ΤΡΥΦΑΙΝΑ
(Τρύφαινα) [παράγωγο του τρυφάω, που σημαίνει «ζω πολυτελώς»].
Μια Χριστιανή στη Ρώμη την οποία ο Παύλος χαιρετάει με την επιστολή του και την επαινεί για το σκληρό της έργο. (Ρω 16:12) Η Τρύφαινα και η Τρυφώσα, οι οποίες αναφέρονται μαζί, μπορεί να ήταν σαρκικές αδελφές, διότι δεν ήταν ασυνήθιστο για μέλη της ίδιας οικογένειας να έχουν ομόρριζα ονόματα, όπως συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση. Και τα δύο ονόματα ήταν κοινά μεταξύ των γυναικών του σπιτικού του Καίσαρα, αλλά το υπόμνημα δεν διευκρινίζει κατά πόσον οι συγκεκριμένες γυναίκες ανήκαν σε αυτό το σπιτικό.—Φλπ 4:22.