ΕΛΖΑΒΑΔ
(Ελζαβάδ) [Ο Θεός Έχει Προικίσει].
1. Ένας από τους ταχείς και θαρραλέους κραταιούς άντρες της φυλής Γαδ οι οποίοι συντάχθηκαν με τον Δαβίδ στην έρημο, ενόσω εκείνος εξακολουθούσε να βρίσκεται κάτω από περιορισμό εξαιτίας του Βασιλιά Σαούλ. Ο μικρότερος από αυτούς τους Γαδίτες χαρακτηρίζεται ως ισοδύναμος με εκατό και ο μεγαλύτερος με χίλιους.—1Χρ 12:1, 8, 12, 14.
2. Λευίτης από την οικογένεια των Κορεϊτών, γιος του Σεμαΐα και εγγονός του Ωβήδ-εδώμ. Ο Ελζαβάδ—ένας ικανός άντρας—υπηρέτησε στην υποδιαίρεση των πυλωρών την εποχή του Βασιλιά Δαβίδ.—1Χρ 26:1, 4, 6-8, 12, 15, 19.