Ανατρέφοντας Παιδιά στην Αφρική σε Δύσκολους Καιρούς
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΚΑΡΜΕΝ ΜΑΚ ΛΑΚΙ
Ήταν το έτος 1941. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν. Εγώ ήμουν μια 23χρονη μητέρα από την Αυστραλία, αλλά μαζί με το ηλικίας πέντε μηνών μωρό μου ήμασταν φυλακισμένοι στο Γκουέλο της Νότιας Ροδεσίας (τώρα Γκουέρου της Ζιμπάμπουε). Ο σύζυγός μου βρισκόταν στη φυλακή στο Σόλζμπερι (τώρα Χαράρε). Τα άλλα μας παιδιά—δύο και τριών χρονών—τα φρόντιζαν τα δύο εφηβικής ηλικίας θετά παιδιά μου. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση.
ΖΟΥΣΑ με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου στο Πορτ Κέμπλα, περίπου 50 χιλιόμετρα νότια του Σίντνεϊ της Αυστραλίας. Το 1924, η Κλερ Χόνισετ επισκέφτηκε τη μητέρα μου και της κέντρισε το ενδιαφέρον για τις Γραφικές διδασκαλίες, ρωτώντας την αν καταλάβαινε το νόημα της Κυριακής Προσευχής. Η Κλερ εξήγησε τι σημαίνει να αγιάζει κανείς το όνομα του Θεού, και κατόπιν είπε με ποιον τρόπο θα γινόταν το θέλημα του Θεού στη γη μέσω της Βασιλείας. (Ματθαίος 6:9, 10) Η μαμά έμεινε έκπληκτη. Παρά την εναντίωση από τον πατέρα, άρχισε να ερευνά σε βάθος αυτές τις Γραφικές αλήθειες.
Λίγο καιρό έπειτα από αυτό, μετακομίσαμε σε ένα προάστιο του Σίντνεϊ. Από εκεί, η μητέρα μου και εγώ περπατούσαμε περίπου 5 χιλιόμετρα για να πάμε στις συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής, όπως λέγονταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μολονότι ο πατέρας ποτέ δεν έγινε Μάρτυρας, επέτρεπε να διεξάγονται στο σπίτι μας Γραφικές μελέτες. Δύο από τα αδέλφια του—ο Μαξ και ο Όσκαρ Σάιντελ—έγιναν Μάρτυρες, και το ίδιο έκαναν μερικά μέλη της οικογένειας του Μαξ, καθώς και ο νεότερος αδελφός μου ο Τέρι και η μικρότερη αδελφή μου η Μίλντα.
Το 1930, η Εταιρία Σκοπιά αγόρασε ένα πλοιάριο μήκους 16 μέτρων, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε Φωτοδότης. Επί δύο χρόνια αυτό το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στην άκρη του κτήματός μας που βρισκόταν δίπλα στον ποταμό Τζόρτζες. Εκεί το επισκεύασαν για να μπορούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά να το χρησιμοποιούν στο έργο κηρύγματος στα νησιά της Ινδονησίας. Μερικές φορές, η αδελφή μου η Κόραλ και εγώ καθαρίζαμε την καμπίνα και το κατάστρωμα, και έπειτα δανειζόμασταν τη λάμπα που κρεμόταν στο κατάρτι του πλοίου για να πάμε να ψαρέψουμε γαρίδες.
Ταξίδι στην Αφρική και Γάμος
Η Αυστραλία πλήγηκε από οικονομική ύφεση στα μέσα της δεκαετίας του 1930, και εγώ μαζί με τη μητέρα μου ταξιδέψαμε στη Νότια Αφρική για να δούμε αν θα μπορούσε η οικογένειά μας να εγκατασταθεί εκεί. Είχαμε μια συστατική επιστολή από το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αυστραλία την οποία θα δίναμε στον Τζορτζ Φίλιπς, ο οποίος είχε τότε την επίβλεψη του έργου κηρύγματος στο νότιο τμήμα της Αφρικής. Ο Τζορτζ περίμενε στις αποβάθρες του Κέιπ Τάουν και έψαχνε να βρει το πλοίο μας. Είχε το βιβλίο Πλούτη, που ήταν έκδοση της Εταιρίας Σκοπιά, κάτω από το μπράτσο του για να μπορέσουμε να τον αναγνωρίσουμε. Την ίδια εκείνη μέρα, στις 6 Ιουνίου 1936, μας σύστησε στα πέντε μέλη του προσωπικού τού τμήματος, περιλαμβανομένου και του Ρόμπερτ Α. Μακ Λάκι.a Στη διάρκεια εκείνου του έτους, ο Μπέρτι—όπως τον φωνάζαμε όλοι—και εγώ παντρευτήκαμε.
Ο προπάππος του Μπέρτι, ο Γουίλιαμ Μακ Λάκι, ήρθε στην Αφρική το 1817 από το Πέισλι της Σκωτίας. Στα πρώτα του ταξίδια, ο Γουίλιαμ γνωρίστηκε με τον Ρόμπερτ Μόφατ, τον άνθρωπο που επινόησε το σύστημα γραφής για τη γλώσσα τσουάνα και μετέφρασε την Αγία Γραφή σε αυτή τη γλώσσα.b Εκείνον τον παλιό καιρό, ο Γουίλιαμ και ο σύντροφός του, ο Ρόμπερτ Σκουν, ήταν οι μόνοι λευκοί που είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μζιλικάζι, ενός εξέχοντα πολεμιστή στο στρατό του φημισμένου αρχηγού των Ζουλού, του Σάκα. Γι’ αυτό, ο Γουίλιαμ και ο Ρόμπερτ ήταν οι μόνοι λευκοί που επιτρεπόταν να πηγαίνουν στο χωριό του Μζιλικάζι, εκεί όπου τώρα βρίσκεται η πόλη Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Αργότερα ο Μζιλικάζι έγινε πολιτικός, και στα μέσα του 19ου αιώνα ένωσε πολλές φυλές σε ένα συγκεντρωτικό αφρικανικό βασίλειο.
Όταν συνάντησα τον Μπέρτι, ήταν χήρος και είχε μια κόρη, τη 12χρονη Λίαλ, και ένα γιο, τον 11χρονο Ντόνοβαν. Ο Μπέρτι άκουσε για πρώτη φορά τις Γραφικές αλήθειες το 1927, λίγους μόνο μήνες μετά το θάνατο της συζύγου του, της Έντνας. Τα επόμενα εννιά χρόνια, κήρυξε τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού στα νησιά του Μαυρίκιου και της Μαδαγασκάρης, καθώς και σε όλη τη Νυασαλάνδη (τώρα Μαλάουι), την πορτογαλική Ανατολική Αφρική (τώρα Μοζαμβίκη) και τη Νότια Αφρική.
Λίγους μήνες μετά το γάμο μας, μετακομίσαμε με τη Λίαλ και τον Ντόνοβαν στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου ήταν ευκολότερο για τον Μπέρτι να βρει εργασία. Για κάποιο διάστημα, υπηρέτησα ως σκαπάνισσα, όπως ονομάζονται οι ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Κατόπιν έμεινα έγκυος στον Πίτερ.
Μετακομίζουμε στη Νότια Ροδεσία
Τελικά, ο αδελφός του Μπέρτι, ο Τζακ, μας προσκάλεσε να εργαστούμε μαζί του σε ένα χρυσωρυχείο κοντά στο Φιλαμπούσι, στη Νότια Ροδεσία. Ο Μπέρτι και εγώ πήγαμε εκεί με τον Πίτερ, ο οποίος ήταν τότε ενός έτους, ενώ η μητέρα μου φρόντιζε προσωρινά τη Λίαλ και τον Ντόνοβαν. Όταν φτάσαμε στον πλημμυρισμένο ποταμό Εμζιγκουάνι, έπρεπε να τον διασχίσουμε χρησιμοποιώντας κάποιο κιβώτιο που κρεμόταν από ένα σχοινί στερεωμένο στις δύο άκρες του ποταμού. Ήμουν έξι μηνών έγκυος στην Πολίν και έπρεπε να κρατάω τον Πίτερ σφιχτά στην αγκαλιά μου! Ήταν τρομακτική εμπειρία, ιδιαίτερα όταν το σχοινί κόντεψε να αγγίξει το νερό στη μέση της διαδρομής. Εκτός αυτού, ήταν μεσάνυχτα και έβρεχε καταρρακτωδώς! Αφού διασχίσαμε τον ποταμό, έπρεπε να περπατήσουμε περίπου δύο χιλιόμετρα για να φτάσουμε στο σπίτι ενός συγγενή μας.
Αργότερα, νοικιάσαμε ένα παλιό αγροτόσπιτο που το είχαν καταφάει οι τερμίτες. Είχαμε ελάχιστα έπιπλα—μερικά από αυτά ήταν φτιαγμένα από τα κιβώτια όπου έβαζαν το δυναμίτη και τα φιτίλια. Η Πολίν αρρώσταινε συχνά από διφθεριτική λαρυγγίτιδα, και δεν είχαμε χρήματα για φάρμακα. Η στενοχώρια μου ήταν μεγάλη, αλλά ήμασταν ευγνώμονες που η Πολίν ξεπερνούσε κάθε κρίση.
Φυλακίζουν τον Μπέρτι και Εμένα
Μία φορά το μήνα πηγαίναμε στην πόλη Μπουλαουάγιο, περίπου 80 χιλιόμετρα μακριά, για να πουλήσουμε το χρυσάφι μας στην τράπεζα. Επίσης πηγαίναμε στην Γκουάντα, μια μικρή πόλη που βρισκόταν πιο κοντά στο Φιλαμπούσι, για να αγοράσουμε τρόφιμα και να συμμετάσχουμε στη διακονία. Το 1940, την πρώτη χρονιά μετά την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το έργο μας τέθηκε υπό απαγόρευση στη Νότια Ροδεσία.
Πολύ σύντομα, με συνέλαβαν ενώ κήρυττα στην Γκουάντα. Τότε ήμουν έγκυος στο τρίτο μου παιδί, την Εστρέλα. Ενώ εξεταζόταν η έφεσή μου, συνέλαβαν τον Μπέρτι επειδή κήρυττε και τον φυλάκισαν στο Σόλζμπερι, πάνω από 300 χιλιόμετρα μακριά από εκεί που ζούσαμε.
Η κατάστασή μας τότε είχε ως εξής: Ο Πίτερ ήταν σε νοσοκομείο στο Μπουλαουάγιο με διφθερίτιδα, και ήταν αμφίβολο αν θα ζούσε. Εγώ είχα μόλις γεννήσει την Εστρέλα, και κάποιος φίλος με πήγε από το νοσοκομείο στη φυλακή για να δείξω στον Μπέρτι την καινούρια του κόρη. Αργότερα, όταν η έφεσή μου απορρίφθηκε, ένας πλούσιος Ινδός καταστηματάρχης με καλοσύνη πλήρωσε την εγγύησή μου. Ύστερα από λίγο καιρό, τρεις αστυνομικοί ήρθαν στο χρυσωρυχείο για να με πάνε στη φυλακή. Μου έδωσαν μια επιλογή. Μπορούσα να πάρω το πέντε μηνών μωρό μου στη φυλακή ή να το αφήσω πίσω για να το φροντίσουν τα εφηβικής ηλικίας παιδιά μας, η Λίαλ και ο Ντόνοβαν. Αποφάσισα να την πάρω μαζί μου.
Μου ανέθεσαν να επιδιορθώνω ρούχα και να καθαρίζω. Επίσης, μου παρείχαν μια νταντά για να με βοηθάει στη φροντίδα της Εστρέλα. Ήταν μια νεαρή κρατούμενη, η οποία λεγόταν Ματόσι και εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης επειδή είχε δολοφονήσει το σύζυγό της. Η Ματόσι έκλαιγε όταν αποφυλακίστηκα επειδή δεν θα μπορούσε πια να φροντίζει την Εστρέλα. Η δεσμοφύλακας με πήρε στο σπίτι για φαγητό και μετά με έβαλε στο τρένο για να επισκεφτώ τον Μπέρτι στη φυλακή του Σόλζμπερι.
Ενώ ο Μπέρτι και εγώ ήμασταν στη φυλακή, η Λίαλ και ο Ντόνοβαν φρόντιζαν τα μικρά παιδιά, τον Πίτερ και την Πολίν. Αν και ο Ντόνοβαν ήταν μόνο 16 χρονών, συνέχισε τη δουλειά μας στο χρυσωρυχείο. Όταν αποφυλακίστηκε ο Μπέρτι, αποφασίσαμε να μετακομίσουμε στο Μπουλαουάγιο, επειδή το χρυσωρυχείο δεν πήγαινε καλά. Ο Μπέρτι έπιασε δουλειά στους σιδηροδρόμους, και εγώ συμπλήρωνα το εισόδημά μας χρησιμοποιώντας τις καινούριες μου ικανότητες στο ράψιμο.
Η εργασία που έκανε ο Μπέρτι στους σιδηροδρόμους θεωρούνταν σημαντική, και γι’ αυτό εξαιρέθηκε από τη στρατιωτική υπηρεσία. Εκείνα τα χρόνια του πολέμου, οι δέκα περίπου λευκοί Μάρτυρες που υπήρχαν στο Μπουλαουάγιο συναθροίζονταν στο μικρό μας σπίτι με τη μια κρεβατοκάμαρα, και οι λίγοι μαύροι αδελφοί και αδελφές μας συναθροίζονταν κάπου αλλού στην πόλη. Αλλά τώρα υπάρχουν στο Μπουλαουάγιο πάνω από 46 εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά, οι οποίες αποτελούνται τόσο από μαύρους όσο και από λευκούς αδελφούς!
Η Μεταπολεμική μας Διακονία
Μετά τον πόλεμο, ο Μπέρτι ζήτησε από τους υπεύθυνους των σιδηροδρόμων να τον μεταθέσουν στο Ουμτάλι (τώρα Μουτάρε), μια όμορφη πόλη στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη. Θέλαμε να υπηρετήσουμε εκεί όπου η ανάγκη για κήρυκες της Βασιλείας ήταν μεγαλύτερη, και το Ουμτάλι φαινόταν το κατάλληλο μέρος, εφόσον δεν υπήρχαν Μάρτυρες στην πόλη. Στη διάρκεια της σύντομης παραμονής μας εκεί, τα μέλη της οικογένειας Χόλτσχαουσεν, η οποία είχε πέντε γιους, έγιναν Μάρτυρες. Τώρα υπάρχουν 13 εκκλησίες σε αυτή την πόλη!
Το 1947, η οικογένειά μας εξέτασε την πιθανότητα να ξαναρχίσει ο Μπέρτι το σκαπανικό. Η Λίαλ, η οποία είχε επιστρέψει από τη Νότια Αφρική όπου έκανε σκαπανικό, υποστήριξε αυτή την ιδέα. Ο Ντόνοβαν έκανε εκείνη την περίοδο σκαπανικό στη Νότια Αφρική. Όταν, όμως, το γραφείο τμήματος στο Κέιπ Τάουν έμαθε για την επιθυμία του Μπέρτι να ξαναρχίσει το σκαπανικό, του ζήτησαν αντί για αυτό να ανοίξει μια αποθήκη εντύπων στο Μπουλαουάγιο. Έτσι παραιτήθηκε από τους σιδηροδρόμους και ξαναγυρίσαμε εκεί. Λίγο αργότερα, οι πρώτοι ιεραπόστολοι που διορίστηκαν στη Νότια Ροδεσία έφτασαν στο Μπουλαουάγιο, και σε αυτούς περιλαμβάνονταν ο Έρικ Κουκ, ο Τζορτζ και η Ρούμπι Μπράντλεϊ, η Φίλις Κάιτ και η Μερτλ Τέιλορ.
Το 1948, ο Νάθαν Ο. Νορ, ο τρίτος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, μαζί με το γραμματέα του, τον Μίλτον Τζ. Χένσελ, επισκέφτηκαν το Μπουλαουάγιο και διευθέτησαν να γίνει η αποθήκη εντύπων τμήμα με επίσκοπο τον αδελφό Κουκ. Τον επόμενο χρόνο, γεννήθηκε η κόρη μας η Λίντσεϊ. Έπειτα, το 1950, το τμήμα μεταφέρθηκε στο Σόλζμπερι, την πρωτεύουσα της Νότιας Ροδεσίας, και μετακομίσαμε και εμείς εκεί. Αγοράσαμε ένα μεγάλο σπίτι στο οποίο μείναμε πολλά χρόνια. Στο σπίτι μας έμεναν πάντοτε σκαπανείς και επισκέπτες, και γι’ αυτό έγινε γνωστό ως ξενοδοχείο Μακ Λάκι!
Το 1953, ο Μπέρτι και εγώ παρακολουθήσαμε τη διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά που διεξάχθηκε στο Στάδιο Γιάνκι, στην Πόλη της Νέας Υόρκης. Ήταν μια αξέχαστη εμπειρία! Πέντε χρόνια αργότερα, η Λίαλ, η Εστρέλα, η Λίντσεϊ και ο ηλικίας 16 μηνών Τζέρεμι ήταν μαζί μας και τις οχτώ μέρες που διήρκεσε η τεράστια διεθνής συνέλευση το 1958 στο Στάδιο Γιάνκι και στο γειτονικό Πόλο Γκράουντς. Ένας πρωτοφανής αριθμός 250.000 και πλέον παρόντων παρακολούθησαν τη δημόσια ομιλία την τελευταία μέρα!
Καινούριος Διορισμός στο Έργο Κηρύγματος
Ο Μπέρτι υπηρέτησε περίπου 14 χρόνια ως εξωτερικός βοηθός στο γραφείο τμήματος στο Σόλζμπερι, αλλά κατόπιν αποφασίσαμε να υπηρετήσουμε εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη, στις Σεϋχέλλες. Πουλήσαμε το σπίτι μας και τα έπιπλά μας και στριμώξαμε τα υπόλοιπα υπάρχοντά μας σε ένα Όπελ στέισον που είχαμε. Με τη 12χρονη Λίντσεϊ και τον 5χρονο Τζέρεμι, ταξιδέψαμε περίπου 3.000 χιλιόμετρα σε υπερβολικά ανώμαλους χωματόδρομους, περνώντας από τη Βόρεια Ροδεσία (τώρα Ζάμπια), την Τανγκανίκα (τώρα τμήμα της Τανζανίας) και την Κένυα, και φτάνοντας τελικά στο λιμάνι της Μομπάσα.
Στη Μομπάσα έκανε αφόρητη ζέστη, αλλά υπήρχαν πανέμορφες παραλίες. Αφήσαμε το αυτοκίνητό μας σε κάποιον ντόπιο Μάρτυρα και ξεκινήσαμε το τριήμερο ταξίδι μας με το πλοίο για τις Σεϋχέλλες. Όταν φτάσαμε, μας συνάντησε ο Νόρμαν Γκάρντνερ, ο οποίος είχε αποκτήσει κάποια βασική γνώση της Γραφικής αλήθειας από ένα Μάρτυρα στο Νταρ ες Σαλάμ της Τανγκανίκας. Αυτός διευθέτησε να νοικιάσουμε ένα σπίτι στο Σαν Σουσί Πας, το οποίο είχε χτιστεί για τους αστυνομικούς που προστάτευαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος είχε εξοριστεί από την Κύπρο το 1956.
Επειδή το σπίτι μας ήταν πολύ απομονωμένο, έπειτα από ένα μήνα μετακομίσαμε σε ένα σπίτι στην παραθαλάσσια πόλη Μπο Βαλόν. Εκεί προσκαλούσαμε τους ανθρώπους να παρακολουθήσουν τις ομιλίες που εκφωνούσε ο Μπέρτι στη βεράντα μας. Αρχίσαμε Γραφική μελέτη με την οικογένεια Μπάιντσεντλερ, και μερικούς μήνες αργότερα ο Μπέρτι βάφτισε αυτό το αντρόγυνο και την υιοθετημένη κόρη τους, καθώς επίσης τον Νόρμαν Γκάρντνερ και τη σύζυγό του. Επίσης πηγαίναμε με το πλοίο του Νόρμαν στο νησί Σερφ, όπου ο Μπέρτι έκανε ομιλίες σε ένα λεμβοστάσιο.
Έπειτα από περίπου τέσσερις μήνες στις Σεϋχέλλες, ο αρχηγός της αστυνομίας μάς είπε ότι έπρεπε να σταματήσουμε να κηρύττουμε διαφορετικά θα μας απέλαυναν. Η οικονομική μας κατάσταση ήταν άσχημη, και εγώ ήμουν ξανά έγκυος. Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε το δημόσιο κήρυγμα. Άλλωστε γνωρίζαμε ότι έτσι και αλλιώς θα φεύγαμε σύντομα. Έτσι, όταν έφτασε το επόμενο πλοίο από την Ινδία περίπου ένα μήνα αργότερα, μας απέλασαν.
Επικίνδυνη Επάνοδος
Όταν φτάσαμε στη Μομπάσα, πήραμε το αυτοκίνητό μας και κατευθυνθήκαμε νότια, ακολουθώντας τον αμμώδη παραλιακό δρόμο. Όταν φτάσαμε στην Τάνγκα, η μηχανή του αυτοκινήτου μας κόλλησε. Οι οικονομίες μας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αλλά ένας συγγενής μας και κάποιος άλλος Μάρτυρας μας βοήθησαν να τα βγάλουμε πέρα. Ενώ ήμασταν στη Μομπάσα, ένας αδελφός προσφέρθηκε να μας βοηθήσει οικονομικά αν θέλαμε να πάμε βόρεια στη Σομαλία για να κηρύξουμε. Ωστόσο, εγώ δεν αισθανόμουν καλά, και έτσι το μόνο που θέλαμε ήταν να επιστρέψουμε στην οικογένειά μας στη Νότια Ροδεσία.
Περάσαμε από την Τανγκανίκα στη Νυασαλάνδη και ταξιδέψαμε κατά μήκος της δυτικής όχθης της λίμνης Νιάσα, που τώρα λέγεται λίμνη Μαλάουι. Αρρώστησα τόσο βαριά, ώστε ζήτησα από τον Μπέρτι να με αφήσει στην άκρη του δρόμου για να πεθάνω! Βρισκόμασταν κοντά στην πόλη Λιλόνγκουε, και έτσι με πήγε στο τοπικό νοσοκομείο. Οι ενέσεις μορφίνης που μου έκαναν με ανακούφισαν κάπως. Ωστόσο, επειδή εγώ δεν μπορούσα να συνεχίσω το ταξίδι με το αυτοκίνητο, ο Μπέρτι και τα παιδιά πήγαν με το αυτοκίνητο στο Μπλαντάιρ, το οποίο απέχει περίπου 400 χιλιόμετρα. Κάποιος συγγενής κανόνισε να πάω εκεί λίγες μέρες αργότερα με το αεροπλάνο για να τους συναντήσω. Από το Μπλαντάιρ, γύρισα με το αεροπλάνο στο Σόλζμπερι, και ο Μπέρτι με τα παιδιά έκαναν το υπόλοιπο ταξίδι της επιστροφής με το αυτοκίνητο.
Πόση ανακούφιση νιώσαμε όλοι όταν φτάσαμε στο Σόλζμπερι, στο σπίτι της κόρης μας της Πολίν και του συζύγου της! Το 1963, γεννήθηκε το τελευταίο μας παιδί, ο Άντριου. Ο ένας του πνεύμονας δεν ήταν πλήρως αναπτυγμένος, και δεν περιμέναμε ότι θα ζούσε, αλλά ευτυχώς τα κατάφερε. Τελικά, μετακομίσαμε στη Νότια Αφρική και φτιάξαμε το σπίτι μας στο Πιτερμάριτσμπιρχ.
Ευλογήθηκα με μια Στοργική Οικογένεια
Ο Μπέρτι πέθανε ήσυχα σε ηλικία 94 ετών το 1995, και από τότε ζω μόνη μου στο σπίτι μας εδώ. Αλλά δεν είμαι ολομόναχη! Η Λίαλ και η Πολίν υπηρετούν τον Ιεχωβά μαζί με τις οικογένειές τους στη Νότια Αφρική, και μερικά από τα μέλη τους ζουν εδώ στο Πιτερμάριτσμπιρχ. Η Λίντσεϊ και η οικογένειά της ζουν στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α., και είναι όλοι δραστήριοι Μάρτυρες. Τα δύο μικρότερα παιδιά μας, ο Τζέρεμι και ο Άντριου, μετακόμισαν στην Αυστραλία, όπου ζουν ευτυχισμένα με τις συζύγους τους και υπηρετούν ως πρεσβύτεροι στις εκκλησίες τους.
Και τα οχτώ παιδιά μας έχουν συμμετάσχει κατά καιρούς στη διακονία σκαπανέα, και έξι από αυτά έχουν υπηρετήσει σε γραφεία τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά. Ο Ντόνοβαν αποφοίτησε από τη 16η τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς το Φεβρουάριο του 1951 και υπηρέτησε ως περιοδεύων επίσκοπος στις Ηνωμένες Πολιτείες προτού επιστρέψει για να υπηρετήσει στο γραφείο τμήματος στη Νότια Αφρική. Τώρα είναι Χριστιανός πρεσβύτερος στο Κλέρκσντορπ, περίπου 700 χιλιόμετρα μακριά από το Πιτερμάριτσμπιρχ. Η Εστρέλα ζει με το σύζυγό της, τον Τζακ Τζόουνς, στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης.
Ο Πίτερ, ο πρωτότοκός μου, δαπάνησε μερικά χρόνια στην ολοχρόνια διακονία, τόσο στο έργο σκαπανέα όσο και στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στη Ροδεσία. Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια, λυπήθηκα βαθιά όταν σταμάτησε να συναναστρέφεται με τη Χριστιανική εκκλησία.
Αναπολώντας τη ζωή μου, μπορώ να πω ότι νιώθω πραγματικά ευτυχισμένη που όταν ήμουν έφηβη ήρθα με τη μητέρα μου στην Αφρική. Είναι αλήθεια πως η ζωή μου δεν ήταν πάντοτε εύκολη, αλλά ήταν προνόμιό μου να υποστηρίξω το σύζυγό μου και να αναθρέψω μια οικογένεια η οποία βοήθησε στην εξάπλωση του κηρύγματος των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού στο νότιο τμήμα της Αφρικής.—Ματθαίος 24:14.
[Υποσημειώσεις]
a Η βιογραφία του Ρόμπερτ Μακ Λάκι έχει δημοσιευτεί στη Σκοπιά 1 Φεβρουαρίου 1990, σελίδες 26-31.
b Βλέπε σελίδα 11 του ειδικού βιβλιαρίου Ένα Βιβλίο για Όλους τους Ανθρώπους, που είναι έκδοση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά.
[Χάρτης στη σελίδα 22, 23]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ
Κέιπ Τάουν
Πιτερμάριτσμπιρχ
Κλέρκσντορπ
Γιοχάνεσμπουργκ
Πρετόρια
ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ
Γκουάντα
Μπουλαουάγιο
Φιλαμπούσι
Γκουέρου
Μουτάρε
Χαράρε
ΖΑΜΠΙΑ
ΜΟΖΑΜΒΙΚΗ
ΜΑΛΑΟΥΙ
Μπλαντάιρ
Λιλόνγκουε
ΤΑΝΖΑΝΙΑ
Νταρ ες Σαλάμ
Τάνγκα
ΚΕΝΥΑ
Μομπάσα
ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ
ΣΟΜΑΛΙΑ
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Με τον Πίτερ, την Πολίν και την Εστρέλα, προτού πάρω την Εστρέλα μαζί μου στη φυλακή
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Η Λίαλ και ο Ντόνοβαν μπροστά στο αγροτόσπιτό μας κοντά στο Φιλαμπούσι
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Μπέρτι, η Λίαλ, η Πολίν, ο Πίτερ, ο Ντόνοβαν και εγώ το 1940
[Εικόνες στη σελίδα 24]
Η Κάρμεν και πέντε από τα παιδιά της (σύμφωνα με τη φορά των δεικτών του ρολογιού από αριστερά): ο Ντόνοβαν, όταν ήταν στη Γαλαάδ το 1951, και ο Τζέρεμι, η Λίντσεϊ, η Εστρέλα και ο Άντριου σήμερα