Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις του Α. Κ. Άτγουντ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ αυτή ανατρέχει είκοσι και πλέον χρόνια πριν. Στο έτος 1935 άρχισα να γνωρίζω την αλήθεια. Ο πατέρας μου, συνταξιούχος έμπορος, ήταν κατ’ όνομα Ρωμαιοκαθολικός, αλλά στην πράξι ήταν εντελώς αγνωστικιστής. Φιλάσθενος όπως ήταν, δεν έλαβε μέρος στο δράμα που θα επακολουθούσε. Πέθανε το 1939. Η μητέρα μου ήταν Αγγλικανή, στύλος της τοπικής εκκλησίας. Η αδελφή μου είχε εκπαιδευθή σε Ρωμαιοκαθολικά μοναστήρια, ενώ ο αδελφός μου κι εγώ εμεγαλώσαμε ως μέλη της Εκκλησίας της Αγγλίας. Εγώ ήμουν ο νεώτερος.
Στους γονείς μου άρεσε η ιδέα μου να γίνω αρχιτέκτων. Αλλ’ ο πατέρας μου επέμενε να εργασθώ σε γραφείο επί ένα χρόνο για ν’ αποκτήσω εμπορική πείρα προτού αρχίσω την αναγκαία εκπαίδευσι. Κατόπιν πήγα στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Μπρίστολ. Στο διάστημα που ήμουν στο γραφείο επήλθε το σημείο στροφής στη ζωή μου.
Επιστρέφοντας μια μέρα λίγο μετά το μεσημέρι, συνήντησα μια κυρία στο τέρμα του ανελκυστήρος. Ανέμενε έξω από την πόρτα του γραφείου. Άνοιξε την τσάντα της και μου έδειξε μια συλλογή βιβλίων και βιβλιαρίων με Γραφικά θέματα. Αγαπούσα πάντοτε την Αγία Γραφή κι επήρα ένα βιβλιάριο. Ετιτλοφορείτο «Ανόρθωσις του Κόσμου». Όταν άρχισα να το διαβάζω, απορροφήθηκα τελείως. Διέφερε εντελώς από ό,τι είχα διαβάσει ως τότε. Όταν έφθασα στο σπίτι, άρχισα ν’ αναζητώ λέξεις όπως «Αρμαγεδδών» στα λεξικά και στις εγκυκλοπαιδείες. Θα πρέπει να εδιάβασα το βιβλιάριο αυτό πέντε ή έξη φορές. Η περιέργειά μου ηγέρθη τόσο ώστε έγραψα στο Λονδίνο ζητώντας τον κατάλογο που διεφημίζετο στο πίσω μέρος του βιβλιαρίου. Κατόπιν παρήγγειλα κάθε βιβλιάριο που εξεδόθη από την Εταιρία έως τότε, περιλαμβάνοντας και όλα τα παλιά, όπως το Εγκλήματα και Καταστροφαί, κλπ. Τα κατεβρόχθισα όλα αυτά, το ένα μετά το άλλο. Κατόπιν όλα τα μεγάλα βιβλία, από το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού ως το βιβλίο Ιεχωβά. Άρχισα από το βιβλίο Δημιουργία, κατόπιν εδιάβασα τους δύο τόμους του βιβλίου Φως, και τέλος όλα τα υπόλοιπα. Ήμουν μόλις δεκαεπτά ετών. Ήμουν ένας τακτικός εκκλησιαζόμενος μαζί με τη μητέρα μου. Και πριν ακόμη αποκτήσω εκείνο το πρώτο βιβλιάριο, είχα αρχίσει να κατέχωμαι από σοβαρές υπόνοιες για την Αγγλικανική εκκλησία. Τώρα δεν μπορούσα να ιδώ τίποτα το καλό μέσα σ’ αυτή και κατενόησα ότι έπρεπε να βγω απ’ αυτή. Διαβάζοντας τις εκδόσεις αυτές, διέγνωσα γρήγορα την υποχρέωσι να κηρύξω. Άρχισα λοιπόν από τη μητέρα μου, διαβιβάζοντας τα βιβλία σ’ αυτή και προτρέποντάς την να τα διαβάση. Παρήγγειλα, επίσης, στο Λονδίνο εκατό βιβλιάρια, τα οποία διεμοίρασα σε όλο το χωριό. Σε όλο αυτό το διάστημα κανείς δεν με επεσκέφθη, ούτε και είδα κανένα μάρτυρα του Ιεχωβά οπουδήποτε. Εφόσον κατοικούσα σε απόστασι οκτώ μιλίων από την πόλι, στην καρδιά της χώρας, αυτό δεν ήταν εκπληκτικό.
Σ’ αυτό το σημείο άρχισαν να λαμβάνουν χώραν γεγονότα. Η μητέρα μου, θυμωμένη από την έκθεσι του κλήρου, άρχισε να εναντιώνεται. Εγώ άρχισα να διαμαρτύρωμαι εναντίον τού να πηγαίνω στην εκκλησία, αλλ’ αναγκαζόμουν να πηγαίνω παρά τη θέλησί μου. Άρχισα, λοιπόν, μια λευκή απεργία, αρνούμενος να μετάσχω στην εκκλησιαστική λειτουργία. Εδίπλωσα βιβλιάρια μέσα στο υμνολόγιό μου κι εκάθησα εκεί διαβάζοντάς τα παρά τα οργίλα βλέμματα και τα αγανακτημένα σκουντήματα της μητέρας μου. Εν τω μεταξύ έγινα συνδρομητής των περιοδικών Σκοπιά και Χρυσούς Αιών. Μερικά αντίτυπα του τελευταίου αυτού περιοδικού περιήλθαν στα χέρια της μητέρας μου, και τα σκίτσα που περιείχοντο σ’ αυτό την εξώργισαν. Μετά από εβδομάδες σφοδρών διαπληκτισμών και αναστατώσεων μέσα στο σπίτι, τελικά εκέρδισα τον αγώνα όσον αφορά τη μετάβασί μου στην εκκλησία και μου επετράπη να μένω στο σπίτι.
Επειδή ήμουν ολομόναχος στην αλήθεια, ποθούσα να έχω συναναστροφή. Έγραψα, λοιπόν, στο Λονδίνο κι ερώτησα αν υπήρχε κανείς στο Μπρίστολ με τον οποίον να μπορέσω να έλθω σ’ επαφή. Μου έστειλαν τη διεύθυνσι του Αδελφού Χάρντινγκ. Αυτός ήταν ο επιτόπιος «διευθυντής υπηρεσίας». Έγραψα να μου πη τις ώρες συναθροίσεων και εξήγησα επίσης τι συνέβαινε στο σπίτι. Μόλις έλαβα την απάντησί του, έτρεξα στη συνάθροισι την αμέσως επόμενη Κυριακή, αφού διήνυσα με ποδήλατο οχτώ μιλίων απόστασι ως το Μπρίστολ. Η συνάθροισις συνίστατο σε μια ηχογραφημένη διάλεξι περί της «τρομερής εικόνος» της προφητείας του Δανιήλ, με μια σχετική συζήτησι κατόπιν. Έλαβα πλήρες μέρος στη συζήτησι (διότι οι ερωτήσεις εφαίνοντο πολύ εύκολες), οπότε όλοι μέσα στην αίθουσα έστρεφαν και μ’ εκύτταζαν. Όταν έμαθαν ποιος ήμουν, έλαβα μεγάλη ενθάρρυνσι κι έθεσα τα θεμέλια για την επιδίωξι του σκοπού μου στη ζωή και για φιλίες που διήρκεσαν ίσαμε σήμερα.
Όταν επέστρεψα στο σπίτι, η θύελλα ξέσπασε με όλη της τη μανία. Διήρκεσε πολλές εβδομάδες, αλλά ποτέ δεν έχασα ούτε για μια φορά τη συνάθροισι μετά την πρώτη εκείνη Κυριακή. Τον Οκτώβριο του 1936, έγινε μια συνέλευσις στο Μπρίστολ. Έτρεξα απ’ το σπίτι μου για να παρευρεθώ κι εβαπτίσθηκα. Τα πράγματα τότε εχαλάρωσαν λίγο και στις αρχές του 1937 μπόρεσα να παρακολουθήσω τη μεγάλη συνέλευσι της Αναμνήσεως στο Λίβερπουλ. Αλλ’ αυτό απετέλεσε μόνο μια προσωρινή ησυχία, την οποία επακολούθησε μια ακόμη χειρότερη θύελλα. Βίαιες απειλές, υστερικά παραληρήματα, πλημμύρες συγκινητικών δακρύων και όλα τα παρόμοια κατέστησαν καθημερινά γεγονότα, ώσπου έγινε πια σαφές ότι ήταν αδύνατον να κατοικώ σ’ εκείνο το σπίτι και να παραμένω στην αλήθεια.
Αποφασισμένος να φύγω απ’ το σπίτι, παραιτήθηκα απ’ τη Σχολή Αρχιτεκτονικής κι άρχισα ν’ αναζητώ εργασία. Βρήκα μια εργασία ως σχεδιαστής. Πήρα τις αποσκευές μου κι έφυγα απ’ το σπίτι, αφού είχα κάμει διευθέτησι να συγκατοικήσω μ’ έναν αδελφό στο Μπρίστολ.
Τότε άρχισαν οι πιο ευτυχείς στιγμές της ζωής μου. Τον Αύγουστο πήρα άδεια για να παραστώ στη διεθνή συνέλευσι των Παρισίων, γεγονός που ποτέ δεν θα το ξεχάσω ενόσω ζω. Εκεί ήταν που απεφάσισα ότι η ολοχρόνια υπηρεσία ήταν για μένα η μόνη πορεία. Τον Νοέμβριο του 1937, κατατάχθηκα σκαπανεύς. Η Εταιρία με διώρισε σ’ έναν αγροτικό τομέα στο Νόρφολκ της Αγγλίας, όπου συνήντησα έναν άλλο σκαπανέα. Εργασθήκαμε μαζί ευτυχισμένα επί τέσσερες μήνες, διανύοντας με ποδήλατο πολλά μίλια για να επισκεφθούμε αγροκτήματα και χωριά της υπαίθρου. Κατόπιν διωρίσθηκα να πάω στο Λίνκολν και να υπηρετήσω ως σκαπανεύς—υπηρέτης εκκλησίας. Υπήρχαν εκεί εξήντα ή εβδομήντα περίπου ευαγγελιζόμενοι. Η εκκλησία ήταν σε κακό δρόμο, διηρημένη από διαφωνίες και πολύ άρρωστη πνευματικώς. Είχα μια θαυμάσια ευλογία στο Λίνκολν και είμαι ευτυχής να πω ότι οι συνθήκες εβελτιώθησαν σε λίγον καιρό, χάρις στην παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά.
Αν και είχα ηλικία μόλις δεκαεννέα ετών, ένα προνόμιο μετά το άλλο συσσωρεύθηκαν επάνω μου και η ζωή μου ήταν μια διαρκής χαρά. Πόσο ευτυχής ήμουν που μπήκα στην ολοχρόνια υπηρεσία! Επειδή ήμουν νέος και κάπως ορμητικός, υπέστην πολλά πλήγματα, αλλά γρήγορα μου έγιναν μαθήματα, οι δε πείρες αυτές μου ήσαν πολύτιμες από τότε. Τον Σεπτέμβριο του 1938 έγινε η επίσκεψις του Αδελφού Ρόδερφορδ στο Λονδίνο και εδόθη η μεγάλη διάλεξις «Αντιμετωπίσατε τα Γεγονότα». Εγώ εστάλην στο Μπίρμιγχαμ ως υπηρέτης συνελεύσεως. Κατόπιν, άρχισε το έργον της ζώνης, και ήμουν μεταξύ των πρώτων υπηρετών ζώνης που διωρίσθηκαν. Εστάλην στο Γιορκσάιρ και πέρασα ένα ευτυχισμένο έτος επισκεπτόμενος τις εκκλησίες. Το επόμενο έτος ήμουν υπηρέτης συνελεύσεως στο Ληντς για τη συνέλευσι «Κυβέρνησις και Ειρήνη». Κατόπιν, μετετέθην στη γειτονική ζώνη του Λανκασάιρ, όπου έκαμα άλλο ένα έτος σ’ αυτό το έργον. Αλλά λίγο πριν από τη μετάθεσί μου, ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην οικουμένη. Με την έλευσι του πολέμου, οι νέοι, όπως και εγώ ο ίδιος, αντιμετώπισαν στρατιωτική πρόσκλησι κατατάξεως και άλλες μορφές πολεμικής υπηρεσίας. Ήμουν τότε είκοσι ενός ετών. Όπως και όλοι οι άλλοι, παρέστη ανάγκη να εγγραφώ και στον ωρισμένο καιρό εκλήθην ενώπιον δικαστηρίου αντιρρησιών συνειδήσεως για την εκδίκασι της υποθέσεώς μου. Ο δικαστής εφαίνετο ένας άνθρωπος δικαίων διαθέσεων και οι ερωτήσεις του ήσαν εύκολες. Απήντησα καθαρά και εύστοχα, και μου έδωσε απαλλαγή άνευ όρων. Τι ευτυχής στιγμή! Μπορούσα τότε να συνεχίσω αδιάκοπα την ολοχρόνια υπηρεσία μου.
Τον Οκτώβριο του 1940, λίγο μετά την έναρξι του βομβαρδισμού του Λονδίνου, προσεκλήθην από τον αγρό να γίνω μέλος της οικογενείας Μπέθελ. Ήμουν μέσα στο Μπέθελ επί πέντε σχεδόν έτη. Δεν ήταν εύκολο να διεξαχθή η εργασία στη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών, ιδιαίτερα τον πρώτο χειμώνα. Μια φορά είχαμε επιδρομές επί ενενήντα συνεχείς νύχτες χωρίς διακοπή. Εκτελώντας την εργασία στη διάρκεια της ημέρας, ηναγκαζόμεθα συχνά να μένωμε άυπνοι ένα μέρος της νύχτας και πολλές φορές παρίστατο ανάγκη να βοηθούμε στην κατάσβεσι πυρκαϊών, περιλαμβανομένων και πυρκαϊών στις ιδιοκτησίες της Εταιρίας. Επίσης, εκείνο τον καιρό εγίνοντο πολλές μεταβολές στην οργάνωσι και προεκλήθη σημαντική δοκιμασία για τον καθένα. Εκείνα τα έτη στο Μπέθελ ήσαν γεμάτα από πολλά προνόμια καθώς και από σκληρές πείρες. Υπηρέτησα ως υπηρέτης εκκλησίας σε πέντε διάφορες μονάδες του Λονδίνου, και απεστάλην να φροντίσω για διάφορες συνελεύσεις και απήλαυσα πολλά άλλα προνόμια.
Με την έλευσι του 1945, τα σκοτεινά έτη του πολέμου έφθαναν στο τέλος τους, μαζί δε μ’ αυτά ήλθε μια αλλαγή και για μένα. Εξαπεστάλην από το Μπέθελ ως υπηρέτης των αδελφών, ή υπηρέτης περιοχής, όπως τον λέμε τώρα. Επί ένα έτος και πλέον επανεπισκεπτόμουν εκκλησίες. Και πόσο το απήλαυσα αυτό! Όχι ότι δεν εκτιμούσα τη ζωή του Μπέθελ. Την εκτιμούσα. Αλλά, μετά τα πολλά έτη του πολέμου και τις πολλές βασανιστικές για τα νεύρα πείρες, αποτελούσε ανακούφισι να βγω στον αγρό για μια αλλαγή. Έθεσα παν ό,τι είχα σ’ αυτή την υπηρεσία και φρονώ ακόμη ότι το έτος εκείνο ήταν περίπου το πιο ευτυχές που εδαπάνησα ποτέ επιδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή. Τον χειμώνα του 1945-46 συνήντησα τον Αδελφό Νορρ στο Σέφφηλντ κι εκεί συνεπλήρωσα την προκαταρκτική μου αίτησι για τη σχολή Γαλαάδ. Τον Μάιο του 1946, μαζί με άλλους επτά εξεκίνησα για την Αμερική. Ήμεθα οι πρώτοι οκτώ που θα πηγαίναμε από την Αγγλία.
Αφού εφθάσαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τους πρώτους δύο μήνες μου τους πέρασα στο Μπέθελ και στο εργοστάσιο του Μπρούκλυν. Επακολούθησε η συνέλευσις του Κληβελαντ. Κατόπιν επέρασα λίγον καιρό στο Αγρόκτημα της Βασιλείας, και ύστερα έγινε η έναρξις της ογδόης σειράς σπουδαστών της σχολής Γαλαάδ τον Σεπτέμβριο του 1946. Μετά την αποφοίτησί μου, είχα μιας εβδομάδος ανάπαυσι στον Καναδά με φίλους και κατόπιν έργον σκαπανέως στην πόλι της Νέας Υόρκης, αναμένοντας πλοίο για τη Νιγηρία, όπου και ήταν ο τόπος διορισμού μου. Ύστερ’ από έργον σκαπανέως ενός μηνός, εκλήθην στο εργοστάσιο για εκπαίδευσι, η οποία διήρκεσε δύο μήνες, Κατόπιν απεπλεύσαμε, τρεις για τη Νιγηρία και δύο για τη Χρυσή Ακτή, όλοι με το ίδιο πλοίο.
Εφθάσαμε στη Νιγηρία στις 21 Ιουνίου 1947, και τότε άρχισε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μου. Παρέμεινα εκεί επί οκτώ σχεδόν έτη, και πιστεύω ασφαλώς ότι αυτός είναι ένας από τους καλυτέρους τόπους διορισμού που θα μπορούσε οποιοσδήποτε να έχη. Σκεφθήτε: όταν εφθάσαμε εδώ, υπήρχαν περίπου 3.500 ευαγγελιζόμενοι στη χώρα. Και πόσοι υπάρχουν σήμερα; Σχεδόν 20.000! Δεν θα θέλατε σεις να έχετε μια πείρα σαν αυτή; Δεν ήταν όμως κι εύκολο οπωσδήποτε. Υπήρξαν πολλά δύσκολα προβλήματα, πολλές δύσκολες πείρες. Έμαθα πολλά πράγματα αφότου είμαι εδώ. Ήταν μια πραγματική συγκίνησις να βλέπη κανείς τον τρόπο με τον οποίον προχωρούσαν οι Αφρικανοί αδελφοί. Το να βλέπω να εγκαταλείπουν την πολυγαμία, να καθαρίζουν τη ζωή τους εγκαταλείποντας τα μη θεοκρατικά έθιμα και να γίνωνται πλήρως αφιερωμένοι ώριμοι διάκονοι μου επροξένησε απερίγραπτη χαρά. Στη διάρκεια των ετών που επέρασα στη Νιγηρία εταξίδεψα σε όλη τη χώρα κατά μήκος και πλάτος, υπηρέτησα δεκάδες συνελεύσεων και απήλαυσα πολλές θαυμάσιες πείρες. Σε όλα αυτά τα χρόνια ήμουν στον οίκο Μπέθελ του Λάγκος κι έτσι ήμουν σε μια καλή θέσι να διαπιστώνω την αύξησι.
Μετά από λίγα έτη στη Νιγηρία παρουσιάσθη άλλο πρόβλημα. Το έργον άρχισε ν’ ανοίγεται και στα γειτονικά Γαλλικά εδάφη, μερικά των οποίων υπήχθησαν στο τμήμα της Νιγηρίας. Για να ληφθή φροντίς για το έργον, εχρειάζετο κάποιος με γνώσεις της Γαλλικής γλώσσης. Πολλές προσπάθειες έγιναν να βρεθή κάποιος, αλλ’ ανεπιτυχώς. Κατέληξα, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η μόνη λύσις ήταν να μάθω εγώ ο ίδιος τη γλώσσα, για να ληφθή φροντίς για το έργον. Ήταν ένα δύσκολο πρόβλημα. Είχα μελετήσει τα Γαλλικά στο σχολείο πριν από δεκαεπτά χρόνια και τα είχα ξεχάσει όλα. Επίσης, η ζωή του Μπέθελ δεν παρέχει πολλή ευκαιρία σ’ έναν να σπουδάση μια γλώσσα, το δε τροπικό κλίμα κουράζει πολύ τον άνθρωπο τα βράδια. Ωστόσο, καταλαβαίνοντας ότι αυτό απαιτούσε το έργον, άρχισα να εργάζωμαι επιμελώς γι’ αυτό, αφού προμηθεύθηκα τ’ απαιτούμενα βιβλία. Μέσα σ’ ένα έτος άρχισα ν’ αναμιγνύωμαι σε όλη τη Γαλλική αλληλογραφία που ήρχετο στο γραφείο. Τώρα μπορώ να διαβάζω και να γράφω τη γλώσσα χωρίς δυσκολία. Επί του παρόντος έχομε σχεδόν πενήντα Γαλλικές εκκλησίες και σχεδόν 2.500 ευαγγελιζομένους για να επιμεληθούμε, εκτός από τη Νιγηρία. Τα τελευταία δύο έτη είχα συνδεθή μ’ ένα Γάλλον απόφοιτον της σχολής Γαλαάδ και κάθε φορά που γράφω ένα γράμμα στη Γαλλική του στέλλω ένα αντίγραφο κι εκείνος σημειώνει επάνω ό,τι βελτιώσεις ή διορθώσεις χρειάζονται. Έτσι, λαμβάνω και ταχυδρομικώς διδασκαλία από ειδικόν.
Υπάρχουν πολύ περισσότερα που θα μπορούσα να πω για τις πείρες μου στη Νιγηρία, αλλά, ο χώρος δεν επιτρέπει. Με κάνει ευτυχή το να σκέπτωμαι ότι στην ηλικία των τριάντα επτά ετών εδαπάνησα είκοσι έτη στην αλήθεια, από τα οποία τα δεκαοκτώ σχεδόν ήσαν στην ολοχρόνια υπηρεσία. Η δε ολοχρόνια αυτή υπηρεσία υπήρξε συνεχής, χωρίς καμμιά οποιαδήποτε διακοπή. Είναι αληθές ότι απουσίασα από την Αγγλία επί δέκα έτη σχεδόν, αλλ’ αυτό δεν με ανησυχεί. Στο διάστημα που βρίσκομαι εδώ πέθανε η μητέρα μου, λυπούμαι δε να πω ότι παρέμεινε ένας πικρός μισητής της αληθείας ως το τέλος. Δεν είδα τον αδελφό μου επί δεκαεννέα έτη και είδα την αδελφή μου μια μόνο φορά στο ίδιο χρονικό διάστημα. Ούτε και πού βρίσκονται ξέρω. Αλλ’ ο Ιησούς μάς είπε ότι όσοι θα τον ακολουθούσαν θα απεχωρίζοντο από σαρκικούς γονείς και συγγενείς, αλλά θ’ αποκτούσαν πολύ περισσοτέρους μέσα στην κοινωνία του Νέου Κόσμου. Αν και δεν έχω δικό μου σπίτι, γνωρίζω ότι αν ποτέ επιστρέψω για μια επίσκεψι, υπάρχουν δεκάδες πόρτες που θα μου ανοιχθούν χωρίς ούτε να παρακαλέσω καν.
Και τώρα επιθυμώ να προτρέψω όλους τους νεαρούς, οι οποίοι έχουν ευλογηθή με την αλήθεια να επιδοθούν στην υπηρεσία. Συλλάβετε κάθε προνόμιο που τίθεται ενώπιόν σας. Αυτό έκαμα κι εγώ. Και σκεφθήτε τις ευλογίες που είχα! Δεν θα θέλατε και σεις ν’ απολαύσετε τα ίδια πράγματα; Μπήτε στο ολοχρόνιο έργον. Εμμείνατε σ’ αυτό. Πηγαίνετε στη σχολή Γαλαάδ, αν έχετε την ευχέρεια. Κατόπιν πηγαίνετε στον τόπο του διορισμού σας στο εξωτερικό και μείνετε σ’ αυτόν. Ο Ιεχωβά ποτέ δεν θα σας εγκαταλείψη. Το γνωρίζω αυτό εκ πείρας, επιδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή.