‘Κακοπαθώντας ως Καλός Στρατιώτης’
Αφήγησις υπό Γκέρχαρντ Όλμανς
‘ΜΕ ΚΑΘΕ θυσία θα υπακούσωμε στους νόμους του Θεού, έστω κι αν αυτό σημαίνη την απώλεια της ζωής μας, και θα εξακολουθήσουμε να συναθροιζώμεθα για λατρεία. Αν η κυβέρνησίς σας μας καταδυναστεύση, θ’ αποδώση λόγο στον Παντοδύναμο Θεό.’ Αυτές ήσαν οι τελικές σκέψεις ενός ψηφίσματος που ελήφθη στη Γραμματεία του Τρίτου Ράιχ στις 7 Οκτωβρίου 1934. Εκατοντάδες αντίτυπα του ιδίου μηνύματος προήλθαν από εκκλησίες των εξορίστων «ενθέρμων σπουδαστών της Γραφής,» που ήσαν γνωστοί σε άλλες χώρες ως μάρτυρες του Ιεχωβά.
Ποτέ δεν θα λησμονήσω εκείνη την ημέρα, διότι στις δέκα το πρωί είχαμε συναθροισθή για προσευχή, και ύστερα, κατόπιν συζητήσεως, αποφασίσαμε ομόφωνα να στείλωμε αυτό το μήνυμα στην κυβέρνησι του Χίτλερ. Ποτέ δεν μπορούσαμε ν’ ακολουθήσωμε τον Χίτλερ ως ηγέτη, ούτε να τον αναγνωρίσωμε ως τοιούτον, διότι είχαμε ήδη αναλάβει να είμεθα ‘καλοί στρατιώται Ιησού Χριστού,’ του γνησίου και Θεοδότου ‘άρχοντος και προστάττοντος εις τους λαούς.’ (2 Τιμ. 2:3· Ησ. 55:4) Σ’ εμένα ειδικά ήταν μια συγκινητική περίπτωσις.
Ξέρετε, είχα έλθει σ’ επαφή για πρώτη φορά με τους σπουδαστάς των Γραφών τον Μάιο του 1924. Αυτό συνέβη, όταν βοηθούσα ένα συνεργάτη μου να μετοικήση σε άλλο σπίτι. Τυχαίως βρήκα ένα παλιό μανδολίνο και χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο έκρουσα τις χορδές του σε χαμηλό ήχο για να παίξω τον παλιό ύμνο «Αινείτε τον Κύριον, τον Ισχυρόν Βασιλέα της Δόξης.» Αυτό ήταν όλο. Σε λίγο αρχίσαμε μια ζωηρή Γραφική συζήτησι, διότι ο συνεργάτης συνέπεσε να είναι ένας σπουδαστής των Γραφών. Είχα ανατραφή ως ένας Λουθηρανός, αλλά δεν μπορούσε και να μη μου κάμουν εντύπωσι οι Γραφικές του γνώσεις. Στην επιφάνεια, όμως, δεν έδειχνα ότι συμφωνούσα με τις ιδέες του.
Κατόπιν ήλθαν βιβλία ταχυδρομικώς—το ένα κατόπιν του άλλου—οι επτά τόμοι του έργου με τον τίτλο «Γραφικοί Μελέται» γραμμένοι από τον Κάρολο Τ. Ρώσσελ. Άρχισα να διαβάζω σε ασυνήθεις ώρες. Κατόπιν εξεχώρισα περισσότερο χρόνο για τη μελέτη. Τελικά ήθελα να διαβάζω μέσα στη νύχτα. Κατά καιρούς πραγματικά ερεθιζόμουν με την επίκρισι του Λουθηρανισμού. Άλλες φορές εύρισκα τον εαυτό μου σε πλήρη συμφωνία με τον συγγραφέα.
Τότε περίπου ήταν που δέχθηκα να πάω ν’ ακούσω ένα διάσημο ομιλητή, ένα Καθολικό ιερέα, ο οποίος επρόκειτο να ομιλήση σ’ ένα όμιλο απομάχων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί από τους οποίους ήσαν νέοι ακόμη. Καυχήθηκε για το έργον του που έσωσε ψυχές μέσα στα χαρακώματα. Αλλ’ ό,τι είπε για ένα νέον, ο οποίος, την ώρα του θανάτου του, αρνήθηκε να δεχθή τις ιερατικές υπηρεσίες, με συνεκλόνισε πραγματικά. Αυτός, που επέθαινε, έστρεψε τα νώτα στον ιερέα. «Γι’ αυτό,» διεκήρυξε ο ομιλητής, «εφώναξα στ’ αυτί του. Είθε ο Διάβολος να πάη την αμαρτωλή ψυχή σου στην κόλασι!» Η αποστροφή μου σε μια τέτοια αντιχριστιανική διαγωγή με υπεκίνησε να γράψω στα γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά και να παραγγείλω πενήντα βιβλιάρια με θέμα «Άδης; Τι Είναι; Ποίοι Είναι Εκεί; Δύνανται Να Εξέλθωσι;» Χωρίς να το νοιώθω, ήμουν στον δρόμο του να γίνω ένας ενεργός μάρτυς του Ιεχωβά.
Στο έτος 1925 η κοσμική μου εργασία μ’ έφερε στην περιοχή του Όλντεμπουργκ. Βρήκα την εκεί εκκλησία των μαρτύρων του Ιεχωβά κι έμεινα έκπληκτος όταν ο προεδρεύων διάκονος με υποδέχθηκε ως να ήξερε ότι θα ερχόμουν. Όταν ερώτησα πώς μπόρεσε να γνωρίση τα περί εμού, είπε: «Το γραφείο της Εταιρίας μάς έγραψε για σας. Σας ανεμέναμε. Χαίρομε που ήλθατε.» Σε λίγο διάστημα, βρήκα την ευκαιρία να συμβολίσω την αφιέρωσί μου στον Ιεχωβά Θεό με το εν ύδατι βάπτισμα.
Στο έτος 1928 ήλθε ο γάμος μου. Ενυμφεύθηκα μια ζηλώτρια σπουδάστρια των Γραφών, που συνέχισε μαζί μου ίσαμε σήμερα να είναι σύντροφος της ζωής μου και συστρατιώτις μου. Στο μεταξύ, δεν είχαμε αμφιβολία ότι έπρεπε να διεξάγωμε ένα πνευματικό αγώνα, διότι σ’ ένα μεγάλο μέρος του τομέως, στον οποίον εκηρύτταμε, κατοικούσαν Καθολικοί. Ειρηνική δράσις δεν ήταν εγγυημένη. Η προπαγάνδα των εφημερίδων άρχισε να διασπείρη ψεύδη εναντίον μας. Εν τούτοις, εμείς εξακολουθήσαμε να διαδίδωμε το άγγελμα της Βασιλείας σε πόλεις, χωρία και στην ύπαιθρο.
ΕΝΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ
Πόσο ευτυχείς ήμεθα που εργασθήκαμε τόσο πλήρως και τόσο ευσυνείδητα ως την άνοιξι του 1933! Διότι τώρα ανεφάνη απειλητικά η έλευσις της Χιτλερικής κυβερνήσεως όπως η προειδοποίησις που κάνουν τα μαύρα σύννεφα για μια επικείμενη καταιγίδα. Θα εγκαρτερούσαμε κάτω από δυσμενείς συνθήκες; Τώρα που το έργο μας βρισκόταν κάτω από την απειλή και την παρενόχλησι των αρβυλοφόρων υποστηρικτών της «Χιλιετούς ειρήνης» του Χίτλερ, θ’ ακολουθούσαμε ακόμη την κατεύθυνσι του ουρανίου ηγέτου μας, Χριστού Ιησού;
Ενασκήθηκε εναντίον μας πίεσις. Το κατάλυμα της τετραμελούς οικογενείας μας αφαιρέθηκε, και συχνά εστερούμεθα τροφής. Έχω ακόμη το επίσημο έγγραφο του προέδρου της κυβερνήσεως, από το οποίον παραθέτω: «Ενόσω εξακολουθείτε να έχετε αυτά τα αισθήματα, πρέπει σεις οι ίδιοι να λάβετε πρόνοια για την οικογένειά σας.» Προσευχηθήκαμε να μπορέσωμε να εγκαρτερήσωμε χωρίς συμβιβασμούς. Αντισταθήκαμε στον αντίδικο. Και, ακριβώς όταν φάνηκε ότι δεν υπήρχε διέξοδος, ο Ιεχωβά κατ’ επανάληψιν μας εβοήθησε.
Οι συνθήκες με ανάγκασαν να περιφέρωμαι και να δέχωμαι και το πιο κουραστικό είδος εργασίας. Παραδείγματος χάριν, στο έτος 1934 εργαζόμουν ως θυρωρός ξενοδοχείου, ως βοηθός μαγειρείου κι αργότερα ως βοηθός στο κυλικείο, στο νησί Ελγολάνδη (Βόρειος Θάλασσα), 200 χιλιόμετρα μακριά από την κατοικία μου. Αλλά και τότε ακόμη κατωρθώναμε να παίρνωμε τη Σκοπιά. Και τι δώρημα ήταν! Κι εμάθαμε γιατί ο λαός του Ιεχωβά έπρεπε να υπομείνη έστω κι αν δοκιμασθή στο έπακρον. Ήσαν κάτω από αμφισβήτησι το όνομα και η κυριαρχία του Ιεχωβά. Είχαμε το προνόμιο ν’ αποδείξουμε τον Σατανά ψεύστη στον προκλητικό ισχυρισμό του ότι ο Θεός δεν μπορούσε να θέση άνθρωπο στη γη, ο οποίος να παρέμενε πιστός υπό διωγμόν.—Ιώβ 1:9-11.
‘ΔΕΣΜΙΟΙ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ’
Στις 4 Ιουνίου 1938 έπεσα στην αρπάγη της Γκεστάπο. Καταδικάσθηκα από ένα ειδικό δικαστήριο του Αννοβέρου κι έμεινα κλεισμένος σε έξη διάφορες φυλακές. Επί είκοσι μήνες σχεδόν ήμουν αποκομμένος από κάθε επικοινωνία με τους συμμάρτυράς μου, κατά καιρούς δε ήμουν και σε απομόνωσι. Έπρεπε ν’ αντλώ από το απόθεμα των Γραφικών μου γνώσεων για να συντηρούμαι πνευματικώς. Μια μέρα ένας φιλικός δεσμοφύλαξ έβαλε κρυφά μια Γραφή μέσα στο κελλί μου. Αυτό μου υπενθύμισε τον άγγελο που έφερνε τροφή στον Ηλία—τόσο απροσδόκητο ήταν αυτό. (1 Βασ. 19:5-8) Ήταν παρηγορητικό να διαλογίζομαι γιατί υπέφερα—διότι δεν είχα δειλιάσει ούτε σιωπήσει, αρνούμενος ν’ αποκρύψω τους λόγους του Ιεχωβά, του Αγίου.—Ιώβ 6:10.
Πολύ επικίνδυνοι ήσαν εκείνοι οι κοσμικοί που προσπαθούσαν να δώσουν συμβουλές εκείνο τον καιρό. Ένας άλλοτε έγκλειστος σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ένας πολιτικός κρατούμενος, στον οποίον είχα δώσει μαρτυρία για τη Βασιλεία, περιέγραψε τις δικές του πείρες και είπε: «Να είσαι ευφυής και να υπογράψης. Από τους 400 Μάρτυρας του στρατοπέδου μας, κάθε μέρα δεκαπέντε που δεν εδέχοντο να υπογράψουν, τους έστελναν στον άδη.» Αλλ’ εγώ ήξερα καλά ποια πορεία θα τιμούσε τον Ιεχωβά.
Τον Ιανουάριο του 1940 κατέληξα στο στρατόπεδο Σαξενχάουζεν, κοντά στο Βερολίνο. Εδώ βρήκα άλλους 400 Μάρτυρας. Αυτοί είχαν απομονωθή από τον Μάρτιο του 1938 και δεν είχαν τα δικαιώματα που απελάμβαναν άλλοι κρατούμενοι. Δεν ελάμβαναν εφημερίδες, ούτε βιβλία και, πρωτίστως, δεν ελάμβαναν επιστολές. Αργότερα, επετράπη μια επιστολή από πέντε γραμμές τον μήνα. Οι χλευασταί ενέπαιζαν: «Πού είναι τώρα ο Ιεχωβά σας;» Υπήρχαν και ατυχήματα, επίσης. Ένας ηλικιωμένος πέθανε στα χέρια μου, πιστός μέχρι θανάτου. Τα τελευταία του λόγια ήσαν για την ενθάρρυνσί μας να μείνωμε σταθεροί.
Υπήρχαν ακόμη ευκαιρίες να δώσωμε μαρτυρία για τη Βασιλεία. Παραδείγματος χάριν, τριάντα από μας τους Μάρτυρας ξεχωρίστηκαν για να βοηθήσουν στο κτίσιμο ενός νέου κέντρου των Ες-Ες στο Βερολίνο. Καθώς ετελείωνα μια συζήτησι που είχα μ’ έναν αρχηγό των Ες-Ες, συνέβη να πω: «Κύριε, είσθε ένας στρατιώτης. Κι εγώ επίσης είμαι στρατιώτης.» Είχα υπ’ όψιν τα εδάφια 2 Τιμ. 2:2-4. Ύστερ’ απ’ αυτό, σε δύσκολους καιρούς ήθελε να με βοηθή, λέγοντας στους άνδρας του: «Αφήστε ήσυχο τον Όλτμανς. Ο Όλτμανς είναι στρατιώτης!»
Την άνοιξι του έτους 1941 συνετάχθη ο ενδέκατος ύμνος του υμνολογίου «Άδοντες και Ψάλλοντες εν ταις Καρδίαις Υμών.» Ο Ιεχωβά αληθινά μας ενίσχυε να συνεχίσουμε απτόητοι. Με τον απόστολο Παύλο μπορούσαμε να δηλώσωμε μ’ εμπιστοσύνη: «Κατά πάντα θλιβόμενοι, . . . απορούμενοι. . . . διωκόμενοι, . . . καταβαλλόμενοι, αλλ’ ουχί απολλύμενοι.»—2 Κορ. 4:8, 9.
Λίγη ανακούφισι είχαμε τον Σεπτέμβριο του 1941. Το μεσημέρι ακούσαμε από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου: «Μάρτυρες του Ιεχωβά, σπουδασταί των Γραφών, προσοχή! Μόνο πέντε λεπτά έχετε για φαγητό, και κατόπιν βγήτε αμέσως!» Μας επετράπη να φύγωμε από την ποινική περιοχή όπου είχαμε απομονωθή από τους άλλους. Τώρα μας μετεχειρίζοντο όπως και τους άλλους κρατουμένους του στρατοπέδου. Εζητούμεθα ως αξιόπιστοι εργάται. «Αυτοί πρέπει να κερδηθούν με κολακείες, αφού αυτοί μόνο είναι οι πιο αποφασισμένοι υπό πίεσιν»—αυτά ήσαν γραμμένα σε μια επιστολή των Ες-Ες. «Τους χρειαζόμεθα και μετά τον πόλεμο για να εγκατασταθούν στα ανατολικά μέρη, όπου μπορούν να κηρύττουν το ευαγγέλιο της ειρήνης στους Σλαυικούς λαούς.»
Τότε συνεχίσαμε τις εκκλησιαστικές μας μελέτες. Πραγματικά, μερικοί από τους φρουρούς που ήσαν στους πύργους το περίμεναν αυτό, διότι ήθελαν να μας ακούουν να ψάλλωμε λαϊκά άσματα και κατόπιν έναν ύμνο της Σιών, ύστερ’ από τον οποίον επακολουθούσε προσευχή και συμμελέτη μας. Αλλά μια ημέρα ήλθε εκεί ένας νέος επόπτης του συγκροτήματος. Θα μπορούσαμε να έχουμε τη συμμελέτη μας όπως συνήθως; Γιατί όχι; Προσευχηθήκαμε γι’ αυτό και κατόπιν προχωρήσαμε. Έξαφνα, στο μέσον της μελέτης μας περί του Δανιήλ, κεφάλαιον 11, άνοιξε η πόρτα του ημερησίου θαλάμου και στάθηκε εκεί ο νέος αρχηγός του συγκροτήματος. Πιστεύω ότι αυτός συγκλονίσθηκε περισσότερο από μας. Έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό περίπου και κατόπιν μας έκαμε νόημα ότι θα μπορούσαμε να συνεχίσωμε. Πόσο ενθουσιωδώς εψάλαμε τον τελικό μας ύμνο!
Τον Αύγουστο του 1941 προδοθήκαμε από ένα μέλος ενός δόγματος του «Χριστιανικού κόσμου.» Ένα πρωί ερευνήθηκαν τα πάντα, ακόμη και οι σάκκοι του αχύρου επάνω στους οποίους εκοιμώμεθα. Βρέθηκε μια μεγάλη ποσότης εντύπων. Κατόπιν επεβλήθη η τιμωρία—δεκαπέντε από μας υπέστησαν είκοσι πέντε μαστιγώματα ο καθένας. Ένας άξιος, που προσεπάθησε ν’ αναλάβη την ενοχή για να προστατεύση τους άλλους, υπέστη πενήντα μαστιγώματα. Κατόπιν όλοι έπρεπε να μεταφέρωμε δυο φορές πέτρες βαριές.
Τον Μάρτιο του 1943 μας φόρτωσαν σε βαγόνια μεταφοράς ζώων, με τα παράθυρα φραγμένα με συρματοπλέγματα και μας μετέφεραν σιδηροδρομικώς μέσω Βελγίου και Παρισίων στο γραφικό Σαίν-Μαλό. Εκεί είδαμε τα πρώτα φοινικόδενδρα. Διαπεραιωθήκαμε στο Βρεττανικό νησί Άλντερνυ, που ήταν τότε κατειλημμένο από Γερμανικό στρατό. Δεν μας έβλαψε το να έχωμε ένα αναψυκτικό θαλάσσιο ταξίδι, ύστερ’ απ’ όλους εκείνους τους μήνες της κρατήσεως. Στο πετρώδες εκείνο νησί κάποιος μου έδωσε μια Αγγλική Γραφή, ένα Γερμανο-Αγγλικό λεξικό και τα βιβλία Κυβέρνησις και Καταλλαγή. Τα Ες-Ες ενόμισαν ότι εγώ μελετούσα τη γλώσσα, αλλά στην πραγματικότητα η ομάδα μας ελάμβανε και πάλι εποικοδόμησι πνευματικώς.
ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΡΟΦΗΣ
Επακολούθησε η Συμμαχική εισβολή το 1944. Η επιθανάτιος πάλη του «χιλιετούς Ράιχ» προχωρούσε, και μπορούσαμε κι εμείς να την αισθανθούμε. Ύστερ’ από τρεις εβδομάδες, ένα από τα τελευταία Γερμανικά πλοία που απέπλευσαν από το Χερβούργο, μας παρέλαβε και μας μετέφερε στο ηλιόλουστο νησί Γκέρνσυ. Είχε σχεδιασθή η καταβύθισις του πλοίου με όλο του το φορτίον των αβοήθητων κρατουμένων, αλλ’ ο πλοίαρχος δεν ήταν σύμφωνος. Τελικά εφθάσαμε στην Ιερσέη και ύστερ’ από λίγες μέρες ένας καλός πηδαλιούχος μάς πέρασε από τον Συμμαχικό αποκλεισμό και μας απεβίβασε πάλι στο Σαίν-Μαλό.
Κατόπιν άρχισε μια σιδηροδρομική διαδρομή στην Ευρώπη. Οι πιλότοι των Συμμάχων προσπαθούσαν να θέσουν τη σιδηροδρομική μηχανή εκτός ενεργείας, αλλ’ απέφευγαν να βομβαρδίσουν τα βαγόνια, διότι αυτά μετέφεραν αντάρτας αιχμαλώτους καθώς κι Αμερικανούς αιχμαλώτους, και τη δική μας ομάδα. Στον δρόμο μας δια μέσου της Γαλλίας, οι άνθρωποι έδειξαν πολλή καλοσύνη, δίνοντας μας συχνά καλό κρασί όταν ζητούσαμε νερό. Δυστυχώς, όμως, μερικοί από μας πέθαναν σ’ αυτό το ταξίδι. Σ’ ένα μέρος τρεις Μάρτυρες ετάφησαν μαζί σ’ ένα ενιαίο τάφο. Τα σαρκικά των σώματα δεν μπορούσαν πια ν’ ανθίζουν, μολονότι αυτοί πνευματικώς ήσαν ισχυροί.
Πέρασαν εβδομάδες. Επεράσαμε από την Φλάνδρα, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Δεν εσταματήσαμε ούτε εκεί. Οι αιχμαλωτισταί μας μάς πήγαιναν εδώ κι εκεί, μέσ’ από την Τσεχοσλοβακία και τελικά στο στρατόπεδο Μέννιγκχολτς του Στέυρ. Πόσο ευγνώμονες ήμεθα όταν ήλθε ο Μάιος και μπορούσαμε να βλέπομε να κυματίζη η λευκή σημαία! Εκλάψαμε από τη χαρά μας. Ποθούσαμε να ξαναϊδούμε τις οικογένειες μας. Άρά γε ζούσαν ακόμη; Έπειτα θέλαμε να επανέλθωμε στον Χριστιανικό μας αγώνα πάλι, στον πνευματικό πόλεμο για τον οποίο ήμεθα εγγεγραμμένοι ως στρατιώται. Αλλ’ η κυκλοφοριακή κίνησις είχε φθάσει σε στασιμότητα. Η χώρα είχε ερημωθή.
Ευτυχώς βρήκαμε ένα παλιό στρατιωτικό φορτηγό αυτοκίνητο και το επεσκευάσαμε. Εκάμαμε και μια σημαία με τις λέξεις, «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά Επιστρέφουν από τα Στρατόπεδα Συγκεντρώσεως.» Με αυτή τη σημαία και με κλαδιά σημύδας, και με τα ρούχα της φυλακής ακόμη, εμείς οι πενήντα Μάρτυρες ταξιδεύαμε χαρωποί μέσω Βαυαρίας και Σαξονίας προς τη Λειψία. Εκεί αποχωρισθήκαμε, και, όπως προηγουμένως είχα υποσχεθή, επέστρεψα στο σπίτι ακριβώς το βράδυ. Ήταν η 4η μέρα του Ιουνίου—ακριβώς επτά χρόνια μετά την απαγωγή μου από τη Γκεστάπο!
ΠΙΣΩ ΣΠΙΤΙ—ΑΛΛ’ ΟΧΙ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
Τα παιδιά, επίσης, ήσαν σώα στο σπίτι όταν έφθασα. Συγκινητικό ήταν να διαβάσω την έκθεσι του δικαστού περί αυτών, όταν ήσαν μόνο δώδεκα και εννέα ετών. «Δεν θα πούμε Χάιλ Χίτλερ,» είπαν. «Δεν θα χαιρετήσωμε τη σημαία του Χίτλερ. Δεν θα ενωθούμε με τη Β.Δ.Μ. μολονότι γνωρίζομε, ότι δεν θα μας επιτραπή να μείνωμε με τη μητέρα. Ο πατέρας μας είναι σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως επειδή πιστεύει στον Θεό. Οι κληρικοί λέγουν ότι κι αυτοί, επίσης, πιστεύουν στον Θεό, αλλά δεν είναι σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, διότι αυτοί συμβιβάζονται.» Ασφαλώς αυτά ευλογήθηκαν με μια στοργική μητέρα, η οποία με θάρρος μελετούσε τον λόγον του Θεού μαζί τους κάθε μέρα.
Αλλά τότε δεν ήταν καιρός απουσίας με άδεια. Ο Ιεχωβά μέσω της οργανώσεώς του καλούσε όλους τους στρατιώτας του Χριστού να μείνουν άγρυπνοι κι απασχολημένοι. Είχα το προνόμιο να διορισθώ ως ειδικός περιοδεύων εκπρόσωπος της Εταιρίας Σκοπιά στη βορειοδυτική Γερμανία. Θα μπορούσα να συνεχίσω; Μια αδύνατη καρδιά δεν αποτελούσε ενθάρρυνσι για μένα. Εν τούτοις, ο Ιεχωβά απήντησε στις προσευχές μας, και οι αδελφοί παντού ήσαν πάρα πολύ ενθαρρυντικοί. Πραγματικά, εκκλησίες μαρτύρων του Ιεχωβά ανεφύοντο ως τα μανιτάρια που ξεφυτρώνουν ύστερ’ από μια βροχή θερμού θέρους.
Και πώς υπερεχείλιζε το ποτήριό μας από τότε! Η υπηρεσία έργου αποκαταστάθηκε στο έτος 1947· η πρώτη μας μεταπολεμική συνέλευσις έγινε στο Κάσσελ το 1948· μεγάλη, ανεκλάλητη χαρά ήταν να πετάξωμε πάνω από τον ωκεανό το 1950 για την πελώρια συνέλευσι «Αύξησις της Θεοκρατίας» στο Στάδιο Γιάγκη της Νέας Υόρκης, όπου ήσαν παρόντες εβδομήντα από μας από τη Γερμανία. Επεράσαμε μια πύρινη δοκιμασία. Τώρα το ποτήριο της ευλογίας μας υπερχειλίζει.
Αλησμόνητες, επίσης, ήσαν οι συνελεύσεις της Νυρεμβέργης, που διεξήχθησαν στα πεδία του κόμματος του Ράιχ. Οι 144 στύλοι έγιναν σύμβολα της νίκης της θριαμβευούσης βασιλείας του Θεού υπό το σκήπτρον και το στέμμα του διωρισμένου Βασιλέως του, Χριστού Ιησού. Στο έτος 1955, 107.000 και πλέον πιστοί υπήκοοι εκείνου του «Άρχοντος και Προστάττοντος» εγέμισαν αυτούς τους χώρους κι έψαλλαν άσματα αίνου στον Ιεχωβά των δυνάμεων. Από τον πύργο προσέβλεπα σ’ αυτή την απέραντη συρροή κι εγέμισαν τα μάτια μου από δάκρυα χαράς. Υπό τον Βασιλέα Χριστό τα πλήθη εμάθαιναν να κάνουν ό,τι δεν μπορούσε να κάμη κοσμική θρησκευτική ή πολιτική οργάνωσις—να ενώσουν ανθρώπους όλων των εθνών με ειρήνη και στοργική συνεργασία.
Σεις, νεαροί, που στέκεσθε στο κατώφλι της ολοχρονίου υπηρεσίας ανεμπόδιστοι, μη λέγετε, «Δεν είμαι ικανός να υπηρετήσω,» ή, «Είναι πάρα πολύ για μένα.» Προχωρήστε με τη δύναμι του Ιεχωβά. Αυτός θα σας υποστηρίξη και θα σας ενισχύση ακριβώς όπως έκαμε και σ’ ένα «νέφος μαρτύρων» τόσο στους αρχαίους όσο και στους συγχρόνους καιρούς. Έχετε υπ’ όψιν ότι οι αληθινοί λάτρεις του Θεού είναι πολεμισταί, διότι ζούμε μέσα σ’ ένα ξένο, εχθρικό κόσμο. Ως τότε που η τελική νίκη του Ιεχωβά θα τερματίση για πάντα ολόκληρη την οργάνωσι του Σατανά, αποτελεί προνόμιό σας και δικό μας προνόμιο να είμεθα ‘καλοί στρατιώται Ιησού Χριστού,’ έτοιμοι ν’ αγωνισθούμε θεοκρατικά και να εγκαρτερήσωμε.