ΜΕΡΑΪΑΣ
(Μεραΐας) [πιθανώς, Στασιαστικός].
Ιερέας και κεφαλή του πατρικού οίκου του Σεραΐα στις ημέρες του Ιεχωακείμ, μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από τη βαβυλωνιακή εξορία.—Νε 12:12.
Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.
Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.
(Μεραΐας) [πιθανώς, Στασιαστικός].
Ιερέας και κεφαλή του πατρικού οίκου του Σεραΐα στις ημέρες του Ιεχωακείμ, μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από τη βαβυλωνιακή εξορία.—Νε 12:12.