Ηρώδης Αγρίππας Α΄, Διώκτης των Χριστιανών
ΣΤΗΝ ιστορία του Βασιλέως Ηρώδου Αγρίππα Α΄ βρίσκομε να τονίζεται το γεγονός ότι ο Ιεχωβά είναι ένας Θεός «απαιτών αποκλειστικήν αφοσίωσιν» και γι’ αυτό δυσαρεστείται όχι μόνο μ’ εκείνους που λατρεύουν πλάσματα αλλά και με τα πλάσματα που δέχονται λατρεία από άλλους.—Έξοδ. 20:5. ΜΝΚ.
Ο Πατέρας αυτού του Αγρίππα ήταν ένας από τους γυιους του Ηρώδου του Μεγάλου, τον οποίον αυτός έσφαξε με την υπόνοια ότι θα εστασίαζε στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μεγαλωμένος στη Ρώμη, ο Αγρίππας εδοκίμασε ριζικές διακυμάνσεις της τύχης του μεταξύ ευημερίας και αντιξοότητος επί πολλά χρόνια. Σκεπτόμενος τον εαυτό του μόνο, εξέφρασε κάποτε δημοσία την επιθυμία να ήταν αυτοκράτωρ ο φίλος του Καλιγούλας. Ο αυτοκράτωρ Τιβέριος, που το άκουσε αυτό, εφυλάκισε τον Αγρίππα, του οποίου η ζωή επί μήνες διεκινδύνευε συνεχώς. Μετά τον θάνατο του Τιβερίου, ανέβηκε στον θρόνο ο Καλιγούλας, ο οποίος όχι μόνον απέλυσε τον Αγρίππα, αλλά και τον έκαμε βασιλέα μερικών μικρών εδαφών της Παλαιστίνης.
Όταν ο Καλιγούλας εξώρισε τον Ηρώδη Αντίπα λόγω υπονοίας περί ανταρσίας, έδωσε στον Αγρίππα τα εδάφη εκείνου, τη Γαλιλαία και την Περαία. Αργότερα ο Κλαύδιος, όταν διεδέχθη τον Καλιγούλα, αντήμειψε τον Αγρίππα για μερικές πολύτιμες υπηρεσίες που αυτός του παρέσχε, προσαρτώντας την Ιουδαία και τη Σαμάρεια στην επικράτειά του, κι έτσι ο Ηρώδης Αγρίππας Α΄ έγινε τότε βασιλεύς όλης της Παλαιστίνης, όπως ήταν και ο πάππος του Ηρώδης ο Μέγας.
Όπως και ο πάππος του και οι περισσότεροι από τους θείους του, ο Αγρίππας Α΄ επεδόθη με ιδιαίτερη κλίσι σε οικοδομικά έργα αλλά διαφέροντας από εκείνους επέδειξε μεγάλη αφοσίωσι στον Ιουδαϊσμό, μετέχοντας θρησκευτικές στις τελετουργίες του και στις γιορτές του κι έκαμε ό,τι μπορούσε για να ελαφρύνη τον Ρωμαϊκό ζυγό που εβάρυνε τους Ιουδαίους. Η ειλικρίνειά του σ’ αυτό θα μπορούσε ν’ αμφισβητηθή, αφού μαθαίνομε ότι αυτός «έκαμε πολλές σημαντικές παραχωρήσεις στα ειδωλολατρικά ήθη και έθιμα»· ειδικά δε, επειδή ενέτεινε τους διωγμούς του εναντίον των Χριστιανών απλώς διότι παρετήρησε ότι αυτό ευαρεστούσε τους Ιουδαίους, όπως μας λέγει ο Λουκάς.—Πράξ. 12:1-19.
Μετά από λίγον καιρό αφότου έσφαξε τον Ιάκωβο, αδελφό του Ιωάννου, και αφού ο άγγελος απηλευθέρωσε τον Πέτρο από τα δεσμά του, στο 44 μ.Χ., ο Αγρίππας Α΄ ενεφανίσθη σ’ ένα συμπόσιο προς τιμήν του Κλαυδίου Καίσαρος. Σύμφωνα με τον Ιώσηπον, ήταν ντυμένος αργυρή στολή, η οποία, καθώς άστραφτε από λαμπρότητα στον πρωινό ήλιο, έκανε το λαό να φωνάζη μόλις άκουε τη φωνή του, με τους λόγους που αναγράφονται στη Γραφή: «θεού φωνή, και ουχί ανθρώπου.» Εκείνη τη στιγμή «επάταξεν αυτόν άγγελος του Ιεχωβά, διότι δεν έδωκε την δόξαν εις τον Θεόν· και γενόμενος σκωληκόβρωτος εξεψύχησεν.» (Πράξ. 12:20-23, ΜΝΚ) Νωρίς στη βασιλεία του, και ενώ ήταν ακόμη στη νεότητά του, ο Βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας Α΄ ‘ανηρπάγη ευθύς από τον Ποιητήν του διότι έγινε ένοχος αποδόσεως κολακευακών τίτλων.’—Ιώβ 32:21, 22.