ΑΧΑΪΚΟΣ
(Αχαϊκός) [Αυτός που Ανήκει ή Αναφέρεται στην Αχαΐα].
Ένας από τους ώριμους αδελφούς της εκκλησίας της Κορίνθου. Μαζί με τον Στεφανά και τον Φορτουνάτο, επισκέφτηκε τον Παύλο στην Έφεσο.—1Κο 16:17, 18.
Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.
Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.
(Αχαϊκός) [Αυτός που Ανήκει ή Αναφέρεται στην Αχαΐα].
Ένας από τους ώριμους αδελφούς της εκκλησίας της Κορίνθου. Μαζί με τον Στεφανά και τον Φορτουνάτο, επισκέφτηκε τον Παύλο στην Έφεσο.—1Κο 16:17, 18.