ΕΦΡΩΝ
(Εφρών).
1. [από μια ρίζα που σημαίνει «νεαρό [αρσενικό ελάφι]»]. Χετταίος, γιος του Ζωάρ, ο οποίος είχε έναν αγρό στη Μαχπελάχ μπροστά στη Μαμβρή, δηλαδή στη Χεβρών. Ο Αβραάμ αγόρασε αυτόν τον αγρό από τον Εφρών, μαζί με τη σπηλιά που υπήρχε μέσα σε αυτόν, ως τόπο ταφής για τη σύζυγό του τη Σάρρα. (Γε 23:3-20) Ο Αβραάμ πλήρωσε 400 σίκλους ασήμι (περ. $880) για αυτόν τον οικογενειακό χώρο ταφής. Ωστόσο, έπειτα από κάποιες γενιές, ο αγρός χαρακτηριζόταν ακόμη “αγρός του Εφρών”.—Γε 25:9· 49:29, 30· 50:13.
2. [Τόπος Χώματος]. Οροσειρά ανάμεσα στη Νεφθωά και στην Κιριάθ-ιαρίμ. (Ιη 15:9) Βρισκόταν στο βόρειο όριο της φυλής του Ιούδα.
3. Το όνομα «Εφρών» συναντάται στο εδάφιο 2 Χρονικών 13:19 σύμφωνα με το Μασοριτικό κείμενο, τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα και ορισμένες άλλες μεταφράσεις. Εντούτοις, στην περιθωριακή σημείωση του Μασοριτικού κειμένου υπάρχει η απόδοση «Εφραΐν».—Βλέπε ΕΦΡΑΪΝ.