ο Νέος Επιστήμονας σχολίασε: «Επίσης οι επιστήμονες χρειάζεται να αναγνωρίσουν ότι η ρύθμιση των ζητημάτων τους αποκλειστικά από τους ίδιους πετυχαίνει μόνο όταν βασίζεται στην εμπιστοσύνη του κοινού. Το να διώχνουν εκείνους που επισημαίνουν κάποια απάτη χαρακτηρίζοντάς τους ταραχοποιούς δεν βοηθάει καθόλου σ’ αυτό το σημείο». Παρ’ όλα αυτά, εβδομάδες αφότου όλες αυτές οι αποδείξεις είχαν έρθει στο φως, η Δρ Ιμανίσι-Κάρι εξακολουθούσε να τις αποκαλεί «κυνήγι μαγισσών».
Ένα κύριο άρθρο στην εφημερίδα Δε Νιου Γιορκ Τάιμς, της 26ης Μαρτίου 1991, έθετε ένα ερώτημα σχετικά μ’ αυτή την υπόθεση, υπό τον τίτλο «Το Γουότεργκεϊτ της Επιστήμης;» Το άρθρο αυτό έλεγε: «Το πιο επιβαρυντικό κατηγορητήριο θα έπρεπε να απευθυνθεί κατά των μηχανισμών του επιστημονικού κόσμου ο οποίος δείλιασε να εξετάσει την απάτη. Έχοντας να αντιμετωπίσουν την κωλυσιεργία του Δρ Μπάλτιμορ, ενός από τους πιο διαπρεπείς επιστήμονες του κράτους, αρκετές επιστημονικές ομάδες οι οποίες ερεύνησαν την υπόθεση φάνηκαν περισσότερο διατεθειμένες να καταπνίξουν τη δυσφημιστική δημοσιότητα παρά να βγάλουν στο φως την αλήθεια». Ωστόσο, αυτός ο ίδιος επιστημονικός κόσμος λέει ότι πρέπει να εξετάζει ο ίδιος τον εαυτό του παρά να τον εξετάζουν οι έξω.
Το ίδιο κύριο άρθρο συνέχιζε: «Οι αρχικές έρευνες οι οποίες βασίστηκαν στις διαμαρτυρίες της Δρ Ο’ Τουλ έδιναν την εντύπωση ότι διεξάγονταν από μια κλίκα κάποιων οι οποίοι προσπαθούσαν να προστατέψουν τις υπολήψεις των επιστημόνων. Οι έρευνες του Πανεπιστημίου Ταφς και του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης δεν βρήκαν καμιά απάτη ούτε καν κάποιο σημαντικό λάθος. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας διόρισε μια ερευνητική ομάδα η οποία συνδεόταν στενά με τον Δρ Μπάλτιμορ. Ακόμα κι όταν η ομάδα αυτή συγκροτήθηκε εκ νέου προκειμένου να κατευναστούν οι επικριτές, συνέταξε μια έκθεση με την οποία απέφευγε να εκτεθεί, αναφέροντας ότι δεν βρήκε καμιά απόδειξη παράβασης καθήκοντος, παρά το γεγονός ότι είχε καταγραφεί ένα πείραμα που στην πραγματικότητα δεν διεξάχθηκε ποτέ. Μόνο μετά την ανάμειξη του Κογκρέσου άρχισε το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας να επιδεικνύει κάποια δύναμη χαρακτήρα. Το νέο του Τμήμα Επιστημονικής [Ακεραιότητας] συνέταξε τη θαρραλέα και ενοχοποιητική έκθεση η οποία επιτέλους αποκαλεί την παραποίηση παραποίηση. Ο Δρ Μπάλτιμορ φαινόταν, από την αρχή, περισσότερο διατεθειμένος να καταστείλει τις έρευνες παρά να ανακαλύψει την αλήθεια σχετικά με τις κατηγορίες. Μολονότι ο ίδιος δεν κατηγορήθηκε για απάτη, υπέγραψε δυο κείμενα—την αρχική διατριβή και τη μετέπειτα διόρθωση—τα οποία περιείχαν στοιχεία που τώρα πιστεύεται ότι επινοήθηκαν από τη Δρ Ιμανίσι-Κάρι».
Οι επιστήμονες δυσαρεστούνται αν κάποιος εκτός επιστημονικού κόσμου επιχειρεί να κρίνει τις δραστηριότητές τους. Υποστηρίζουν ανένδοτα ότι αυτοί οι ίδιοι—όχι κάποιοι απ’ έξω, και σίγουρα όχι κυβερνητικές υπηρεσίες—είναι εκείνοι που πρέπει να κρίνουν τις δικές τους υποθέσεις που περιλαμβάνουν κατηγορίες για παράβαση καθήκοντος ή για απάτη. Εντούτοις, οποιοσδήποτε εντός του επιστημονικού κόσμου τολμήσει να εγείρει ερωτήματα κατά διαπρεπών μελών μπορεί να μην έχει καλή κατάληξη, όπως συνέβη με τη Μάργκοτ Ο’ Τουλ.
Η κατάληξη των πρωταγωνιστών αυτής της υπόθεσης αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ο Δρ Μπάλτιμορ έγινε πρόεδρος του Πανεπιστημίου Ροκφέλερ. Η Δρ Ιμανίσι-Κάρι πήρε την εξέχουσα θέση που επιδίωκε στο Πανεπιστήμιο Ταφς. Η Δρ Ο’ Τουλ έχασε τη δουλειά της στο εργαστήριο του Ταφς, έχασε το σπίτι της, δεν μπορούσε να βρει άλλη δουλειά στον επιστημονικό κλάδο επί χρόνια, και χρειάστηκε να εργαστεί ως τηλεφωνήτρια στην εταιρία μεταφορών του αδελφού της.
Αναφέρεται ότι ο Δρ Μπάλτιμορ είπε στον Ντίνγκελ, πρόεδρο της υποεπιτροπής, πως διαφωνίες σαν αυτή γύρω από το ζήτημα της Ιμανίσι-Κάρι αποτελούσαν μέρος «μιας συνεχούς διαδικασίας αυτοεξάγνισης» μέσα στην επιστήμη. Σ’ αυτή την περίπτωση η «εξάγνιση» περιλάμβανε την απομάκρυνση της έντιμης επιστήμονος Δρ Μάργκοτ Ο’ Τουλ, η οποία δεν μπορούσε ούτε να εργαστεί κάπου στον επιστημονικό κλάδο. Ευτυχώς, όμως, αυτή η «εξάγνιση» δεν ήταν μόνιμη στην περίπτωσή της. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, το 1990, μετά τη δικαίωσή της, βρήκε δουλειά στον επιστημονικό κλάδο· την προσέλαβαν στο Ινστιτούτο Γενετικής, μια εταιρία που ίδρυσε ένας από τους ελάχιστους υποστηρικτές της, ο Μαρκ Τάσνι του Χάρβαρντ.
Οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν ότι τέτοια δόλια τεχνάσματα δεν πρέπει να συμβαίνουν στους κόλπους της επιστήμης, ωστόσο ένα επιστημονικό περιοδικό ήταν εκείνο που ανέφερε ότι τέτοια δόλια τεχνάσματα «παρατηρούνται συχνά ανάμεσα στους Αμερικανούς ιατρικούς ερευνητές».
[Υποσημειώσεις]
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 13]
«Βίαια ξεσπάσματα, απάτη και παράβαση καθήκοντος παρατηρούνται συχνά ανάμεσα στους Αμερικανούς ιατρικούς ερευνητές»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 13]
Από τα χρήματα των φορολογουμένων, 8.000.000.000 δολάρια (περ. 1,44 τρισ. δρχ.) πηγαίνουν κάθε χρόνο σε μεμονωμένους επιστήμονες και στα ινστιτούτα τους για ερευνητικά προγράμματα
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 14]
Μια υποεπιτροπή του Κογκρέσου ενδιαφέρεται για το πώς δαπανώνται τα χρήματα του λαού
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 15]
Οι συγγραφείς πήραν προαγωγή, εκείνη που επισήμανε την απάτη έχασε τη δουλειά της