Το Πικρό Τίμημα των Τυχερών Παιχνιδιών
Ο Μπόμπι βρέθηκε νεκρός μέσα σ’ ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο σε κάποιο δρόμο του βόρειου Λονδίνου. Αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 23 ετών.
Ο ηλικιωμένος άντρας κοιμόταν στους δρόμους επί ένα διάστημα προτού απευθυνθεί στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Ήταν πολύ αδύναμος, επειδή δεν είχε φάει επί τέσσερις μέρες και δεν είχε πάρει το φάρμακο που του είχαν υποδείξει για την καρδιά του.
Ο Εμίλιο, πατέρας πέντε παιδιών, συναισθηματικά ήταν ράκος. Η σύζυγός του και τα παιδιά του τον εγκατέλειψαν. Τώρα δεν θέλουν ούτε να του μιλάνε.
ΕΝΑΣ αυτόχειρας, ένας άστεγος και ένας αποδιωγμένος πατέρας: τρία θλιβερά κρούσματα, που εκ πρώτης όψεως δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους, αλλά αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο στη σημερινή κοινωνία. Ωστόσο, και οι τρεις τραγικές περιπτώσεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή—τον εθισμό στα τυχερά παιχνίδια.
Πολλοί μανιώδεις παίκτες αρνούνται να παραδεχτούν ότι έχουν πρόβλημα και τα μέλη των οικογενειών τους πολλές φορές το κρύβουν για να μη στιγματιστούν από την κοινωνία. Όμως, κάθε μέρα εκατομμύρια σπιτικά σε ολόκληρο τον κόσμο νιώθουν την αγωνία και την απόγνωση που συνοδεύουν αυτόν τον καταστροφικό εθισμό.
Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι μανιώδεις παίκτες υπάρχουν. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα μ’ ένα συντηρητικό υπολογισμό, ανέρχονται στα δέκα εκατομμύρια. Οι αριθμοί είναι ανησυχητικοί και κλιμακώνονται παντού εφόσον οι ευκαιρίες να παίξει κάποιος τυχερά παιχνίδια πολλαπλασιάζονται στη μια χώρα μετά την άλλη. Η μανία για τα τυχερά παιχνίδια έχει περιγραφεί ως «ο εθισμός που αυξάνεται πιο γρήγορα απ’ όλους».
Πολλοί απ’ αυτούς που μόλις έχουν εθιστεί ξεκίνησαν ως ευκαιριακοί παίκτες που απλώς ήθελαν να «δοκιμάσουν την τύχη τους». Κατόπιν παρασύρθηκαν στον εφιάλτη του εθισμού στα τυχερά παιχνίδια.
Όταν τα Τυχερά Παιχνίδια Ξεφεύγουν από τον Έλεγχο
Τι είναι αυτό που μεταβάλλει κάποιους από ευκαιριακούς παίκτες σε μανιώδεις; Τα αίτια ποικίλλουν, αλλά με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, οι παίκτες φτάνουν σ’ ένα σημείο στη ζωή τους που αισθάνονται ότι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τα τυχερά παιχνίδια. (Βλέπε πλαίσιο στη σελίδα 7). Μερικοί ανακαλύπτουν στα τυχερά παιχνίδια τις συγκινήσεις που λείπουν από τη ζωή τους. Μια γυναίκα που παίζει τυχερά παιχνίδια εξήγησε: «Δεν με νοιάζει ιδιαίτερα αν κερδίζω ή αν χάνω. Όταν βάζω ένα στοίχημα, και ειδικά όταν ποντάρω περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι οι γύρω μου, αισθάνομαι ότι είμαι το πιο σπουδαίο πρόσωπο στον κόσμο. Οι άλλοι με σέβονται. Αυτό το αίσθημα με συνεπαίρνει!»
Άλλοι άνθρωποι στρέφονται στα τυχερά παιχνίδια από μοναξιά ή από κατάθλιψη. Η Έστερ, μητέρα τεσσάρων παιδιών, παντρεύτηκε έναν στρατιωτικό ο οποίος έλειπε συχνά από το σπίτι. Εκείνη ένιωθε μοναξιά και άρχισε να παίζει στις μηχανές τυχερών παιχνιδιών που βρίσκονταν σε αίθουσες ψυχαγωγίας. Σε λίγο έπαιζε αρκετές ώρες κάθε μέρα. Τα λεφτά για τα ψώνια σύντομα εξαφανίζονταν και τα προβλήματα πολλαπλασιάζονταν. Προσπαθούσε να κρύψει από το σύζυγό της το γεγονός ότι έχανε χρήματα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε απεγνωσμένα να δανείζεται από τράπεζες και από άλλους προκειμένου να συνεχίσει να ικανοποιεί τον εθισμό της, ο οποίος κόστιζε 200 δολάρια (περ. 36.000 δρχ.) τη μέρα.
Υπάρχουν επίσης εκείνοι των οποίων το πάθος πυροδοτείται από μια νίκη που τους απέφερε μεγάλα κέρδη. Ο Ρόμπερτ Κάστερ, μια αυθεντία σε ζητήματα που αφορούν τους μανιώδεις παίκτες, εξηγεί: «Γενικά, εκείνοι που αρχίζουν την καριέρα τους στα τυχερά παιχνίδια κερδίζοντας νωρίς και σε τακτική βάση γίνονται μανιώδεις παίκτες». Από εκεί κι έπειτα, η επιθυμία τους να συνεχίσουν να κερδίζουν υπερνικά οτιδήποτε άλλο.
Η Δόλια Παγίδα των Προλήψεων
Πολλοί παίκτες επηρεάζονται από τα προαισθήματα μάλλον παρά από τη λογική. Η απλή αριθμητική θα αρκούσε για να αποτρέψει έναν υποψήφιο παίκτη αν αυτός καθοδηγούνταν από τη λογική και μόνο. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πιθανότητες να σκοτωθεί κάποιος από κεραυνό είναι περίπου 1 στις 1.700.000. Το ενδεχόμενο να κερδίσει κάποιος το κρατικό λαχείο είναι τουλάχιστον δυο φορές πιο απίθανο.
Ποιος περιμένει ότι θα τον χτυπήσει κεραυνός; Μόνο ένας αθεράπευτα απαισιόδοξος. Ωστόσο, σχεδόν όλοι όσοι αγοράζουν λαχεία ονειρεύονται να κληρωθεί ο αριθμός τους. Είναι αλήθεια ότι το να κερδίσει κανείς το λαχείο είναι σαφώς καλύτερη προοπτική, αλλά ο λόγος για τον οποίο πολλοί ελπίζουν αυτό για το οποίο δεν υπάρχει σχεδόν καμιά ελπίδα είναι οι προλήψεις. Το γεγονός ότι διάλεξαν τους αγαπημένους τους «τυχερούς αριθμούς» τούς πείθει ότι μπορούν κάλλιστα να ανατρέψουν τις πιθανότητες.—Βλέπε πλαίσιο στη σελίδα 8.
Ο Κλαούντιο Αλσίνα, ένας Ισπανός μαθηματικός, επισήμανε ότι, αν στα τυχερά παιχνίδια των καζίνο και στα λαχεία χρησιμοποιούνταν γράμματα αντί αριθμοί, οι πιθανότητες να κερδίσει κάποιος θα παρέμεναν ακριβώς οι ίδιες, αλλά η σαγήνη—και πιθανότατα ένα μεγάλο μέρος των εισπράξεων—θα χανόταν. Η γοητεία που ασκούν ορισμένοι αριθμοί είναι ακατανίκητη. Μερικοί θεωρούν καλύτερους τους αριθμούς 9, 7, 6 και 0, ενώ άλλοι διαλέγουν τον «τυχερό αριθμό» τους από πράγματα όπως ημερομηνίες γενεθλίων ή ωροσκόπια. Επίσης, υπάρχουν κι εκείνοι που καθοδηγούνται από κάποια παράξενα συμβάντα.
Κάποια μέρα, ένας άντρας δοκίμασε μια δυσάρεστη έκπληξη καθώς πλησίαζε στο καζίνο του Μόντε Κάρλο. Ένα περιστέρι που πετούσε από πάνω του τού λέρωσε το καπέλο του. Την ίδια εκείνη μέρα αυτός κέρδισε 15.000 δολάρια (περ. 2,7 εκατ. δρχ.). Πεπεισμένος ότι τα περιττώματα του περιστεριού ήταν καλός οιωνός, πάντοτε προτού μπει στο καζίνο τριγύριζε έξω ελπίζοντας να λάβει κι άλλο «σημείο εξ ουρανού». Έτσι, οι προλήψεις παραπλανούν πολλούς παίκτες και τους κάνουν να νομίζουν ότι η «ρέντα» τους δεν θα τελειώσει ποτέ. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση πολλές φορές τους οδηγεί στην ανελέητη μέγκενη ενός πάθους το οποίο τους ελέγχει και μπορεί στο τέλος να τους καταστρέψει.
Από Αγάπη για το Χρήμα
Οι άνθρωποι παίζουν για να κερδίσουν χρήματα, πολλά χρήματα αν είναι δυνατόν. Αλλά στην περίπτωση του μανιώδους παίκτη, τα χρήματα που κερδίζει αποκτούν μια ιδιαίτερη σαγήνη. Στα μάτια του, όπως εξηγεί ο Ρόμπερτ Κάστερ, «χρήματα ίσον κύρος. . . . Χρήματα ίσον φιλία. . . . Χρήματα ίσον γιατρικό». Και γιατί έχουν τα χρήματα τόση σημασία γι’ αυτόν;
Στους κύκλους των τυχερών παιχνιδιών, οι άνθρωποι θαυμάζουν το μεγάλο νικητή ή αυτόν που ξοδεύει πολλά. Θέλουν να βρίσκονται γύρω του. Επομένως, τα χρήματα που κερδίζει λένε στον παίκτη ότι είναι κάποιος, ότι είναι έξυπνος. Τα χρήματα τον κάνουν επίσης να ξεχνάει τα προβλήματά του, τον βοηθούν να χαλαρώνει και του φτιάχνουν τη διάθεση. Σύμφωνα με τα λόγια του ερευνητή Τζέι Λίβινγκστον, οι μανιώδεις παίκτες «επενδύουν όλο το συναισθηματικό τους κόσμο στο χρήμα». Αυτό είναι τραγικό λάθος.
Όταν το «μπαλόνι ξεφουσκώνει» και ο παίκτης χάνει ξανά και ξανά, τα χρήματα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Τώρα επιζητεί απεγνωσμένα να πάρει πίσω όσα έχασε. Πώς μπορεί να εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για να πληρώσει τους πιστωτές του και να αρχίσει πάλι να έχει «ρέντα»; Σε λίγο καιρό, η ζωή του καταντά μια αδιάκοπη αναζήτηση μετρητών και τίποτα παραπάνω.
Αυτή η αξιοθρήνητα οικτρή κατάσταση αποτελεί καθεστώς για εκατομμύρια παίκτες. Τα άτομα αυτά αντιπροσωπεύουν και τα δυο φύλα, όλες τις ηλικίες και όλα τα κοινωνικά στρώματα. Και όλοι είναι ευάλωτοι, όπως γίνεται φανερό από το πρόσφατο μεγάλο κύμα εφήβων και νοικοκυρών που έχουν εθιστεί στα τυχερά παιχνίδια.
Εθισμένοι Έφηβοι και Νοικοκυρές
Τα νεαρά άτομα αποτελούν εύκολη λεία για τις συναρπαστικές μηχανές με κερματοδέκτη ή για άλλα τυχερά παιχνίδια που τους παρέχουν την προοπτική του γρήγορου κέρδους. Μια έρευνα που διεξάχθηκε σε κάποια πόλη της Αγγλίας αποκάλυψε ότι οι 4 στους 5 14χρονους έπαιζαν στις μηχανές τυχερών παιχνιδιών τακτικά και οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να παίζουν από τα 9 τους χρόνια. Μερικοί έχαναν μαθήματα στο σχολείο προκειμένου να παίξουν. Μια έρευνα που διεξάχθηκε σε γυμνασιόπαιδα από τις Η.Π.Α. αποκάλυψε ότι το 6 τοις εκατό «παρουσίαζαν σημάδια που φανέρωναν ότι ενδεχομένως ήταν παθολογικοί παίκτες».
Ο Μανουέλ Μελγκαρέχο, αρχηγός μιας θεραπευτικής ομάδας στη Μαδρίτη, η οποία αποτελείται από πρώην παίκτες, εξήγησε στο Ξύπνα! ότι ένα ευεπηρέαστο νεαρό άτομο μπορεί να αγκιστρωθεί στα τυχερά παιχνίδια κερδίζοντας έστω κι ένα μεγάλο ποσό στις μηχανές τυχερών παιχνιδιών με κερματοδέκτη. Πολύ γρήγορα, τα τυχερά παιχνίδια τού γίνονται χόμπι και πάθος. Σε λίγο καιρό, το νεαρό άτομο που έχει εθιστεί μπορεί να αρχίσει να πουλάει οικογενειακά κειμήλια ή να κλέβει την οικογένειά του ή ακόμη να καταφεύγει σε μικροκλοπές ή στην πορνεία προκειμένου να βρει χρήματα για να ικανοποιήσει τον εθισμό του.
Οι ειδικοί επισημαίνουν επίσης μια σημαντική αύξηση στον αριθμό των νοικοκυρών οι οποίες είναι μανιώδεις παίκτριες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγου χάρη, οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν τώρα περίπου το 30 τοις εκατό του συνολικού αριθμού των μανιωδών παικτών, αλλά, σύμφωνα με υπολογισμούς, μέχρι το έτος 2000 αυτό το ποσοστό θα έχει ανέλθει σε 50 τοις εκατό.
Η Μαρία, μια μητέρα δυο κοριτσιών η οποία ανήκει στην εργατική τάξη, αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση νοικοκυράς που έχει γίνει μανιώδης παίκτρια. Στη διάρκεια των τελευταίων εφτά ετών, ξόδεψε 35.000 δολάρια (περ. 6,3 εκατ. δρχ.)—χρήματα που προορίζονταν κυρίως για τη συντήρηση της οικογένειας—στο μπίνγκο και στις μηχανές τυχερών παιχνιδιών. «Τα χρήματα χάθηκαν οριστικά», λέει αναστενάζοντας. «Το μόνο που λαχταράω είναι να έρθει εκείνη η μέρα που θα μπορώ να μπω σε μια καφετέρια με 50 δολάρια στο πορτοφόλι μου και θα έχω το σθένος να τα ξοδέψω για τα παιδιά μου [αντί να τα βάλω στον κερματοδέκτη κάποιας μηχανής]».
Όνειρα που Γίνονται Εφιάλτες
Τα όνειρα αποτελούν το θεμέλιο πάνω στο οποίο είναι οικοδομημένα τα τυχερά παιχνίδια. Για μερικούς παίκτες τα όνειρα του πλούτου είναι εφήμερα, αλλά για το μανιώδη παίκτη αυτά τα όνειρα γίνονται το πάθος του, ένα πάθος που το κυνηγάει ασταμάτητα, φτάνοντας ως το χείλος της χρεοκοπίας, της φυλάκισης, ακόμα και του θανάτου.
Τα τυχερά παιχνίδια υπόσχονται να καλύψουν βασικές ανάγκες—την ανάγκη για μια ευχάριστη απασχόληση, για κάποιες συγκινήσεις, για επιπλέον χρήματα ή για διαφυγή από τις καθημερινές ανησυχίες—όμως το κρυφό τίμημα μπορεί να αποδειχτεί υπέρογκο, όπως με λύπη έχουν διαπιστώσει οι μανιώδεις παίκτες. Μπορούν αυτές οι ανάγκες να ικανοποιηθούν με άλλον τρόπο;
[Πλαίσιο στη σελίδα 7]
Το Πορτραίτο ενός Μανιώδους Παίκτη
Ο ΠΑΙΚΤΗΣ εξακολουθεί να παίζει ανεξάρτητα από το πόσα χάνει. Αν τελικά κερδίσει, χρησιμοποιεί τα χρήματα για να συνεχίζει να παίζει. Ενώ μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι σε θέση να σταματήσει όποτε θέλει, ο μανιώδης παίκτης που έχει χρήματα στην τσέπη του δεν θα αντέξει να μην «ποντάρει» κάπου παρά μόνο λίγες μέρες. Διακατέχεται από μια παθολογική παρόρμηση να παίζει τυχερά παιχνίδια.
Δημιουργεί συνεχώς χρέη. Όταν δεν μπορεί να πληρώσει τους πιστωτές του, δανείζεται με απόγνωση περισσότερα χρήματα για να πληρώσει τα πιο πιεστικά χρέη και να συνεχίσει να παίζει τυχερά παιχνίδια. Αργά ή γρήγορα γίνεται ανέντιμος. Μπορεί να φτάσει στο σημείο να καταχραστεί τα χρήματα του εργοδότη του προκειμένου να παίξει τυχερά παιχνίδια. Συνήθως, καταλήγει να απολυθεί από τη δουλειά του.
Τα πάντα, ακόμα και η σύζυγός του και τα παιδιά του, γίνονται υποχείρια της επιθυμίας του να παίζει τυχερά παιχνίδια. Η μανία του αναπόφευκτα πυροδοτεί συγκρούσεις μέσα στο ζευγάρι και μπορεί τελικά να οδηγήσει στο χωρισμό ή στο διαζύγιο.
Τα έντονα αισθήματα ενοχής τον κάνουν όλο και πιο εσωστρεφή. Δυσκολεύεται να αναπτύξει σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Τελικά, παθαίνει βαριά κατάθλιψη και είναι πιθανό να φτάσει στο σημείο να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας· δεν μπορεί να δει καμιά άλλη διέξοδο στο δίλημμά του.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 8]
Ο Άνθρωπος που Σάρωσε το Καζίνο του Μόντε Κάρλο
Ο ΤΣΑΡΛΣ ΓΟΥΕΛΣ, ένας Άγγλος, επισκέφτηκε το καζίνο του Μόντε Κάρλο τον Ιούλιο του 1891. Μέσα σε λίγες μέρες, πολλαπλασίασε τα χρήματά του από δέκα χιλιάδες γαλλικά φράγκα σε ένα εκατομμύριο και, παραδόξως, επανέλαβε το κατόρθωμά του τέσσερις μήνες αργότερα. Πολλοί παίκτες προσπάθησαν να ανακαλύψουν το «σύστημά» του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Γουέλς πάντοτε επέμενε ότι δεν είχε κάποιο «σύστημα». Μάλιστα, τον επόμενο χρόνο έχασε όλα του τα χρήματα και πέθανε απένταρος. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό το περιστατικό είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίσει το καζίνο απρόβλεπτη δημοσιότητα. Απέκτησε διεθνή φήμη την οποία ποτέ δεν έχασε.
Η Πλάνη του Μόντε Κάρλο
Πολλοί παίκτες πιστεύουν ότι οι μηχανές τυχερών παιχνιδιών με κερματοδέκτη ή ο δίσκος της ρουλέτας έχουν μνήμη. Έτσι, ο παίκτης της ρουλέτας μπορεί να υποθέσει ότι αν έχει βγει μια συγκεκριμένη σειρά αριθμών μέχρι εκείνη τη στιγμή, πιθανότατα ο περιστρεφόμενος δίσκος θα συνεχίσει να προτιμά αριθμούς από εκείνη τη σειρά. Παρόμοια, μερικοί που παίζουν στις μηχανές τυχερών παιχνιδιών θεωρούν δεδομένο ότι, αν επί αρκετό διάστημα δεν έχει κερδίσει κανείς σε μια συγκεκριμένη μηχανή, σύντομα κάποιος θα κερδίσει. Τέτοιου είδους λανθασμένοι συλλογισμοί ονομάζονται «πλάνη του Μόντε Κάρλο».
Τόσο ο δίσκος της ρουλέτας όσο και ο μηχανισμός λειτουργίας των μηχανών τυχερών παιχνιδιών βασίζονται αποκλειστικά στη σύμπτωση. Επομένως, οτιδήποτε συνέβη προηγουμένως δεν έχει καμιά σχέση. Σ’ αυτά τα παιχνίδια, όπως τονίζει Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica), «κάθε φορά που κάποιος παίζει έχει τις ίδιες πιθανότητες να φέρει ένα δεδομένο αποτέλεσμα». Άρα, οι πιθανότητες να χάσει είναι ακριβώς οι ίδιες κάθε φορά που παίζει. Η πλάνη του Μόντε Κάρλο, ωστόσο, έχει καταστρέψει πολλούς παίκτες ενώ ταυτόχρονα γεμίζει τα ταμεία των καζίνο.