Ο Παπίας και τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Μάρκου
ΕΙΣΘΕ ένας φίλος της Γραφής; Αν ναι, τότε το όνομα Παπίας θα σας ενδιαφέρη. Γιατί; Διότι τα συγγράμματά του περιέχουν την αρχαιότερη πληροφορία που έχομε περί της προελεύσεως μερικών από τα βιβλία των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, εκτός, δηλαδή, από τη μαρτυρία των ιδίων των Γραφών.1
Διάφορες χρονολογίες δίδονται και ως προς τη γέννησι και ως προς τον θάνατο του Παπία, αλλά «κανένα γεγονός δεν είναι γνωστό ως μη ευρισκόμενο σε συνέπεια προς τα έτη 65-135 [μ.Χ.] περίπου, που θεωρούνται ως περίοδος της ζωής του Παπία.»2 Αυτός ήταν σύντροφος του Πολυκάρπου, ο οποίος, λέγεται, είχε γνωρίσει προσωπικά μερικούς από τους αποστόλους,3 και διέμενε στην περιοχή της Φρυγίας, στην επαρχία της Ασίας, γνωστής σήμερα ως Μικράς Ασίας.
Σύμφωνα με τον Ειρηναίο, θρησκευτικό συγγραφέα του δευτέρου αιώνος, ο Παπίας ήταν ένας πολυμαθής άνθρωπος και έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως και σεβασμού ως ένας αξιόπιστος αγωγός για τις αποστολικές διδασκαλίες.4 Αλλ’ ο Ευσέβιος, επιφανής εκκλησιαστικός ιστορικός του τετάρτου αιώνος, δίνει αντίθετη μαρτυρία όσον αφορά τον Παπία. Πρώτον τον χαρακτηρίζει ως «επιτήδειον εις πάσαν μάθησιν, και εντριβή περί τας Γραφάς», κατόπιν δε τον περιγράφει ως «περιωρισμένης νοήσεως» και άνθρωπον ο οποίος συνεκέντρωσε «ορισμένες παράδοξες παραβολές του Κυρίου ημών και την διδασκαλία του, και μερικά άλλα θέματα μάλλον λίαν μυθώδη.»1
Αλλά ο λόγος, για τον οποίον ο Ευσέβιος διαφωνούσε με τον Παπίαν, ήταν προφανώς το ότι ο δεύτερος επίστευε σε μια χιλιετή βασιλεία του Χριστού επάνω στη γη.2 Αυτή, όμως, ήταν η άποψις που επικρατούσε μεταξύ εκείνων που ωμολογούσαν ότι ήσαν Χριστιανοί στον δεύτερον αιώνα.5 Πραγματικά, αυτοί ισχυρίζοντο ότι ο κόσμος θα συνεχίζετο όπως ήταν επί έξη χιλιάδες χρόνια και κατόπιν θα ήρχοντο τα χίλια χρόνια της έβδομης χιλιετηρίδος.6 Εννοούσαν, επίσης, ότι μερικοί Χριστιανοί θα ελάμβαναν μια ουράνια αμοιβή, ενώ άλλοι θα αντημείβοντο με ζωή σε μια Παραδεισιακή γη.4 Αν, όπως υπονοεί ο Ευσέβιος, ο Παπίας είχε την τάσι να εφαρμόζη τη μεταφορική γλώσσα μ’ ένα κατά γράμμα τρόπο, εν τούτοις, η περί αυτού ιστορία δείχνει ότι «αυτός ήταν πολύ προσεκτικός στο να εμμένη σε μια επαρκή ένδειξι για ό,τι παρεδέχετο ως διδασκαλίαν του Χριστού, απέναντι των ανεγκύρων απόψεων, που κυκλοφορούσαν τότε.»2
ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ
Όσον αφορά τα έργα του, αυτά συνίσταντο κυρίως από ένα πεντάτομο βιβλίο σχολίων (πιθανώτατα πέντε κεφάλαια, τα βιβλία δε αυτά ήσαν μάλλον σαν τα βραχύτερα «βιβλία» των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών παρά ως συνήθη βιβλία), τιτλοφορούμενα «Κυριακών Λογίων Εξηγήσεις». Εγράφησαν περικοπές αυτών από μερικούς συγγραφείς και αντίτυπα των εσώζοντο ως το έτος 1218 μ.Χ., αλλ’ από τότε εξηφανίσθησαν ολοτελώς.7
Στον πρόλογο ή προεισαγωγή, ο Πάπιας εξήγησε τη μέθοδό του. Επιμελώς συνεκέντρωσε πληροφορίες από εκείνους που είχαν γνωρίσει προσωπικά τους αποστόλους Ανδρέαν, Πέτρον, Φίλιππον, Θωμάν, Ιάκωβον, Ιωάννην και Ματθαίον. Εσημείωσε, επίσης, ότι δεν ευηρεστείτο σ’ εκείνους, που έλεγαν πολλά, αλλά σ’ εκείνους, που εδίδασκαν την αλήθεια, και ότι προτιμούσε να λαμβάνη τις πηγαίες πληροφορίες του από ζώντας μάρτυρας μάλλον παρά από γραπτές πηγές.8 Το πιο σπουδαίο από τα τμήματα του έργου του, που έφθασε έως εμάς, είναι εκείνο που σχετίζεται με τη συγγραφή των Ευαγγελίων του Μάρκου και του Ματθαίου: «Ο πρεσβύτερος [ο οποίος, λέγουν μερικοί, μπορεί να ήταν ο απόστολος Ιωάννης] είπε αυτό: Ο Μάρκος αφού έγινε ερμηνευτής του Πέτρου, έγραψε επακριβώς ό,τι ενεθυμείτο. Δεν αφηγήθη, όμως, με ακριβή σειρά τα λόγια ή τα έργα του Χριστού. Διότι αυτός ούτε άκουσε τον Κύριον, ούτε Τον συνώδευσε. Αλλά κατόπιν, όπως είπα, συνόδευσε τον Πέτρον, ο οποίος ετακτοποίησε τις οδηγίες του κατά τις ανάγκες [των ακροατών του], αλλά χωρίς την πρόθεσι να δώση κανονική αφήγησι των λόγων του Κυρίου. Γι’ αυτό ο Μάρκος δεν έκαμε λάθος με το να γράψη έτσι μερικά πράγματα όπως τα ενεθυμείτο. Οπωσδήποτε, κατέβαλε ειδική φροντίδα να μην παραλείψη τίποτα το οποίον είχε ακούσει, και να μη παραθέση τίποτα το φανταστικό σε όσα εξέθετε.» «Ο Ματθαίος συνεκέντρωσε τους λόγους [του Κυρίου] στην Εβραϊκή γλώσσα, κι ο καθένας τούς ερμήνευσε όσο καλύτερα μπορούσε.»8
Σε άλλα μέρη, ο Παπίας παραθέτει περικοπές από τις πρώτες επιστολές του Πέτρου και του Ιωάννου, δείχνοντας ότι εχρησιμοποιούντο στην εποχή του. Η μαρτυρία του υπέρ του βιβλίου της Αποκαλύψεως είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, και συνεπώς αυτός κατέστη ένας από τους πιο παλαιούς μάρτυρας της Θεοπνευστίας και της αξιοπιστίας της.5 Μνημονεύει, επίσης, το κατά τους Εβραίους Ευαγγέλιον, το οποίον, σύμφωνα με τη γνώμη μερικών, ήταν το Ευαγγέλιον του Ματθαίου στην αρχική του γλώσσα.
Οι παρατηρήσεις του Παπία σχετικό με τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου βρίσκουν επιβεβαίωσι μέσα στα ίδια τα Ευαγγέλια. Ό,τι αναφέρει για το Ευαγγέλιον του Μάρκου αιτιολογεί το ζωηρό του ύφος, που είναι προφανώς ύφος ενός αυτόπτου μάρτυρος· ο δε ταχυκίνητος ρυθμός του είναι ακριβώς ό,τι θα ανεμέναμε αν ελέγετο από τον Πέτρο ή ελαμβάνετο απ’ αυτόν. Ό,τι ανέφερε ο Παπίας για το Ευαγγέλιον του Ματθαίου προσαρμόζεται, επίσης, στα γεγονότα, διότι είναι σαφές ότι ο Ματθαίος έγραψε πρώτα στην Εβραϊκή, διότι προτιμά να παραθέτη περικοπές από το ίδιο το Εβραϊκό κείμενο μάλλον παρά από την Ελληνική Μετάφρασι των Εβδομήκοντα, όπως συνηθίζετο από τους λοιπούς συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών. Αναμφιβόλως ο Ματθαίος ο ίδιος κατόπιν το μετέφρασε στην Ελληνική για να είναι δυνατόν να έχη ευρύτερη κυκλοφορία. Αυτό αιτιολογεί το γεγονός ότι δεν διατυπώνεται ως μετάφρασις.
Οι πρώτοι ούτοι θρησκευτικοί συγγραφείς, όπως ήταν ο Παπίας, που έζησαν πριν από τη Σύνοδο της Νικαίας, που συνήλθε στο έτος 325 μ.Χ., χαρακτηρίζονται γενικά ως «Προ-Νικαιανοί Πατέρες.» Σχετικά με τη μαρτυρία τους έχει λεχθή: «Αυτά τα συγγράμματα . . . είναι αρχικές αποδείξεις του κανόνος και της αξιοπιστίας της Καινής Διαθήκης. . . . Οι μαθηταί αυτοί είναι ομολογουμένως κατώτεροι από τους Διδασκάλους των, ομιλούν με τις φωνές ασθενών και υποκειμένων σε λάθη ανθρώπων, και όχι όπως οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, με τις πύρινες γλώσσες του Αγίου Πνεύματος.» Ωστόσο είναι πολύτιμοι.9
Αυτοί οι συγγραφείς μπορεί να λεχθή ότι δίνουν διπλή μαρτυρία για τις θεόπνευστες Χριστιανικές Γραφές. Αφ’ ενός μεν δίνουν ιστορικά γεγονότα σχετικά με τη συγγραφή αυτών των Γραφών και, αφ’ ετέρου, με τα μειονεκτήματά των υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές είναι πράγματι Θείας εμπνεύσεως. Οι ισχυρότερες, όμως, αποδείξεις της θεοπνευστίας των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, βρίσκονται μέσα στα ίδια αυτά Θεόπνευστα συγγράμματα.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Εγκυκλοπαιδεία Μακ Κλίντοκ και Στρογκ, Τόμ. 1, σελ. 638.
2 Η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία (Έκδ. 1961). Τόμ. 17, σελ. 238 Α.
3 Αυτόθι, Τόμ. 18, σελ. 180.
4 Μια Φιλολογική Ιστορία της Αρχικής Χριστιανοσύνης, Κράτγουελ, σελ. 102-108.
5 Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, Σαφ, Τόμ. 2, σελ. 696.
6 Ιστορία της Χριστιανικής Θρησκείας και Εκκλησίας, Νεάντερ, σελ. 650.
7 Η Νέα Σαφ-Χέρτσογκ Θρησκευτική Εγκυκλοπαιδεία, Τόμ. 8, σελ. 336-339.
8 Οι Προ-Νικαιανοί Πατέρες, Κοξ, Τόμ. 1, σελ. 151-155,
9 Αυτόθι, σελ. 1.