Σύγχρονη Ιστορία των Μαρτύρων του Ιεχωβά
Μέρος 8—Αποτυχία Διεθνούς Αποπείρας για Καταστροφή της Εταιρίας
ΑΡΓΟΤΕΡΑ τον Φεβρουάριο του 1918, το Στρατιωτικό Γραφείο Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών στην πόλι της Νέας Υόρκης άρχισε να κάνη έρευνα των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν. Είχαν κυκλοφορήσει ψευδείς φήμες ότι η Εταιρία εγκατέστησε στον οίκον Μπέθελ ένα ισχυρό σταθμό ασυρμάτου τηλεγράφου ικανού να μεταδίδη ειδήσεις δια του Ατλαντικού, και ότι αυτό το μέσον εχρησιμοποιήθη για επικοινωνία με τον Γερμανόν εχθρόν. Το γεγονός ήταν ότι, όταν ζούσε ο Πάστωρ Ρώσσελ, ένας αδελφός του είχε δωρήσει ένα μικρό δέκτη ασυρμάτου. Δεν υπήρχε πομπός. Ποτέ δεν εστάλη μήνυμα από τον οίκον Μπέθελ με τον ασύρματο. Αυτό έγινε στο 1915, πριν από την εποχή των ραδιοφωνικών εκπομπών, όταν ακόμη και η ασύρματος τηλεγραφία ήταν σε νηπιώδη κατάστασι. Στο 1918 όταν πέρασαν από το Μπέθελ δύο άνδρες της Στρατιωτικής υπηρεσίας Πληροφοριών, ωδηγήθησαν στη στέγη και τους εδείχθη ο μικρός θάλαμος όπου υπήρχε ο δέκτης του ασυρμάτου· κατόπιν δε, μέσα σ’ ένα χαμηλότερο δωμάτιο που εχρησίμευε ως αποθήκη, τους επεδείχθη το ίδιο το μηχάνημα, συσκευασμένο στο κιβώτιό του. Κατόπιν συγκαταθέσεως ο δέκτης αυτός απεκομίσθη από τους δύο αυτούς στρατιωτικούς πράκτορας.a
Την Πέμπτη, 28 Φεβρουαρίου 1918, μετά τη διάλεξι του Ι. Φ. Ρόδερφορδ, που έγινε την προηγούμενη Κυριακή στο Λος Άντζελες της Καλιφορνίας,b το εκεί Στρατιωτικό Γραφείο Πληροφοριών κατέλαβε τα γραφεία της εκκλησίας των σπουδαστών της Γραφής στο Λος Άντζελες, και ενήργησε κατάσχεσι πολλών δημοσιευμάτων της Εταιρίας. Την επόμενη Δευτέρα (4 Μαρτίου 1918) στο Σκράντον της Πενσυλβανίας, συνελήφθησαν μερικοί συνταυτισμένοι με την Εταιρία, κατηγορούμενοι για συνωμοσία, και ετέθησαν υπό εγγύησιν για να παρουσιασθούν και δικασθούν τον Μάιο. Ήδη δε πάνω από είκοσι άλλοι είχαν κρατηθή βίαια μέσα σε στρατόπεδα ή σε στρατιωτικές φυλακές λόγω της επιστρατεύσεως.c Επεσωρεύετο γοργά μια εξωτερική πίεσις εναντίον της Εταιρίας.
Η ομάς των γενναίων, προάγοντας με θάρρος το έργον της παρά τις αντιξοότητες που ηγείροντο, στις 15 Μαρτίου 1918 εξέδωκε ένα νέο δισέλιδο φυλλάδιο σε σχήμα εφημερίδος, τα Νέα της Βασιλείας, Αριθ. 1, με άρθρο που έφερε την επικεφαλίδα «Η Θρησκευτική Μισαλλοδοξία—Ακόλουθοι του Πάστορος Ρώσσελ Διώκονται Επειδή Λέγουν στο Λαό την Αλήθεια—Η Μεταχείρισις των Σπουδαστών της Γραφής Υπενθυμίζει τους ‘Σκοτεινούς Αιώνας’.» Διενεμήθησαν εκατομμύρια αντιτύπων αυτού του φυλλαδίου, εκθέτοντας τον εμπνευσμένο από τον κλήρο διωγμό των ζηλωτών αυτών κηρύκων στη Γερμανία, στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες.d Το φυλλάδιο αυτό επίσης διεφήμιζε την ιστορική διάλεξι που θα εδίδετο στις 24 Μαρτίου 1918 στη Μουσική Ακαδημία του Μπρούκλυν από τον πρόεδρο της Εταιρίας, με τίτλο «Ο Κόσμος Ετελείωσε—Εκατομμύρια Ζώντων Σήμερα Μπορεί να Μη Πεθάνουν Ποτέ!» Τρεις χιλιάδες άνθρωποι άκουσαν τη σπουδαία αυτή διάλεξι.e Μια έκθεσις για το 1918 δείχνει ότι 7.000 άτομα που ενησχολούντο στη διάθεσι μεγάλων βιβλίων από θύρα σε θύρα, εκτός από αναριθμήτους άλλους που διένεμαν φυλλάδια και έντυπες αγγελίες κι έδιναν προσωπικώς προφορική μαρτυρία.f Τον Απρίλιο έγιναν κι άλλες εμπνευσμένες από τον κλήρο απόπειρες εκφοβισμού των κηρύκων αυτών του αγγέλματος της Βασιλείας. Αλλά στις 15 Απριλίου 1918 εξεδόθη το φυλλάδιο Νέα της Βασιλείας, Αριθ. 2, και διενεμήθη κατά εκατομμύρια αντιτύπων, με τολμηρές Επικεφαλίδες: «“Το Τετελεσμένον Μυστήριον” και Γιατί Απηγορεύθη η Κυκλοφορία Του—Οι Κληρικοί Ενεργούν.» Τα γεγονότα της απαγορεύσεως στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες ως τις 15 Απριλίου παρεστάθησαν γυμνά στο κοινόν και εξετέθησαν οι προσπάθειες του κλήρου να καταστρέψη τη δράσι της Εταιρίας. Παράλληλα με τη διανομή αυτή, εκυκλοφόρησε μια αίτησις που απηυθύνετο στον πρόεδρον των Ηνωμένων Πολιτειών Ουίλσον:
«Ημείς οι υπογεγραμμένοι Αμερικανοί, επιμένομεν ότι, οιαδήποτε παρεμπόδισις υπό του κλήρου, της ανεξαρτήτου Γραφικής μελέτης είναι μισαλλόδοξη, αντιαμερικανική και αντιχριστιανική· και ότι οιαδήποτε απόπειρα συνδέσμου Εκκλησίας και Κράτους είναι ριζικά εσφαλμένη. Προς το συμφέρον της πολιτικής και θρησκευτικής ελευθερίας, διαμαρτυρόμεθα επισήμως για την απαγόρευσι του βιβλίου Το Τετελεσμένον Μυστήριον και αιτούμεν από την Κυβέρνησι να άρη όλους τους περιορισμούς ως προς τη χρήσι του, για να μπορέση ο λαός, χωρίς εμπόδια ή ενόχλησι, ν’ αγοράζη, να πωλή, να κατέχη και να διαβάζη αυτό το βοήθημα Γραφικής μελέτης.»g
Την 1η Μαΐου 1018, άρχισε η διανομή εκατομμυρίων αντίτυπων του φυλλαδίου Νέα της Βασιλείας, Αριθ. 3 με άρθρα που έφεραν τις επικεφαλίδες «Μαίνονται Δύο Μεγάλες Μάχες—Η Σατανική Στρατηγική Κατεδικάσθη σε Αποτυχία—Η Γέννησις του Αντιχρίστου.»
Στις 7 Μαΐου 1918, εξεδόθησαν εντάλματα από το Περιφερειακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης για να συλληφθούν οκτώ αδελφοί που εσχετίζοντο με τη διεύθυνσι της Εταιρίας και την εκδοτική επιτροπή. Αυτοί ήσαν οι Ι. Φ. Ρόδερφορδ, Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ, Α. Χ. Μακμίλλαν, Γ. Ι. Μάρτιν, Κ. Ι. Γούντγουορθ, Γ. Χ. Φίσερ, Φ. Χ. Ρόμπισον και Γ. Ντεσέκκα. Την επόμενη ημέρα, 8 Μαΐου, τα εντάλματα εκοινοποιήθησαν στο Μπέθελ από την Εκτελεστική Αρχή των Ηνωμένων Πολιτειών. Λίγο μετά τη σύλληψί των οι οκτώ αυτοί εμηνύθησαν στο ομοσπονδιακό δικαστήριο, του οποίοι προήδρευε ο Δικαστής Γκάρβιν, και αντιμετώπισαν όλοι ένα κατηγορητήριο που εξεδόθη προηγουμένως από το ανακριτικό συμβούλιο, που περιελάμβανε την κατηγορίαh ότι οι οκτώ που κατονομάζονται, ανωτέρω—
«παράνομα κι εγκληματικά συνωμότησαν, συνεδέθησαν, συνησπίσθησαν και συνεφώνησαν μεταξύ των και διάφορα άλλα άτομα άγνωστα στους προαναφερμένους Ανακριτάς, για να διαπράξουν αδίκημα εις βάρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ήτοι: το αδίκημα της παρανόμου, εγκληματικής και εσκεμμένης ανυποταξίας, απιστίας στους νόμους και αρνήσεως καθήκοντος στις στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν εμπόλεμοι . . . με προσωπικές παραινέσεις, επιστολές, δημόσιες ομιλίες, διανομή και δημοσία κυκλοφορία σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κάποιου βιβλίου υπό την ονομασία Ζ΄ Τόμος Γραφικών Μελετών Το Τετελεσμένον Μυστήριον και με τη διανομή και δημοσία κυκλοφορία σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες ωρισμένων άρθρων τυπωμένων σε φυλλάδια με τους τίτλους Μηνιαία Έκδοσις Σπουδαστών της Γραφής, Σκοπιά, Νέα της Βασιλείας και άλλα έντυπα που δεν κατονομάζονται.»i
Μετά την απαγγελία της κατηγορίας, οι κατηγορούμενοι αφέθησαν ελεύθεροι με εγγύησι 2.500 δολ. ο καθείς, και η δίκη ωρίσθη για τις 3 Ιουνίου 1918. Στο φύλλο τής 11ης Μαΐου 1918, η (Ρωμαιοκαθολική) εφημερίς του Μπρούκλυν Δη Τάμπλετ, έγραψε αποκαλυπτικά:
«Διενεμήθησαν Παντού Νέα της Βασιλείας—Μερικοί Μπορεί να Φυλακισθούν. Ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορδ και μερικοί συνάδελφοί του πιθανόν να περάσουν τους θερινούς των μήνας σε μια βίλλα, όπου θα προστατευθούν από τους οχλοκράτας που τους προσβάλλουν ζητώντας απ’ αυτούς ν’ αγοράσουν Ομολογίες του Δανείου Ελευθερίας. . . . Είναι πολύ ενδιαφέρον να σημειωθή ότι ο Ρόδερφορδ και όλη η χορεία αυτών που ευχαριστούνται να προκαλούν αναταραχή στην [Καθολική] εκκλησία παρακολουθούνται πάντοτε από κρατικά όργανα. Ο Αντικαθολικισμός και ο Αντιαμερικανισμός φαίνεται να είναι δίδυμοι.»
Η δίκη άρχισε στις 3 Ιουνίου, Δευτέρα, στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μπρούκλυν. Υπεβλήθησαν ένορκοι καταθέσεις από τους οκτώ κατηγορουμένους, που εξέθεταν τους λόγους για τους οποίους επιστεύετο ότι ο Δικαστής Γκάρβιν ήταν προκατειλημμένος εναντίον αυτών και του έργου των, η δε πράξις αυτή αυτομάτως διεβίβαζε την υπόθεσι στον Δικαστή Τσάτφηλδ, ο οποίος με τη σειρά του την παρέπεμψε στον Δικαστή των Ηνωμένων Πολιτειών Χάουη, ο οποίος ειδικά μετεκλήθη στο Μπρούκλυν από το Βέρμοντ για να προεδρεύση στη δίκη.j Μετά από μια δεκαπενθήμερη δίκη (που κατεφάνη αργότερα ότι περιείχε πάνω από 125 λάθη, από τα οποία λίγα μόνο εδέχθη τελικά το εφετείο για να καταδικάση την όλη διαδικασία ως άδικη),k την Πέμπτη 20 Ιουνίου στις 10 μ.μ. οι ένορκοι εξέδωκαν την ετυμηγορία «ένοχοι». Την επόμενη μέρα, 21 Ιουνίου, λίγο μετά το μεσημέρι, ο Δικαστής Χάρλανδ Β. Χάουη απήγγειλε την καταδίκη της εικοσαετούς φυλακίσεως μέσα στις ομοσπονδιακές σωφρονιστικές φυλακές της Ατλάντας (Τζόρζια).l Το δικαστήριο επεφυλάχθη να εκδώση αργότερα την απόφασί του ως προς τον Αδελφό Ντεσέκκα. Το Τρίμπιουν της Νέας Υόρκης, 22 Ιουνίου 1918, έγραψε:
«Ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορδ και άλλοι έξη «Ρωσσελλισταί», κατηγορούμενοι για παράβασι του Νόμου περί Κατασκοπείας, κατεδικάσθησαν χθες σε εικοσαετή ειρκτή στις Σωφρονιστικές Φυλακές της Ατλάντας, από τον Δικαστή Χάουη. Αυτή είναι η πιο ευτυχής ημέρα της ζωής μου είπε ο κ. Ρόδερφορδ καθώς επήγαινε από το δικαστήριο στο κρατητήριο, ‘το να εκτίη κανείς επίγεια ποινή χάριν της θρησκευτικής του πίστεως αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προνόμια που θα μπορούσε να έχη ένας άνθρωπος.’ Μια από τις πιο παράξενες επιδείξεις που είδε ποτέ το γραφείο του Ανακριτού στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο του Μπρούκλυν, έγινε από τις οικογένειες και τους στενούς φίλους των κατηγορουμένων λίγο μετά την προσαγωγή των δεσμίων στην αίθουσα συνεδριάσεων του Ορκωτού Δικαστηρίου. Ολόκληρη η ομάδα έκαμε το παλαιό κτίριο ν’ αντηχή με τις φωνές ‘Ευλογητός ο δεσμός που συνδέει τις ψυχές μας.’ ‘Όλα είναι θέλημα του Θεού,’ έλεγαν μεταξύ τους, με πρόσωπα που σχεδόν ακτινοβολούσαν. ‘Κάποτε θα γνωρίση ο κόσμος τι σημαίνουν όλα αυτά. Εν τω μεταξύ εμείς ας είμεθα ευγνώμονες για τη χάρι του Θεού που μας διετήρησε μέσ’ από τις δοκιμασίες μας, και ας αποβλέπωμε στη Μεγάλη Ημέρα που πρόκειται να έλθη’.»
Δύο φορές απερρίφθη παρανόμως αίτησις των για απόλυσι επί εγγυήσει στη Νέα Υόρκη, και πριν τελειώση μια τρίτη προσπάθειά των να καθορισθή εγγύησις με τη συνεργασία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον, οι κατάδικοι μετεφέρθησαν στις 4 Ιουλίου από τη Νέα Υόρκη στο ομοσπονδιακό σωφρονιστήριο της Ατλάντας (Τζόρτζια). Ο Ρόδερφορδ, στις 3 Ιουλίου 1918, ανέφερε τα εξής σε μια επιστολή του που εδημοσιεύθη αργότερα:
«Πληροφορούμεθα ότι επτά άτομα που εναντιώθηκαν στην Εταιρία και στο έργον της το περασμένο έτος εξυπηρέτησαν τη δίκη κι έδωσαν τη συμπαράστασί τους στους διώκτας μας. Σας προειδοποιούμε, αγαπητοί, να φυλαχθήτε από τις δόλιες προσπάθειες μερικών από αυτούς να σας καλοπιάσουν τώρα με την προσπάθεια να καταλάβουν την Εταιρία.»a
Διωρίσθη μια εκτελεστική επιτροπή για να διευθύνη την Εταιρία στη διάρκεια της απουσίας τών φυλακισμένων αξιωματούχων της και ελειτούργησε μια πενταμελής εκδοτική επιτροπή για να συνεχίση τη σύνταξι της Σκοπιάς, της οποίας δεν έλειψε κανένα τεύχος στη διάρκεια των κρισίμων αυτών ετών.b Ο διωγμός των σπουδαστών της Γραφής συνεχίσθηκε σε όλη τη χώρα τους επομένους μήνας. Έγιναν κι άλλες φυλακίσεις, εξευτελισμοί στα χέρια οχλοκρατών, επιδρομές σε τόπους συναθροίσεων, εμπρησμοί βιβλίων και συνεχείς δυσφημήσεις από τον τύπο και τους άμβωνας των εκκλησιών.c Λόγω της οικονομικής πιέσεως που δημιουργούσε η πολεμική εκείνη περίοδος και που ημπόδιζε την απόκτησι των απαιτουμένων εφοδίων λειτουργίας, παρέστη ανάγκη να κλεισθούν τα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν στις 26 Αυγούστου 1918. Η μετακόμισις έγινε σ’ ένα κτίριο γραφείων του Πίτσμπουργκ (Πενσυλβανίας), Φέντεραλ εντ Ρηλάιανς Στρητς.d Τα γραφεία της Σκηνής Μπρούκλυν και το κέντρον αποστολών επωλήθησαν, το δε Μπέθελ εκλείσθη. Έτσι, το θέρος του 1918 η άλλοτε ισχυρή ωργανωμένη φωνή των μαρτύρων του Ιεχωβά και της Βασιλείας του κατεσιωπήθη, το ωργανωμένο έργον τους εικονικά εθανατώθη και μια νεκροφανής αδράνεια επήλθε στην άλλοτε ενεργητική ομάδα των Χριστιανών. Οι Χριστιανοί αυτοί έφθασαν στο να τηρούνται σταθερά σε δουλεία από τους Βαβυλωνίους δεσμευτάς των.
Στις 11 Νοεμβρίου 1918 ξαφνικά έληξε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Απελύθησαν πολυάριθμοι αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά δεν προεβλέπετο ελευθερία για τους πολλούς Σπουδαστάς των Γραφών που ήσαν ακόμη σε φυλακές και στρατόπεδα σε ολόκληρη τη χώρα. Ο Ρόδερφορδ και οι επτά σύντροφοι του, ενόσω ήσαν στη σωφρονιστική φυλακή της Ατλάντας ενησχολούντο σε κήρυγμα μέσα στη φυλακή. Τους επετράπη να διεξάγουν Γραφικές μελέτες τις Κυριακές μέσα στη φυλακή, με ακροατήριο από εκατό περίπου συγκρατουμένους των.e Στο Πίτσμπουργκ στις 4 Ιανουαρίου 1919, έγινε μια συνδυασμένη Γραφική και σωματειακή συνέλευσις από χίλιους δραστήριους εργάτας, οι οποίοι συνήλθαν για να επανακυρώσουν την εκλογή του Ρόδερφορδ και των άλλων αξιωματούχων και διευθυντών. Οι συνηγμένοι εξέδωκαν και ψήφισμα με το οποίον εξέφραζαν την πεποίθησί στην αθωότητα των οκτώ φυλακισμένων αξιωματούχων.f Τον Φεβρουάριο του 1919, άρχισε ένας θόρυβος σε ολόκληρη τη χώρα από μερικές εφημερίδες για την αποφυλάκισι του Ρόδερφορδ και των συντρόφων του.g Επίσης, οι φίλοι των φυλακισμένων έγραψαν χιλιάδες επιστολές σε εκδότας εφημερίδων, σε βουλευτάς, γερουσιαστάς και κυβερνήτας πολιτειών, παροτρύνοντας να ενεργήσουν. Πολλοί διηγέρθησαν στο να εκφρασθούν υπέρ της αποφυλακίσεως.h Κατόπιν τον Μάρτιο οι φίλοι εκείνοι ενασχολήθηκαν δραστήρια στο να θέσουν σε κυκλοφορία μια πανεθνική αναφορά, η οποία σε λίγον καιρό υπεγράφη από 700.000, που ζητούσαν από την κυβέρνησι ν’ απονείμη δικαιοσύνη στους συκοφαντημένους και φυλακισμένους αυτούς ανθρώπους.i Αν και δεν υπεβλήθη ποτέ η αναφορά αυτή, απετέλεσε εν τούτοις μια «μαρτυρία της αληθείας»—ένα εξέχον σημείο επανορθώσεως των συκοφαντημένων κηρύκων της βασιλείας του Ιεχωβά.j
Στις 2 Μαρτίου 1919, ο Χάρλανδ Β. Χάουη, ομοσπονδιακός περιφερειακός δικαστής, ο οποίος πρώτος ηρνήθη την επί εγγυήσει αποφυλάκισι μετά την καταδίκη, ετηλεγράφησε στον Γενικό Εισαγγελέα Γκρέγκορυ, στην Ουάσιγκτον, κατ’ αίτησίν του, ‘συνιστώντας άμεση μετατροπή’ των ποινών των οκτώ ατόμων που κατωνόμαζε στο τηλεγράφημά του.k (Η παραίτησις του Γκρέγκορυ ως γενικού εισαγγελέως έλαβε ισχύν από τις 4 Μαρτίου 1919.) Αλλά αυτό το τέχνασμα που απέβλεπε στο να αποσυρθή η έφεσίς των απέτυχε. Απεναντίας, στις 21 Μαρτίου 1919, υπό την διεύθυνσι του Δικαστού Λούις Δ. Μπραντάις, του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, διετάχθη αποδοχή εγγυήσεως για τους οκτώ από ένα τριμελές ομοσπονδιακό δικαστήριο της περιοχής της Νέας Υόρκης, το οποίον και διέταξε να μεταφερθούν αμέσως από την Ατλάντα στη Νέα Υόρκη για την εκδίκασι της εφέσεώς των στις 14 Απριλίου. Την επόμενη Τρίτη, 25 Μαρτίου, ανεχώρησαν από την Ατλάντα για το Μπρούκλυν, όπου, στις 26 Μαρτίου, έγινε τυπικά δεκτή εγγύησις 10.000 δολ. για τον καθένα, και απελύθησαν.l Συμποσιακές υποδοχές τους ανέμεναν, πρώτα με την άφιξί τους στο Μπρούκλυν, και αργότερα, όταν συνήντησαν πάλι την ευτυχή οικογένεια του Μπέθελ, που ήταν τότε προσωρινά στο Πίτσμπουργκ.
(Ακολουθεί)
[Υποσημειώσεις]
b Την Κυριακή, 24 Φεβρουαρίου 1918, στο Λος Άντζελες εξεφωνήθη για πρώτη φορά η διάλεξις που ετιτλοφορήθη Αργότερα «Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θα Αποθάνωσι». Βλέπε Σκοπιά 1924, σελ. 358, («την Αγγλική).
c Σκοπιά 1918, σελ. 25, (στην Αγγλική).
d Σκοπιά 1918, σελ. 82, (στην Αγγλική).
e Σκοπιά 1918, σελ. 110, (στην Αγγλική). Κατ’ ουσίαν αυτή ήταν η ίδια διάλεξις που είχε δοθή στο Λος Άντζελες στις 24 Φεβρουαρίου 1918.
f Σκοπιά 1919, σελ. 231, (στην Αγγλική).
h Σκοπιά 1918, σελ. 171, (στην Αγγλική).
i Ρόδερφορδ κατά Ηνωμένων Πολιτειών (14 Μαΐου 1919), 258 Φ. 855, Απόγραφον, Τόμ. Α, σελ. 12.
j Σκοπιά 1918, σελ. 178, (στην Αγγλική).
k Η Υπόθεσις του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής, σελ. 4.
l Σκοπιά 1918, σελ. 194, (στην Αγγλική).
a Σκοπιά 1919, σελ. 58, (στην Αγγλική).
b Σκοπιά 1918, σελ. 242, 255, (στην Αγγλική).
c Η Υπόθεσις του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής, σελ. 4.
d Σκοπιά 1918, σελ. 290, (στην Αγγλική).
e Σκοπιά 1919, σελ. 116· Παρηγορία 23 Αυγούστου 1939, σελ. 8, (στην Αγγλική).
f Σκοπιά 1919, σελ. 23, (στην Αγγλική).
g Νέισιοναλ Λάμπορ Τρίμπιουν, Πίτσμπουργκ, Πενσυλβανίας, 20 Φεβρουαρίου 1919.
h Σκοπιά 1919, σελ. 101, (στην Αγγλική).
i Σκοπιά 1920, σελ. 162, Σκοπιά 1919, σελ. 93, (στην Αγγλική).
j Σκοπιά 1919, σελ. 194, (στην Αγγλική).
k Σκοπιά 1919, σελ. 117· Παρηγορία 6 Σεπτεμβρίου 1939, σελ. 5, 6, (στην Αγγλική).
l Σκοπιά 1919, σελ. 98, 118· Σκοπιά 1925, σελ. 71, (στην Αγγλική).