Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Αν ένας Χριστιανός, οδηγώντας αυτοκίνητο, προκαλέση δυστύχημα με αποτέλεσμα τον θάνατο άλλων, ποια θα είναι η ευθύνη της Χριστιανικής εκκλησίας, λόγω πιθανής ενοχής αίματος; Τι θα γίνη αν ο οδηγός παρέβη την ταχύτητα του «Καίσαρος» ή τους οδικούς κανονισμούς ή υπήρξε αμελής;—Κ. Φ., Δυτική Γερμανία.
Σε περιπτώσεις αυτοκινητικών δυστυχημάτων, στα οποία απωλέσθη η ζωή ενός ή περισσοτέρων ανθρώπων, το ζήτημα της εκτάσεως της ενοχής αίματος, αν υπάρχη, είναι βέβαια ζήτημα που αξίζει να εξετασθή από τη δικαστική επιτροπή της εκκλησίας με την οποία είναι ταυτισμένος ο οδηγός του αυτοκινήτου. Ακόμη και αν ένα δικαστήριο αποφανθή ότι το δυστύχημα δεν οφείλεται σε σφάλμα του οδηγού, θα ήταν κατάλληλο από μέρους της δικαστικής επιτροπής της εκκλησίας να εξετάση τον οδηγό και να προσπαθήση να διαπιστώση αν, στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να υπάρχη ενοχή αίματος εις βάρος του οδηγού. Αυτό είναι σπουδαίο διότι η εκκλησία δεν θέλει να υπαχθή σε οποιαδήποτε κοινοτική ευθύνη για την λόγω δυστυχήματος απώλεια ζωής, που προέρχεται από την αμέλεια ενός Χριστιανού ή την καταφρόνησί του στους κανονισμούς του «Καίσαρος» τους σχετικούς με την οδική κυκλοφορία.
Αν ο οδηγός σ’ ένα δυστύχημα με μοιραίες συνέπειες είναι ένας αντιπροσωπευτικός υπηρέτης της εκκλησίας και διαπιστωθή ότι του αποδίδεται ενοχή αίματος, δεν θα ήταν κατάλληλο να εξακολουθήση ως υπηρέτης. Αν η αιτία είναι αμέλεια, ο οδηγός πρέπει να φέρη την ευθύνη γι’ αυτή την αμέλεια ή έλλειψι προσοχής.—Γαλ. 6:5, 7.
Έτσι, αν ένας δρόμος με διασταύρωσι σιδηροδρομικής γραμμής δεν είχε ειδικά προειδοποιητικά φώτα, κώδωνες ή φράγματα, ο οδηγός και τότε θα έπρεπε να προσέξη να ιδή προτού διαβή. Αν ένα πετώμενο έντομο τον ενωχλούσε, ο οδηγός έπρεπε πρώτα να σταματήση το αυτοκίνητο και κατόπιν να θεραπεύση την κατάστασι. Αν ένας επιβάτης στο πίσω κάθισμα μιλούσε στον οδηγό, αυτός έπρεπε να διατηρή το βλέμμα του στον δρόμο, χωρίς να προσπαθή να οδηγή και συγχρόνως να βλέπη τον επιβάτη του πίσω καθίσματος. Αν η κατάστασις του καιρού ήταν κακή, περισσότερη προσοχή θα εχρειάζετο από μέρους του οδηγού. Αν ο οδηγός ήταν νυσταλέος, θα έπρεπε ν’ αφήση το τιμόνι σε κάποιον άλλον, ή θα έπρεπε να σταματήση το όχημα και ν’ αναπαυθή ώσπου ν’ αναλάβη από τη νυσταλέα κατάστασί του.
Επομένως, κατάλληλο θα ήταν να εξετάση το ζήτημα η δικαστική επιτροπή της εκκλησίας και να διαπιστώση το κατά πόσον ακριβώς μετέσχε ο οδηγός του οχήματος σε οποιαδήποτε ευθύνη για το μοιραίο δυστύχημα. Καλό είναι να ενθυμούμεθα ότι ο ακούσιος φονεύς στον αρχαίον Ισραήλ, ο οποίος κατέφευγε στην πόλι του καταφυγίου, έπρεπε να δικασθή ενώπιον των αρχών της πόλεως πριν του επιτραπή να παραμείνη μέσα στην πόλι του καταφυγίου, ασφαλής από την εκδίκησι του εκδικητού του αίματος.—Αριθμ. 35:6-25.
Αν το δυστύχημα ωφείλετο σε συνθήκες απολύτως ανεξάρτητες του έλεγχου του οδηγού, τότε, φυσικά, θα μπορούσε να συγχωρηθή και δεν θα υπήρχε τίποτα που να κηλιδώση το αρχείον του, αν τυγχάνη να είναι υπεύθυνος υπηρέτης στην εκκλησία. Αλλ’ αν διαπιστωθή ότι ένα μέτρον μομφής προσάπτεται στον οδηγό, τότε θα ήταν σωστό να του αφαιρεθή η θέσις υπηρεσίας και να μη γίνη επανεξέτασις για υπεύθυνη θέσι επί ένα έτος τουλάχιστον. Αυτό θα καταστήση γνωστόν ότι η επιτροπή δεν θέλει καμμιά κοινοτική ευθύνη για τυχαία απώλεια ζωής να προσαφθή στην εκκλησία με τη διατήρησι σε προεξέχουσα, αντιπροσωπευτική, υποδειγματική θέσι, ενός αδελφού στον οποίον αποδίδεται ένα μέτρον ενοχής αίματος. Αν ο αξιόμεμπτος οδηγός δεν είναι υπηρέτης στην εκκλησία, δεν θα εθεωρείτο, βέβαια, κατάλληλος για θέσι υπηρέτου επί ένα χρονικό διάστημα ύστερ’ από το γεγονός αυτό. Επειδή ο οδηγός του οχήματος δεν αποτελεί κατάλληλο παράδειγμα για το ποίμνιο, η διάκρισις από μέρους της επιτροπής θ’ απαιτούσε, επίσης, ν’ αναμείνη επί ένα αρκετό χρονικό διάστημα πριν του δώση κανένα διορισμό να διδάσκη την εκκλησία.
Αν ο οδηγός του οχήματος υπήρξε αμελής, καλό θα ήταν, επίσης, να τον συμβουλεύση η επιτροπή και να τον υποβοηθήση να διακρίνη τον βαθμό της ευθύνης του. Η επιτροπή θα διαπιστώση αν το κατανοή αυτό και αισθάνεται μετάνοια γι’ αυτό κι επεκαλέσθη τον Ιεχωβά Θεό για θείον έλεος μέσω του Ιησού Χριστού.
Μετά τον τερματισμό αυτής της ακαταλληλότητός του, ως αποτέλεσμα της οποίας είναι έκδηλον ότι ο ενεχόμενος αδελφός ωφελήθη κι επέδειξε το ορθό πνεύμα με τη δέουσα μετάνοια, θα μπορούσε να διορισθή σε κάποια υπεύθυνη θέσι αν υπάρχη διαθέσιμη και είναι ανάγκη.
Αν, όμως, ο οδηγός του οχήματος εξακολουθή να δείχνη αμέλεια ή δεν δίνη προσοχή στους κανονισμούς του «Καίσαρος» περί οδών ή ταχυτήτων, τότε δεν θα μπορούσε να ληφθή υπ’ όψιν για μια θέσι υπηρέτου. Ένας οδηγός αυτοκινήτου δεν θα έπρεπε να υπερβαίνη το όριον ταχύτητος που θέτει ο «Καίσαρ» για τους δρόμους του, τις οδούς και τις λεωφόρους. Αν είναι ένας αφιερωμένος Χριστιανός και υπερβαίνη το όριον ταχύτητος, αυτό όχι μόνον είναι παράλειψις αποδόσεως των του Καίσαρος στον Καίσαρα, αλλ’ υπάρχει και άμεσος κίνδυνος δυστυχημάτων, με την πιθανότητα μοιραίων συνεπειών.—Ματθ. 22:21.
Εκείνοι, που έχουν υποδειγματικές θέσεις μέσα στην εκκλησία, πρέπει, επομένως, να δίνουν κατάλληλα παραδείγματα όταν οδηγούν οχήματα. Τι είδους παράδειγμα θα ήταν για το ποίμνιο αν ένας επίσκοπος ήταν αμελής στους κυκλοφοριακούς κανονισμούς του «Καίσαρος»; (1 Πέτρ. 5:3) Τι επίδρασι θα είχε στους νέους μέσα στην εκκλησία αν ο επίσκοπος ήταν ένας που οδηγεί με υπερβολική ταχύτητα; (Τίτον 2:6, 7) Λόγω της σοβαράς ευθύνης που συνεπάγεται η οδήγησις, οι Χριστιανοί γονείς, που επιτρέπουν στα τέκνα των που βρίσκονται στην εφηβική ηλικία να οδηγούν το αυτοκίνητό των, πρέπει να είναι βέβαιοι ότι αυτά έχουν την κατάλληλη εκπαίδευσι και συμβουλή. Ειδικά έχουν ανάγκη συμβουλής εν σχέσει με την ευθύνη τους στον «Καίσαρα» και στον Θεό, επίσης χρειάζονται συμβουλή να μη μιμούνται τους κοσμικούς εξημμένους νεαρούς οδηγούς, οι όποιοι τόσο συχνά εμπλέκονται σε τραγικά δυστυχήματα, τα οποία συνήθως οφείλονται κάπως σε υπερβολική ταχύτητα. Αν ένας αφιερωμένος Χριστιανός επιδίδεται σε ασυγκράτητη ή παράνομη οδήγησι, που καταλήγει σε καταστροφή της περιουσίας των άλλων ή τραυματισμούς άλλων ατόμων, τότε η δικαστική επιτροπή της εκκλησίας πρέπει να λάβη κατάλληλα πειθαρχικά μέτρα.
Επίσης, σε εκκλησιαστικές ή άλλες σχέσεις οι Χριστιανοί δεν πρέπει ν’ απαιτούν από τους άλλους να βρίσκωνται σε μια ωρισμένη θέσι σε ώρα που θα ήταν σαφώς αδύνατο να γίνη συνάντησις χωρίς παραβίασι των περί ταχύτητος κανονισμών του «Καίσαρος». Αρκετή προειδοποίησις πρέπει να δίδεται σ’ ένα άτομο για να μπορή να ταξιδεύη με νόμιμο βαθμό ταχύτητος. Έτσι, αν κάποιος απαιτούσε από έναν αληθινό Χριστιανό να ταξιδεύση σ’ ένα ωρισμένο καιρό και για να γίνη αυτό θ’ απητείτο παραβίασις των περί ταχύτητος κανονισμών του «Καίσαρος», τότε ο Χριστιανός θα προτίμηση να υπακούση στον νόμο του «Καίσαρος», αναλαμβάνοντας την ευθύνη για οποιεσδήποτε συνέπειες θα επήρχοντο ως αποτέλεσμα της υπακοής αυτής. Αλλά θα μπορούσε να δοθή από πριν εξήγησις σ’ έναν κοσμικό εργοδότη, λόγου χάριν, ότι η Χριστιανική συνείδησις δεν θα του επιτρέψη να παραβή τους κανονισμούς τροχαίας κυκλοφορίας.
Τον περισσότερο καιρό, εν τούτοις, είτε το καταλαβαίνει ο οδηγός είτε όχι, είναι απλώς ζήτημα δικού του αρκετά εγκαίρου ξεκινήματος ή αλλαγής ή αναπροσαρμογής του δικού του προγράμματος για ν’ αφεθή αρκετός χρόνος ταξιδεύσεως. Τότε ο Χριστιανός δεν θα αισθάνεται ότι βρίσκεται κάτω από πίεσι ή πειρασμό να τρέχη γρηγορώτερα απ’ όσο πρέπει. Αυτή η συμμόρφωσις με τους κανονισμούς των «υπερεχουσών εξουσιών» περί τροχαίας κυκλοφορίας όχι μόνο θα συντελέση στην προφύλαξι από μοιραία δυστυχήματα με την πιθανότητα να καταλογισθή ενοχή αίματος στον οδηγό, αλλά και θα υποβοηθήση στην τήρησι αγαθής συνειδήσεως, η οποία είναι τόσο ζωτική για την αιώνια σωτηρία μας.—Ρωμ. 13:1, 5· 1 Πέτρ. 3:16.