Η Αξία του Αντιλύτρου του Ιησού Χριστού
«Διότι είναι είς Θεός, είς και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς, όστις έδωκεν εαυτόν αντίλυτρον υπέρ πάντων.»—1 Τιμ. 2:5, 6.
1. Πώς ο Ιησούς Χριστός στέκει μόνος στην παγκόσμια ιστορία;
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ο από Ναζαρέτ, από τη γέννησί του σε μια φάτνη, υψώθηκε σε μια θέσι ζωτικής σπουδαιότητος για το ανθρώπινο γένος. Κανένα άλλο άτομο από τον καιρό της δημιουργίας του Αδάμ δεν έκαμε ένα τέτοιο ανεξάλειπτο αποτύπωμα επάνω στις σελίδες της ιστορίας, ούτε υπήρξε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο αντικείμενον αντιλογίας τόσο παγκοσμίως. Αναρίθμητοι άλλοι άνθρωποι κατήλθαν στο θάνατο ως μάρτυρες για αιτίες που θεωρούσαν άξιες της πλήρους αφοσιώσεώς των, αλλά σε καμμιά άλλη περίπτωσι δεν απεδόθη σ’ ένα τέτοιο μαρτύριο ο ρόλος του σωτήρος. Ο Ιησούς Χριστός στέκει μόνος στην παγκόσμια ιστορία ως ένας του οποίου ο θάνατος λέγεται ότι τον καθιστά αρμόδιον να ενεργήση ως ο Λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους. Τόσο μοναδική είναι η θέσις του ώστε ένας αφωσιωμένος μαθητής του αναγκάσθηκε να πη, «Δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου η σωτηρία· διότι ούτε όνομα άλλο είναι υπό τον ουρανόν δεδομένον μεταξύ των ανθρώπων, δια του οποίου πρέπει να σωθώμεν.» (Πράξ. 4:12) Ασφαλώς δεν αποδίδεται τέτοια αποτελεσματικότης στον θάνατο οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου.
2, 3. Ποιες αντίθετες απόψεις διακρατούνται σχετικά αυτόν, που υποκινούν ποια ζωτικά ερωτήματα;
2 Εν τούτοις, παρά την ευρεία ομολογία στον «Χριστιανικό κόσμο» ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Λυτρωτής του πεπτωκότος ανθρωπίνου γένους, υπάρχει μεγάλη παρανόησις ως προς τον ρόλο που παίζει στους σκοπούς του Παντοδυνάμου Θεού. Ακόμη και μεταξύ εκείνων που ομολογούν ότι πιστεύουν σ’ αυτόν υπάρχει πράγματι εκπληκτική απιστία στην αξία της ζωής του που εδόθη ως αντίλυτρον. Κατόπιν, βέβαια, υπάρχουν εκατομμύρια που, μολονότι αναγνωρίζουν την εξέχουσα θέσι του στην Ιουδαϊκή ιστορία, δεν αποδίδουν τίποτε το εξαιρετικό στη ζωή του ή στο θάνατο του πέρα από την αφοσίωσί του σε ωρισμένες αρχές που τις θεωρούσε καλές. Εν τούτοις, σε αντίθεσι με τούτο, ακόμη και προτού κάμη την εμφάνισί του ο Χριστός, «άλλοι . . . εβασανίσθησαν μη δεχθέντες την απολύτρωσιν, δια να αξιωθώσι καλητέρας αναστάσεως» μέσω της αρχαίας επαγγελίας του Θεού ν’ αποστείλη «σπέρμα» που θα επρομήθευε αιώνια απελευθέρωσι από την αμαρτία και το θάνατο.—Εβρ. 11:35· Ματθ. 20:28· 2 Τιμ. 2:8-10.
3 Επάνω στη βάσι των όσων διδάσκει η Βίβλος, ποια είναι η θέσις του Ιησού Χριστού στη μεγαλοπρεπή διευθέτησι του Ιεχωβά για την εγκαθίδρυσι ενός εντελώς νέου κόσμου; Μήπως πρέπει αυτός να θεωρηθή μόνο σαν ένα μυθικό πρόσωπο ευγενών ιδεωδών που έθεσε για μας ένα λαμπρό παράδειγμα ηθικής ζωής; Ή πρέπει να τον θεωρήσωμε ως εκείνον που εξέχυσε το αίμα της ζωής του σε θυσία έτσι ώστε να εξαγοράση με λύτρον τα δικαιώματα της ζωής που ο Αδάμ έχασε μέσω ανταρσίας, και να καταστήση έτσι δυνατόν για τους ανθρώπους να ζήσουν τελικά για πάντα; Η ορθή απάντησις στα ερωτήματα αυτά είναι ζωτική για κάθε ζωντανό άτομο σήμερα.
4. Πώς η εμφάνισις του Χριστού ήταν διαφορετική από την εμφάνισι οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου;
4 Είναι σπουδαίο να εκτιμήσωμε ότι ο Ιησούς Χριστός δεν επρόβαλε ξαφνικά στην ανθρώπινη σκηνή για να διακηρύξη τον εαυτό του ως σωτήρα. Δεν ήταν απλώς ένας άνθρωπος ασυνήθων χαρισμάτων και διανοητικής λαμπρότητας που έκαμε ένα σημάδι επάνω στον πολιτισμό λόγω της ενεργητικής του δράσεως, καθώς έκαμαν άλλοι άνθρωποι με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας από καιρό σε καιρό. Όχι, πράγματι! Μάλλον, η εμφάνισίς του ήταν μοναδικά διαφορετική, διότι πολλούς αιώνες πρωτύτερα είχε προλεχθή η έλευσίς του. Άνθρωποι ευσεβούς κατανοήσεως απέβλεπαν στην εμφάνισι ενός σωτήρος του ανθρωπίνου γένους λόγω της επαγγελίας που ο Ιεχωβά έδωσε στην Εδέμ σχετικά με το ερχόμενο «σπέρμα» δικαιοσύνης.—Γέν. 3:15· Γαλ. 3:19.
5. Πώς προβάλλεται εδώ η επαγγελία προς τον Αβραάμ;
5 Σχεδόν 1.900 χρόνια πριν από τη γέννησι του Χριστού, ο Ιεχωβά με όρκο επεβεβαίωσε την επαγγελία του προς τον Αβραάμ σχετικά με τον Σωτήρα αυτόν, λέγοντας: «Εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης· διότι υπήκουσας εις την φωνήν μου.» (Γέν. 22:18) Ο Αβραάμ και άλλοι πιστοί άνδρες των αρχαίων ημερών απέβλεπαν σ’ αυτό το «σπέρμα» και ποθούσαν τις ευλογίες που θα ήρχοντο μέσω αυτού. Ο απόστολος Παύλος αφαιρεί κάθε αμφιβολία όσον αφορά την ταυτότητα του «σπέρματος» όταν λέγη: «Προς δε τον Αβραάμ ελαλήθησαν αι επαγγελίαι και προς το σπέρμα αυτού· δεν λέγει, Και προς τα σπέρματα, ως περί πολλών, αλλ’ ως περί ενός, “Και προς το σπέρμα σου,” όστις είναι ο Χριστός.»—Γαλ. 3:16.
6. Τα λόγια του Μωυσέως και η επαγγελία προς τον Δαβίδ τι δείχνουν σχετικά με τον Χριστό;
6 Πάνω από τριακόσια χρόνια μετά την εποχή του Αβραάμ, ο Μωυσής μίλησε στον Ισραήλ γι’ αυτόν τον ίδιον ερχόμενον Σωτήρα, λέγοντας ότι οποιοσδήποτε που δεν θα υπήκουε σ’ αυτόν, δεν θα ζούσε. (Δευτ. 18:19· Λευιτ. 23:29) Ο Πέτρος επιβεβαιώνει το ιστορικό γεγονός ότι ο Μωυσής προείπε την έλευσι του Σωτήρος, Χριστού, λέγοντας: «Διότι ο Μωυσής είπε προς τους πατέρας, “Ότι Ιεχωβά ο Θεός σας θέλει αναστήσει εις εσάς προφήτην εκ των αδελφών σας, ως εμέ· αυτού θέλετε ακούει κατά πάντα όσα αν λαλήση προς εσάς· και πάσα ψυχή, ήτις δεν ακούση του προφήτου εκείνου, θέλει εξολοθρευθή εκ του λαού”.» (Πράξ. 3:22, 23, ΜΝΚ) Ο Δαβίδ ήταν ένας άμεσος απόγονος του Αβραάμ και αναφερόμενος σ’ αυτόν ο Ιεχωβά επανέλαβε την επαγγελία για ένα σωτήρα, εξακόσια περίπου χρόνια προτού εμφανισθή ο Χριστός. «Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Ιεχωβά, και θέλω ανεγείρει εις τον Δαβίδ βλαστόν δίκαιον, και θέλει βασιλεύσει ως βασιλεύς . . . και εκτελέσει κρίσιν και δικαιοσύνην επί της γης.»—Ιερ. 23:5· 33:15, ΑΣ.
7. Ποια άλλα προφητικά πράγματα εγράφησαν σχετικά με τον Ιησού Χριστό, και σε τι συμφωνούν όλοι οι προφήτες;
7 Περίπου 150 χρόνια προτού ο Ιερεμίας γράψη τα παραπάνω λόγια στο ιερό Υπόμνημα, ο προφήτης Ησαΐας, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο Λυτρωτής επρόκειτο να έλθη μέσω της γραμμής του Αβραάμ και του Δαβίδ, έγραψε υπό έμπνευσιν: «Διότι παιδίον εγεννήθη εις ημάς, Υιός εδόθη εις ημάς και η εξουσία θέλει είσθαι επί τον ώμον αυτού· και το όνομα αυτού θέλει καλεσθή Θαυμαστός, Σύμβουλος, Θεός ισχυρός, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, Άρχων ειρήνης. Εις την αύξησιν της εξουσίας αυτού και της ειρήνης δεν θέλει είσθαι τέλος, επί τον θρόνον του Δαβίδ, και επί την βασιλείαν αυτού, δια να διατάξη αυτήν, και να στερεώση αυτήν, εν κρίσει και δικαιοσύνη, από του νυν και έως αιώνος.» (Ησ. 9:6, 7) Η Βηθλεέμ προελέχθη ως ο τόπος της γεννήσεώς του. (Μιχ. 5:2) Πράγματι, όλοι οι προφήτες συμφωνούν ότι ένας λυτρωτής επρόκειτο να εμφανισθή στην ανθρώπινη σκηνή και «εις τούτον πάντες οι προφήται μαρτυρούσιν, ότι δια του ονόματος αυτού θέλει λάβει άφεσιν αμαρτιών πας ο πιστεύων εις αυτόν.»—Πράξ. 10:43.
8. Ποια επιβεβαιωτικά γεγονότα αποδεικνύουν ότι ο Ιωάννης δεν έσφαλλε όταν προσδιόριζε την ταυτότητα του Ιησού;
8 Ο προφήτης Ησαΐας από πριν διεκήρυξε αξιοσημείωτες λεπτομέρειες σχετικά με τον Ιησού Χριστό, δηλαδή, ότι θα κατεφρονείτο, θα απερρίπτετο, θα ήταν άνθρωπος θλίψεων και δόκιμος ασθενείας· ότι η ζωή του θα γινόταν προσφορά για τις αμαρτίες πολλών, ότι θα εμεσίτευε για το ανθρώπινο γένος, ότι όταν θα κατεθλίβετο και θα εβασανίζετο δεν θα άνοιγε το στόμα του για να παραπονεθή αλλά θα υπετάσσετο στη θυσία του σαν αμνός που οδηγείται στον σφαγέα. Δεν είναι παράξενο ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν είδε τον Ιησούν να πλησιάζη, ανεφώνησε δυνατά, Ιδού ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» (Ιωάν. 1:29· Ησ. 43:3-9) Ότι ο Ιωάννης ορθά προσδιώρισε τον Ιησούν ως τον Λυτρωτήν βεβαιώνεται από τη διακήρυξι του αγγέλου που είχε γίνει τριάντα χρόνια πρωτύτερα, όταν το ισχυρό αυτό πνευματικό πλάσμα είπε στους ποιμένας, «Μη φοβείσθε· διότι ιδού, ευαγγελίζομαι εις εσάς χαράν μεγάλην, ήτις θέλει είσθαι εις πάντα τον λαόν· διότι σήμερον εγεννήθη εις εσάς εν πόλει Δαβίδ σωτήρ, όστις είναι Χριστός Κύριος.» (Λουκ. 2:10, 11) Πέρα από κάθε αμφισβήτησι, ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν ένας αυτοσύστατος σωτήρ, αλλά είχε έλθει εις εκπλήρωσιν επαγγελιών που είχαν γίνει από τον Θεό πριν από μακρούς αιώνες.
9. Πώς οι απόστολοι επιβεβαιώνουν την αλήθεια ότι ο Ιησούς είχε αποσταλή;
9 Ο απόστολος Ιωάννης υποστηρίζει αυτή την άποψι με την άμεση διακήρυξι ότι ο Θεός ήταν εκείνος που έστειλε τον Ιησούν. «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» (Ιωάν. 3:16) Έτσι ο Ιησούς δεν ήταν ένας κοινός θνητός που ο Ιεχωβά τον εξέλεξε για να τον χρησιμοποιήση στην προμήθεια ενός αντιλύτρου, αλλά, πολύ εύλογα, ήταν ένας που ήλθε απ’ ευθείας από την ουράνια επικράτεια του Θεού για τον ειδικό σκοπό να διεκδικήση το όνομα του Πατρός και να προμηθεύση ένα αντίλυτρο. Η προανθρώπινη ύπαρξις του Ιησού εξετείνετο στο απώτερο παρελθόν προτού το ανθρώπινο γένος ή ακόμη και η γη η ίδια έλθη σε ύπαρξι. (Ιωάν. 1:1-3· Παροιμ. 8:22-36) Οι μαθηταί του εκτιμούσαν τη μεγάλη εκδήλωσι αγάπης από τον Ιεχωβά με το να αποστείλη τον Υιό του. Ήξεραν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν απλούς άνθρωπος όπως οι ίδιοι, και δεν έδειχναν δισταγμό να το διακηρύξουν αυτό. (Ματθ. 6:16) «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού προς ημάς, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, δια να ζήσωμεν δι’ αυτού . . . Και ημείς είδομεν, και μαρτυρούμεν, ότι ο Πατήρ απέστειλε τον Υιόν Σωτήρα του κόσμου.»—1 Ιωάν. 4:9, 14.
10. Πώς τα ψευδή συμπεράσματα μερικών θρησκευόμενων τους οδηγούν σε πλάνη σχετικά με τον Χριστό;
10 Αλλά υπάρχουν μερικοί θρησκευόμενοι που αρνούνται ότι ο Ιησούς ήταν υιός του Θεού και είχε έλθει εν σαρκί με τη θαυματουργική μεταφορά του από τον Ιεχωβά στη μήτρα μιας Ιουδαίας παρθένου, της Μαρίας. Αντί τούτου διδάσκουν τη θεωρία της ενσαρκώσεως, λέγοντας ότι ο Ιησούς ήταν πραγματικά ο Θεός ο ίδιος ο οποίος περιέβαλε το πνευματικό του σώμα μ’ ένα επένδυμα σαρκός, όπως είχαν κάμει άγγελοι που ενεφανίσθησαν στον Αβραάμ στον Λωτ και άλλους. (Γεν. 18:1, 2· 19:1· Κριτ. 13:9-11, 16) Οι τριαδισταί είναι προσκολλημένοι στον ίδιο ψευδή συλλογισμό, αφού πιστεύουν ότι ο Θεός και ο Χριστός είναι ένας και ο αυτός. Η πεπλανημένη αυτή διδασκαλία επιβάλλει και άλλα ακόμη εσφαλμένα συμπεράσματα. Παραδείγματος χάριν, η θεωρία αυτή πρέπει να αξιοί ότι η κόπωσις και τα παθήματα του Ιησού ήσαν απλώς πλαστά, επειδή κανένα πνευματικό πλάσμα δεν μπορεί να υποστή κόπωσιν και να υποφέρη. Είναι υποχρεωμένη να επιβάλη το συμπέρασμα ότι οι προσευχές του ήσαν πλαστές, αφού, εν πάση περιπτώσει, προσηύχετο στον εαυτό του, και το έκανε αυτό για τη βαθιά εντύπωσι που προξενούσε στους μαθητάς του και σε άλλους. (Ιωάν. 17) Περαιτέρω ακόμη προς την ίδια κατεύθυνσι της πλάνης θα έπρεπε να βγη το συμπέρασμα, επάνω στη βάσι της αρχικής υποθέσεως, ότι ο θάνατος του Χριστού ήταν μια απλή εξωτερική όψις θανάτου, διότι ο Θεός, που είναι αθάνατος, δεν μπορεί πραγματικά να πεθάνη· δεν υπήρχε, επομένως, καθόλου πραγματικός θάνατος και έκχυσις αίματος ως αντιλύτρου για το ανθρώπινο γένος!
11, 12. Ποιες άλλες απόψεις διακρατούνται από θρησκευτικούς ηγέτας;
11 Πολύ συγγενή προς αυτόν τον επικίνδυνο συλλογισμό είναι τα συμπεράσματα εκείνων που πιστεύουν στη «θεωρία της ηθικής επιρροής.» Διακρατούν ότι η μόνη αποστολή του Χριστού ήταν ν’ αποκαλύψη την αγάπη του Θεού μ’ ένα τρόπο τόσο συγκινητικό ώστε να μαλακώση την καρδιά και να παρακινήση τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την αμαρτία. (Η Θεολογία στην Αυγή του Εικοστού Αιώνος, σελ. 261) «Για να μιλήσωμε με ακρίβεια», λέγουν, «ο θάνατος του Χριστού δεν ήταν αναγκαίος για την ανθρώπινη σωτηρία.»
12 Δεν είναι εκπληκτικό, λοιπόν, το να βρίσκουμε ένα πολύ εξέχοντα θρησκευτικόν ηγέτη να λέγη τα εξής σχετικά με το αντίλυτρο: «Βέβαια δεν πιστεύω στη Γέννησι από Παρθένο, ή σ’ εκείνο το πεπαλαιωμένο αντικαταστατικό δόγμα της Εξιλεώσεως· και δεν γνωρίζω κανένα νοήμονα Χριστιανό λειτουργό που το πιστεύει. Εκείνο που είναι ενοχλητικό μ’ αυτούς τους θεμελιωτιστάς είναι ότι υποθέτουν ότι αν κανείς δεν συμφωνή μαζί τους στη δογματική τους διάρθρωσι, δεν μπορεί να πιστεύη στις βαθιές, ουσιώδεις, αιώνιες αλήθειες του Χριστιανικού ευαγγελίου που μεταμορφώνουν τη ζωή των ανθρώπων, και αποτελούν τη μόνη ελπίδα που παρέχει η σωτήριος ιδιότης του Χριστού σ’ αυτόν τον κόσμο.»a Σ’ αυτή την τάξι των ανθρώπων περιλαμβάνονται κι εκείνοι που χλευάζουν το ότι ο θάνατος του Ιησού Χριστού ήταν αναγκαίος για την προμήθεια αντιλύτρου επειδή, όπως λέγουν, αυτό απαιτεί ένα φόνο για την εκπλήρωσι του θελήματος του Θεού.
13. Πώς φανερώνεται η απιστία των στο αντίλυτρο, τοποθετώντας τους σε μια τάξι που περιγράφεται από τον Πέτρο;
13 Έτσι βρίσκομε ανθρώπους της θρησκείας, και μάλιστα ηγέτας της θρησκείας, που πραγματικά αρνούνται την αξία του αντιλύτρου του Ιησού Χριστού. Ναι, μιλούν για τις «αιώνιες αλήθειες του Χριστιανικού ευαγγελίου», αλλά στα μάτια των οι αρχές που είναι ενσωματωμένες στις Δέκα Εντολές και επί πλέον οι νέες εντολές που εδίδαξε ο Χριστός, η αγάπη για τον Θεό, η αγάπη για τον πλησίον μέχρι του να πεθάνη κανείς γι’ αυτόν—αυτά είναι τα πράγματα «που μεταμορφώνουν τη ζωή των ανθρώπων, και αποτελούν τη μόνη ελπίδα που παρέχει η σωτήριος ιδιότης του Χριστού σ’ αυτόν τον κόσμο.» Με τα λόγια των και με τις πράξεις των δεν πιστεύουν ότι η ζωή του Ιησού Χριστού, που κατετέθη σε θυσιαστικό θάνατο, πραγματικά εχρησίμευσε για να διανοίξη το δρόμο για το ανθρώπινο γένος να επανακτήση την τελειότητα εκείνη της σαρκός και την ενότητα με τον Θεό που ο Αδάμ αρχικά έχασε με τη στασιαστική του αμαρτία. Αρνούνται, πράγματι, τον Χριστό ως λυτρωτήν και σωτήρα των, και δεν πιστεύουν ότι η αξία του χυθέντος αίματός του ήταν η τιμή που επληρώθη στον Θεό για να επανακτήση το ανθρώπινο γένος τα δικαιώματα της ζωής που απωλέσθησαν από τον Αδάμ. Ενώ ισχυρίζονται ότι είναι δούλοι του Θεού, πραγματικά είναι ψευδείς διδάσκαλοι. Με πόση ακρίβεια τους περιγράφει ο Πέτρος: «Και μεταξύ σας θέλουσιν είσθαι ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες θέλουσι παρεισάξει αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι και τον αγοράσαντα αυτούς Δεσπότην, επισύροντες εις εαυτούς ταχείαν απώλειαν.»—2 Πέτρ. 2:1· 1 Κορ. 1:18.
14. Ποιας αληθείας η πλήρης σημασία πρέπει να εκτιμηθή από τα ειλικρινή άτομα;
14 Κάθε άτομο που ενδιαφέρεται για τη ζωή πρέπει να εκτιμήση την πλήρη σημασία της αληθείας που οι Άγιες Γραφές με συντριπτική σαφήνεια και κατηγορηματικότητα καθιστούν γνωστή, ότι, δηλαδή, μόνο μέσω της αξίας του αντιλύτρου του Ιησού Χριστού θα φθάση ποτέ κανείς σε σωτηρία. Επί πλέον, οποιοσδήποτε αποκτά σωτηρία, πρέπει ν’ ανταποκριθή στους όρους του αντιλύτρου, και έτσι ν’ αποκτήση τα προσόντα σύμφωνα με τους κανόνας του Θεού. Σε τελευταία ανάλυσι, οι φιλοσοφίες των ανθρώπων και όλη η κοσμική γνώσις και η ανθρώπινη λογίκευσις που αυτοί μπορούν να παρουσιάσουν εναντίον των Γραφών δεν θα ωφελήση σε τίποτε. Ο Λόγος του Θεού είναι βέβαιος, στερεός, για να βασισθή κανείς σ’ αυτόν, επειδή προέρχεται από εκείνον που έχει όλη τη γνώσι και που κατέχει όλη τη δύναμι για να υποστηρίξη τον λόγον του και να τον εκπληρώση. Ορθώς προσφεύγομε σ’ αυτόν για να μας δώση εξήγησι της θέσεως του Υιού του στη θεία πρόθεσι όσον αφορά τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
15. Τι σημαίνει «απολυτρώνω», και γιατί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος έχει ανάγκην απολυτρώσεως:
15 «Απολυτρώνω» σημαίνει «λυτρώνω από αιχμαλωσία, σκλαβιά, τιμωρία ή τα όμοια, πληρώνοντας ένα τίμημα· εξαγοράζω από δουλεία· απελευθερώνω, όπως από αμαρτία, την ποινή της, ή τα όμοια· γίνομαι Λυτρωτής.» (Ουέμπστερ Νέον Διεθνές Λεξικόν, 2α Έκδοσις) Ότι το ανθρώπινο γένος από την Εδέμ υπήρξε σε δουλεία στην αμαρτία και στην ποινή της, τον θάνατο, είναι παραδεδεγμένο. «Ιδού, συνελήφθην εν ανομία, και εν αμαρτία με εγέννησεν η μήτηρ μου», λέγει ο Δαβίδ. (Ψαλμ. 51:5) Αυτή η ομολογία δουλείας δεν εφηρμόζετο μόνο στον Δαβίδ τον ίδιο, επειδή ο Παύλος την επιβεβαιώνει ως αληθινή για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, όταν λέγη: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.» (Ρωμ. 5:12) Ολόκληρο το ανθρώπινο γένος υπήρξε και είναι σε δουλεία, σκλαβιά, που καταλήγει στο θάνατο, και έχει ανάγκην Λυτρωτού για να επιτύχη απελευθέρωσι, αν η πλήρης ελευθερία της Εδέμ στην τελειότητά της πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθή εκ νέου.—Εβρ. 2:15.
16. Υπό ποιους όρους θα μπορούσε ο άνθρωπος να ανορθωθή από την θανατική ποινή της αμαρτίας;
16 Ο θάνατος έρχεται δικαίως στον άνθρωπο, μέσω της λειτουργίας των δικαίων και τελείων νόμων του Ιεχωβά. Δεν ήταν αδικία από μέρους του Θεού, επειδή ο άνθρωπος επέφερε αυτή τη δουλεία στον εαυτό του, μαζί με τη θανατική τιμωρία της. Σύμφωνα με τη δικαιοσύνη, ο Θεός θα μπορούσε ν’ αφήση τον θάνατο να βασιλεύση επάνω στους ανθρώπους σε όλο τον μέλλοντα καιρό, αλλ’ η μεγάλη του ιδιότης της αγάπης και του ελέους τον υποκινεί να προμηθεύση διέξοδο για τους ανθρώπους που κλίνουν προς τη δικαιοσύνη. Εξασκώντας, εν τούτοις, το έλεός του, ο Ιεχωβά δεν μπορεί να παραβλέψη ή να αγνοήση το δίκαιον της ποινικής κρίσεως του θανάτου που επεβλήθη στον άνθρωπο. «Ζωήν αντί ζωής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός»—αυτό εκφράζει τους όρους και τις αρχές υπό τις οποίες ο Θεός ενήργησε πάντοτε. (Έξοδ. 21:23, 24) Συνεπώς, εκείνο που είχε αποφασίσει ο Ιεχωβά ως ποινήν για την αμαρτία του ανθρωπίνου γένους, δηλαδή ο θάνατος, θα μπορούσε να αρθή μόνο με την πληρωμή ενός αντιλύτρου, ή αντίστοιχης τιμής. Αν κάποιος θα μπορούσε να βρεθή πρόθυμος και ικανός να καταβάλη αυτό το αντίλυτρον, εκπληρώνοντας έτσι τον δίκαιον νόμον του Θεού, τότε το έλεός του θα μπορούσε να εκδηλωθή προς το ανθρώπινο γένος. Ο Ιησούς Χριστός ήταν ο πρόθυμος εκείνος και ικανός να εξαγοράση τον άνθρωπο από τη δουλεία του.
17. Πώς φανερώνεται η μεγάλη αγάπη του Θεού από αυτή την άποψι;
17 Ότι ήταν η αγάπη και το έλεος του Ιεχωβά εκείνα που παρεκίνησαν τον Χριστό να παράσχη την πληρωμή ενός αντιλύτρου δείχνεται σαφώς στο ευαγγέλιο του Ιωάννου 3:16: «Διότι τόσον ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε έδωκε τον Υιόν αυτού τον μονογενή, δια να μη απολεσθή πας ο πιστεύων εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.» Αυτή ήταν μια πράξις που εγκαινιάσθη από τον Θεό και συνωδεύθη από την προθυμία του Υιού του ν’ ανταποκριθή στους όρους της δικαιοσύνης πληρώνοντας το αντίλυτρο. «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού προς ημάς, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέστειλεν ο Θεός εις τον κόσμον, δια να ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τούτω είναι η αγάπη, ουχί ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς, και απέστειλε τον Υιόν αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών.» (1 Ιωάν. 4:9, 10) Ο Ιησούς Χριστός ήταν πρόθυμος να πληρώση την τιμή του αντιλύτρου, από αγάπη για τον Ιεχωβά και για τον πεπτωκότα άνθρωπο.
18. Ήταν η απαίτησις ενός αντιλύτρου κάτι νέο για τον Θεό;
18 Δεν ήταν κάτι νέο για τον Ιεχωβά το να απαιτήση έτσι μια πληρωμή αντιλύτρου. Ακολουθούσε απλώς την ίδια βασική αρχή που ακολούθησε στην πολιτεία του με τον Ισραήλ ως ο Λυτρωτής ή Εξαγοραστής του έθνους αυτού. Είπε για τον εαυτό του, «Διότι εγώ είμαι Ιεχωβά ο Θεός σου, ο Άγιος του Ισραήλ, ο Σωτήρ σου· δια αντίλυτρόν σου έδωκα την Αίγυπτον· υπέρ σου, την Αιθιοπίαν και Σεβά. Αφότου εστάθης πολύτιμος εις τους οφθαλμούς μου, εδοξάσθης, και εγώ σε ηγάπησα· και θέλω δώσει ανθρώπους πολλούς υπέρ σου, και λαούς υπέρ της ζωής σου.» (Ησ. 43:3, 4, ΑΣ) Οι διατάξεις της διαθήκης του νόμου που εδόθη στον Ισραήλ προνοούσαν για την πληρωμή ενός αντιλύτρου ως μέσου εξαγοράς της ζωής ενός ανθρώπου σε ωρισμένα είδη αδικημάτων. Ο κεφαλικός φόρος ημίσεος σίκλου για κάθε Εβραίο εθεωρείτο το λύτρον για εξιλέωσι υπέρ της ζωής των. (Έξοδ. 21:28-32· 30:12-16) Η ετησία προσφορά ενός μόσχου και ενός τράγου για τις αμαρτίες του λαού εχρησίμευε ως εξιλασμός ή λύτρον που ο Ιεχωβά ανεγνώρισε και απεδέχετο.—Λευιτ. 4:1-35· 5:1-19· 16:1-31· Παροιμ. 21:18.
19. Πώς η πληρωμή ενός αντιλύτρου είναι δύσκολο πράγμα;
19 Στην περίπτωσι του ανθρώπου, το αντίλυτρο που απαιτούσε ο Θεός για ν’ αποκαταστήση την τελειότητα και την αιώνια ζωή, δεν θα μπορούσε να πληρωθή με άργυρο, χρυσόν ή άλλα πολύτιμα πράγματα, ούτε με το αίμα ζώων, επειδή οι πληρωμές αυτές δεν θ’ αντιστοιχούσαν, δηλαδή δεν θα ήσαν ίσες με την τελεία ζωή που ο Αδάμ έχασε για όλο το ανθρώπινο γένος. (1 Πέτρ. 1:18, 19) Προς όλους τους ‘κατοίκους της οικουμένης, μικρούς και μεγάλους, πλουσίους και πένητας’ , ο Ψαλμός 49 τονίζει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να δώση στον Θεό λύτρον για τη ζωή του «διότι πολύτιμος είναι η απολύτρωσις της ψυχής αυτών, και ανεύρητος διαπαντός.» Έπεται, λοιπόν, ότι αν ο Ιεχωβά δεν επρομήθευε το μέσον της πληρωμής του αντιστοίχου αντιλύτρου, δεν θα υπήρχε ποτέ λύτρωσις από την αμαρτία και το θάνατο. Ο Θεός έκαμε την προμήθεια αυτή χορηγώντας στον μονογενή του Υιό το προνόμιο να καταθέση μια τελεία ανθρώπινη ζωή σε θυσία.—Γαλ. 4:4, 5.
20. Ποια ήταν η στάσις του Χριστού όσον αφορά τη θυσιαστική αυτή πορεία που καθωρίσθη γι’ αυτόν;
20 Ο Ιεχωβά δεν χρειάσθηκε να εξαναγκάση τον Υιό του σ’ αυτή τη θυσιαστική πορεία, αλλά ο Ιησούς πρόθυμα την ακολούθησε όταν αντελήφθη ότι ήταν θέλημα του Πατρός του. Ο Παύλος λέγει σχετικά με αυτόν, «Δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν· αλλ’ εαυτόν εκένωσε, λαβών δούλου μορφήν, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους· και ευρεθείς κατά το σχήμα ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού.» (Φιλιππησ. 2:6-8) Ο Ιησούς ο ίδιος επιβεβαιώνει την προθυμία του να καταθέση τη ζωή του σε θυσία, λέγοντας, «Δια τούτο ο Πατήρ με αγαπά, διότι εγώ βάλλω την ψυχήν [ζωήν] μου, δια να λάβω αυτήν πάλιν. Ουδείς αφαιρεί αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ βάλλω αυτήν απ’ εμαυτού.» (Ιωάν. 10:17, 18) Ως ο θυσιαστικός αμνός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός κινήθηκε σταθερά, πρόθυμα και αδίστακτα προς τη θυσία του στο ξύλο του μαρτυρίου, με πλήρη εκτίμησι της ικανότητος που αυτό θα του έδινε να παράσχη το αντίλυτρο για όσους πιστεύουν από το ανθρώπινο γένος.—Ησ. 43:7.
21. Μέσα στη στοργική του αγαθότητα, πώς επρομήθευσε ο Ιεχωβά μια βάσι για πίστι στο αντίλυτρο του Ιησού Χριστού;
21 Αναμφιβόλως σ’ έναν απομακρυσμένο χρόνο πριν από τη θαυματουργική του έλευσι στη γη, εξέφρασε ο Ιησούς, στην προανθρώπινη υπαρξί του, την προθυμία του να προμηθεύση το αντίλυτρο. Πρέπει να συνέβη έτσι, διότι μέσω του Αβραάμ πολύ πριν από την επίγεια έλευσι του Ιησού, ο Ιεχωβά εξεικόνισε πώς θα έδινε τον Υιό του σε θυσία, και πώς ο Υιός αυτός θα κατέθετε από δική του ελεύθερη θέλησι τη ζωή του. (Γέν. 22:1-19) Αμέσως μετά την προφητική αυτή εξεικόνισι μέσω του Αβραάμ ο Ιεχωβά έκαμε την επαγγελία ότι «εν τω σπέρματί σου θέλουσιν ευλογηθή πάντα τα έθνη της γης», το οποίον «σπέρμα» ο Παύλος προσδιώρισε ότι είναι ο Χριστός. Ο Θεός, λοιπόν, έδειχνε ότι, σ’ έναν ωρισμένο καιρό, μέλλοντα από την ημέρα του Αβραάμ ο αγαπητός του Υιός θα ήρχετο για να κάμη τη μεγάλη θυσία. Στον γραπτό του Λόγο ο Ιεχωβά κατέθετε ένα θεμέλιον έτσι ώστε οι δικαίας διαθέσεως άνθρωποι να μπορούν να προσηλώσουν την ελπίδα των σ’ αυτό το μεγάλο γεγονός και στις ανείπωτες ευλογίες που θα διήνοιγε γι’ αυτούς. Εβεβαιώνετο μια αξιόπιστη ιστορία με την οποία οι άνθρωποι θα μπορούσαν να προσδιορίσουν την ταυτότητα εκείνου που θα επρομήθευε ένα αντίλυτρο γι’ αυτούς. (Παροιμ. 8:22-36· Ιωάν. 8:58) Μια μεγάλη απελευθέρωσις ήταν τώρα εν όψει, αλλά θα ήρχετο ασφαλώς μέσω του αντιλύτρου του Ιησού Χριστού.
[Υποσημειώσεις]
a Κρίστιαν Μπήκον, 9 Μαΐου 1916, Τόμ. XI, Νο 13 (Χάρρυ Έμερσον Φόσντικ).