Ο Ιεχωβά Είναι η Δύναμίς μου και το Άσμα Μου
Αφήγησις υπό Γεωργίου Σ. Δούρα
ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ, με την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Θεού, το έτος αυτό σαράντα πέντε ετών αφιέρωσι και υπηρεσία στον ζώντα και αληθινό Θεό Ιεχωβά. Σε όλο αυτό το μακρό χρονικό διάστημα, ο Ιεχωβά, ανάμεσα σε ευμενείς και δυσμενείς συνθήκες, υπήρξε πραγματικά η δύναμίς μου και το άσμα μου, το στήριγμα και η αιτία της χαράς της καρδίας μου.
Επιθυμούσα πάντοτε να υμνώ τον Δημιουργό μου και όταν ακόμη το 1920 ήμουν, στην Αθήνα, ένας εικοσιπενταετής νεανίας, σπουδάζοντας ως φοιτητής Νομικής. Κυρίως ήμουν ένας λογοτέχνης, ποιητής—και πόσο μεγάλη χαρά αισθανόμουν αινώντας με τις ωδές μου τον Θεό, τον Δημιουργό! Πραγματικά, όμως, τότε δεν εγνώριζα πώς να υμνήσω τον Θεό σε πλήρη αρμονία με τα λόγια του Ησαΐα 42:10 (ΜΝΚ), «Ψάλλετε εις τον Ιεχωβά άσμα νέον, την δόξαν αυτού εκ των άκρων της γης.»
ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΙΝΕΙ ΣΕ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΓΝΩΣΙ
Μια ημέρα συνέβη κάτι που έστρεψε τη σκέψι μου γύρω από τον Θεό. Κάποιος φίλος, αναγνώστης των ποιημάτων μου, με ρώτησε απρόοπτα: «Πιστεύεις, λοιπόν, στον Θεό; Μάθε με και μένα να πιστεύω.» Σκέφθηκα λιγάκι και του απήντησα: «Είναι ζήτημα αν γνωρίζω καν τον Θεό. Εκτός απ’ αυτά που γράφω στα ποιήματά μου για να τον υμνήσω, είναι ζήτημα αν ξέρω κάτι περισσότερο για τον Θεό.» Και, πραγματικά, δεν είχα ακριβή γνώσι όσον αφορά τον Θεό.
Αλλά τι σταθμός το ερώτημά μου! Έπρεπε, λοιπόν, να μάθω για τον Θεό, για το θέλημά του και για τον σκοπό του για τον άνθρωπο. Και δεν εβράδυνα να επιδοθώ στην έρευνα. Κάποιος μου εδώρησε ένα ευαγγέλιο, και αυτό υπήρξε η αρχή της ερεύνης μου.
Οφείλω να ομολογήσω ότι, καθώς εξήταζα τις θρησκείες του «Χριστιανικού κόσμου», διδασκαλίες όπως των αιωνίων βασάνων, της τριάδος και άλλες παρόμοιες δεν με ικανοποιούσαν καθόλου. Άρχισα να διερωτώμαι μήπως οι διδασκαλίες αυτές είχαν πραγματικά ανθρώπινη προέλευσι. Αλλά, πώς θα το εξακρίβωνα αυτό; Είχα ανάγκη από βοήθεια για την κατανόησι της Γραφής. Μου εδόθη ένα φυλλάδιο με Γραφικό περιεχόμενο, που είχε τίτλο Ο Σπουδαστής των Γραφών, είχε εκδοθή από την Εταιρία Σκοπιά κι εδημοσίευε ένα άρθρο με τίτλο «Η Πτώσις της Βαβυλώνος». Αυτό έδειχνε πώς η ψευδής θρησκεία πρόκειται σύντομα να πέση στη λήθη. Στην τελευταία σελίδα, ένα σχεδιαγράφημα έδειχνε ένα κρημνιζόμενο τοίχο, που οι λίθοι του, πέφτοντας ένας-ένας έφεραν τα ονόματα «Θεωρία αιωνίων βασάνων», «Διδασκαλία τριάδος», «Δεν υπάρχει κακό, ούτε πόνος, ούτε θάνατος, ούτε Διάβολος», «Νηπιοβαπτισμός», «Καθαρτήριο», και πολλά άλλα. Το γκρέμισμα αυτών των λίθων αντιπροσώπευε την αποκάλυψι της αντιγραφικότητος αυτών των διδασκαλιών.
Αφού εδιάβασα αυτό το φυλλάδιο, απέκτησα μερικά βιβλία της Εταιρίας Σκοπιά, προμηθευόμενος αυτά από ένα βιβλιοπωλείο των Αθηνών. Άρχισα να μελετώ με απληστία τους τόμους με τον τίτλο «Γραφικές Μελέτες». Στη διάρκεια της μελέτης μου των εκδόσεων της Εταιρίας Σκοπιά δεν είχα καμμιά ακόμη επαφή με τους εκδότας ή τους αντιπροσώπους των εκδοτών. Ωστόσο ήλθε στην Αθήνα ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, Ι. Φ. Ρόδερφορδ, και αυτό το επληροφορήθηκα από τις εφημερίδες. Καίτοι δεν μπόρεσα να τον ιδώ ή να τον ακούσω, αισθάνθηκα μια παρακίνησι να αναζητήσω τους ανθρώπους που διέδιδαν αυτές τις έξοχες Γραφικές αλήθειες. Τελικά βρήκα μια μικρή εκκλησία από 15 περίπου μέλη, που ήταν η τοπική εκκλησία του Διεθνούς Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής, όπως ωνομάζοντο οι μάρτυρες του Ιεχωβά τότε. Χωρίς να χάσω καιρό, ενώθηκα μαζί τους και άρχισα μια ζωή υπηρεσίας στον Θεό με κατανόησι.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ
Το 1922, Η Σκοπιά εδημοσίευσε τον μνημειώδη λόγον του προέδρου της Εταιρίας, που εξεφωνήθη στη συνέλευσι του Σήνταρ Πόιντ, Οχάιο, και ετερματίζετο με τη θεία προτροπή: «Διαφημίσατε, διαφημίσατε, διαφημίσατε τον Βασιλέα και την βασιλείαν αυτού.» Η επιθυμία μου ήταν να έχω ένα μέρος στη διαφήμισι της βασιλείας του Θεού, και είχα, συνεπώς, το προνόμιο, με απόφασι της εκκλησίας, να δώσω πρώτος από τον όμιλό μας δημόσιες Γραφικές ομιλίες στις επαρχίες της Ελλάδος. Δεν άργησα, ωστόσο, με την ενίσχυσι του Ιεχωβά, να υπηρετήσω στην Ελλάδα ως ο πρώτος «πίλγκριμ», δηλαδή, ένας περιοδεύων εκπρόσωπος της Εταιρίας Σκοπιά.
Ευχαριστώ, βέβαια, τον Ιεχωβά για τις ευλογητές πείρες των επομένων τριών ετών. Πόσο θαυμάσιες ήσαν οι πείρες αυτές! Ο Ιεχωβά ήταν η ισχύς μου και το άσμα μου, φέρνοντάς μου μεγάλη χαρά παρά το γεγονός ότι υπήρχαν πολλοί εναντιούμενοι στα αγαθά νέα της Βασιλείας, για να εμποδίσουν τις προσπάθειές μας να διδάσκωμε την Αγ. Γραφή. Συχνά, με υποκίνησι του θρησκευτικού κλήρου, η αστυνομία εματαίωσε δημόσιες Γραφικές ομιλίες μας. Τις περισσότερες, όμως, φορές το άγγελμα της Βασιλείας εκηρύσσετο σε αίθουσες κατάμεστες από ανθρώπους που εδέχοντο θερμά την αλήθεια του Θεού!
Κάποτε, σ’ ένα από τα νησιά της Ελλάδος, είχε αναγγελθή μια δημοσία ομιλία και το πλήθος είχε γεμίσει την αίθουσα του θεάτρου της πόλεως, αναμένοντας τον ομιλητή ν’ αρχίση. Η ομιλία, όμως, την τελευταία στιγμή απηγορεύθη από την αστυνομία. Επετράπη μόνο στον ομιλητή να εξηγήση με δύο λόγια από την εξέδρα το γεγονός και την αιτία της ματαιώσεως της ομιλίας. Η εναντίον της Γραφής ενέργεια της αστυνομίας δυσαρέστησε έναν από τους ακροατάς, ο οποίος είχε σχέσεις με το Γαλλικό Προξενείο και ο οποίος σηκώθηκε και είπε με δυνατή φωνή: «Εδώ μας απηγόρευσαν· ελάτε μαζί μου στο Γαλλικό Προξενείο κι εκεί θα μας επιτραπή!» Ξεκίνησε, λοιπόν, αυτός πρώτος, κοντά του ο ομιλητής και πίσω των ολόκληρο το μεγάλο ακροατήριο. Τι μοναδικό θέαμα, αλήθεια, ήταν αυτό δια μέσου των οδών της Κερκύρας! Σε λίγο η Γραφική ομιλία εδίδετο στην αίθουσα του Γαλλικού Προξενείου προς χαράν όλων! Εκεί δεν μπορούσαν οι Ελληνικές αρχές να μας εμποδίσουν να μιλήσωμε για την Αγία Γραφή και για τη βασιλεία του Θεού.
Το 1925, η κατάστασις της υγείας μου με ανάγκασε να σταματήσω το έργο του περιοδεύοντος αντιπροσώπου· και στο διάστημα, που η υγεία μου δεν μου επέτρεπε να εργασθώ όσο ήθελα, είχα τα ίδια αισθήματα με τον ψαλμωδό, που είπε: «Ότε απεσιώπησα, επαλαιώθησαν τα οστά μου εκ του ολολυγμού μου όλην την ημέραν.» (Ψαλμ. 32:3) Ήλπιζα στον Ιεχωβά για ανανέωσι των δυνάμεων, γνωρίζοντας ότι είναι γραμμένο: «Και οι νέοι θέλουσιν ατονίσει και αποκάμει, . . . αλλ’ οι προσμένοντες τον Ιεχωβά θέλουσιν ανανεώσει την δύναμιν αυτών.»—Ησ. 40:30, 31, ΜΝΚ.
ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΙΣ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Εν καιρώ ανέκτησα τις δυνάμεις μου και απήλαυσα πολύ περισσότερα προνόμια στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Όταν επεβλήθη στην Ελλάδα δικτατορικό καθεστώς το 1936, έγινα μέτοχος μιας ασυνήθους πείρας, μαζί με άλλους μάρτυρας του Ιεχωβά. Οι αρχές έκλεισαν την αίθουσα συναθροίσεών μας στην Αθήνα, καθώς και το γραφείο του τμήματος της Εταιρίας. Όλοι σχεδόν οι μάρτυρες του Ιεχωβά στην πόλι των Αθηνών συνελήφθησαν και για ένα περίπου μήνα ευρίσκοντο κρατούμενοι σε διάφορα αστυνομικά τμήματα.
Οι αρχές μάς εζήτησαν αποκήρυξι των Γραφικών πεποιθήσεών μας· αλλ’ αυτό δεν έγινε. Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να μας εκφοβίσουν να εγκαταλείψωμε την πίστι μας, έκαμαν τότε διευθετήσεις για εκτόπισί μας σε διάφορα νησιά της Ελλάδος. Αλλά την τελευταία στιγμή το σχέδιό των εματαιώθη. Ένα πρόσωπο, προσκείμενο προς τον δικτάτορα, συνέπεσε ν’ ακούση από κάποιο μάρτυρα του Ιεχωβά το άγγελμα της Βασιλείας. Αυτός ο άνθρωπος εθεώρησε τερατώδη την απόφασι εκτοπίσεως των μαρτύρων του Ιεχωβά. Είπε στον δικτάτορα: «Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι πολιτικοί μας αντίπαλοι. Τι κάνουν; Περιμένουν τη βασιλεία του Θεού. Καλώς να έλθη! Την περιμένομε κι εμείς.» Ο δικτάτωρ επείσθη και διέταξε τον επί της ασφαλείας υπουργόν του να ματαιώση την απόφασι. Ο υπουργός τότε μας εκάλεσε όλους (100 περίπου Μάρτυρας) σε μια μεγάλη αίθουσα του υπουργείου του, μας έδωσε τη νουθεσία του και ακολούθως μας απέλυσε.
Στη διάρκεια των επομένων δέκα ετών είχα πολλά προνόμια να υπηρετώ τους αδελφούς μου. Μολονότι οι δημόσιες Γραφικές ομιλίες είχαν απαγορευθή, ως ένας υπηρέτης εκκλησίας είχα την ευκαιρία να δίδω ομιλίες για τη βασιλεία του Θεού σε ομίλους σε ιδιωτικές κατοικίες στην Αθήνα. Σε μια περίπτωσι ένα άτομο του ιδίου σπιτιού, μέσα στο οποίο εγίνετο η ομιλία, εκάλεσε την αστυνομία. Συνελήφθηκα μαζί με άλλους αδελφούς. Στη δίκη που επακολούθησε κατεδικάσθηκα σε διετή φυλάκισι.
Αυτή η φυλάκιαις ήταν μια πείρα νέα στη Χριστιανική μου ζωή, αλλά πόσο πολύτιμη! Ταλαιπωρία του σώματος σε τρεις διάφορες φυλακές, ναι, αλλά τι ευφροσύνη του πνεύματος! Αν και ο ύπνος δεν ήταν πάντοτε άνετος επάνω στο τσιμέντο της φυλακής, εν τούτοις η ημέρα μού χάριζε συχνά πολύτιμες ευκαιρίες να κηρύττω. Κατά καιρούς ωμίλησα σε τόσο πολλούς συγκρατουμένους, ώστε είχα την εντύπωσι ότι βρίσκομαι σε μια «εκστρατεία δημοσίων ομιλιών». Επί πλέον, ο «ποιητής» είχε την ευκαιρία να θυμηθή ότι μπορούσε με στίχους να αινή τον Ιεχωβά, και το έπραξε στις μακρές ώρες που δεν είχε απασχόλησι, εκφράζοντας τους πόνους και τις χαρές μιας χάριν του Χριστού φυλακίσεως. Η διετής φυλάκισις, όμως, εμειώθη σε έξη μήνες· και έτσι γρήγορα βρέθηκα πάλι στο πλευρό των αγαπημένων μου αδελφών.
Ήταν, νομίζω, τούτο σαν απάντησις σε μια από τις θεοκρατικές, δεητικές μου ωδές:
«. . . Κύριε, ω μη βρεθείς μακριά,
Κύριε, ω μην αργήσεις·
λευτέρωσε τους δούλους σου με χέρι κραταιό,
κι ωδήν εμείς θα ψάλουμε καινούργια στ’ όνομά σου,
—Κιθάρα, αντήχα, τέλια της, αρμονικά κρουσθήτε!—
γιατί είναι θαυμαστό!»
Οι έξη μήνες φυλακίσεως ήσαν για μένα, επίσης, μια ευκαιρία αυξήσεως της γνώσεως μου της Αγγλικής γλώσσης, ώστε, όταν εβγήκα, να είμαι περισσότερο εφοδιασμένος να χρησιμοποιηθώ στο γραφείο της Εταιρίας, στο τμήμα μεταφράσεων. Αυτό συνέχισε να είναι το προνόμιό μου κατά τα τελευταία δέκα εννέα χρόνια. Όταν ήλθα στην αλήθεια το 1920, οι γνώσται της αληθείας στην Ελλάδα δεν ήσαν, όπως ήδη το αναφέραμε, περισσότεροι από δέκα πέντε· σήμερα οι διαγγελείς της Βασιλείας υπερβαίνουν τις 11.000! Είναι χαρά μας μαζί με την πιστή σύζυγό μου να περιλαμβανώμεθα ανάμεσα σ’ αυτούς.
Ο Ιεχωβά ήταν με τον λαό του στην Ελλάδα. Προσωπικώς Τον ευγνωμονώ και υψώνω το όνομά του για κάθε τι που έχει κάμει για μένα. Ο,τιδήποτε και αν μας περιμένη, είμαι βέβαιος ότι ο Ιεχωβά, για τον πιστό του λαό, θα εξακολουθή να είναι η δύναμις και το άσμα των.
(Ο αδελφός Δούρας, του οποίου η ελπίς ήταν το «βραβείον της άνω κλήσεως» που αναφέρεται εις Φιλιππησίους 3:14, παρέμεινε πιστός στη διακονία στο Μπέθελ Αθηνών ως τον θάνατο του στις 15 Οκτωβρίου 1965, μόλις είχε επιστρέψει σπίτι του από μια συνάθροισι εκκλησίας. Όπως συμβαίνει και με τους άλλους, που έχουν κληθή στην ουράνια βασιλεία και οι οποίοι τερματίζουν πιστά την επίγεια πορεία τους, «τα έργα αυτών ακολουθούσι με αυτούς.»—Αποκάλ. 14:13.)