Ολοκάρδια Υπηρεσία Φέρνει Πολύτιμες Ανταμοιβές
Αφήγησις από την Μόνα Μπρζόσκα
ΔΑΚΡΥΑ ήλθαν στα μάτια μου καθώς απεθαύμαζα το μεγάλο στάδιο κοντά στο Παρίσι, γεμάτο από δεκάδες χιλιάδων λάτρεις του Ιεχωβά. Ήταν Αύγουστος του 1961. Πριν από τριάντα χρόνια ακριβώς, όταν άρχισε η ιεραποστολική μου υπηρεσία στη Γαλλία και στο Βέλγιο, υπήρχαν λίγοι μόνο από τον λαό του Ιεχωβά σ’ αυτές τις χώρες. Εφαίνετο απίστευτο ότι το πελώριο αυτό πλήθος έγιναν δούλοι του Ιεχωβά μέσα σε τρεις μόλις δεκαετίες. Τι προνόμιο ήταν που είχα μια μερίδα στη μεγάλη αυτή σύναξι! Πόσο ευχαρίστησα τον Ιεχωβά που μ’ εβοήθησε να τον θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία.
Λίγο πριν από την Ανακωχή του 1918 οι γονείς μου ειλκύσθησαν από μια τοιχοκολλημένη διαφήμισι της διαλέξεως «Πού Είναι οι Νεκροί;» Ήταν υπό την φροντίδα του Διεθνούς Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής. Αυτά που έμαθε η μητέρα μου σ’ εκείνη την ομιλία ήταν σαν μια ακτίς προβολέως πάνω στις Γραφές. Επείσθη ότι εδώ ήταν η αλήθεια. Κι ο πατέρας μου, επίσης, απεφάσισε να στρέψη την προσοχή του σ’ αυτό το θέμα, και σε λίγο εγίνοντο εβδομαδιαίες συμμελέτες στο σπίτι μας.
Απεχώρησα από το Κυριακό σχολείο, και η μητέρα μου μού εξήγησε ότι τα όσα είχα διδαχθή εκεί περί ψυχής, άδου και τριάδος ήσαν αναληθή. Κάθε Κυριακή μ’ επήγαιναν στο Λόντον Ταμπερνάκλ και λίγο-λίγο εσημείωνα πρόοδο σε γνώσι και πίστι. Στο έτος 1925 άρχισα να σκέπτωμαι σοβαρά για την προσωπική μου ευθύνη ενώπιον του Ιεχωβά. Ο ενθουσιασμός, που εξεδηλώθη στη συνέλευσι του Λονδίνου εκείνο το έτος, μ’ έκαμε ευτυχή με το να γνωρίσω την αλήθεια και να χρησιμοποιήσω προς αίνον του Ιεχωβά τη ζωή που είχα εμπρός μου. Μολονότι ήμουν ακόμη στο σχολείο, απεφάσισα ν’ αφιερωθώ στον Θεό.
Στον καιρό της αφιερώσεώς μου, όμως, η σκέψις περί ολοχρονίου υπηρεσίας ως σταδίου μου δεν μου ήλθε στον νου, διότι είχα μεγάλη επιτυχία στις σπουδές μου, και τότε ακριβώς έλαβα υποτροφία και βραβείο, που θα μου επέτρεπε να συνεχίσω τις σπουδές μου. Όταν αρρώστησε η μητέρα μου, αντιμετώπισα ένα πρόβλημα: Έπρεπε να συνεχίσω τις σπουδές μου ή να τις εγκαταλείψω και να την περιποιηθώ; Προσευχήθηκα ένθερμα για καθοδηγία και σε λίγον καιρό επείσθηκα για το θέλημα του Ιεχωβά όσον αφορά εμένα.
Η εγκατάλειψις του σχολείου δεν ήταν εύκολη, αλλά σε λίγο διέγνωσα τι θα μπορούσαν να σημαίνουν όλ’ αυτά. Αφού αποχωρίσθηκα από τις άλλοτε φίλες μου, ήμουν σε στενώτερη επαφή με τους νεαρούς αδελφούς και αδελφές, που ήσαν ήδη στην ολοχρόνια υπηρεσία. Οι αδελφοί, που εξελέγησαν από τον πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά να πάνε στην Ινδία και στην Ισπανία, μου έκαμαν πολύ βαθιά εντύπωσι, και κατενόησα πόσο μεγάλη ανάγκη εργατών υπήρχε σε πολλές χώρες.
Τότε περίπου ήταν που άκουσα μια ομιλία συνελεύσεως, την οποία ποτέ δεν ελησμόνησα. Εβασίζετο στο εδάφιο 2 Χρονικών 31:21: «Και εις παν έργον το οποίον [ο Εζεκίας] ήρχισεν εις την υπηρεσίαν του οίκου του Θεού, . . . έκαμνεν αυτό εξ όλης της καρδίας αυτού, και ευωδούτο.» Αν η μητέρα μου επανακτούσε την υγεία της, η απόφασίς μου ήταν να κάμω στάδιο μου την ολοχρόνια υπηρεσία του Ιεχωβά, και, όπως ο Εζεκίας, να ενεργήσω με όλη μου την καρδιά για να επιτύχω.
Ήλθε πρώτα η ευκαιρία να κάμω αυτό, που τότε ελέγετο έργον «βοηθητικού» σκαπανέως, μια δράσις κηρύγματος που μου έφερε μεγάλη χαρά. Στο 1928 μπόρεσα να πω στην Εταιρία ότι μπορούσα να πάω οπουδήποτε εχρειάζοντο εργάται. Ένας μικρός όμιλος από μας εξελέγη να κάνη έργον σε καταστήματα μερικών από τις μεγάλες πόλεις της Αγγλίας. Στην αρχή αισθανόμουν ότι ποτέ δεν θα μπορούσα ν’ αναλάβω ένα τέτοιο έργον—ήταν ήδη ένα μεγάλο θέμα ν’ αφήσω το σπίτι—αλλά τα παραδείγματα, όπως εκείνα του Μωυσέως και του Ιερεμία, ήλθαν στον νου μου κι αισθάνθηκα ότι, αν αυτό ήταν εκείνο που ζητούσε ο Ιεχωβά από μένα να πράξω, αυτός θα με βοηθούσε να εκτελέσω αυτό το καθήκον, αν ενεργούσα με όλη μου την καρδιά. Αυτό το έπραξε, και η διαπίστωσις αυτού του γεγονότος με υποκινούσε συχνά όταν μου ανετίθεντο νέα καθήκοντα πέραν της δυνάμεώς μου.
Πολλές, λοιπόν, ήσαν οι χαρωπές κι ενισχυτικές πείρες, στις οποίες, όταν ανηγγέλλετο κλήσις για έργον σκαπανέως, έπρεπε ν’ αποκριθώ: «Ιδού εγώ, απόστειλόν με.» Η Εταιρία μ’ εδέχθη, και τώρα επρόκειτο να πραγματοποιήσω τη φιλοδοξία, που είχα από την παιδική μου ηλικία, να γίνω ιεραπόστολος.
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Ένα ψυχρό πρωί του Ιανουαρίου του 1931, όταν το χιόνι ήταν πυκνόστρωτο στη γη, η σύντροφος μου κι εγώ αποβιβασθήκαμε σε Γαλλικό έδαφος. Πόσο χαρούμενη ήμουν που είχα σπουδάσει Γαλλικά στο σχολείο! Αυτό ήταν πραγματικά έργον «σκαπανέως», διότι εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν ιεραποστολικοί οίκοι. Όλα ήσαν πολύ παράξενα, από τα μικρά πράγματα, όπως ήσαν η τροφή και το ποτό (κανείς δεν έπινε τσάι, όπως διεπίστωσα!) και η ποδηλάτησις στη δεξιά πλευρά των οδών, έως τα σπουδαία πράγματα, όπως ήταν η θρησκεία του λαού. Η γλώσσα παρουσίαζε σημαντικό πρόβλημα, αλλ’ η συνεχής άσκησις μάς καθιστούσε ολοένα περισσότερο αποδοτικούς.
Το να πάγω στο αστυνομικό τμήμα για να βγάλω δελτίο ταυτότητος ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Υποθέτω ότι ο αστυνόμος εσκέφθη ότι εχρειαζόμεθα κάποια προστασία, διότι όταν ερώτησα αν ήξερε κανένα κατάλληλο δωμάτιο, έδωσε αμέσως οδηγίες σ’ έναν από τους άνδρες του και μας είπε να τον ακολουθήσωμε. Φαντασθήτε την έκπληξί μας, όταν βρεθήκαμε στο προαύλιο ενός Ρωμαιοκαθολικού μοναστηρίου, όπου οι νεαρές κυρίες μπορούν να εύρουν τροφή και κατάλυμα! Ύστερ’ απ’ αυτή κι από άλλες περιπέτειες, τελικά βρήκαμε ένα δωμάτιο με δικά μας μέσα.
Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν η θέρμανσις στην εποχή του χειμώνος. Συχνά ήμεθα υποχρεωμένες να τεμαχίζωμε τον πάγο που εσχηματίζετο στο δοχείο του νερού για να νιφθούμε το πρωί. Μια μικρή γκαζιέρα εχρησίμευε για το απλό μας μαγείρευμα. Συχνά διετρέχαμε με ποδήλατο δέκα ως δεκαπέντε μίλια για να πάμε στον τομέα μας και να επιστρέψωμε απ’ αυτόν. Τα έργον μας συνίστατο σε διάδοσι εντύπων και μετάβασι σε νέους αγρούς. Ομοίως, περιοδικά της Καθολικής και της Προτεσταντικής εκκλησίας άρχισαν να δημοσιεύουν προειδοποιήσεις εναντίον μας. Πολλές φορές αυτές οι προειδοποιήσεις επανέστρεφαν και πραγματικά ήγειραν ενδιαφέρον.
Εν τω μεταξύ, ο λαός του Κυρίου άρχισε να γίνεται γνωστός στην Ευρώπη με το νέο τους όνομα, μάρτυρες του Ιεχωβά. Τι προνόμιο να μετέχω στα πρώτα εκείνα έργα. Σπάνια είδαμε άλλους Μάρτυρας εκτός από τις συνελεύσεις και όταν επήγαμε στον τόπο μας στις ετήσιες διακοπές. Αλλά συνηθίζαμε ν’ ανταλλάσσωμε ενθαρρυντικές επιστολές με τους συνιεραποστόλους μας, που ήσαν σε άλλα μέρη της Γαλλίας και στην Ισπανία. Μολονότι ήμεθα μεμονωμένοι, ποτέ δεν εχάσαμε τη συμμελέτη Σκοπιάς κάθε Κυριακή. Αυτή η τακτική λήψις πνευματικής τροφής ήταν μια προστασία για μας.
Στο έτος 1935 ένας ευτυχής όμιλος από μας ωρίσθη να υπηρετήση στο Βέλγιο, όπου υπήρχαν συνολικά εξήντα περίπου Μάρτυρες. Οι ιερείς απηχθάνοντο την είσοδό μας στις βοσκές των. Εχρησιμοποίησαν κάθε μέσον που ήταν στη διάθεσί των για ν’ απαλλαγούν από μας, προειδοποιώντας, λόγου χάριν, τα ποίμνιά των, απειλώντας μας, καλώντας την αστυνομία, στέλλοντας παιδιά να μας πειράζουν, ρίχνοντας μας πέτρες ή τρυπώντας τα λάστιχα των ποδηλάτων μας και ακολουθώντας πίσω μας για να μαζέψουν τα έντυπα που είχαμε διαθέσει. Εν τούτοις, οι χωρικοί συχνά μου έλεγαν: «Δος μου διάφορα από τα βιβλιάρια σας· όταν έλθη ο παπάς, μπορώ να του δώσω ένα για να τον ικανοποιήσω και να κρατήσω τα υπόλοιπα για να τα διαβάσω!» Επειδή το Βέλγιο ήταν μικρότερο από τη Γαλλία, μπορούσαμε να έχωμε περιοδικές συναντήσεις στο κτίριο του Τμήματος. Η ευτυχής συντροφιά των συνδιακόνων μας ήταν παρορμητική κι εμπνευστική. Ωστόσο, οι συνθήκες εγίνοντο ολοένα δυσκολώτερες καθόσον επλησίαζε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Το θέρος του 1939 εξερράγη ο πόλεμος και παρέστη ανάγκη να επανέλθωμε από τα σύνορα. Ζούσαμε κάτω από διαρκή έντασι. Συχνά μας πήγαιναν στις αρχές και μας κατηγορούσαν ως κατασκόπους ή πεμπτοφαλαγγίτες. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά αισθανόμουν ότι ήταν καιρός για ολοκάρδια υπηρεσία. Στις 10 Μαΐου 1940 έγινε εισβολή στο Βέλγιο κι έπρεπε να οπισθοχωρούμε ενώπιον των προελαυνόντων Ναζιστικών στρατευμάτων. Εξετάζαμε πολύ την κατάστασι της καρδιάς μας ενόσω προχωρούσαμε με τα ποδήλατα διερχόμενοι τους δρόμους της Φλάνδρας, συναποκομίζοντας το λίγα υπάρχοντά μας και κοιμώμενοι σε σταύλους ή σε οποιοδήποτε καταφύγιο βρίσκαμε. Τα περισσότερα χωριά ήσαν ερημωμένα, οι δε νεκροί εκοίτοντο εδώ κι εκεί στρωμένοι στα πεζοδρόμια, ως ένδειξις των βομβαρδισμών και των μαχών που διεξήγοντο γύρω μας. Εχρειάζετο να προσεύχωμαι θερμά για να διατηρήσω το θάρρος μου. Ένα πράγμα όμως μ’ έκανε πολύ ευγνώμονα: Είχα εργασθή πράγματι ένθερμα σε κάθε καθήκον που μου είχε ανατεθή. Πόσο θα λυπόμουν τώρα αν δεν είχα ενεργήσει έτσι!
Μια μέρα η ομάδα μας διεχωρίσθη. Η σύντροφός μου κατώρθωσε να διαβή τη θάλασσα της Μάγχης, αλλ’ η δική μου ομάδα εγυρίζετο πίσω από κάθε λιμάνι της Μάγχης. Είχα πολύ λίγα λεπτά μαζί μου και η κατάστασίς μου ηπειλείτο με κίνδυνο, όχι μόνο λόγω της Βρεττανικής υπηκοότητός μου, αλλά κυρίως διότι ήμουν ολοχρόνιος διάκονος από τους μάρτυρας του Ιεχωβά, τους οποίους ο Χίτλερ ήταν αποφασισμένος να εξοντώση. Σε όλους τους πρόσφυγας ελέχθη να επιστρέψουν στα σπίτια των. Αυτό εσήμαινε επιστροφή στο Βέλγιο, το οποίον, εν τω μεταξύ, εσυνθηκολόγησε. Το μεγαλύτερο μέρος της Γαλλίας, επίσης, κατελήφθη. Ετελείωσε το έργον μας;
Πίσω στο Βέλγιο ανεκάλυψα ότι τ’ όνομα μου ήταν γραμμένο στον «μαύρο κατάλογο» της Γκεστάπο. Τι έπρεπε να κάμω; Πού μπορούσα να μείνω; Όποιος ανεκαλύπτετο ότι παρέχει άσυλον σε Βρεττανό υπήκοο ετυφεκίζετο επί τόπου, και γι’ αυτό, αν έμενα σε Μάρτυρες, θα έθετα σε κίνδυνο τη ζωή τους. Και επί πλέον δεν είχα τα μέσα συντηρήσεως και μάλιστα σ’ ένα έδαφος που τώρα ήταν εχθρικό. Δεν μπορούσα να λάβω ούτε δελτίο επισιτισμού για διατροφή. Απορούσα ποιο ήταν το θέλημα του Ιεχωβά για μένα και τον παρεκάλεσα να μου το διευκρινίση. Τότε ακριβώς, ένας Μάρτυς, τον οποίον είχα γνωρίσει πριν από μερικά χρόνια, επανέλαβε μια προσφορά του για γάμο. Αφού προσευχήθηκα γι’ αυτό, δέχθηκα.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
Χάρις στη συνεργασία των Βελγικών αρχών, νυμφευθήκαμε και βρήκαμε ένα μέρος να κατοικήσωμε. Το «υπό την επιφάνεια» έργον ήταν ήδη ωργανωμένο, και υπεύθυνοι αδελφοί μ’ ερώτησαν αν θα ελάμβανα μέρος σ’ αυτό. Ο δρόμος, που εφαίνετο τόσο σκοτεινός, άρχισε να λάμπη. Ο σύζυγός μου εδέχθη να βρη εργασία για να μπορέσω εγώ να συνεχίσω αυτή τη νέα μορφή της ολοχρονίου υπηρεσίας. Το έργον μου ήταν να προμηθεύω πνευματική τροφή στα μέρη, από τα οποία θα διενέμετο στους αδελφούς, αφού προηγουμένως εγίνετο η μετάφρασις και πολυγράφησίς της.
Η υπό την επιφάνεια διακονία μας εμπεριέκλειε πολλές δυσχέρειες διαφυγής. Μια μέρα έφθασα στο σπίτι ενός αδελφού μόλις μετά την αναχώρησι της Γκεστάπο απ’ εκεί. Οι αστυνομικοί μετέβησαν εκεί κατόπιν μιας ανωνύμου επιστολής, η οποία με κατήγγελλε. Σε μια άλλη περίπτωσι εμποδίσθηκα την τελευταία στιγμή από το να πάω στο σπίτι ενός Μάρτυρος απ’ όπου επρόκειτο να λάβω οδηγίες. Το ίδιο εκείνο πρωί Κυριακής τον είχε συλλάβει η Γκεστάπο. Ωπλισμένοι φρουροί ετοποθετήθησαν στο σπίτι επί τρεις μέρες για να συλλάβουν όλους τους Μάρτυρας που θα ήρχοντο εκεί. Ένας αδελφός που πήγε εκεί δεν ανεγνωρίσθη και με προειδοποίησε να μην πλησιάσω. Μερικές φορές Ναζισταί στρατιώται με βοηθούσαν ν’ απομακρύνωμαι από αμαξοστοιχίες και τροχιοδρομικά οχήματα ή προσεφέροντο να μου κατεβάσουν τη βαλίτσα μου, η οποία, χωρίς αυτοί να το ξέρουν, ήταν γεμάτη από τα έντυπα μας!
Πόσο πολύτιμη ήταν εκείνη η πνευματική τροφή που μας είχε διοχετευθή! Συνηθροιζόμεθα σε πολύ μικρές ομάδες, σε διαφορετικές μέρες και διαφορετικά σπίτια, συνήθως γύρω από ένα τραπέζι στρωμένο για φαγητό, για την περίπτωσι ανεπιθυμήτων επισκεπτών. Στον καιρό της Αναμνήσεως εκάναμε πάντοτε μια ειδική προσπάθεια στο έργον του κηρύγματος. Στο 1943, στη διάρκεια της εβδομάδος Αναμνήσεως, βρήκα μια δεκαμελή οικογένεια και είχα τη χαρά να τους ιδώ να προσέρχωνται στην οργάνωσι του Ιεχωβά. Τα έτη του πολέμου μ’ έκαμαν να εκτιμήσω όσο ποτέ άλλοτε προηγουμένως την πιστή επικοινωνία του λαού του Ιεχωβά σε καιρούς κινδύνου και την αξία της πνευματικής τροφής, για την οποία πολλοί ερριψοκινδύνευσαν τη ζωή τους.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΥΞΗΣΙΣ
Εν καιρώ άλλαξε το κύμα του πολέμου και το δικό μας μέρος της Ευρώπης ελευθερώθηκε. Μπόρεσα να επιστρέψω στην Αγγλία για λίγον καιρό και να ξαναϊδώ τους γονείς μου. Τι χαρά ήταν να είμαι μαζί τους και ν’ ανταλλάξωμε πείρες! Ήταν θαυμάσιο να συναντήσω πάλι τόσο πολλούς αδελφούς, να παρακολουθήσω ελεύθερα συναθροίσεις και να βλέπω την πρόοδο της οργανώσεως του Ιεχωβά.
Μόλις επέστρεψα στο Βέλγιο ο σύζυγός μου κι εγώ προσεκλήθημεν να εργασθούμε στο μικρό γραφείο της Εταιρίας στις Βρυξέλλες ως μεταφρασταί. Μια από τις μεγαλύτερες χαρές ήταν ν’ ανακαλύψω ότι στη διάρκεια των ετών του πολέμου, που ήσαν γεμάτα από δεινοπαθήματα και κινδύνους, η μικρή ομάς των Μαρτύρων στο Βέλγιο είχε αυξηθή σε εκατοντάδες—ένα θαύμα που μπορούσε να γίνη μόνο με το πνεύμα του Ιεχωβά.
Ο Δεκέμβριος του 1945 έφερε την πρώτη επίσκεψι του προέδρου της Εταιρίας, Αδελφού Νορρ, στο μεταπολεμικό Βέλγιο. Όταν ήλθε ένας απόφοιτος της Βιβλικής Σχολής της Σκοπιάς Γαλαάδ για να μας βοηθήση να οργανώσωμε το έργον, είχα το προνόμιο να τον εξυπηρετήσω ως διερμηνεύς του, ενώ αυτός εμάθαινε Γαλλικά. Καθ’ όσον το έργον ωργανώνετο καλύτερα, οι διαγγελείς της Βασιλείας άρχισαν να μετρούνται κατά χιλιάδες αντί εκατοντάδες. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά ήταν καιρός ολοκαρδίου υπηρεσίας, για να βοηθηθούν οι άνθρωποι καλής θελήσεως να εύρουν την οδόν της ζωής.
Στο 1950 παρακολούθησα τη συνέλευσι Νέας Υόρκης στο Στάδιο Γιάγκη κι επεσκέφθηκα το νέο Μπέθελ του Μπρούκλυν, το εργοστάσιο και τη Σχολή Γαλαάδ. Τα αισθήματα μου ήσαν όπως εκείνα της βασιλίσσης της Σεβά—«το ήμισυ δεν απηγγέλθη εις εμέ.» Ο θάνατος του συζύγου μου, ύστερ’ από λίγον καιρό, μ’ έκαμε να κατανοήσω άλλη μια φορά πόσο πολύτιμο προνόμιο είναι η ένθερμη ολοχρόνια υπηρεσία και τι επίσης μπορεί να σημαίνη η αγάπη των αδελφών και της ορατής οργανώσεως του Ιεχωβά σε καιρούς στενοχωρίας.
Μετά την αποπεράτωσι του νέου οίκου Μπέθελ στο Παρίσι, ωρίσθηκα να εργασθώ εκεί, αλλά δεν έγινε αυτό χωρίς να πάλλουν οι ίνες της καρδιάς μου, που άφησα τόσο πολλούς αγαπητούς μου στο Βέλγιο. Μολονότι δεν ελησμόνησα τους παλιούς φίλους, έκαμα πολλούς νέους. Κι εδώ, επίσης, είναι μεγάλη χαρά να βλέπω επισκόπους στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας να τελειώνουν τη σειρά μαθημάτων και να επιστρέφουν στους τόπους κατοικίας των καλύτερα εξηρτισμένοι να περιποιηθούν τα «πρόβατα» του Ιεχωβά. Αν κάποιος μου έλεγε την πρώτη εκείνη μέρα που αποβιβάσθηκα σε Γαλλικό έδαφος, δηλαδή στη διάρκεια των σκοτεινών ημερών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ότι θα συνέβαινε ένα τέτοιο πράγμα, ασφαλώς θα δυσκολευόμουν πολύ να το πιστέψω.
Και μπορείτε να καταλάβετε πώς αισθάνθηκα όταν περιέβλεψα στο κοσμοβριθές εκείνο στάδιο κοντά στο Παρίσι; Τα μεγάλα εκείνα πλήθη ήλθαν από πολλά από τα μέρη εκείνα, όπου για πρώτη φορά διεθέσαμε έντυπα πριν από είκοσι πέντε και πλέον χρόνια. Ασφαλώς η ολοκάρδια υπηρεσία φέρνει πολύτιμες ανταμοιβές με πολλούς τρόπους. Κατανοώ ότι ο μόνος τρόπος, με τον οποίον μπορώ να δείξω την ευγνωμοσύνη μου στον Ιεχωβά για όλα τα προς εμένα ευεργετήματά του, είναι να εξακολουθήσω να κάνω με όλη μου την καρδιά το καθήκον που μου ανατίθεται για κάθε μέρα.