ΤΡΥΦΩΣΑ (Τρυφώσα) [παράγωγο του τρυφάω, που σημαίνει «ζω πολυτελώς»]. Μια Χριστιανή στη Ρώμη στην οποία έστειλε χαιρετισμούς ο Παύλος και την επαίνεσε.—Ρω 16:12· βλέπε ΤΡΥΦΑΙΝΑ.