Εκτίμησις του Ελέους και της Χάριτος του Ιεχωβά
Αφήγησις υπό ΚΛΑΟΥΣ ΓΕΝΣΕΝ
ΕΧΕΤΕ σκεφθή ποτέ πόσο υπομονητικός και ελεήμων υπήρξε ο μέγας Θεός Ιεχωβά με το αμαρτωλό ανθρώπινο γένος; πώς αυτός ανέχθηκε το ότι οι άνθρωποι αγνόησαν αυτόν και το θέλημά του, συνεχίζοντας τον ιδικό των ιδιοτελή τρόπο; πώς ακόμη και σε άτομα προσφέρει τη μια ευκαιρία μετά την άλλη για να έλθουν σε ειρηνικές σχέσεις μαζί του, μολονότι αυτά τα εκλαμβάνουν όλα πολύ ελαφρά;—Ψαλμ. 145:8.
Ανατρέχοντας πίσω στη δική μου πείρα, ενθυμούμαι ότι επέστρεφα στην πόλι από το συνηθισμένο μου ταξίδι του Σαββατοκύριακου σ’ ένα μικρό εξοχικό σπίτι στα δάση βορείως της Κριστιάνια, Νορβηγίας, με τη διάνοιά μου ανανεωμένη. Ναι, είχα αποφασίσει ν’ αλλάξω ολόκληρο τον τρόπο ζωής που ζούσα τότε. Ήταν το είδος ζωής που διάγουν οι πλείστοι άνθρωποι που έχουν ένα καλό εισόδημα. Το ν’ απομακρύνομαι από τη σκηνή του καθημερινού μόχθου κάθε Σαββατοκύριακο πάντοτε εφαίνετο μια τόσο καλή ιδέα—να κάνω σκι και πεζοπορία στα θαυμάσια δάση του Νορντμάρκεν.
Μερικοί, άνθρωποι κάνουν τη Φύσι θεό των, αλλ’ εγώ επίστευα πάντοτε σ’ ένα ισχυρό, νοήμονα Δημιουργό των πάντων. Το να βρίσκωμαι ανάμεσα στην άγρια μοναξιά μερικές φορές ήταν πράγματι επιβλητικό. Ωστόσο υπήρχε κάποιο κενό στη ζωή μου, ίσως η ιδιοτέλεια για όλα αυτά, το να προσέχω απλώς τον εαυτό μου. Τι ακριβώς έλλειπε, δεν εγνώριζα.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Εκείνο το ειδικό Σαββατοκύριακο ήμουν μόνος. Ίσως είχα αρχίσει να σκέπτωμαι τα παιδικά μου χρόνια που είχα δαπανήσει στην παλαιά πόλι Τόνσμπεργκ, στη δυτική πλευρά του Κριστιανιαφιόρντ. Εκεί είχαμε μετοικίσει από ένα μικρό μέρος που ωνομάζετο Σάλτνες Ράαντε λίγα χρόνια ύστερ’ από τη γέννησί μου το 1896, κι εκεί έκαμα την σχολική μου φοίτησι, τόσο στη δημοσία όσο και στην εμπορική σχολή. Ναι, φυσικά, απελάμβανα τη γυμναστική και τα σπορ όταν ήταν ο καιρός γι’ αυτά.
Ίσως, επίσης, να είχα αρχίσει να σκέπτωμαι τους θεοσεβείς γονείς μου—ανθρώπους που είχαν πάντα σεβασμό για τον Λόγο του Θεού, την Βίβλο. Ήμεθα μια ευτυχισμένη οικογένεια, με δέκα παιδιά, από τα οποία εγώ ήμουν ο υπ’ αριθμόν πέντε. Ο πατέρας μου έκανε το αλιευτικό επάγγελμα, και με μια τόση οικογένεια ώφειλε να εργάζεται πάντα σκληρά για ν’ ανταποκριθή στις ανάγκες. Το καλοκαίρι εμείς τα παιδιά απολαμβάναμε διακοπές μαζί με τον πατέρα στο αλιευτικό του πλοιάριο, κι εκείνος εχαίρετο να μας έχη μαζί του. Συχνά εγονάτιζε κι ευχαριστούσε τον Θεό για τις ευλογίες του.
Στρεφόμενος τώρα πίσω, μπορώ να ιδώ ότι ο πατέρας ήθελε ν’ αποβλέπω στο να κερδίζω τ’ αναγκαία για τη ζωή μου με κάποιο διαφορετικό είδος εργασίας. Το επάγγελμα της αλιείας ήταν πάρα πολύ σκληρό. Έτσι τελικά πήγα στο γυμνάσιο χωρίς να πληρώσω καθόλου δίδακτρα, και μετά την αποφοίτησί μου ασχολήθηκα σ’ εργασία γραφείου, ειδικά σε επιχειρήσεις ναυτικής ασφαλίσεως. Για ένα βραχύ διάστημα, επίσης, απέκτησα πείρα σ’ ένα εφοπλιστικό γραφείο.
Κάποτε το 1908 οι γονείς μου άρχισαν να σκέπτωνται ακόμη πιο σοβαρά για το άγγελμα της Βίβλου. Εκείνη την εποχή τα παιδιά μπορούσαν να πηγαίνουν μαζί με τους γονείς των στις συναθροίσεις, αλλά δεν είχε δοθή τόση έμφασις γι’ αυτά. Έτσι, όταν οι γονείς μου άρχισαν να παρακολουθούν συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής, όπως ήσαν τότε γνωστοί οι μάρτυρες του Ιεχωβά, εμείς πηγαίναμε μαζί. Απ’ όσα μπορώ να θυμηθώ, το κύριο θέμα συζητήσεως ήταν η «Άνω Κλήσις,» εκείνων οι οποίοι ήλπιζαν να βασιλεύσουν μια μέρα μαζί με τον Χριστό στον ουρανό. Εν τούτοις, εμείς τα παιδιά χάναμε πράγματι πολλές ευκαιρίες για να σκεφθούμε το θέλημα του Θεού για μας. «Πίλγκριμς» ή περιοδεύοντες αντιπρόσωποι της Εταιρίας Σκοπιά συνήθιζαν να έρχονται σπίτι μας συχνά. Πράγματι, μόλις προσφάτως έλαβα χαιρετισμούς από ένα αδελφό ογδόντα δύο ετών ο οποίος ζούσε στον τόπο μας δίνοντας μαρτυρία στην πόλι μας ως ένας ολοχρόνιος, από οικία σε οικία διάκονος. Αυτές οι επισκέψεις ήσαν πάντα ένα χαροποιό γεγονός, και ιδιαιτέρως μία δεν θα την λησμονήσω ποτέ, διότι ένας απ’ εκείνους τους επισκέπτας έκαμε την εξής παρατήρησι σχετικά με το ενδιαφέρον που είχαμε για τα σπορ ο αδελφός μου κι εγώ: «Θα επιθυμούσα να έτρεχαν για κάποιο άλλο βραβείο.»—Φιλιππησ. 3:13, 14.
Στη διάρκεια του τελευταίου μέρους του 1917 μ’ εκάλεσαν για στρατιωτική υπηρεσία, κάτι που θεωρούσα ως καθήκον μου που έπρεπε να εκτελέσω. Προφανώς και ο εργοδότης μου έκαμε την ίδια σκέψι, διότι μου κατέβαλλε πλήρη μισθό στη διάρκεια των εννέα μηνών που είχα υπηρετήσει στην Παράκτιο Άμυνα. Τρεις από μας είχαν διορισθή για νυκτερινή υπηρεσία, και ζούσαμε σ’ ένα μικρό παράπηγμα σ’ ένα νησί στο Κριστιανιαφιόρντ.
Σε μια περίπτωσι μόλις μπορέσαμε να διασωθούμε όταν μια νάρκη εξεβράσθη στη βραχώδη ακτή. Προσπαθώντας να την στερεώσω, έσυρα έξω από τη θέσι του ένα ωρισμένο εξάρτημα. Ένας από τους συντρόφους μου, μηχανικός, το επίεσε με την παλάμη στη θέσι του. Αργότερα, όταν διελύθη η νάρκη, μάθαμε ότι μια ακόμη μικρή κίνησις θα προκαλούσε την έκρηξί της και τον δικό μας θάνατο.
Την εποχή εκείνη δεν είχαμε σαφή κατανόησι των διδασκαλιών της Βίβλου για ουδετερότητα. Κάποτε όταν η μητέρα μου με ρώτησε τι θα έκανα αν η Κοινωνία των Εθνών μου ζητούσε να πάγω να πολεμήσω σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, της είπα ότι θα έπρεπε να πάγω. Μόνο αργότερα έμαθα τη σημασία των λόγων της Γραφής: «Ενώθητε, λαοί, και θέλετε κατακοπή· και ακροάσθητε, πάντες οι εν τοις εσχάτοις της γης· ζώσθητε, και θέλετε κατακοπή . . . Βουλεύθητε βουλήν, και θέλει ματαιωθή· λαλήσατε λόγον, και δεν θέλει σταθή.» (Ησ. 8:9, 10) Εν τούτοις, υπήρχαν και την εποχή εκείνη αυτοί που ηρνούντο ν’ αποδώσουν τα του Θεού στον Καίσαρα, και έπασχαν γι’ αυτό.
ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΡΘΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΙ
Αργότερα, που μετοικήσαμε στη Κριστιάνια, ενεγράφην συνδρομητής στο περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών που είναι τώρα γνωστό ως Ξύπνα! Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επίσκεψι ενός αντιπροσώπου της Εταιρίας Σκοπιά, ο οποίος μ’ εγνώριζε ήδη από προηγούμενες επισκέψεις στο σπίτι των γονέων μου. Είναι περίεργο, όμως, ότι δεν είχα κάμει ακόμη κανένα προοδευτικό βήμα για ν’ ανταποκριθώ στο φιλάγαθο νεύμα του Ιεχωβά. Πράγματι, όταν εγίνετο διαφήμισις για ένα ειδικό ομιλητή, τον Α. Χ. Μακμίλλαν, που θα έδινε την ομιλία «Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσιν Αποθάνει,» έπεισα ένα καλό μου φίλο να πάγη να την ακούση ενώ εγώ έφυγα για την εξοχή.
Εκείνος ο φίλος έδωσε τόσο ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ομιλία ώστε έλαβα την απόφασι να πάγω στην επομένη ειδική ομιλία που θα διεφημίζετο. Αυτό μου έκαμε πολύ μεγάλη εντύπωσι, αλλά εκτός από την επιθυμία μου να μπορούσα να λέγω σε άλλους για το έλεος και την αγαθότητα του Θεού, και να ομιλώ συμπτωματικά σε μερικούς άλλους στον κύκλο των γνωριμιών μου για όσα είχα μάθει, δεν έκανα τίποτε άλλο. Θα εξακολουθούσε ο Ιεχωβά να εκδηλώνη έλεος;
Κατόπιν ήλθε πάλι εκείνο το Σαββατοκύριακο του Νορντμάρκεν. Απεφάσισα να κάμω μερικές δραστικές αλλαγές στη ζωή μου, αλλά με ασαφή κάπως τρόπο όσον αφορά το τι πρέπει να κάνω για ν’ αντλώ μεγαλύτερη ικανοποίησι από τη ζωή.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΛΑΓΗ
Το 1923 εγκατέλειψα την εργασία μου και κατέστρωσα σχέδια για ν’ αναχωρήσω για την Αμερική. Η Καλιφόρνια ήταν πράγματι ο αντικειμενικός μου σκοπός, αλλά έμαθα ότι η Νέα Υόρκη είχε να προσφέρη περισσότερα στον δικό μου τομέα εργασίας. Οι φίλοι μου ακόμη και οι γονείς μου ενόμισαν ότι αυτό ήταν παιγνίδι. Άλλοι ήσαν βέβαιοι ότι θα επέστρεφα γρήγορα, ισχυριζόμενοι ότι δεν θα μπορούσα να παραμείνω μακριά από το Νορντμάρκεν, και τα άγρια δάση του. Τελικά ήλθε ο καιρός της αναχωρήσεώς μου. Η μητέρα μου είπε, «Ίσως πας στο Μπέθελ,» κι εννοούσε, φυσικά, τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν. Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι: μια εβδομάδα περιφερόμουν στο Λονδίνο, και κατόπιν διασχίζοντας τον Ατλαντικό με το ταχύτερο τότε επιβατικό πλοίο, το Μαυριτανία.
Αυτή ήταν μια μεγάλη αλλαγή. Αλλά μία ακόμη σπουδαιότερη αλλαγή ήλθε όταν άρχισα να παρακολουθώ τακτικά τις συναθροίσεις του λαού του Ιεχωβά στο Μπλούμφηλντ, Νιου Τζέρσεϋ. Με τη γνώσι ήλθε κι ένα βαθύτερο αίσθημα ευθύνης. Κατόπιν, στις αρχές του 1924 οι Χριστιανοί αδελφοί μου στο Μπλούμφηλντ με παρέλαβαν μαζί τους σ’ ένα ταξίδι στον οίκο Μπέθελ του Μπρούκλυν, και μ’ αυτή την ευκαιρία βαπτίσθηκα. Τι εντύπωσι μου έκαμε εκείνη η επίσκεψις! Τόσο μεγάλη ώστε, λίγο αργότερα, όταν διάβασα στο περιοδικό Σκοπιά ότι υπήρχαν ευκαιρίες έργου για αγάμους, χωρίς βάρη άνδρες αφιερωμένους στον Θεό, ενδιαφέρθηκα αρκετά για να ρωτήσω και τελικά να συμπληρώσω μια αίτησι. «Πόσο καιρό είσθε διατεθειμένος να παραμείνετε;» ρωτούσε το έντυπο. «Όσο καιρό είναι θέλημα του Κυρίου» απήντησα. Ασφαλώς ο Ιεχωβά υπήρξε παρ’ αξίαν αγαθός μαζί μου διανοίγοντάς μου αυτό το προνόμιο!
ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ
Έτσι, στις 12 Μαΐου 1924, παρουσιάσθηκα για εργασία και από τότε διαμένω στην οδό Κολόμπια Χάιτς 124, χωρίς ποτέ να μου γεννηθή η επιθυμία ν’ απομακρυνθώ. Η πρώτη μου εργασία ήταν στο Τμήμα Κυκλοφορίας στην Κόνκορντ Στρητ 18, όπου έκοπτα στένσιλ διευθύνσεων, μερικά απ’ αυτά για το τετρασέλιδο, δευτέρας ταχυδρομικής κλάσεως έντυπο, Ο Εκφωνητής, που ελπίζαμε ότι θα έφθανε στα χέρια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων μέσω του ταχυδρομείου. Αργότερα, διεκόπη η έκδοσις αυτού του εντύπου, διότι πολλά δεν κατώρθωναν να φθάσουν τον προορισμό των. Παντού οι Μάρτυρες εκαλούντο τότε να καταβάλλουν προσπάθειες για τη διάθεσι του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών, που η κυκλοφορία του σήμερα δεν περιορίζεται απλώς σε εκατοντάδες χιλιάδων, αλλά σε εκατομμύρια. Τώρα είναι γνωστό ως Ξύπνα!
Για ένα ο οποίος ήταν τόσο εξοικειωμένος με τα σπορ και την κίνησι, ήταν δύσκολο στην αρχή να προσαρμοσθή στη νέα απασχόλησι. Εν τούτοις, ήλθε μια αλλαγή όταν μου έγινε πρότασις να εκλέξω μεταξύ του Τμήματος Παρασκευής Τυπογραφικών Πλακών και του Τμήματος Αποστολής. Επειδή εγνώριζα κάτι περισσότερο για πλοία και φορτία, πήγα στο Τμήμα Αποστολών. Αργότερα, όταν ιδρύθηκε στην Κοπεγχάγη Γραφείο της Εταιρίας για την Βόρειο Ευρώπη και παρουσιάσθηκε η ευκαιρία μιας μεταθέσεως, απεφασίσθη να παραμείνω στο Μπρούκλυν.
Στο τμήμα Αποστολών, το οποίο περιλαμβάνει τις υπηρεσίες Παραλαβής, Φορτώσεως, Εισαγωγών και Εξαγωγών, είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω την επέκτασι της Οργανώσεως στη διάρκεια σαράντα πέντε και πλέον ετών από τα μισθωμένα κτίρια εργοστασίων το 1924 σε ιδιόκτητα σύγχρονα κτίρια εργοστασίων της Εταιρίας που καταλαμβάνουν τέσσερα οικοδομικά τετράγωνα της πόλεως το 1969· από ένα κτίριο καταλυμάτων του 19ου αιώνος, που υπήρχε το 1924, σε υψηλά σύγχρονα κτίρια καταλυμάτων και στις δύο πλευρές της Κολόμπια Χάιτς σήμερα. Τώρα σε 200 περίπου χώρες 25.400 και πλέον εκκλησίες προμηθεύονται Γραφές και βοηθήματα μελέτης της Γραφής. Τι τεραστία ροή Βιβλικής γνώσεως διοχετεύεται απ’ εδώ!
Ενώ κάποτε το μεγαλύτερο μέρος των αποστολών μας εγίνετο με μικρά ταχυδρομικά δέματα, σήμερα μεγάλα φορτία αποστέλλονται στον προορισμό των γύρω σ’ όλη τη γη. Το Ταχυδρομείο βρίσκει ακόμη ότι είναι εξυπηρετικό να ενεργή καθημερινές παραλαβές από τα γραφεία μας με πελώρια ρυμουλκούμενα αυτοκίνητα, αντί να τα παραδίδωμε εμείς με τα δικά μας φορτηγά αυτοκίνητα.
Και σκεφθήτε τις τεράστιες ποσότητες εντύπων που διατίθενται μέσα σε μια ή δύο ημέρες στις μεγάλες συνελεύσεις μας! Αυτό ήταν για μένα πάντοτε θελκτικό. Στο Σαν Λούις το 1941, παραδείγματος χάριν, 125.000 και πλέον αντίτυπα του βιβλίου Τέκνα είχαν διατεθή μαζί με μισό εκατομμύριο σχεδόν αντίτυπα του βιβλιαρίου Παρηγορείτε Όλους τους εν Θλίψει. Στη συνέλευσι της Νέας Υόρκης το 1958 υπήρξε ένα ανώτατο όριο διαθέσεως νέων πανοδέτων εκδόσεων που ανήλθαν σε 670.000, εκτός από εκατοντάδες χιλιάδων αντιτύπων του βιβλιαρίου Η Βασιλεία του Θεού Κυβερνά—Είναι το Τέλος του Κόσμου Πλησίον;
Ένα από τα ευχάριστα προνόμια που είχα στη διάρκεια των περασμένων ετών είχε σχέσι με τη Σκανδιναυική Ώρα, ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα που προωθούσε ένας μικρός όμιλος Σκανδιναυών διαγγελέων της Βασιλείας. Ομιλίες εδίδοντο στη Νορβηγική, τη Σουηδική και τη Δανική, με καλή μουσική που επαίζετο στα διαλείμματα από τις εγκαταστάσεις του ιδιοκτήτου ραδιοφωνικού σταθμού της Εταιρίας WBBR.
ΖΩΗ ΣΤΟ ΜΠΕΘΕΛ
Ως τώρα έχω ζήσει μια άγαμη ζωή, σε αρμονία με τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου: «Και όστις υπανδρεύει, πράττει καλώς· αλλ’ ο μη υπανδρεύων, πράττει καλήτερα.» (1 Κορ. 7:38) Αυτό δεν ήταν απλώς τόσο εύκολο, αλλά όπως ο ίδιος ο Ιησούς συνεβούλευσε όταν ερωτήθηκε όσον αφορά το αν είναι προτιμότερο να μείνη ένας άγαμος: «Όστις δύναται να δεχθή τούτο, ας δεχθή.»—Ματθ. 19:12.
Εξ άλλου, στο Μπέθελ έχω ευλογηθή με την καλή συναναστροφή από αδελφούς και αδελφές, και μεταξύ των ομοίων Μαρτύρων εκτός του Μπέθελ μπορώ να καταμετρήσω πολλούς άλλους πνευματικούς πατέρες, μητέρες, αδελφούς και αδελφές, όπως είχε υποσχεθή ο Ιησούς. (Λουκ. 18:29, 30) Πράγματι, σε μερικά σπίτια είχα το προνόμιο να μπαίνω και να βγαίνω ακριβώς όπως ένα μέλος της οικογενείας. Είθε ο Ιεχωβά ν’ ανταμείψη όλους αυτούς για την αγάπη και την αγαθότητά των προς εμέ σ’ όλη τη διάρκεια των ετών.
Στη διάρκεια των περασμένων σαράντα πέντε και πλέον ετών έχω ιδεί πολλούς νέους να έρχονται για να ενωθούν με την οικογένεια Μπέθελ, και άλλους να φεύγουν για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Αισθανόμουν πάντοτε θλίψι με το να βλέπω να φεύγουν εκείνοι με τους οποίους είχα στενή συνεργασία εδώ, διότι διατηρούσα ευχάριστες αναμνήσεις σκληρής πολύωρης εργασίας μαζί των για ν’ ανταποκριθούμε σε κάποια επείγουσα κατάστασι. Με πολλούς απ’ αυτούς έχω χάσει επαφή, αλλά ελπίζω ότι, οπουδήποτε και αν βρίσκωνται, εξακολουθούν να έχουν χαρωπή συναναστροφή με τους διαγγελείς της Βασιλείας.
Μολονότι παραδέχομαι ότι η «ευσέβεια» είναι πολύ πιο ωφέλιμος από τη «σωματική γυμνασία,» θα μπορούσα ακόμη ν’ απολαύσω μερικές ημέρες με το σκι, όταν η θερμοκρασία κατέρχεται στους 20 βαθμούς Φαρενάιτ. (1 Τιμ. 4:8) Μολονότι ενδιαφέρθηκα πάντοτε πολύ για τα σπορ, ποτέ δεν διέπρεψα σε κανένα τομέα ανταγωνισμού. Ενθυμούμαι, ωστόσο, ότι λίγο μετά την άφιξί μου στο Μπέθελ διεπίστωσα ότι κι ένα άλλο μέλος της οικογενείας Μπέθελ ήταν μαζί μου στους αγώνες στη Κριστιάνια το 1920. Αυτός ήταν μέλος της ομάδος στίβου Αμέρικαν Ολύμπικ (Αμβέρσης) που είχε επισκεφθή τότε τη Νορβηγία. Και ενθυμούμαι ότι αυτός είχε νικήσει στο αγώνισμά του στη Νορβηγία. Στο Μπέθελ κέρδισα πολλά από τη συναναστροφή του εξαιτίας των ανδροπρεπών, Χριστιανικών αρετών του.
Έχω κάθε λόγο να εκφράζω ευγνώμονες ευχαριστίες στον Ιεχωβά για την υπομονητική ανεκτικότητα του, που με προσείλκυσε με το άγγελμα της Βασιλείας του· για το έλεός του διότι παρέβλεψε το μέτρον της αδιαφορίας που πρέπει να υπήρχε· για την αγαθότητά του διότι έκαμε προμήθειες για όλες τις ανάγκες μου οποτεδήποτε έπαιρνα την απόφασι να ρίξω όλο το φορτίο μου σ’ αυτόν. Τα πρώτα χρόνια της ζωής στο Μπέθελ είναι αλήθεια ότι δεν υπήρχε η ποικιλία και η αφθονία των υλικών πραγμάτων που έχομε σήμερα, αλλά ποτέ δεν πεινάσαμε. Ακόμη πιο σπουδαίο είναι ότι ποτέ δεν στερηθήκαμε πλούσια πνευματική τροφή για τη διάνοια. Και όσον αφορά το μέλλον—πλούσιες αμοιβές του Ιεχωβά μάς αναμένουν στο τέλος μιας πιστής πορείας. Είθε να μη παραλείπωμε ποτέ να τον αινούμε και να τον ευχαριστούμε!