Η Βιβλική Αλήθεια Μού Έφερε Ελευθερία από τον Φόβο του Άδου
Αφήγησις από τον Πωλ Χάμμερ
Η ΖΩΗ άρχισε για μένα στο Τρόντχαϊμ της Νορβηγίας, στις 3 Μαΐου 1879. Εφόσον οι γονείς μου ήσαν μέλη της κρατικής εκκλησίας της Νορβηγίας, κι εγώ ανετράφην ως Λουθηρανός. Από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια η διδασκαλία ενός πυρίνου άδου ήταν βαθιά ριζωμένη στη διάνοιά μου. Είχα διδαχθή ότι είχα μια αθάνατη ψυχή και ότι στο θάνατο αυτή θα μετέβαινε είτε στον ουρανό είτε σ’ ένα πύρινον άδη. Επειδή αισθανόμουν ότι δεν ήμουν αρκετά καλός για να πάγω στον ουρανό, ανησυχούσα πολύ για το ότι θα πήγαινα σ’ ένα τόπο άδου. Ευρισκόμουν πράγματι υποδουλωμένος σ’ αυτή τη διδασκαλία.
Στην έρευνά μου για ελευθερία και ειρήνη διανοίας απεφάσισα να μεταναστεύσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, πράγμα που έκαμα το 1901. Ενόμιζα ότι με το να πωλήσω την ιδιοκτησία μου και να φύγω από τη Νορβηγία δεν θα ήμουν πια σε δουλεία. Αλλά στην Αμερική εξακολουθούσα να είμαι υποδουλωμένος στον φόβο ενός πυρίνου άδου όπως ακριβώς ήμουν και στη Νορβηγία. Έτσι συνέχισα την έρευνά μου για την αλήθεια και την ελευθερία, αλλά με μικρή ελπίδα να την βρω.
Απέκτησα ένα αγρόκτημα στη Βόρειο Ντακότα, και, στην έρευνά μου για την αλήθεια της Γραφής, επί χρόνια παρακολουθούσα από καιρό σε καιρό μια θρησκευτική σχολή των Λουθηρανών. Αναζητώντας κάτι καλύτερο, εξακολουθούσα να πηγαίνω, μολονότι συχνά εύρισκα τη διδασκαλία απογοητευτική. Έπαυσα να παρακολουθώ αυτή τη σχολή το 1918, όταν ήλθα σ’ επαφή με τους Διεθνείς Σπουδαστάς της Γραφής, όπως ήσαν γνωστοί οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Απέκτησα τους επτά τόμους των Γραφικών Μελετών και ενεγράφην, επίσης, συνδρομητής στο περιοδικό Η Σκοπιά.
Στις 11 Νοεμβρίου 1918, έλαβα από τον Στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών το ερωτηματολόγιο για την κατάταξί μου και τώρα μου προσετέθη άλλη μια ανησυχία, διότι ήμουν τελείως αντίθετος στον φόνο των συνανθρώπων μου. Ευτυχώς για μένα, ο πόλεμος έληξε ακριβώς εκείνη την ημέρα. Κατόπιν συνέβη κάτι που μ’ εβοήθησε ν’ απελευθερωθώ από τη θρησκευτική δουλεία. Είχε σχηματισθή η Κοινωνία των Εθνών, και οι εκκλησίες το υπεδέχθησαν αυτό μ’ επευφημίες ως την ελπίδα του κόσμου. Όταν ο πάστωρ της Λουθηρανής εκκλησίας άρχισε το κήρυγμά του υπέρ της Κοινωνίας και προσευχήθηκε γι αυτήν, εγκατέλειψα την εκκλησία του.
Ανεζήτησα τώρα τους Σπουδαστάς της Γραφής, και συνομιλήσαμε ως την ώρα δύο το πρωί. Εξακολουθούσα να επιμένω ότι έπρεπε να κάμουν κάτι για να βοηθήσουν ν’ αλλάξουν οι συνθήκες του κόσμου. Αλλ’ αυτοί μου έδειξαν από τη Γραφή ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να θεραπεύσουν αυτές τις συνθήκες και ότι οφείλομε ν’ αναμένωμε τον Ιεχωβά Θεό. Ύστερ’ από πολλή μελέτη και προσευχή, έλαβα τη στάσι μου υπέρ του Ιεχωβά και της βασιλείας του ως ένας υιός του της ελευθερίας. Τώρα ήμουν ελεύθερος και είχα κάτι για το οποίο να ζω. Τώρα υπήρχε κάτι που μπορούσα να κάμω. Τον Μάρτιο του 1919, στο Φάργκο, Βορείου Ντακότας, εσυμβόλισα με το βάπτισμα την αφιέρωσί μου να κάμω το θέλημα του Ιεχωβά και με την ουρανία ελπίδα υπ’ όψιν.
Μεταξύ των υποσχέσεων που ήσαν για μένα ειδικά πολύτιμες από τότε κι έπειτα ήσαν εκείνες που αναγράφονται στα εδάφια Εφεσίους 2:4-7: «Ο Θεός όμως πλούσιος ων εις έλεος, δια την πολλήν αγάπην αυτού με την οποίαν ηγάπησεν ημάς, και ενώ ήμεθα νεκροί δια τα αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού· (κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι)· και συνανέστησε, και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις δια Ιησού Χριστού· δια να δείξη εις τους επερχομένους αιώνας [συστήματα πραγμάτων, ΜΝΚ] τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού δια της προς ημάς αγαθότητος εν Χριστώ Ιησού.»
Μ’ αυτή την ελπίδα υπ’ όψιν αισθανόμουν τώρα ότι μπορούσα ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή που δίδεται στο εδάφιο Σοφονίας 3:8 (ΜΝΚ): «Προσμένετέ με, λέγει ο Ιεχωβά, μέχρι της ημέρας καθ’ ην εγείρομαι προς λεηλασίαν.» Τώρα ήμουν πρόθυμος να προσμένω ωσότου ο Ιεχωβά τακτοποιήση τις υποθέσεις της γης. Τι προνόμιο και χαρά ήταν να εννοώ τους σκοπούς του Ιεχωβά! Επί τέλους ήμουν ελεύθερος από τη δουλεία του Σατανά και των ψευδών του θρησκευτικών διδασκαλιών!
Καθώς εξακολουθούσα να μελετώ και να συναναστρέφωμαι τους Σπουδαστάς της Γραφής, διεπίστωσα ότι έπρεπε να κάμω περισσότερα για να βοηθήσω άλλους ν’ απολαύσουν την ελευθερία που απελάμβανα τώρα εγώ. Το 1925 μια ειδοποίησις δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Η Σκοπιά που καλούσε περισσοτέρους εργάτας στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν, που είναι, επίσης, γνωστά ως Μπέθελ. Ευχαρίστησα τον Ιεχωβά που απήντησε στις προσευχές μου και υπέβαλα αίτησι για υπηρεσία εκεί. Με προσεκάλεσαν το καλοκαίρι του 1925.
ΑΠΟΛΑΥΣΙΣ ΗΥΞΗΜΕΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Η υπηρεσία στο Μπέθελ εσημείωσε μια νέα εποχή ελευθερίας για μένα. Δεν είχα πια ανάγκη να ενδιαφέρωμαι για τροφή και στέγη, αλλά μπορούσα ν’ αφιερώνω όλο το χρόνο μου και την προσοχή μου στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Ο πρώτος μου διορισμός ήταν να είμαι θυρωρός. Αισθάνθηκα γι’ αυτό το προνόμιο όπως είχε αισθανθή ο ψαλμωδός ο οποίος έγραψε: «Ήθελον προτιμήσει να ήμαι θυρωρός εν τω οίκω του Θεού μου, παρά να κατοικώ εν ταις σκηναίς της πονηρίας.» Τι χαρά είχα να υπηρετώ στα κεντρικά γραφεία της οργανώσεως του Ιεχωβά στη γη!—Ψαλμ. 84:10.
Το 1929 ο αδελφός Ρόδερφορδ, πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, μου ζήτησε να υπηρετήσω σ’ ένα αγρόκτημα τριάντα έξη έικερς στο Στάτεν Άιλαντ. Εκεί ήταν, επίσης, η έδρα του ραδιοφωνικού σταθμού της Εταιρίας WBBR. Αφού εργάσθηκα εκεί μερικά χρόνια, υπηρέτησα πάλι ως θυρωρός στο Μπέθελ ως το 1936, οπότε διωρίσθηκα στο Αγρόκτημα της Βασιλείας στο Σάουθ Λάνσιγκ, Νέας Υόρκης, κοντά στην Ίθακα, για να φροντίζω για τους χοίρους και τα κοττόπουλα. Η Εταιρία το είχε αγοράσει το προηγούμενο έτος, και απετελείτο από πολλές εκατοντάδες έικερς. Καθώς εμεγάλωνε η οικογένεια του Μπέθελ του Μπρούκλυν, εγώ εξακολουθούσα ν’ απασχολούμαι στη φροντίδα των χοίρων. Παρακολούθησα μια σειρά μαθημάτων σχετικά με την αναπαραγωγή ζώων για να είμαι σε θέσι να φροντίζω καλύτερα για την εργασία μου. Τα Σαββατοκύριακα τα δαπανούσαμε στην υπηρεσία του αγρού όπως όλοι οι άλλοι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά, βοηθώντας άλλους να ελευθερωθούν από τη δουλεία των ψευδών θρησκευτικών διδασκαλιών.
Ήταν μια συγκινητική ημέρα για μας τους αγρότας, όταν ο πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, τώρα Ν. Ο. Νορρ, ανήγγειλε ότι, από την αρχή του Φεβρουαρίου 1943, το Αγρόκτημα της Βασιλείας θα εστέγαζε την ιεραποστολική σχολή Γαλαάδ και ότι θα είχαμε το προνόμια να εργαζώμεθα εμείς μαζί με τους σπουδαστάς κι εκείνοι μαζί με μας. Αυτό απεδείχθη ότι ήταν μια πραγματική ευλογία τόσο για την οικογένεια του αγροκτήματος όσο και για τους σπουδαστάς. Το 1949 διέκοψα για μερικές εβδομάδες την υπηρεσία μου στο αγρόκτημα για να επισκεφθώ τους φίλους και συγγενείς μου στο Τρόντχαϊμ, της Νορβηγίας κι έδωσα σ’ αυτούς πλήρη μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού· το ταξίδι είχε καταστή δυνατόν χάρις σε μια απροσδόκητη κληρονομία. Το 1955 είχα το προνόμιο να παρευρεθώ σ’ Ευρωπαϊκές συνελεύσεις, οπότε επισκέφθηκα και πάλι τους φίλους και συγγενείς μου στο Τρόντχαϊμ, Νορβηγίας, και να τους δώσω μαρτυρία και συγγράμματα μελέτης της Γραφής·
Πέντε περίπου χρόνια αργότερα η Σχολή Γαλαάδ μετεφέρθη στα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν. Για μερικά χρόνια είχαμε τότε μαζί μας την Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας, μια σχολή η οποία εξεπαίδευε επισκόπους εκκλησιών. Ένα έτος αργότερα μέρος του Αγροκτήματος της Βασιλείας πωλήθηκε κι έτσι πλείστοι από τους αγρότας μετεφέρθησαν στο Αγρόκτημα της Σκοπιάς, ενενήντα περίπου μίλια έξω από την πόλι της Νέας Υόρκης. Και μερικοί από μας μετεφέρθησαν στα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλυν. Έτσι, ύστερ’ από τριάντα έτη στο Αγρόκτημα της Βασιλείας, βρίσκομαι πάλι πίσω στο Μπέθελ του Μπρούκλυν. Το 1965 είχα μια καρδιακή προσβολή αλλά προσφάτως η υγεία μου βελτιώθηκε πολύ έτσι ώστε σε ηλικία ενενήντα ετών εξακολουθώ να είμαι σε θέσι να δαπανώ δύο ώρες κάθε πρωί και δύο κάθε απόγευμα σε εργασία γραφείου.
Τώρα, καθώς στρέφω το βλέμμα μου πίσω στην υπηρεσία μου στο Μπέθελ σαράντα τέσσερα και πλέον χρόνια, ευχαριστώ κάθε ημέρα τον Ιεχωβά για την αγαθότητά του και αισθάνομαι όπως ο ψαλμωδός Δαβίδ, ότι χάρις και έλεος με ακολούθησαν όλες τις ημέρες της ζωής μου, και θέλω κατοικεί στον οίκον του Ιεχωβά σε μακρότητα ημερών.—Ψαλμ. 23:6, ΜΝΚ.