ΑΒΔΕ
(Αβδέ) [Υπηρέτης· ή, συντετμημένη μορφή του Αβδιού, που σημαίνει «Υπηρέτης του Ιεχωβά»].
1. Ο πατέρας του Γαάλ, εκείνου που οδήγησε τους κτηματίες της Συχέμ σε έναν αποτυχημένο στασιασμό εναντίον του Αβιμέλεχ.—Κρ 9:26, 29, 39-41.
2. Γιος του Ιωνάθαν. Ο Αβδέ, συνοδευόμενος από 50 άρρενες του πατρικού οίκου του Αδίν, επέστρεψε από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Έσδρα.—Εσδ 8:6.