Τιμημένος να Υπηρετώ με την Προοδευτική Οργάνωσι του Ιεχωβά
ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΥΠΟ ΤΖΩΝ ΜΠΟΓΚΑΡΤ
ΙΟΥΛΙΟΣ 1893, πέντε ή έξη περίπου χιλιόμέτρα μακριά από το Άμστερνταμ, Ολλανδίας, ήταν ο χρόνος και τόπος της γεννήσεώς μου. Οι γονείς μου περνούσαν μια σκληρή ζωή προσπαθώντας ν’ ανταπεξέλθουν στις ανάγκες μιας οικογενείας με πέντε παιδιά. Και οι δύο έπαθαν φυματίωσι, και ώσπου να φθάσω εγώ σε ηλικία δεκατριών ετών, είχαμε μείνει ορφανά. Ενθυμούμαι καλά το ότι έβλεπα τη μητέρα μου να φθίνη στο κρεββάτι δύο ολόκληρα χρόνια, φθάνοντας σε βάρος από 72 περίπου χιλιόγραμμα σε λίγο περισσότερο από 34 χιλιόγραμμα. Ο γιατρός δεν μπορούσε να κάμη τίποτε άλλο από το ν’ ανακουφίζη πότε-πότε την κατάστασί της.
Μια ανάμνησις που διατηρώ στοργικά είναι ο σεβασμός που έδειχνε η μητέρα μου για το όνομα του Δημιουργού, Ιεχωβά. Αυτό το όνομα δεν ήταν καθόλου ξένο στο σπίτι μας. Έξω από τον οικογενειακό κύκλο, όμως, ό,τι μπορώ να ενθυμηθώ είναι θλίψεις, αδικίες και πολλή στενότης αντιλήψεως. Όταν εμείς τα παιδιά μείναμε χωρίς γονείς, διασκορπισθήκαμε: τα δύο κορίτσια για να ζουν μαζί με την οικογένεια στην οποία ειργάζοντο, ένας αδελφός για να βοηθή στο αγρόκτημα ενός θείου, ο νεώτερος έμεινε να ζήση με τη γιαγιά, ενώ εγώ προσελήφθην από ένα αγρότη για δωμάτιο και τροφή κι ένα μικρό εβδομαδιαίο επίδομα δέκα σεντς.
Όταν ζούσε η μητέρα μου, επέμενε πάντοτε να πηγαίνωμε στην εκκλησία κάθε Κυριακή πρωί. Με τα ξύλινα παπούτσια μας φρεσκοκαθαρισμένα έπρεπε να καθήσωμε εκεί τρεις ή τέσσερες ώρες στο υγρό κρύο ενώ το μονότονο κήρυγμα συνεχίζετο. Ταυτόχρονα περιεφέρετο ο δίσκος εισφορών τουλάχιστον τρεις φορές. Εκείνος ο κήρυξ δεν ήταν πολύ καλά, διότι ενθυμούμαι ότι αυτοκτόνησε πηδώντας με το κεφάλι κάτω σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Φυσικά, δεν αποκομίζαμε καμμιά ωφέλεια από τις ομιλίες του.
Τώρα ήμουν ένας εργάτης αγροκτήματος, ηλικίας δεκατριών ετών. Έπρεπε να σηκώνωμαι στις τέσσερες κάθε πρωί, και ν’ αρχίζω ν’ αρμέγω και να τρέφω τα ζώα, και να κάνω πολλές άλλες εργασίες ως τις έξη ή επτά τη νύχτα. Την Κυριακή πρωί ο αγροκτήμων μαζί με την οικογένειά του μ’ έπαιρναν στην εκκλησία, και κατόπιν ήμουν ελεύθερος το υπόλοιπο της ημέρας ως την ώρα του αρμέγματος και της διατροφής των ζώων το βράδυ. Όταν έγινα δεκαέξη ετών, είχα ήδη εργασθή σε τρεις διαφόρους αγροκτήμονας.
Κατόπιν ήλθε μια μεγάλη αλλαγή. Μια από τις αδελφές μου εδέχθη μια πρόσκλησι να μεταβή στην Αμερική και να εργασθή για λογαριασμό κάποιου στην Καλιφόρνια. Σε λίγο συνήντησε κάποιον ο οποίος την εζήτησε σε γάμο, και πήγαν στην Αλμπέρτα του Καναδά, κι εγκατεστάθησαν σε μια έκτασι 640 περίπου στρεμμάτων, κάτω από την εποικιστική προμήθεια της Καναδικής Κυβερνήσεως. Μου έγραψαν και προσεφέρθησαν να μου πληρώσουν το εισιτήριο για τον Καναδά, αν ήμουν διατεθειμένος να πάω να τους βοηθήσω στο κτήμα των. Δέχθηκα ευχαρίστως, και το 1910 διέσχιζα τον ωκεανό μεταβαίνοντας εκεί.
Εξερράγη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και δεν ήσαν πια δυνατές οι κανονικές συνθήκες. Ένας κήρυξ, όπως μπορώ να θυμηθώ, εδήλωσε ότι αν ευρίσκοντο εννέα νέοι στην εκκλησία του, οι οποίοι θα κατετάσσοντο στον στρατό, αυτός ο ίδιος θα εγίνετο ο δέκατος. Έτσι, στις αρχές του 1916 με κατέταξαν στο Μηχανικό του Καναδικού στρατού και σύντομα μ’ έστειλαν στην Αγγλία. Παρέμεινα εκεί τρία χρόνια, διότι διεπίστωσαν ότι τα μάτια μου ήσαν ελαττωματικά. Μ’ έκαμαν αρχιφύλακα της αστυνομίας, για να συνοδεύω κακοποιούς και λιποτάκτας μεταξύ της φυλακής και της μονάδος Μηχανικού, και να συμμετέχω στα αθλητικά γεγονότα για την ψυχαγωγία του στρατού.
Οφείλαμε να παρακολουθούμε τακτικά τις θρησκευτικές συναθροίσεις και, ν’ ακούμε τον στρατιωτικό ιερέα, ντυμένο με στολή αξιωματικού, ο οποίος μας έλεγε ότι, αν είμεθα καλοί στρατιώται, θ’ αποτελούσαμε μέρος του αντιπροσωπευτικού εξιλασμού των αμαρτιών των ανθρώπων. Σ’ εμένα αυτό προκαλούσε έντονη αηδία και μου έφερνε στη μνήμη αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, όταν βλέπαμε τόση υποκρισία και λίγο πραγματικό στοργικό ενδιαφέρον για τις χήρες και τα ορφανά.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΠΕΙΡΕΣ
Φυσικά, μόλις αποστρατεύθηκα έσπευσα να επιστρέψω στον Καναδά. Εφόσον επέστρεφα ως στρατιώτης, μπορούσα να δικαιούμαι προτεραιότητα από τους απλούς πολίτας που υπέβαλλαν αιτήσεις για κυβερνητικές θέσεις. Ένα από τα πρώτα επαγγέλματά μου ήταν ένα κυβερνητικό συμβόλαιο να έχω ένα ταχυδρομικό και επιβατικό δρομολόγιο μεταξύ του Πης Ρίβερ και του Ντάνβεγκαν στην περιοχή του Πης Ρίβερ της Αλμπέρτα. Εφόσον η απόστασις ήταν 261 περίπου χιλιόμετρα και διενύετο με άλογα, μόνο μια φορά την εβδομάδα μπορούσε να διεξάγεται. Εδίδετο άφθονη ευκαιρία συνομιλίας με τους επιβάτας. Ενθυμούμαι καλά ένα επιβάτη, ένα πνευματιστή, που μου έλεγε όλα τα πράγματα μιας παράξενης καταστάσεως που είχε ιδεί και ακούσει. Απεφάσισα να ερευνήσω τις πεποιθήσεις του όταν κάποτε θα εδίδετο η ευκαιρία.
Κατόπιν υπήρχε ο άνθρωπος που μου είπε να διαβάσω τους επτά τόμους του Καρόλου Τ. Ρώσσελ από το Πίτσμπουργκ, Πενσυλβανίας. Μου είπε πώς, όταν τα βιβλία είχαν απαγορευθή, αυτός πήγαινε στα δάση και τα διάβαζε επί ώρες. Εκείνο που του προξένησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν αυτό με τον τίτλο «Η Μάχη του Αρμαγεδδώνος.» Απορούσε ποια στάσι έπρεπε να λάβη όταν θα ήρχετο.
Τελικά, παραιτήθηκα από την ταχυδρομική υπηρεσία και απεφάσισα να μεταβώ στο Έντμοντον, όπου ζούσε τώρα ο αδελφός μου με τη νεαρή οικογένειά του. Είχα τη γνώμη ότι θα είχα καλύτερες ευκαιρίες να ερευνήσω τον πνευματισμό κι επίσης να εξετάσω ευρύτερα τα βιβλία του Ρώσσελ, τα οποία είχαν εκδοθή από τον Διεθνή Σύλλογο των Σπουδαστών της Γραφής. Όταν έφθασα στο σπίτι του αδελφού μου, τα πράγματα εφαίνοντο να είχαν αλλάξει. Η σύζυγός του και τα δυο του αγόρια ήσαν ήσυχα και ευσεβή. Ο αδελφός μου είχε νυκτερινή εργασία, και προτού φύγη για την εργασία του με ρώτησε αν ήθελα να συμμετάσχω στην προσευχή των. ‘Τι του συμβαίνει;’ διερωτώμουν. Ωστόσο δεν συνέδεα την αλλαγή στο σπίτι του με τον αντικειμενικό μου σκοπό—να μάθω περισσότερα για τους Σπουδαστάς της Γραφής.
Η επομένη ημέρα ήταν Κυριακή και η οικογένεια ετοιμάσθηκε να μεταβή σε κάποια συνάθροισι. Ετοιμάσθηκα κι εγώ, επίσης, και ταξίδευσα με το ίδιο τροχιοδρομικό όχημα, αλλά εγώ συνέχισα δύο στάσεις ακόμη προτού κατεβώ για να ζητήσω πληροφορίες για τη συνάθροισι των Σπουδαστών της Γραφής. Εκεί άκουσα μια πολύ διαφωτιστική διάλεξι, και όταν επέστρεψα στο σπίτι του αδελφού μου ήμουν έτοιμος να μιλήσω γι’ αυτήν, όταν διεπίστωσα ότι αυτός συζητούσε ήδη για την ιδία διάλεξι με την σύζυγό του. Μπορείτε να φαντασθήτε τη μεγάλη χαρά που είχαμε, όταν αντιληφθήκαμε ότι είχαμε ακούσει και απολαύσει την ιδία διάλεξι. Ο αδελφός μου φαίνεται, μελετούσε ήδη την Αγία Γραφή επί ένα περίπου έτος.
Παραιτήθηκα από την εργασία μου στους σιδηροδρόμους για λίγους μήνες και άρχισα να πηγαίνω στις συναθροίσεις και να μελετώ τακτικά. Ως τον χειμώνα του 1923 είχα φθάσει στον αντικειμενικό σκοπό που είχα θέσει μπροστά μου—αφιερώθηκα στον Θεό και στο να πράττω το θέλημά του. Τον Απρίλιο οι σιδηρόδρομοι, εζήτησαν να επανέλθω για την κατασκευή γεφυρών, αλλά τώρα ήθελα να χρησιμοποιώ τον χρόνο μου στην υπηρεσία της βασιλείας του Θεού. Έγραψα στον επίσκοπο της εκκλησίας των Σπουδαστών της Γραφής του Έντμοντον—τότε διέμενα 104 περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλεως—και ζήτησα μερικά έντυπα για διανομή. Εδοκίμασα απογοήτευσι, όταν μου έστειλε μόνο μερικά βιβλιάρια τα οποία διέθεσα γρήγορα. Έγραψα πάλι αμέσως, εσωκλείοντας μια επιταγή 30 δολλαρίων και ζητούσα να μου στείλη ίσης αξίας έντυπα αμέσως.
Αισθανόμουν τότε πραγματική ικανοποίησι προσφέροντας τα έντυπα στους ανθρώπους σ’ εκείνη τη μικρή πόλι, και προσπαθώντας να τους κάνω να ενδιαφερθούν γι’ αυτά που είχε να πη η Γραφή για το επείγον του καιρού μας. Οι αντιδράσεις ήσαν ποικίλες, μερικές φορές σκληρές, αλλά συχνά πολύ καλές. Κατόπιν ήλθε η πληροφορία ότι επρόκειτο να γίνη μια μεγάλη συνέλευσις στο Έντμοντον και ότι ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ, τότε πρόεδρος της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά, θα έδινε τη δημοσία διάλεξι. Στο μεταξύ οι Σπουδασταί της Γραφής του Έντμοντον είχαν ειπεί στον πρόεδρο της Εταιρίας για τον άνθρωπο, ο οποίος εζήτησε έντυπα αξίας 30 δολλαρίων. Εκείνος θέλησε να συναντήση αυτόν τον άνθρωπο. Έτσι τον Ιούλιο του 1923 με παρουσίασαν σ’ αυτόν, ο οποίος μ’ ερώτησε αν ήθελα να πάω στο Μπέθελ, στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν, Νέας Υόρκης. Όταν μου είπε ότι υπήρχε πολλή σκληρή εργασία εκεί, δέχθηκα την πρόσκλησι με ανυπομονησία.
ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ
Μολονότι είχα μελετήσει με τους Σπουδαστάς της Γραφής μόνο οκτώ περίπου μήνες, γρήγορα διεπίστωσα ότι η υπηρεσία μαζί με την προοδευτική οργάνωσι του Ιεχωβά ήταν η απάντησις σε πολλά πράγματα. Τώρα μπορούσα να υπηρετώ ανιδιοτελώς για να μπορούν πλήθη άλλων ανθρώπων να λαμβάνουν διαφωτιστικά Γραφικά έντυπα. Η ακριβής γνώσις των βουλών του Θεού όπως εκτίθενται στη Γραφή με βοήθησε να εννοήσω πολλά πράγματα που βασάνιζαν το μυαλό μου και που είχα λάβει πείρα, όπως οι ψυχροί και στενής αντιλήψεως άνθρωποι που είχα συναντήσει στα νεανικά μου χρόνια, οι ιερείς του στρατού, οι οποίοι συνηγορούσαν υπέρ του φόνου, τα μυστήρια του πνευματισμού και ο επιβάτης με το δίλημμά του σχετικά με τον Αρμαγεδδώνα. Όλ’ αυτά έγιναν τώρα κατανοητά κάτω από το φως όσων διδάσκει η Γραφή.
Αργότερα εγνωρίσθηκα με την Κάθρυν Χάρρις, η οποία υπηρετούσε ήδη έξη χρόνια στα κεντρικά γραφεία του οίκου Μπέθελ, και σκεφθήκαμε ότι θα ήταν καλό να διανύσωμε μαζί ως σύζυγοι ό,τι μας επεφύλασσε το μέλλον. Με την άδεια του Προέδρου Ρόδερφορδ να παραμείνωμε στα κεντρικά γραφεία νυμφευθήκαμε δεόντως, και απολαύσαμε από τότε πολλά χαρούμενα προνόμια μαζί μέσα στην προοδευτική οργάνωσι του Ιεχωβά. Ήταν θαυμάσιο να ζη κανείς τα σπουδαία εκείνα χρόνια στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας. Αποκτήσαμε μια σαφή όρασι του διαχωρισμού μεταξύ της παγκοσμίου οργανώσεως του Σατανά και της οργανώσεως του Θεού. Είχαμε με χαρά συμμετοχή στην αποδοχή του ονόματος μάρτυρες του Ιεχωβά το 1931. Είδαμε τα «άλλα πρόβατα» του Ιεχωβά να χωρίζωνται στα δεξιά της ευνοίας του Χριστού και να προσέρχωνται σε μεγάλους αριθμούς να υπηρετήσουν κάτω από την διευθέτησι του Θεού. (Ιωάν. 10:16· Ματθ. 25:31-33) Ασφαλώς ‘το ποτήριόν μας είχε υπερχειλίσει.’—Ψαλμ. 23:5.
Το 1937 είχαμε το προνόμιο να λάβωμε διορισμό υπηρεσίας στο αγρόκτημα της Εταιρίας Σκοπιά, που ελέγετο Αγρόκτημα της Βασιλείας, κοντά στο Σάουθ Λάνσιγκ, Ν. Υόρκης, όπου εξακολουθήσαμε εργαζόμενοι επί έξη χρόνια. Ύστερ’ από δεκαπέντε χρόνια ζωής στην πόλι, ήταν μια πραγματική αλλαγή να βρεθούμε έξω στον καθαρό αέρα της υπαίθρου και να παραμένουμε στην υπηρεσία, συμμετέχοντας στα προνόμια μαζί με τους συνεργάτας μας των κεντρικών γραφείων. Εδώ είχαμε την ευχαρίστησι να βλέπωμε τα ζωτικά προϊόντα της γης ν’ αποστέλλονται καθημερινά για την διατήρησι της υγείας και των δυνάμεων όλων εκείνων οι οποίοι υπηρετούσαν στο Μπέθελ του Μπρούκλυν.
Θα μπορούσε ν’ αναμένη κανείς ότι τα πράγματα θα είναι πάντα ειρηνικά στην ύπαιθρο, αλλά το 1939 παρουσιάσθηκαν στην περιοχή του Αγροκτήματος της Βασιλείας συνθήκες, οι οποίες έδειξαν ότι ο Διάβολος εμάχετο σκληρά για να διασπάση την οργάνωσι και να σταματήση την από μέρους της διακήρυξι των αγαθών νέων της Βασιλείας. Επί εβδομάδες κυκλοφορούσαν κακές διαδόσεις ότι εσχηματίζοντο συμμορίες φανατικών με τον δεδηλωμένο σκοπό να επιπέσουν στο αγρόκτημα και να διαπράξουν βανδαλισμούς. Τελικά, μια μέρα ένας ηλικιωμένος, ο οποίος περνούσε τακτικά από το αγρόκτημα, μας είπε ότι έπρεπε ν’ αναμένωμε εκείνη τη νύχτα επισκέπτας οι οποίοι είχαν σκοπό να «διασκεδάσουν» μαζί μας. Ειδοποιήσαμε αμέσως τον αστυνομικό σταθμάρχη και την αστυνομία της πόλεως, και ήταν καλό που ενεργήσαμε έτσι.
Στις έξη το απόγευμα οι συμμορίες άρχισαν να συγκεντρώνονται, το ένα αυτοκίνητο ύστερ’ από το άλλο, ωσότου συνεκεντρώθησαν τριάντα ή σαράντα φορτωμένα αυτοκίνητα. Ο αστυνομικός σταθμάρχης και οι άνδρες του έφθασαν και άρχισαν να σταματούν τους οδηγούς των αυτοκινήτων και να ελέγχουν τις άδειές των και να τους προειδοποιούν εναντίον κάθε κινήσεως που θα έκαναν κατά του Αγροκτήματος της Βασιλείας. Αυτοί άρχισαν να πηγαίνουν και να έρχωνται κατά μήκος της δημοσίας οδού που βρίσκεται απέναντι στην ιδιοκτησία μας ως αργά τη νύχτα, αλλά η παρουσία της αστυνομίας τους εκράτησε στη λεωφόρο κι εματαίωσε το σχέδιό των να καταστρέψουν το αγρόκτημα. Ήταν μια πολύ αγωνιώδης νύχτα για όλους μας εκεί στο αγρόκτημα, αλλά μας ήρχετο στο νου ζωντανά η διαβεβαίωσις του Ιησού στους ακολούθους του: «Θέλετε είσθαι μιμούμενοι υπό πάντων δια το όνομά μου· πλην θριξ εκ της κεφαλής σας δεν θέλει χαθή.»—Λουκ. 21:17, 18.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΠΡΟΟΔΟΣ
Η προοδευτική οργάνωσις του Ιεχωβά εξακολουθεί να προχωρή. Το 1943, την 1η Φεβρουαρίου, επρόκειτο να κάμη έναρξι η Βιβλική Σχολή της Σκοπιάς Γαλαάδ για την εκπαίδευσι ιεραποστόλων που θα υπηρετούν σε αγρούς του εξωτερικού. Εγίνοντο αλλαγές κι έτσι είμεθα ανάμεσα σ’ εκείνους οι οποίοι διωρίζοντο και πάλι για υπηρεσία στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν. Τι προνόμιο! Και είμεθα ακόμη εδώ, αφού είχαμε την αγαλλίασι να ιδούμε την οργάνωσι ν’ αυξάνη από μικρές αρχές ως το σημείο όπου το τακτικό προσωπικό τώρα ν’ αριθμή οκτακόσια και πλέον πρόσωπα, πράγμα που μου υπενθυμίζη αυτό που προείπε ο προφήτης του Θεού: «Το ελάχιστον θέλει γείνει χίλια· και το ολιγοστόν, ισχυρόν έθνος· εγώ ο Ιεχωβά θέλω επιταχύνει τούτο κατά τον καιρόν αυτού.»—Ησ. 60:22, ΜΝΚ.
Είμαι, βέβαιος ότι ο μεγαλύτερος στον κόσμο λογαριασμός καταθέσεων στην τράπεζα δεν μπορεί να φέρη την ικανοποίησι που έχομε απολαύσει κι εξακολουθούμε ν’ απολαμβάνωμε στον ένδοξο θησαυρό της υπηρεσίας που μας εχάρισε ο Θεός. Καθώς βλέπομε ολόγυρα την ευτυχισμένη και πολυάσχολη οργάνωσι που έφερε στο είναι ο Ιεχωβά σ’ αυτές τις ‘έσχατες ημέρες,’ ενθυμούμεθα ότι αυτό αποτελεί εκπλήρωσι της υποσχέσεως του Θεού: «Ο δίκαιος ως φοίνιξ θέλει ανθεί· ως κέδρος του Λιβάνου θέλει αυξάνει. Πεφυτευμένοι εν τω οίκω του Ιεχωβά, θέλουσιν ανθεί εν ταις αυλαίς του Θεού ημών· θέλουσι καρποφορεί και εν τω βαθεί γήρατι, θέλουσιν είσθαι ακμάζοντες και ανθηροί· δια να αναγγέλλωσιν ότι δίκαιος είναι ο Ιεχωβά, το φρούριόν μου· και δεν υπάρχει αδικία εν αυτώ.» (Ψαλμ. 92:12-15, ΜΝΚ) Η συναναστροφή με την προοδευτική Του οργάνωσι μας διετήρησε νέους στη διάνοια και το πνεύμα. Ας αινήται αυτός ο Ιεχωβά.