Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις του Τζωρτζ Ρ. Φίλιπς
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στη Γλασκώβη της Σκωτίας. Οι γονείς μου ήσαν καλοί Πρεσβυτεριανοί, ο πατέρας μου υπηρετούσε ως διδάσκαλος Κυριακού σχολείου επί μερικά έτη. Στο 1902, όταν ήμουν τεσσάρων ετών, ο πατέρας εγνώρισε την αλήθεια. Ο σπόρος έπεσε σε καλή γη κι έτσι σε λίγο έγινε ο πατέρας μου ένας δραστήριος και ζηλωτής ευαγγελιζόμενος. Όλοι οι συγγενείς του, φίλοι, συνάδελφοι και όποιος ήρχετο σ’ επαφή μαζί του επληροφορείτο για το Θείον Σχέδιον των Αιώνων και τη θαυμασία χιλιετηρίδα που επρόκειτο σε λίγο ν’ αρχίση. Έγινε ένας διωρισμένος υπηρέτης στην εκκλησία Γλασκώβης, αλλ’ η επίγεια διακονία του έληξε το φθινόπωρο του 1904.
Στη διάρκεια των ετών που απελάμβανε και εξυπηρετούσε την αλήθεια, ο πατέρας μου έκαμε ό,τι μπορούσε για να εκπαιδεύση τα παιδιά του σύμφωνα με τον λόγο του Θεού. Αν και ήμουν νεαρός τότε, μπορώ ν’ ανακαλέσω στη μνήμη μου την πρωινή διδασκαλία από τις Γραφές. Προς τα τέλη του έτους 1902, ή στις αρχές του 1903, είχα την πρώτη μου πείρα στην υπηρεσία του αγρού. Ο πατέρας μου συνήθιζε να με παίρνη μαζί του την Κυριακή πρωί για να διανείμωμε το Τριμηνιαίο Φύλλον Αρχαίας Θεολογίας, τα φυλλάδια που εχρησιμοποιούντο εκείνη την εποχή. Συχνά διετύπωνα την απορία γιατί ήταν ανάγκη να βγαίνω ενόσω το χιόνι ήταν στρωμένο στη γη και όταν έβρεχε, αλλά μου παρείχετο η διαβεβαίωσις ότι τα φυλλάδια θα έφερναν χαρά και παρηγοριά σ’ εκείνους που ήσαν στην ορθή κατάστασι καρδιάς.
Η μητέρα μου συνέχισε το εκπαιδευτικό έργον που είχε αρχίσει ο πατέρας μου. Πηγαίναμε μαζί στις συναθροίσεις, οι δε αδελφοί που μας επεσκέπτοντο στο σπίτι ήσαν πάντοτε πρόθυμοι να μας καταρτίζουν στη γνώσι των θεμελιωδών διδασκαλιών. Πόσο έχαιρα όταν μπορούσα να δίνω ορθές απαντήσεις περί της πτώσεως του ανθρώπου, του αντιλύτρου, της αναστάσεως και άλλων Γραφικών αληθειών. Κατόπιν, επίσης, ήλθε η μεγάλη μέρα που μπόρεσα για πρώτη φορά να επαναλάβω τα ονόματα όλων των βιβλίων της Αγ. Γραφής με την ορθή τους σειρά χωρίς να βλέπω στο ευρετήριο. Αναπολώντας αυτά τώρα είμαι πραγματικά ευγνώμων για κείνη την εκπαίδευσι που έλαβα όταν ήμουν μικρός, διότι έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να με βοηθήση να λάβω αποφάσεις μετέπειτα στη ζωή μου, σύμφωνα με τον λόγο του Θεού.
Τα πιο ουσιώδη γεγονότα εκείνη την εποχή ήσαν οι επισκέψεις στη Γλασκώβη του πρώτου προέδρου της Εταιρίας, Πάστορος Κ. Τ. Ρώσσελ. Εμισθώνετο πάντοτε η μεγαλύτερη αίθουσα της πόλεως και ειδοποιείτο για τη συνάθροισι ολόκληρη η πόλις με πληθυσμό ενός περίπου εκατομμυρίου. Το μεγαλύτερο ποσοστό του λαού της Γλασκώβης ζη μέσα σε πολυκατοικίες τριών ή τεσσάρων ορόφων, χωρίς ανελκυστήρας. Εδαπάνησα πολλά βράδια και Σαββατοκύριακα ανεβοκατεβαίνοντας τις σκάλες των. Αυτό βέβαια μου παρέσχε όλη την απαιτούμενη εκγύμνασι για να είμαι κατάλληλος. Και τι συγκίνησις ήταν να βλέπη κανείς την αίθουσα κατάμεστη ως την πόρτα, να βγαίνουν οι άνθρωποι, ν’ ακούη κανείς τους πολυπληθείς ακροατάς να συναντώνται μ’ ένα γενικό χαιρετισμό, και, προ πάντων, ν’ ακούη κανείς τη σαφή και λογική παρουσίασι του αγγέλματος της Γραφής από τον δούλον του Ιεχωβά επάνω στο βήμα. Τι θαυμαστή εύνοια, εσκέφθηκα, να έχω γνώσιν της αληθείας, και να έχω κάποια μερίδα στο να γνωστοποιήσω αυτή και σε άλλους.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΑΝΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
Τον Ιούλιο του 1912, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, εσυμβόλισα την αφιέρωσί μου με το εν ύδατι βάπτισμα. Ούτε η μητέρα μου, ούτε άλλος κανένας προσεπάθησε να με αναγκάση να λάβω αυτό το βήμα, ούτε προσεπάθησαν να με αποθαρρύνουν ή να με συμβουλεύσουν να περιμένω ώσπου να μεγαλώσω. Έχαιρα γι’ αυτό. Είχα λάβει πλήρως την απόφασι. Κατάλαβα καθαρά ότι ήταν προνόμιο του πλάσματος να υπηρετή τον Δημιουργόν και Ζωοδότην ότι ήταν το πιο ελάχιστο που μπορούσε κανείς να κάμη για να εκδηλώση ευγνωμοσύνη για όλες τις ευλογίες της ζωής και τη θαυμασία ελπίδα της αιωνίου ζωής που εκτίθεται μέσα στις Γραφές. Και τι προνόμιον ήταν το να γνωρίσω κι εννοήσω αυτά τα πράγματα ενόσω ήμουν ακόμη νέος και να μπορέσω έτσι να επιδιώξω τον σκοπό μου στη ζωή, να θυμάμαι και να υπηρετώ τον Δημιουργό στις μέρες της νεότητός μου με ό,τι άριστον διέθετα από απόψεως υγείας και δραστηριότητος αντί να περιμένω ως τότε που θα μπορούσα μόνο να προσφέρω τ’ αποτρίμματα της ζωής μου.
Ήμουν τότε στο σχολείο ακόμη, και είχα πολλές ευκαιρίες να λέγω στους συμμαθητάς μου για το «τέλος του κόσμου στο 1914» και για τη νέα διακυβέρνησι που θα άρχιζε όταν θα έληγαν οι «Καιροί των Εθνών». Παράλληλα, ενεργώντας σύμφωνα με τις συμβουλές που ενυπήρχαν στα έντυπα της Εταιρίας, οι φίλοι που απέκτησα ήσαν όλοι μέσα στην οργάνωσι. Πάντοτε αρνήθηκα ευγενώς να δεχθώ προσκλήσεις να περάσω Σαββατοκύριακα ή να εορτάσω με συμμαθητάς μου. Βρήκα αληθινή ευτυχία σε συναναστροφή με άλλους νεαρούς ομοίων φρονημάτων είτε στην υπηρεσία του αγρού ησχολούντο αυτοί, είτε συνηντώμεθα στις συναθροίσεις, είτε όταν περνούσαμε μαζί ώρες αναψυχής. Πόσο ευγνώμων είμαι σήμερα για τις καλές εκείνες συμβουλές και διότι ενεργούσα σύμφωνα με αυτές! Πόσα παιδιά γονέων που ήσαν στην αλήθεια παρεσύρθησαν κατ’ ευθείαν στον κόσμο ως αποτέλεσμα του ότι ακολούθησαν αντίθετη πορεία.
Ήλθε το φθινόπωρο του 1913. Υπελείπετο ένα έτος και κατόπιν η εκκλησία θα ετελείωνε την πορεία της και θα ανελαμβάνετο στον ουρανό! Εφαίνετο όμως ότι υπήρχε ακόμη πολύ έργον να γίνη. Ασφαλώς καλό έργον θα ήταν, εσκεπτόμουν, να δαπανήσω τουλάχιστον ένα έτος στο έργον του σκαπανέως, διαδίδοντας το άγγελμα της Βασιλείας πριν από το τέλος των Καιρών των Εθνών και τον Αρμαγεδδώνα. Στις αρχές, λοιπόν, του Ιανουαρίου του έτους 1914, λίγο μετά την είσοδό μου στο δέκατο έκτο έτος της ηλικίας μου, έφυγα απ’ το σχολείο και άρχισα έργον σκαπανέως. Οι διδάσκαλοι μου ενόμισαν ότι άκουαν παραλογισμούς, όταν τους είπα τι επρόκειτο να κάμω, αλλά τίποτε από ό,τι μπορούσε να πουν δεν μ’ έκανε ν’ αλλάξω την απόφασί μου. Πόσο ευλόγησε ο Ιεχωβά εκείνη την απόφασι!
Έτος 1914! Τι έτος ήταν αυτό για μένα! Αφού υπηρέτησα μόλις λίγους μήνες ως τακτικός σκαπανεύς και είχα μερίδα στην «Εκστρατεία Επεκτάσεως Όλων των Τάξεων (Εκκλησιών) Σκωτίας,» που είχε ως αντικειμενικό της σκοπό την επίδοσι μαρτυρίας σε όλα τα μέρη της Σκωτίας και την ίδρυσι νέων εκκλησιών κατόπιν σειράς δημοσίων συναθροίσεων, προσεκλήθην από το Αγγλικό τμήμα ν’ ασχοληθώ σε έργον που επακολούθησε ύστερα από μια σειρά δημοσίων διαλέξεων που εδόθησαν σε όλες τις Βρεττανικές Νήσους εκείνο το θέρος από τον Αδελφό Ρόδερφορδ. Έως τότε σε καμμιά περίπτωσι δεν είχα διαθέσει πάνω από ένα μεγάλο βιβλίο. Η πρόσκλησις περιελάμβανε ως σκοπό την προσφορά ολοκλήρου της σειράς έξη τόμων των Γραφικών Μελετών επί πλέον δε μιας ετησίας συνδρομής στη Σκοπιά. Τι εσκέπτετο το Τμήμα του Λονδίνου; Πώς μπορούσα εγώ, ένα παιδί δεκαέξη ετών, με μόνο λίγων μηνών πείρα στο έργον σκαπανέως, να ελπίσω ποτέ να κάμω ένα τέτοιο έργον; Αλλ’ ύστερ’ από λίγη σκέψι διεπίστωσα ότι η πρόσκλησις είχε έλθει παρά Κυρίου μέσω της οργανώσεώς του. «Ιδού εγώ, απόστειλόν με,» ήταν η απάντησις. Ο σύντροφός μου στο έργον σκαπανέως, περίπου ενάμισυ έτος μεγαλύτερος από μένα, κι εγώ είχαμε διορισμούς στην Αγγλία, Σκωτία και Ουαλλία, και περάσαμε θαυμάσια. Οι σειρές των τόμων έβγαιναν και οι συνδρομές έμπαιναν! Ο Αδελφός Ρόδερφορδ ήταν στην ακμή του, και οι δημόσιες ομιλίες του εδίδοντο τόσο καλά, ώστε σε πολλές περιπτώσεις, όταν επεσκεπτόμεθα τους ανθρώπους κι εκάναμε την προσφορά προς 2,50 δολλάρια, μας έλεγαν: «Η ομιλία και μόνο αυτή άξιζε τόσο!» Τα λοιπά ήσαν εύκολα. Ένοιωθα μήπως καμμιά λύπη που ανέλαβα το έργον σκαπανέως αντί να μπω σ’ ένα πανεπιστήμιο ή να ενασχοληθώ σε κοσμική εργασία; Οτιδήποτε μας επεφύλασσε ο Κύριος στον ουρανό, έπρεπε να είναι πολύ αγαθό, αν η χαρά επρόκειτο να υπερβή εκείνο που και τότε ακόμη εδοκιμάζαμε στην υπηρεσία Του!
Τον Αύγουστο του 1914 εκάναμε αυτό το έργον επακολουθήσεως στο Μπάρρω-ιν-Φώρνες της βορειοδυτικής Αγγλίας, όταν ήλθε η είδησις ότι εξερράγη πόλεμος (ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος). Η είδησις εκείνη μ’ έκαμε να αισθάνωμαι σαν σούβλισμα στη ράχι. Επρόκειτο ασφαλώς για την αρχή του καιρού της μεγάλης θλίψεως—βεβαίωσις του ό,τι εκηρύτταμε επί χρόνια. Θυμήθηκα τους συμμαθητάς μου και το ότι μερικοί απ’ αυτούς εχλεύαζαν όταν τους είχα μιλήσει για τη θλίψι που θα ξεσπούσε το φθινόπωρο του 1914. Τι θα εσκέπτοντο αυτοί τώρα;
ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΕΤΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Είτε πόλεμος ήταν είτε όχι, ο σύντροφός μου κι εγώ συνεχίσαμε το έργον σκαπανέως και είχαμε διορισμούς στη Σκωτία και στην Ιρλανδία, συνδυάζοντας το έργον μας με την προβολή του Φωτο-Δράματος της Δημιουργίας—διαφημίζοντας την κινηματογράφηση βοηθώντας στην προβολή της κι έπειτα παρακολουθώντας τους ενδιαφερομένους. Στο τέλος κάθε προβολής του Δράματος εδίδοντο δύο δημόσιες ομιλίες: «Εξέτασις των Διδασκαλιών του Πάστορος Ρώσσελ» και «Η Δευτέρα Έλευσις του Χριστού.» Εδίδοντο ονόματα ατόμων και τα παρακολουθούσαμε με σειρές Γραφικών Μελετών. Το Φωτό-Δραμα προσείλκυε ολόκληρα σπίτια οπουδήποτε προεβάλλετο και είχαμε πολλές πραγματικά χαρωπές πείρες. Ήταν εύκολο ν’ αποκτήσωμε φιλία με τους ανθρώπους. Σπάνια συνέβαινε να γίνη επίκρισις του Δράματος και πολλοί τις μέρες εκείνες προσήλθαν στην οργάνωσι αφού είδαν το Δράμα.
Προς το τέλος του έτους 1916 εισήχθη το «ποιμαντικό έργον»—ο δανεισμός του Θείου Σχεδίου των Αιώνων χωρίς πληρωμή, για χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων σ’ εκείνους που ήθελαν να το διαβάσουν, ιδιαίτερα στις φτωχότερες περιφέρειες. Κατόπιν εγίνοντο επανεπισκέψεις με σκοπό να διατεθούν έντυπα και να αυξηθή το ενδιαφέρον. Ήταν πραγματικά η αρχή του ό,τι σήμερα γνωρίζομε ως έργον επανεπισκέψεων. Είχα και σ’ αυτό το έργον μερίδα και απήλαυσα την ευχαρίστησι της συστηματικής διατροφής των πεινώντων για αλήθεια, πολλοί από τους οποίους εκτιμούσαν πραγματικά τις προσπάθειές μας να τους βοηθήσωμε.
Το θέρος του 1916 η Βρεττανία εψήφισε το νομοσχέδιο περί επιστρατεύσεως. Πολλή συζήτησις διεξήχθη στην εκκλησία Γλασκώβης περί του ποια ήταν η ορθή Γραφική πορεία που έπρεπε να λάβωμε. Μερικοί φρονούσαν ότι δεν υπήρχε τίποτα το κακόν να ενταχθή κανείς σε μια μη μάχιμη μονάδα· άλλοι εσκέπτοντο ότι θα ήταν εν τάξει να πάη κανείς σ’ ένα εργοστάσιο πυρομαχικών και να κατασκευάζη οβίδες. Ισχυρίζοντο ότι οι κρίσεις του Θεού εξεδηλώνοντο τώρα εναντίον των εθνών και ότι αν κανείς προσηύχετο στον Θεό να κατευθύνη τις οβίδες στην εκπλήρωσι του θελήματός του, ένας τέτοιος θα συνειργάζετο με τον Παντοδύναμο κι έτσι θα μπορούσε να έχη καθαρή συνείδησι. Αυτή η πορεία είχε και την πρόσθετη έλξι για τους νεαρούς ν’ αποκτήσουν «πολλά χρήματα». Ένας τρίτος όμιλος επίστευε σταθερά ότι οι Γραφές δεν επέτρεπαν κανένα συμβιβασμό σ’ αυτό το ζήτημα. Εγώ ήμουν σ’ αυτό τον τελευταίο όμιλο. Όλοι όσοι ανήκαν στον πρώτο και στον δεύτερο όμιλο εγκατέλειψαν την οργάνωσι στα επόμενα λίγα έτη.
Μετά ένα έτος, αφού έφθασα εν τω μεταξύ σε ηλικία, εμφανιζόμουν ενώπιον τοπικών και εφετικών δικαστηρίων, δίνοντας ‘λόγον περί της εν εμοί ελπίδος’. Αλλ’ αν και είχα ανατραφή στην αλήθεια, και οι πεποιθήσεις μου, ριζωμένες στις Γραφές, είχαν ήδη επί χρόνια διατηρηθή πριν από την έκρηξι του πολέμου, επληροφορήθην από το Εφετείον ότι δεν ήμουν αρκετά προχωρημένος στην ηλικία για να έχω ώριμες γνώμες για οποιοδήποτε πράγμα. Με άλλα λόγια, ήμουν αρκετά ενήλικος να πολεμήσω, αλλ’ όχι και αρκετά ενήλικος για να ξέρω αν ήταν σωστό ή εσφαλμένο να πολεμώ.
Ο νόμος του Θεού και ο νόμος των ανθρώπων ήσαν σε αντίθεσι. Σε ποιον έπρεπε να υπακούσω; Έπρεπε να εξακολουθήσω επιδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή; Ακολούθησα το παράδειγμα των αποστόλων, όπως εκτίθεται στις Πράξεις 5:29. Σε λίγον καιρό κατεδικάσθην σε φυλάκισι ενός έτους με καταναγκαστικά έργα. Ενόσω ανέμενα τη δίκη μου είχα πολλές ευκαιρίες να δώσω μαρτυρία σε παιδιά που επρόκειτο ν’ αναχωρήσουν για τα χαρακώματα του Γαλλικού μετώπου. Σχεδόν χωρίς εξαίρεσι εξέφρασαν την ελπίδα πως ό,τι τους είχα πει ήταν αλήθεια και κατόπιν ήθελαν να μ’ ενθαρρύνουν να εμμείνω σ’ αυτά. Τις πρώτες δεκατέσσερες μέρες της καταδίκης μου τις πέρασα στην απομόνωσι. Ένα αντίτυπο της Γραφής των φυλακών ήταν το μόνο έντυπο που επετρέπετο. Ακολούθησα την ορθή πορεία ενεργείας; Καθώς διεξερχόμουν τις Γραφές δεν είχα αμφιβολία στη διάνοιά μου. Επίσης, πολλά εδάφια της Γραφής που τα ήξερα πολύ καλά από πριν, προσέλαβαν μια πληρέστερη και βαθύτερη σημασία. Τώρα μπορούσα πραγματικά να εννοήσω και να εκτιμήσω και να εισδύσω πληρέστερα στις πείρες που είχαν άλλοτε οι δούλοι του Ιεχωβά, πολλοί από τους οποίους ρίχτηκαν στη φυλακή για την πίστι και την προσήλωσί τους στον λόγο του Θεού.
Προς το τέλος του έτους 1917, ενώ διαρκούσε ακόμη η ποινή μου, υπήρχε έλλειψις τροφίμων στη χώρα, λόγω του Γερμανικού υποβρυχιακού πολέμου που ήταν τότε σε πλήρη έντασι. Τα σιτηρέσια των φυλακισμένων ήσαν πολύ ισχνά. Αισθάνθηκα τις οδύνες της πείνας. Τη νύχτα άκουα μερικούς από τους άλλους φυλακισμένους να χτυπούν τις πόρτες των κελλίων των με γυμνούς γρόνθους, διότι είχαν χάσει τα λογικά τους. Τα Γερμανικά Τσέππελιν ήρχοντο συχνά πάνω απ’ το Λονδίνο κι έρριχναν τις βόμβες τους. Ηκούοντο συνεχείς κροταλισμοί αντιαεροπορικών πυροβόλων στη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών. Μολονότι οι συχνές αυτές αεροπορικές επιδρομές επέφεραν τον θάνατο και την καταστροφή, ταυτόχρονα μου παρείχαν τις μόνες ευκαιρίες να λέγω στους συγκαταδίκους μου για τη Βασιλεία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τρεις ή τέσσερες κατάδικοι πάντοτε εκλείοντο μαζί μέσα στο ίδιο κελλί στο ισόγειο των φυλακών, και, ενόσω διαρκούσε η επιδρομή, εγίνετο καλή χρήσις του χρόνου για να τους λέγω για τ’ αγαθά που εμπεριέχονται στον λόγο του Θεού.
Τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 1917, έφθασε είδησις μέσα στη φυλακή από ένα νεοφερμένον ότι εξεδόθη το βιβλίο Το Τετελεσμένον Μυστήριον, η δε εκκλησία θ’ ανελαμβάνετο την άνοιξι του 1918. Θα εθεωρούμην εγώ άξιος; εκείνοι που ήσαν στη Γλασκώβη; οι απανταχού αδελφοί; Και πώς ακριβώς θ’ ανελαμβανόμουν;
Προτού εκτίσω την ποινή μου, απελύθην κι εστάλην από τις Αρχές σ’ ένα στρατόπεδο εργασίας, ένα εργοστάσιο χημικών λιπασμάτων, όπου υποχρεώθηκα να εργάζωμαι δέκα ώρες την ημέρα με την αξίνη, το φτυάρι και το χειραμάξιο. Κάθε Σαββατοκύριακο εταξίδευα εβδομήντα μίλια με ποδήλατο, οποιοσδήποτε καιρός κι αν ήταν, για να παρακολουθώ συναθροίσεις και να έχω επικοινωνία με τους αδελφούς. Εργάσθηκα σ’ εκείνο το στρατόπεδο επί ένα έτος. Στις 11 Νοεμβρίου 1918, 11 π.μ., ήμουν ακόμη σ’ αυτό το εργοστάσιο, και, καθώς βοηθούσα μ’ ένα φτυάρι στην εκκένωσι ενός φορτηγού αυτοκινήτου με κάρβουνα, οι σειρήνες ανήγγειλαν το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τι θα εγίνετο τώρα; Δεν είχα πάει στον ουρανό τον Απρίλιο. Υπήρχε κι άλλο έργον για να γίνη επάνω στη γη;
ΑΠΟΛΥΣΙΣ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΤΗ ΓΛΑΣΚΩΒΗ
Το τέλος του πολέμου δεν επέφερε άμεση ελευθερία από τους κρατικούς περιορισμούς. Το επόμενο έτος υπεχρεώθην να εργασθώ σ’ ένα ναυπηγείο που ναυπηγούσε πλοία από μπετόν, σε απόστασι τριάντα μιλίων από τη Γλασκώβη. Εκεί, με τις υπερωρίες, κάθε εβδομάδα απετελείτο από ογδόντα ώρες. Αλλά κάθε Κυριακή ευρισκόμουν στη Γλασκώβη συμμετέχοντας στη δράσι της εκεί εκκλησίας. Τον Σεπτέμβριο του 1919 απολύθηκα οριστικά.
Τα επόμενα τεσσεράμισυ έτη είχα πολλά προνόμια υπηρεσίας στην εκκλησία της Γλασκώβης. Το έργον της υπηρεσίας, όπως το γνωρίζομε σήμερα, άρχισε να προχωρή. Η Γλασκώβη διηρέθη σε τέσσερα διαμερίσματα. Αποτελούσε προνόμιό μου να έχω την εποπτεία ενός απ’ αυτά τα διαμερίσματα και να βοηθώ τους ευαγγελιζομένους εκκλησίας της περιοχής εκείνης να προβαίνουν σε τακτική και συστηματική υπηρεσία αγρού. Είχαμε μερικές θαυμάσιες ευκαιρίες χειριζόμενοι βοηθήματα όπως Το Τετελεσμένον Μυστήριον, Ο Χρυσούς Αιών Τεύχος 27ον και αργότερα το βιβλιάριο Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει! και Η Κιθάρα του Θεού. Ήταν βέβαια μεγαλειώδες να έχω και μια μικρή μερίδα στο να επιμελούμαι τέτοιων καθηκόντων όπως του υπηρέτου εντύπων, του υπηρέτου λογαριασμών, και να υπηρετώ επίσης στην επιτροπή εκκλησίας.
Η εκκλησία Γλασκώβης ηύξησε ώσπου έγιναν 1.200 αδελφοί, με πενήντα περίπου προγραμματισμένες συναθροίσεις την εβδομάδα. Επίσης, υπήρχαν ευκαιρίες σε Σαββατοκύριακα για την εξυπηρέτησι μικροτέρων εκκλησιών σε άλλα μέρη της Σκωτίας. Για κείνους που απήντησαν στην κλήσι της σάλπιγγος «Διαφημίσατε τον Βασιλέα και τη Βασιλεία» ήσαν ημέρες πολυάσχολες, ημέρες ευτυχισμένες.
Τα προεξέχοντα γεγονότα των ετών εκείνων ήσαν οι επισκέψεις του δευτέρου προέδρου της Εταιρίας, ελαμβάναμε δε πάντοτε μια μεγάλη παρότρυνσι από τις συνελεύσεις που εγίνοντο σ’ εκείνες τις περιπτώσεις. Αλλ’ εκείνα ήσαν και έτη δοκιμασίας, η δε Γλασκώβη δεν αποτελούσε εξαίρεσι του γενικού κανόνος. Υπήρχαν εκείνοι που υπηρετούσαν τον Κύριον, κι εκείνοι που δεν τον υπηρετούσαν και άλλοι που ήθελαν τα πράγματα να γίνωνται με τον δικό τους τρόπο. Έτσι, όταν επήλθε ο μεγάλος κλονισμός (έπληξε τη Γλασκώβη στο 1922), πολλοί βγήκαν από μας διότι «δεν ήσαν εξ ημών». Όσοι έμειναν ενισχύθησαν απ’ αυτές τις πείρες κι έγιναν ακόμη σταθερώτερα συνυφασμένοι για το έργον που απέμενε να γίνη.
Τον Μάιο του 1924, στη διάρκεια μιας των επισκέψεων του στη Γλασκώβη, ο Αδελφός Ρόδερφορδ ανήγγειλε στη συνέλευσι που εγίνετο τότε, ότι έστειλε έναν αδελφό του Βρεττανικού Τμήματος στη Νότιο Αφρική να υπηρετήση ως υπηρέτης του τμήματος. Την επόμενη μέρα το πρωί, καθώς καθήμεθα σ’ έναν προθάλαμο περιμένοντας να προχωρήσωμε στο βήμα, ο Αδελφός Ρόδερφορδ μου είπε: «Με άκουσες που έκαμα εκείνη την ανακοίνωσι χθες το βράδι για την αποστολή ενός αδελφού στη Νότιο Αφρική. Θα ήθελες να πας μαζί του;» «Ιδού εγώ, απόστειλόν με,» ήταν η απάντησις. «Σκέψου το καλά και προσεκτικά και πες μου το απόγευμα,» ήταν η δική του απάντησις. Όταν επεβεβαίωσα την απόφασί μου εκείνο το απόγευμα, μεταξύ άλλων είπε: «Τζωρτζ, μπορεί να είναι για ένα χρόνο, ή μπορεί να είναι και για λίγο μακρότερο διάστημα.» Είχε ακόμη μεγάλη πίστι ότι οι άρχοντες θα επανήρχοντο το επόμενο έτος, και ότι σύντομα θα εγίνοντο μεγάλες μεταβολές.
Δεν υπήρχε τότε σχολή Γαλαάδ και δεν επωφεληθήκαμε από τη θαυμάσια εκπαίδευσι που λαμβάνουν τώρα οι ιεραπόστολοι προτού πάνε σε τόπο διορισμού στο εξωτερικό. Είναι αληθές ότι είχαμε τη δική μας «σχολή προφητών» στη Γλασκώβη, όπου ελαμβάναμε κάποια εκπαίδευσι για δημόσιες ομιλίες, αλλά δεν είχαμε καμμιά από τις θαυμάσιες σειρές μαθημάτων όπως αυτές που παραδίδονται τώρα στη σχολή Γαλαάδ. Μου παρεχωρήθη προθεσμία δύο εβδομάδων για να ετοιμάσω τις αποσκευές μου και σκεπτόμουν στα σοβαρά για πρώτη φορά τι πρέπει να αισθάνθηκε ο Αβραάμ όταν έφυγε απ’ τη χώρα του για να πάη σε μια χώρα την οποίαν δεν εγνώριζε.
ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΝΟΤΙΟΥ ΑΦΡΙΚΗΣ
Ύστερ’ από λίγες εβδομάδες ήμουν στη Νότιο Αφρική. Οποία μεταβολή από τη Σκωτία κι απ’ τους προτέρους τόπους διορισμού μου στις Βρεττανικές Νήσους! Οι συνθήκες ήσαν εντελώς διαφορετικές και ό,τι εσχετίζετο με το έργον ήταν πολύ μικρότερο. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν μόνο έξη στην ολοχρόνια υπηρεσία και όχι περισσότεροι από σαράντα περίπου που έκαναν λίγο έργον υπηρεσίας. Η περιφέρειά μας περιελάμβανε όλη την έκτασι από τη χώρα του Ακρωτηρίου ως την Κένυα. Πώς επρόκειτο να καλυφθή και να δοθή αποτελεσματική μαρτυρία μέσα σ’ ένα χρόνο; Γιατί ν’ ανησυχούμε γι’ αυτό; Εκείνο που έπρεπε να κάμω ήταν να προχωρήσω, να χρησιμοποιήσω τα διαθέσιμα μέσα και ν’ αφήσω τ’ αποτελέσματα στον Ιεχωβά.
Ένα απ’ αυτά τα μέσα ήταν ένα μικρό επίπεδο τυπογραφικό πιεστήριο που ήλθε από το γραφείο του Μπρούκλυν, λίγες εβδομάδες μετά την άφιξί μας. Ευτυχώς, ήταν τότε ένας αδελφός στην Πόλι του Ακρωτηρίου (Καιπτάουν), ο οποίος ήταν τυπογράφος. Υπό την καθοδηγία του εκάμαμε πενταετή μαθητείαν σε διάστημα περίπου πέντε μηνών εργασίας, μετά το πέρας του κανονικού ημερησίου έργου μας, επί τρεις ώρες σχεδόν κάθε βράδι της εβδομάδος και το απόγευμα του Σαββάτου. Ανεκαλύψαμε τι σημαίνει να προσέχωμε τα «ν» και τα «σ», και πόσο δυσάρεστα μπορούν να είναι τα ανάμικτα τυπογραφικά στοιχεία. Σε λίγον καιρό το μικρό πιεστήριο έβγαζε χιλιάδες προγράμματα για τις δημόσιες συναθροίσεις, φυλλάδια και διάφορα υπηρεσιακά έντυπα.
Η Νότιος Αφρική είναι μια πολυσύνθετη χώρα με πολλές και διάφορες φυλές και γλώσσες. Αποτελούσε πραγματική χαρά το να μπορέσωμε να γνωρίσωμε τους διαφόρους αυτούς λαούς, τον τρόπο της ζωής των, τα έθιμά των, κλπ. και κατόπιν να κάμωμε τις αναγκαίες διευθετήσεις για έντυπη ύλη στις οικείες γλώσσες. Τα δημοσιεύματα μετεφράζοντο κι ετυπώνοντο στη Νότιο Αφρική σε δεκαπέντε διάφορες γλώσσες για να χρησιμοποιηθούν σ’ αυτό το μέρος του αγρού. Το να οργανώσωμε το έργον σ’ ένα τόσον αχανή αγρό και να θέσωμε τ’ αναγκαία θεμέλια, πάνω στα οποία να οικοδομήσωμε, δεν ήσαν εύκολα πράγματα, ειδικά με τόσο λίγους στην ολοχρόνια υπηρεσία. Αυτό το ίδιο το γεγονός ότι τα πράγματα ήσαν μικρά αποτελούσε δοκιμασία κι απεδείχθη πολύ μεγάλη για τον συνεργάτη μου, ο οποίος εγκατέλειψε τον διορισμό του προς το τέλος του έτους 1927, αφού παρέμεινε στη χώρα επί τριάμισυ έτη. Συνέχισα τον αγώνα, επιδιώκοντας τον σκοπό μου στη ζωή, βέβαιος ότι, αν ενέμενα στο έργον, η ευλογία του Ιεχωβά θα ήταν μαζί μας και ότι αυτός θα έδινε την αύξησι στον ωρισμένο καιρό.
Στη διάρκεια λοιπόν των ετών της μεγάλης κρίσεως συνεχίσαμε τις προσπάθειές μας για δημόσιες συναθροίσεις κι εκάμαμε καλή χρήσι της «Σειράς Ουρανίου Τόξου» (των τόμων του Δικαστού Ρόδερφορδ). Τα φορητά μηχανήματα μεταγραφής (εγελάσαμε αρκετά για τη «φορητότητα» αυτών όταν δύο αδελφοί εκλονίζοντο ανεβαίνοντας τις βαθμίδες μιας εξέδρας, σχεδόν πέφτοντας κάτω από το βάρος ενός τέτοιου μηχανήματος) και οι μακράς διαρκείας δίσκοι των έκαμαν έργον, και είχαμε μερικές πραγματικά μεγάλες μέρες. Μπορώ να θυμηθώ ότι έθεσα μια ωριαία ομιλία, όπως η τιτλοφορούμενη «Κυβέρνησις και Ειρήνη», οκτώ φορές σε μια μέρα σε διάφορα μέρη της Πόλεως του Ακρωτηρίου. Σκαπανείς με ηχητικά οχήματα εταξίδευαν στη χώρα, το δε όνομα του Δικαστού Ρόδερφορδ έγινε τόσο γνωστό όσο και του Πρωθυπουργού. Πολλοί άκουαν με εκτίμησι, αλλά, γενικά, η πλειονότης των ανθρώπων μας έλεγαν ότι δεν τους ήρεσκαν οι «τυποποιημένες» ομιλίες και θα προτιμούσαν ν’ ακούσουν έναν ομιλητή τον οποίον να μπορούν να βλέπουν.
Οι φωνογράφοι με τις βραχείες προεισαγωγικές ομιλίες μας έκαμαν να μπορέσωμε να μπούμε σε πολλά σπίτια και προελείαναν τον δρόμο για διάθεσι εντύπων και επανεπισκέψεις. Είχα βέβαια πολλές ενδιαφέρουσες πείρες σ’ αυτή τη μορφή του έργου, την οποίαν απήλαυσα πραγματικά. Τελικά ο φωνογράφος έγινε τόσο γνωστός ώστε όταν πηγαίναμε στις πόρτες δεν ήταν ανάγκη ν’ αναγγέλλωμε ποιοι ήμεθα.
Η εκστρατεία με το βιβλιάριο Η Βασιλεία παραμένει πάντοτε νωπή στη διάνοιά μου, όταν για πρώτη φορά σε πολλές περιπτώσεις, εζητήσαμε συνέντευξι από τους άρχοντας και άλλες προσωπικότητες για να θέσωμε το άγγελμα της Βασιλείας στα χέρια τους και ν’ αναγγείλωμε σε όλους μαζί και χωριστά το νέο μας όνομα «μάρτυρες του Ιεχωβά.» Τα πρώτα χρόνια μετά το 1930 μπορέσαμε να κανονίσωμε διάφορες συμβάσεις με την Αφρικανική Ραδιοφωνική Εταιρία, η δε εκφώνησις φωνογραφημένων ομιλιών κάθε μήνα από τους σταθμούς της Εταιρίας στο Γιοχάννεσμπουργκ, στην πόλι του Ακρωτηρίου και στο Ντώρμπαν έδωσε μια ευρεία μαρτυρία για την αλήθεια. Αυτές οι ομιλίες παρέμεναν επί χρόνια ύστερα στη μνήμη πολλών που τις είχαν ακούσει.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Εν τω μεταξύ το έργον ηύξανε σταθερά και οι Αφρικανοί, καθώς και οι Ευρωπαίοι, καταλάβαιναν το άγγελμα. Αυτό δεν ήρεσε σε μερικούς. Στις δύο Ροδεσίες (Βόρειον και Νότιον) κατεβλήθη προσπάθεια να εμποδισθούμε με το να κηρυχθούν τα έντυπά μας ως στασιαστικά. Επακολούθησαν δικαστικοί αγώνες στις Ροδεσίες και στη (Νοτιοαφρικανική) Ένωσι, με νίκη υπέρ της Εταιρίας, διότι τα δικαστήρια απεφάνθησαν ότι τα έντυπά μας δεν είναι στασιαστικά. Αποτελούσε πραγματικά προνόμιο να βοηθούμε εισαγγελείς και συνηγόρους στο να προετοιμάζωνται γι’ αυτές τις υποθέσεις, και, μέσα στο ίδιο το δικαστήριο, να βρίσκωμε τα σχετικά Γραφικά εδάφια γι’ αυτούς, ώστε να τα διαβάζουν όταν έκαναν την υπεράσπισί μας.
Το 1938 ήταν έτος αξιομνημόνευτο, διότι εκείνο το έτος η οργάνωσις έγινε πλήρως θεοκρατική, οι δε οδηγίες που ελάβαμε τότε κι εφαρμόσαμε επετάχυναν την αύξησι κατά τρόπον πολύ αξιοσημείωτον. Ακόμη και με την έκρηξι του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των περιορισμών που επακολούθησαν, το έργον επροχώρησε αλματωδώς.
Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου διεξήχθησαν περισσότεροι δικαστικοί αγώνες και υπήρχε πάλι το προνόμιο της υπερασπίσεως των συμφερόντων της Βασιλείας και ο αγών τηρήσεως της θύρας ανοιχτής. Ο αγών αυτός διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, αλλά ένα έτος και πλέον πριν τελειώση ο πόλεμος είχαμε την ικανοποίησι να ιδούμε την άρσι της απαγορεύσεως που είχε επιβληθή στην εισαγωγή των εντύπων μας. Στα έτη 1941 έως 1944, ενόσω διαρκούσε η απαγόρευσις, είχαμε πολλές συγκινητικές πείρες και τις πιο θαυμαστές αποδείξεις της φιλαγάθου φροντίδος και προστασίας του Ιεχωβά επί του λαού του. Ποτέ δεν εχάσαμε ούτε ένα τεύχος της «εν καιρώ τροφής»—του περιοδικού Σκοπιά. Πολλές φορές, ένα μόνο αντίτυπο από ένα τεύχος μπόρεσε να περάση. Ενίοτε κάποιος συνδρομητής κάτοικος μιας από τις Ροδεσίες ή της Πορτογαλικής Ανατολικής Αφρικής, ή ενός μεμονωμένου αγροκτήματος της Νοτίου Αφρικής ή ένας επισκέπτης από πλοίο που προσήγγιζε στο λιμάνι της Πόλεως του Ακρωτηρίου, επρομήθευαν ό,τι εχρειάζετο, και απελαμβάναμε όλοι την τροφή μας στον κατάλληλο καιρό.
Οι προμήθειες που αποτελούσουν απόλαυσι στις συνελεύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής εκείνα τα έτη διωχετεύοντο, επίσης, καταλλήλως και σ’ εμάς και μας έδιναν δύναμι και θάρρος να συνεχίσωμε το έργον μας. Οι προσπάθειες των αδελφών μας στο Μπρούκλυν να μας τηρούν εφωδιασμένους εσήμαιναν πολλά για μας τότε και εξετιμώντο πολύ.
ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΓΑΛΑΑΔ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ήλθε το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μια πρόσκλησις να πάω στη συνέλευσι του Κλήβελαντ το 1946. Από τότε που ήμουν ακόμη παιδάκι του σχολείου και εδιάβασα για πρώτη φορά «Εκθέσεις Συνελεύσεων», διατηρούσα την ελπίδα ότι κάποια μέρα μπορούσε να έχω το προνόμιο να παρακολουθήσω μια από τις μεγάλες συνελεύσεις της Αμερικής. Η σχολή Γαλαάδ λειτουργούσε ήδη από τριετίας. Είχα τότε περάσει το κανονικό όριο ηλικίας, κι εν τούτοις πόσο λαχταρούσα να τύχω εκπαιδεύσεως εκεί! Αν μπορούσα μόνο να λάβω αυτή την εκπαίδευσι είκοσι πέντε χρόνια πριν! Η ογδόη ή πρώτη διεθνής σειρά σπουδαστών επρόκειτο ν’ αρχίση μετά τη συνέλευσι και για μεγάλη μου χαρά ο Αδελφός Νορρ έδωσε τη συγκατάθεσί του για να φοιτήσω. Οι πεντέμισυ μήνες που πέρασα στη σχολή Γαλαάδ θα παραμείνουν πάντοτε στη μνήμη μου σαν μια από τις πιο ευλογητές και χαρωπές πείρες της ζωής μου. Ο Αδελφός Νορρ μού είπε τα εξής προτού πάω εκεί: «Θα λάβης εκεί εκπαίδευσι και πείρα που δεν θα μπορούσες να λάβης με κανένα άλλο τρόπο.» Το διεπίστωσα αυτό ως αληθές, και είμαι πραγματικά ευγνώμων στον Ιεχωβά για τη θαυμάσια αυτή προμήθεια που έκαμε για τους ολοχρονίους διακόνους σ’ αυτές τις έσχατες ημέρες του παλαιού συστήματος πραγμάτων έτσι ώστε η μαρτυρία περί του ονόματος και της Βασιλείας του να μπορέση να δοθή πιο αποτελεσματικά.
Ποιος θα ήταν ο τόπος του διορισμού μου; Σ’ εμάς τους αποφοίτους της ογδόης σειράς εδόθησαν τρεις τόποι εκλογής. Η πρώτη μου εκλογή ήταν η Νότιος Αφρική· το ίδιο και η δεύτερη και η τρίτη μου εκλογή! Ναι, έμαθα ν’ αγαπώ τον τόπο διορισμού που μου εδόθη από την οργάνωσι του Κυρίου το 1924, και που επρόκειτο να είναι «για ένα χρόνο ή και για λίγο μακρότερο διάστημα.» Απεδείχθη ότι επρόκειτο να είναι για «λίγο μακρότερο διάστημα», αλλ’ ύστερ’ από είκοσι τρία περίπου χρόνια που ήμουν στο έργον, όχι μόνο ήμουν πρόθυμος αλλά και πολύ ποθούσα να ξαναπάω για τόσο μακρότερον καιρό όσον ήθελε ο Ιεχωβά.
Όταν επέστρεψα από τη σχολή Γαλαάδ, ήμουν καλύτερα εξηρτισμένος να φροντίσω για τον πρότερο διορισμό μου ως υπηρέτου τμήματος, του τμήματος Νοτίου Αφρικής, Το γεγονός ότι εργάσθηκα δύο μήνες στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν και ύστερα πήγα κι εφοίτησα στη σχολή Γαλαάδ μου παρέσχε μια οξύτερη εκτίμησι και καλύτερο αίσθημα για την οργάνωσι από ό,τι είχα άλλοτε. Μέσα στα εννέα χρόνια που επακολούθησαν, είχα πολλές ευκαιρίες να χρησιμοποιώ τις πληροφορίες και να εφαρμόζω τις συμβουλές και την εκπαίδευσι που έλαβα στη θαυμάσια εκείνη σχολή ανωτάτης μαθήσεως. Είχαμε δύο επισκέψεις από τους αδελφούς Νορρ και Χένσελ. Ήσαν αξιομνημόνευτες και χαρωπές ευκαιρίες. Το έργον σ’ αυτό το μέρος της γης, όπως και αλλού, ευωδώθη πολύ από τις διευθετήσεις που έκαμαν οι αδελφοί αυτοί για επέκτασι. Ο γενικός ρυθμός του έργου ηυξήθη. Οποία αντίθεσις στην αριστοτεχνική κατάστασι της οργανώσεως σήμερα σε σύγκρισι με ό,τι ήταν πριν από πενήντα χρόνια! Πόσο περισσότερα μπορούν να γίνουν μέσα σ’ ένα βραχύτερο χρονικό διάστημα και πολύ πιο αποδοτικά! Τώρα που το εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι σε πλήρη ενέργεια και η ταινία «Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει» παρέχει σε όσους τη βλέπουν μια μεγαλύτερη εκτίμησι της θεοκρατικής οργανώσεως στο έργον, πολλοί βοηθούνται να προσθέσουν τον αίνο τους στο όνομα του Δημιουργού. Τι χαρά μας φέρνει το να ζούμε τώρα και να βλέπωμε τον πολύν όχλον να εισρέη μέσα στην κοινωνία του Νέου Κόσμου. Τι προνόμιο είναι το να μπορή κανείς να δίνη ολόκληρο τον χρόνο και την ενέργειά του στο να μεγαλύνη το όνομα του Ιεχωβά. Η μια λαμπρή πείρα ακολουθεί την άλλη. Είναι μεγαλειώδες το να έχη κανείς πολλά να κάμη και πάντοτε λίγα ν’ αναμένουν την αύριον. Από μια φούχτα ενδιαφερομένους για το άγγελμα της Βασιλείας σ’ αυτό το μέρος της Αφρικής το 1924 το έργον ηυξήθη έως σήμερα τόσο ώστε τώρα στον αρχικό τόπο διορισμού υπάρχουν τέσσερα τμήματα και πάνω από 63.000 ευαγγελιζόμενοι. Ο Ιεχωβά ασφαλώς έδωσε την αύξησι.
Αν μπορούσα να στρέψω το ωρολόγιο του χρόνου σαράντα δύο χρόνια πίσω και να βρεθώ πάλι στο σχολείο, θα έκανα πάλι την εκλογή μου το έργον σκαπανέως; Ασφαλώς υπάρχει πάρα πολύ ισχυρότερος λόγος για να πω «ναι» σήμερα. Γνωρίζετε κανέναν, που να έχη κάμει στάδιό του ένα ελευθέριο ή κοινό επάγγελμα, του οποίου η ζωή υπήρξε σε μισό βαθμό ενδιαφέρουσα από τη δική μου ή απ’ εκείνην οποιουδήποτε άλλου μέλους της κοινωνίας του Νέου Κόσμου που μπαίνει στην ολοχρόνια υπηρεσία μόλις αποφοιτήση από το σχολείο, καταθέτει τις δυνάμεις του στο έργον σκαπανέως, κρίνεται κατάλληλος για τη σχολή Γαλαάδ, δέχεται τον διορισμό του ως ιεραποστόλου οπουδήποτε κι αν είναι και κατόπιν, επιδιώκοντας τον σκοπό του στη ζωή, εμμένει στον τόπο του διορισμού του; Με ειλικρίνεια ν’ απαντήσετε. Όλα τα χρόνια η φιλάγαθη πρόνοια του Ιεχωβά γι όλες τις ανάγκες μου, η προστασία του, καθοδηγία κι ευλογία, πάντοτε ήσαν άφθονα εκδηλωμένα. Έμαθα ότι «μέγας πλουτισμός είναι η ευσέβεια μετά αυταρκείας» και ότι αν κανείς ήθελε να παραμείνη «υπό την σκέπην του Υψίστου», πρέπει να είναι σταθερά προσηλωμένος στην οργάνωσί του και να εργάζεται σκληρά κάνοντας το έργον του με τον τρόπον που αυτός υποδεικνύει. Η υπηρεσία της αληθείας με ετήρησε νέον στην καρδιά και στον νουν, και σήμερα, που έχω περάσει τα πενήντα οκτώ χρόνια της ηλικίας μου, με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά, μπορώ ακόμη να εκτελώ ένα καλό ημερήσιο έργον και να συμβαδίζω μ’ εκείνους που έχουν ηλικία μικρότερη και από το ήμισυ της ιδικής μου.
Η πολύ συνοπτική αυτή αφήγησις των πενήντα τεσσάρων ετών μου στην ενεργό υπηρεσία του Ιεχωβά δεν θα ήταν πλήρης χωρίς να κάμω μνεία και της αγαπητής μου συζύγου Στέλλας. Επί είκοσι έξη χρόνια, από το 1930, υπήρξε μια αληθινή σύντροφος, συνεργαζόμενη πιστά σε όλες τις πείρες που συμμερισθήκαμε. Κι αυτή, επίσης, πολύ ωφελήθη από την εκπαίδευσί της στη σχολή Γαλαάδ. Ο μόνος μας πόθος τώρα είναι να συνεχίσωμε αδιάκοπα την ολοχρόνια υπηρεσία και να ευλογούμε το όνομα του Ιεχωβά για πάντα.