Του Ιεχωβά η παρ’ Αξίαν Αγαθότης Αποδεικνύεται Αρκετή
Αφήγησις υπό ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΟΠΛΕΫ
ΚΑΘΩΣ στέκομαι, στο περίφημο γραφείο του τμήματος της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά στο Μιλ Χιλ, Λονδίνον, Αγγλίας, μπροστά μου βρίσκεται ένας μεγάλος χάρτης της Αγγλίας. Από το Λονδίνον ένα σύμπλεγμα οδών εκτείνεται προς πολιτείες, πόλεις, χωριά και την ύπαιθρο, φέρνοντας πίσω πλούσιες και ευτυχισμένες αναμνήσεις φίλων που έχουν αποκτηθή, πίστεως που έχει πλατυνθή και έργου διακονίας που έχει εκτελεσθή στη διάρκεια μιας σταδιοδρομίας, η οποία ως τώρα έχει συμπληρώσει σαράντα εννέα χρόνια γεμάτα από ένα σκοπό.
Κι εκεί στο χάρτη υπάρχει ένα μικρό χωριό του Σταφφορντσάιρ όπου γεννήθηκα—το Κάννοκ Τσέιζ, τριάντα δύο χιλιόμετρα βορείως του Μπίρμιγχαμ, που ήταν κάποτε περιοχή του βασιλικού κυνηγιού, άλλα τώρα είναι κέντρον ανθρακωρυχείων. Ο πατέρας και ο πάππος μου ήσαν δραστήριοι υποστηρικταί της Ηνωμένης Εκκλησίας, έτσι εμείς που είμεθα επτά αδέλφια είχαμε ανατραφή σε μια θρησκευτική ατμόσφαιρα. Όλα εφαίνοντο να κυλούν ομαλά ως την ήμερα εκείνη του 1905, που ο ταχυδρόμος του χωριού μπήκε σπίτι και άρχισε να συζητή για μερικές διδασκαλίες της εκκλησίας, όπως είναι ό «πύρινος άδης,» η «τριάς,» και η «αθάνατη ψυχή.» Μολονότι τότε ήμουν μόνον εννέα ετών, ενθυμούμαι πόσο βαθιά εντύπωσι μου έκαμε όταν ο πατέρας μου συνεφώνησε να δεχθή τεύχη ενός περιοδικού που ελέγετο Σκοπιά της Σιών καθώς και βιβλία που έφεραν τον τίτλο Γραφικαί Μελέται.»
Αυτή ήταν απλώς η αρχή. Σύντομα οι γονείς μου εγκατέλειψαν την εκκλησία και άρχισαν να έχουν Γραφικές μελέτες στο σπίτι. Περιοδεύοντες ομιληταί από το γειτονικό Ουώλσαιλ ήρχοντο και έδιναν Γραφικές ομιλίες από καιρό σε καιρό. Ο τοπικός λειτουργός μάς παρακαλούσε να επανέλθουμε στην εκκλησία, και προχωρούσε ως το σημείο να πη ότι αυτός ο ίδιος δεν πίστευε πολλά από τη Γραφή περιλαμβανομένης και της αφηγήσεως της δημιουργίας. Αλλά ο πατέρας ήταν άκαμπτος. Έπαιρνε μαζί του εμένα και τον μεγαλύτερο αδελφό μου κάθε Κυριακή πρωί για να συμμετέχωμε στη διανομή φυλλαδίων Γραφικού περιεχομένου. Κατόπιν, όταν ήμουν μόλις δέκα ετών, ήλθε η ευκαιρία να πάμε όλοι στο Μπίρμιγχαμ ν’ ακούσωμε μια δημοσία ομιλία από τον Κάρολο Τ. Ρώσσελ, πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά. Τώρα, σε αντίθεσι με τη στάσι του λειτουργού μας, ακούσαμε τον Πάστορα Ρώσσελ να λέγη ότι η υγιής διδασκαλία ήταν ζωτική, εφόσον η αληθινή διδασκαλία παράγει αληθινή λατρεία, ενώ η ψευδής διδασκαλία παράγει ψευδή λατρεία.
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΚΚΟ
Ήλθε κατόπιν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πρόεδρος της επιχειρήσεως του ανθρακωρυχείου όπου εσπούδαζα για το πτυχίο μου διευθυντού συνέστησε ότι, εφόσον ο αδελφός μου κι εγώ ανήκαμε ήδη στο Σώμα Κινητού Νοσοκομείου του Σαν Τζωνς, ήταν πράγματι καθήκον μας ν’ αναλάβωμε άμαχη υπηρεσία στο Ιατρικό Σώμα. Δυστυχώς, δεν είχαμε κάμει τις αλήθειες της Γραφής κτήμα μας. Είχαμε παραβλέψει πάρα πολλά πράγματα. Δεν ήμαστε σε θέσι να εκτιμήσωμε την κατάλληλη ουδετερότητα των Χριστιανών, και, δεν είχαμε αρκετή πνευματική δύναμι να παραμείνωμε σταθεροί εναντίον του σαρκικού πολέμου.
Σ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων ετών υπηρεσίας μας στη Γαλλία είχαμε μαζί μας τη Γραφή και τους πρώτους έξη τόμους των Γραφικών Μελετών οπουδήποτε πηγαίναμε. Οι γονείς μας διατηρούσαν επαφή μαζί μας και μας ενεθάρρυναν με τις πληροφορίες του περιοδικού Η Σκοπιά. Στο μεταξύ, πληροφορηθήκαμε για την έκδοσι του εβδόμου τόμου των Γραφικών Μελετών, με τον τίτλο Το Τετελεσμένον Μυστήριον, και για το πώς ο κλήρος είχε κατορθώσει να το θέση υπό απαγόρευσι. Κατόπιν συνέβη κάτι το εκπληκτικό. Είχαμε παραλάβει ένα αρχαίο μέγαρο για να χρησιμοποιηθή ως κύριος σταθμός προχείρου επιθέσεως, και καθώς προσπαθούσαμε με κόπο για να καθαρίσωμε το υπόγειο, εκεί ανάμεσα σ’ ένα σωρό Γαλλικών βιβλίων υπήρχε ένα τελείως καινούργιο αντίτυπο του βιβλίου Το Τετελεσμένων Μυστήριον, περιτυλιγμένο ακόμη στο αρχικό κηρόχαρτο.
Μπορείτε να φαντασθήτε τις αντιδράσεις μας στη διάρκεια των εβδομάδων που ακολούθησαν με τις εναλλαγές μας μεταξύ του φρικτού θεάματος που παρείχε η περιποίησις εκείνων τους οποίους μας έφερναν ακρωτηριασμένους και απέθνησκαν και της αναγνώσεως αυτής της ισχυρός καταγγελίας του «Χριστιανικού κόσμου» και του ενόχου αιματοχυσίας κλήρου του; Ο αδελφός μου και εγώ είχαμε ήδη λάβει απόφασι ν’ αφιερώσωμε τη ζωή μας στον Θεό και στην εκτέλεσι του θελήματος του, όταν αιφνιδίως ο πόλεμος έληξε. Αποστρατευθήκαμε κι επεστρέψαμε σπίτι εγκαίρως για να παρευρεθούμε στη συνέλευσι του Μάντσεστερ, όπου υπεβληθήκαμε στο εν ύδατι βάπτισμα ως μια δημοσία ομολογία της αφιερώσεώς μας. Έως τότε οι γονείς μας και οι τρεις νεώτεροι αδελφοί μας είχαν ήδη γίνει αφιερωμένοι Χριστιανοί.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ
Τι χαρά είχαμε να συμμετέχωμε τότε στη διάθεσι του υπ’ αριθμόν 27 τεύχους του περιοδικού Χρυσούς Αιών (τώρα Ξύπνα!). Συγκρίνοντας με όσα είχαμε περάσει, αυτός ήταν ένας αγών που άξιζε—ένας αγών για την απελευθέρωσι ανθρώπων από την επιρροή των θρησκευτικών ηγετών, οι οποίοι δεν εδίσταζαν να διεγείρουν μίσος και διωγμό κατά των αληθινών Χριστιανών. Ο Ψαλμωδός εξέφρασε τόσο καλά τα αισθήματα μας: «Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Ιεχωβά· και πάντα τα εντός μου, το όνομα το άγιον αυτού. . . . τον συγχωρούντα πάσας τας ανομίας σου· τον ιατρεύοντα πάσας τας αρρωστίας σου· τον λυτρόνοντα εκ της φθοράς την ζωήν σου· τον στεφανούντά σε με έλεος και οικτιρμούς.»—Ψαλμ. 103:1-4, ΜΝΚ.
Επί δώδεκα έτη, κατόπιν, συμμετείχα στο κήρυγμα στους κατοίκους του Σταφφορντσάιρ. Στην αρχή ήταν δύσκολο ν’ αντιμετωπίσωμε τους ανθρώπους στο ίδιο το χωριό μας, αλλά με την πείρα και την επιστήριξι στον Ιεχωβά για δύναμι υπερνικήσαμε τη δειλία μας και είχαμε πολλές χαρούμενες πείρες μεταξύ των γειτόνων μας. Καθώς υιοθετούντο και ανεκοινώνοντο στις συνελεύσεις των Σπουδαστών της Γραφής στη διάρκεια των ετών 1922 ως 1928 ισχυρές αποφάσεις, ήταν συναρπαστικό να τις διανέμωμε σ’ όλη την περιφέρειά μας. Αυτό εφαίνετο να μας ελκύη κοντά στην παγκόσμιο οργάνωσι του λαού του Ιεχωβά.
Το 1925 ενυμφεύθηκα μια νέα του τόπου, μια νέα η οποία ασφαλώς εταίριαζε μαζί μου σε αφοσίωσι στα συμφέροντα της βασιλείας του Θεού, και της οποίας η συντροφιά εξακολουθούσε να είναι μεγάλη ευλογία για μένα. Κάθε φορά που ήταν εορτή ή απεργία στα ορυχεία, η πρώτη μας σκέψι ήταν να βγούμε και να χρησιμοποιήσωμε τον χρόνο σε κήρυγμα. Μαζί παρακολουθούσαμε όλες τις μεγάλες συνελεύσεις του λαού του Ιεχωβά κάθε χρόνο. Σε μια τέτοια αξιομνημόνευτη ευκαιρία, το 1931, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ, τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, ωμίλησε σχετικά με την προφητική εντολή του Ιεζεκιήλ: «Δίελθε δια της πόλεως, . . . και κάμε σημείον επί των μετώπων των ανδρών, των στεναζόντων.» (Ιεζ. 9:1-6) Αυτή η σαφής, εμφατική εξήγησις του επείγοντος χαρακτήρος του έργου μαρτυρίας στην εποχή μας άναψε μέσα μας τη φλόγα μιας αποφάσεως να προσφέρωμε εθελουσίως τον εαυτό μας για ολοχρόνια υπηρεσία κηρύγματος.
Γρήγορα διεθέσαμε το μικρό μας σπίτι κι εταξιδέψαμε στο νέο διορισμό μας στη νοτιοδυτική Αγγλία, στον τόπο που οι διαφημισταί του τουρισμού αποκαλούν «ένδοξο Ντέβον.» Είναι δύσκολο να φαντασθή κανείς ότι τριάντα έξη και πλέον χρόνια έχουν ήδη περάσει αφότου εκάναμε εκείνο το προοδευτικό βήμα, και ειδικώς εξαιτίας του γεγονότος ότι υπήρχαν δοκιμασίες και δυσχέρειες που έπρεπε να υπερνικηθούν. Μια από αυτές ήταν η συνεχώς επανερχόμενη ημικρανία, η οποία με συνώδευε αφότου είχα ασθενήσει από γρίππη στη Γαλλία. Ασφαλώς μόνο η δύναμις που μας δίνει ο Θεός με κατέστησε ικανό να συνεχίσω παρά τις βασανιστικές εκείνες κρίσεις. Πολλές φορές έκαμα στοχασμούς επάνω στα γεμάτα βεβαιότητα λόγια του Ιεχωβά στον απόστολο Παύλο: «Αρκεί εις σε η χάρις μου· διότι η δύναμίς μου εν αδυναμία δεικνύεται τελεία.»—2 Κορ. 12:9.
ΣΤΕΦΑΝΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΑΓΑΘΟΤΗΤΑ
Το 1934 η Εταιρία Σκοπιά μ’ εκάλεσε ν’ αναλάβω ένα κατάλληλα διαρρυθμισμένο αυτοκινητόσπιτο για την εκπομπή Γραφικού περιεχομένου ομιλιών του Ι. Φ. Ρόδερφορδ σε περιοχές που ήταν δύσκολο να φθάσουν εκκλησίες. Μια τεραστία ποσότης εκδόσεων Γραφικού περιεχομένου διετίθετο σε άτομα που επισκεπτόμενα ύστερ’ από την εκπομπή αυτών των ομιλιών στη γειτονιά των. Τέσσερα χρόνια συνεχίσαμε αυτή τη δράσι, και κατόπιν διωρίσθηκα υπηρέτης ζώνης. Αυτό απαιτούσε να ταξιδεύω από εκκλησία σε εκκλησία σε μια περιοχή, δαπανώντας δύο ή τρεις ημέρες με κάθε ομάδα στο να βοηθώ σε ζητήματα οργανωτικά και σε δράσι διακονίας του αγρού. Αυτό ήταν πράγματι προνόμιο, και μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι ωφελήθηκα περισσότερο από κάθε άλλον σε ‘συμπαρηγορία,’ η οποία κατέληγε στο ‘να παρακινώμεν αλλήλους εις αγάπην και καλά έργα.’—Ρωμ. 1:12· Εβρ. 10:24.
Το 1939 ήμεθα στο βόρειο τμήμα της Αγγλίας υπηρετώντας την περιοχή του Λίβερπουλ, όταν εξερράγη ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που είχε ως χαρακτηριστικό τον ισχυρό βομβαρδισμό της πόλεως εκείνης και των ζωτικών της φορτώσεων. Οι κάτοικοι είχαν τρομοκρατηθή και δεν μπορούσαν να εννοήσουν γιατί εξακολουθούσαμε το έργο μας κηρύγματος ως να μη συνέβαινε τίποτε. Πολλοί έδειχναν πικρία για τη στάσι μας ουδετερότητος. Εν τούτοις, είχαμε πολλές ευλογίες. Στο Λίβερπουλ η σύζυγος μου κι εγώ συγκατοικούσαμε σ’ ένα σπίτι μαζί με είκοσι τέσσερες άλλους ολοχρονίους διακόνους μάρτυρας του Ιεχωβά, και κάθε μέρα απολαμβάναμε πολλές χαρούμενες πείρες. Και είχαμε την επίσκεψι του υπηρέτου, ο οποίος ήταν τότε υπεύθυνος του Αγγλικού τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά, Α. Ντ. Σρόυντερ, του οποίου τη συμβουλή να κάνωμε καθημερινή μας συνήθεια την ανάγνωσι της Αγίας Γραφής σ’ εκείνες τις ταραχώδεις ημέρες θα ενθυμούμεθα πάντοτε.
Από το 1942 κι έπειτα υπηρετήσαμε ως ειδικοί σκαπανείς, δηλαδή, διαγγελείς του αγγέλματος της Βασιλείας σε μέρη όπου δεν είχε ακόμη ιδρυθή εκκλησία. Αυτό το πολύ πραγματικά σκαπανικό έργο μας έφερε πρώτα στο Σρόπσαϊρ, κατόπιν πίσω στο Λίβερπουλ, και τελικά κατά μήκος της θαλάσσης προς την Ιρλανδία. Ήταν συναρπαστικό να βλέπη κανείς να σχηματίζεται ένας ισχυρός όμιλος Μαρτύρων στο Λόντοντερρυ ως αποτέλεσμα των συνδυασμένων προσπαθειών μιας ομάδος ολοχρονίων διακόνων.
Κατόπιν ήλθε ο διορισμός μου σε υπηρεσία περιοχής—στο να δαπανώ μια εβδομάδα με κάθε εκκλησία, ενθαρρύνοντας κι εκπαιδεύοντας τους τοπικούς Μάρτυρας στη διακονία κηρύγματος του αγρού, ώστε όλοι να μπορούν ν’ αντλούν μεγαλύτερη ευχαρίστησι από το έργο των και να επιτυγχάνουν ηυξημένα αποτελέσματα. Η εναντίωσις ήταν συχνή, αλλά διαπιστώσαμε ότι όσο μεγαλύτερη παρρησία δείχναμε στην επίθεσι, τόσο καλύτερο ήταν για μας. Σε μια περίπτωσι δύο από τους ολοχρονίους διακόνους μας εδάρησαν σκληρά από παραπλανημένους ανθρώπους τους οποίους παρακινούσαν θρησκευόμενοι. Η περίπτωσις είχε φερθή ενώπιον του δικαστηρίου κι επετύχαμε έξη καταδίκες εναντίον των, πράγμα που συνετέλεσε πολύ στο να διαλυθή η κοινή συκοφαντία εναντίον μας, δηλαδή, ότι ήμεθα Κομμουνισταί. Τέτοιες πείρες συνετέλεσαν πολύ στην ενίσχυσι όλων μας.
ΙΣΟΒΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΙΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ
Η μετάβασίς μας στις διεθνείς συνελεύσεις που έγιναν στο Στάδιο Γιάγκη, της πόλεως Νέας Υόρκης, το 1950 και κατόπιν πάλι το 1953, έφερε ευλογίες που δεν θα παραλείπω ποτέ ν’ αναφέρω. Πόσο εποικοδομητικές ήσαν! Και η θαυμαστή ταπεινοφροσύνη των αδελφών μας στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν έκαμε σ’ όλους μας βαθιά εντύπωσι. Η εμπιστοσύνη μας στην ανάθεσι, από τον Ιεχωβά στην τάξι του ‘πιστού και φρονίμου δούλου’ των συμφερόντων της Βασιλείας του εδώ στη γη ασφαλώς ενισχύθη.—Ματθ. 24:45-47.
Καθώς αναπολώ τα χρόνια εκείνα, που είχα όλες τις δυνάμεις μου και τις χρησιμοποιούσα στην υπηρεσία του Θεού μας, αυτό μου φέρνει πραγματική ικανοποίησι. Ήταν ευχάριστο το ότι μπρούσα ν’ απαντώ σε κάθε κλήσι για ειδική υπηρεσία υπέρ των συμφερόντων της Βασιλείας, «ιδού εγώ, απόστειλόν με.» (Ησ. 6:8) Και θα ήθελα να πω εδώ ότι πραγματικά εκτιμώ το θαυμάσιο έργο που εκτελείται πιστά από την ορατή οργάνωσι του Κυρίου. Υπάρχουν άφθονες αποδείξεις ότι έγινε μια δευτέρα έκχυσις του αγίου πνεύματος σ’ αυτές τις ‘έσχατες ημέρες,’ εξηγώντας έτσι τα θαυμάσια αποτελέσματα. (Ιωήλ 2:28, 29) Η αλήθεια του Θεού αστράπτει πιο λαμπρά τώρα παρά ποτέ προηγουμένως, κι έχομε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, πίστι, θάρρος, ενόρασι και αποφασιστικότητα να συνεχίσουμε να υπηρετούμε τη Βασιλεία, θέτοντας τα συμφέροντα της πρώτα στη ζωή μας.
Το θέρος του 1965 αναγκάσθηκα να εγκαταλείψω τα καθήκοντα του υπηρέτου περιοχής, διότι οι σωματικές μου ικανότητες δεν ήσαν πια όπως πριν. Σε λίγο θα είμαι εβδομήντα δύο ετών. Ωστόσο αποτελεί πραγματική παρηγορία για μένα να μπορώ να συνεχίζω ως ειδικός σκαπανεύς διάκονος κάνοντας ό,τι μπορώ να κάμω, και συνεχίζοντας να εξαρτώμαι από την παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά για τη συμπλήρωσι των ελλείψεών μου.