Ενθύμησις της Καθοδηγήσεως του Ιεχωβά
Αφήγησις υπό Μάρτιν Πέτζινγκερ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ακριβώς μετά τη στροφή του αιώνος σε μια πόλι που βρίσκεται στα πλάγια του ωραίου ποταμού Ίζαρ. Η πόλις είναι το Μόναχον, πρωτεύουσα της Βαυαρίας, κέντρον του Καθολικισμού, σκηνή πολλών ιστορικών γεγονότων και κάποτε πρωτεύουσα της Εθνικοσοσιαλιστικής κινήσεως.
Σε ηλικία δέκα ετών ενδιαφερόμουν ήδη για ερωτήσεις, στις οποίες ο Καθολικός διδάσκαλός μου δεν μπορούσε να δώση καμμιά ικανοποιητική απάντησι: Γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι; Μήπως ο θάνατος σημαίνει το τέλος της υπάρξεως;
Μόλις το 1926 ήλθα για πρώτη φορά σ’ επαφή με τη γνήσια Βιβλική αλήθεια, διότι τότε μου μίλησε ο αδελφός μου για μια συνάθροισι ενός ομίλου Βιβλικής ερεύνης στην οποία είχε παρευρεθή. Άρχισα να παρευρίσκωμαι κι εγώ, και σε λίγο απέκτησα μια Γραφή, μια Καθολική μετάφρασι.
Τότε έγινα ένας αναγνώστης της Γραφής, και ένα από τα πρώτα εδάφια που μου έκαμαν πράγματι εντύπωσι ήταν το Αμώς 8:11, όπου ο προφήτης ομιλεί για μια μεγάλη πείνα ακροάσεως των λόγων του Ιεχωβά. Διεπίστωσα ότι κι’ εγώ ήμουν ένας από τα πλήθη που πεινούσαν, κι’ εδώ επί τέλους εύρισκα ικανοποιητική τροφή για την διάνοια.
ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
‘Μπορεί ο καθένας που αγαπά τον Θεό να συμμετέχη στην αναγγελία της βασιλείας του;’ ήταν μια από τις πρώτες μου ερωτήσεις. Η απάντησις ήταν, Ναι. Έτσι ζήτησα να μου παραχωρηθή μια περιοχή, εγέμισα τον σάκκο μου με πενήντα βιβλιάρια, βοηθήματα για τη μελέτη της Αγίας Γραφής, και ξεκίνησα μόνος για την πρώτη μου πείρα της διακονίας από σπίτι σε σπίτι. Σε πολύ βραχύ χρονικό διάστημα μου είχαν μείνει μόνο δώδεκα βιβλιάρια. Αυτή δεν ήταν παρά η πρώτη από πολλές ευτυχισμένες ώρες στην υπηρεσία κηρύγματος της Βασιλείας.
Το φθινόπωρο του ιδίου εκείνου έτους είμαι πεπεισμένος ότι ο Ιεχωβά με ωδήγησε ως το σημείο να κάμω ένα άλλο σημαντικό βήμα. Είχε γίνει διευθέτησις για μια μεγάλη συνάθροισι στην πελώρια σκηνή του «Ιπποδρομίου Κρόνε,» όπου έγινε παρουσίασις μιας ομιλίας με θέμα το εδάφιο Ησαΐας 6:8. Ο ομιλητής εζήτησε τότε απ’ εκείνους που είχαν ακούσει και κατανοήσει να σηκωθούν και να ενωθούν μαζί σε μια ιεροπρεπή διακήρυξι προς τον Ιεχωβά: «Ιδού εγώ! Απόστειλόν με.» Γεμάτος από τον Λόγο του Θεού την ώρα εκείνη, ενώθηκα μαζί μ’ ένα μεγάλο όμιλο ανθρώπων, οι οποίοι επανέλαβαν τα λόγια του προφήτου και εννοούσαν πράγματι τι έλεγαν. Λίγο αργότερα βαπτίσθηκα.
Εκείνη η ημέρα του βαπτίσματος είναι χαραγμένη στη μνήμη μου ειδικά τα λόγια του πατρός μου καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω: «Γιε μου, σκέφθηκες καλά αυτό το βήμα;» Τον εβεβαίωσα ότι το είχα σκεφθή. Τα επόμενα λόγια του δεν θα τα λησμονήσω ποτέ: «Δεν θέλω να σε σταματήσω, αλλά να θυμάσαι, όταν ένας κάμη μια ευχή στον Θεό, οφείλει να την τηρήση.» Αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που είχα την πρόθεσι να κάμω. Τις επόμενες διακοπές μου τις επέρασα στο Βαυαρικό Δάσος, όχι για ν’ αναπαυθώ, αλλά για ν’ αποκτήσω κάποια πείρα στην από οικία σε οικία ολοχρόνια διακονία.
Εγνώριζα ότι η δράσις μας κηρύγματος ήταν μια υπηρεσία σωτηρίας της ζωής, αλλά μόνο όταν ήλθε κάποια πείρα στο Βαυαρικό Δάσος αντιλήφθηκα πόσο κατά γράμμα εφαρμογή είχε αυτό. Με μόνο ένα βιβλίο που μου είχε απομείνει στο σάκκο έσπευδα να επιστρέψω στο μέρος της διαμονής μου σ’ ένα γειτονικό χωρίο για ν’ αποφύγω μια θύελλα που απειλούσε να εκσπάση. Κάποια στιγμή παρετήρησα ένα μικρό σπιτάκι υψηλά στο λόφο. Εφαίνετο ακατάλληλος καιρός για ν’ αναρριχηθή κανείς σ’ εκείνο το απόκρημνο μονοπάτι, αλλά ένα αίσθημα ευθύνης με ώθησε κάπως να πάγω. Ανέβηκα, αλλά για να διαπιστώσω απλώς ότι το σπίτι ήταν κλειδωμένο. Καθώς εδίσταζα, μου φάνηκε ότι άκουσα ένα ελαφρό θόρυβο στη σιταποθήκη. Έσπρωξα την πόρτα ν’ ανοίξη, κι’ εκεί εστέκετο ένας άνθρωπος ο οποίος ερώτησε, με μια κουρασμένη φωνή, «Τι θέλεις;»
Όταν του εξήγησα, μ’ επληροφόρησε ότι αυτά τα πράγματα δεν είχαν πια καμμιά σημασία γι’ αυτόν. Μου εξωμολογήθηκε ότι είχε αποστείλει τους δικούς του στα χωράφια για να μείνη μόνος, και με το σχοινί που εξακολουθούσε να κρατή στο χέρι είχε αποφασίσει ν’ αφαιρέση τη ζωή του. Έβγαλα αμέσως το τελευταίο μου βιβλιάριο και άρχισα να του δείχνω την ελπίδα που παρουσίασε ο Λόγος του Θεού για τους βεβαρημένους, τους αποκαρδιωμένους—μια Βασιλεία ειρήνης και δικαιοσύνης. Η θύελλα επλησίαζε τώρα. Περίμενα την αντίδρασί του. Ύστερ’ από λίγα λεπτά εσκούπισε το μέτωπό του, ξανακρέμασε στον τοίχο το σχοινί και είπε: «Γι’ αυτή τη Βασιλεία έχω ακόμη το θάρρος. Νεαρέ μου, ο Θεός σ’ έστειλε την τελευταία στιγμή. Θέλω να κρατήσω αυτό το βιβλίο και να το μελετήσω προσεκτικά.»
ΟΛΟΧΡΟΝΙΟΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Η 1η Οκτωβρίου 1930, ήταν η ημερομηνία που άρχισα τελικά το τακτικό ολοχρόνιο κήρυγμα. Μαζί με μερικούς άλλους μας ανετέθη τομεύς στην περιοχή του Μέλανος Δρυμού έως τα Ελβετικά σύνορα, κατά μήκος της Λίμνης της Κωνσταντίας και βαθιά μέσα σε Βαυαρικό Καθολικό έδαφος. Κατόπιν το 1931 ελάβαμε πρόσκλησι να παρευρεθούμε στη συνέλευσι των Παρισίων, όπου θα συνεκεντρώνοντο Μάρτυρες εκπρόσωποι από είκοσι τρία έθνη. Υπήρχε, επίσης, μια συνάθροισις στο Βερολίνο και επίσκεψις στα κεντρικά γραφεία του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Μαγδεμβούργο.
Το 1931 αποκτήσαμε το όνομα μάρτυρες του Ιεχωβά. Έκπληκτα πρόσωπα ενεφανίζοντο σε κάθε σπίτι, όταν εγίνετο η παρουσίασίς μας με τα εξής λόγια: «Σας επισκέπτομαι σήμερα ως ένας μάρτυς του Ιεχωβά.» Οι άνθρωποι κινούσαν το κεφάλι ή ερωτούσαν; «Μα εξακολουθείτε να είσθε σπουδασταί της Γραφής· δεν είν’ έτσι; Ή πήγατε με κάποιο νέο δόγμα;» Αλλά τώρα, ύστερ’ από τριάντα επτά χρόνια, τι αλλαγή! Προτού πω μια λέξι, οι άνθρωποι λέγουν: «Ασφαλώς είσθε ένας μάρτυς του Ιεχωβά.»
Ενθυμούμαι ότι το εδάφιο του έτους 1933 μας υπενθύμιζε ότι το όνομα του Ιεχωβά είναι πύργος οχυρός. (Παροιμ. 18:10, ΜΝΚ) Είχαμε ασφαλώς ανάγκη απ’ αυτή τη διαβεβαίωσι, διότι τότε ο φιλοπόλεμος εθνικισμός με την υποστήριξι της θρησκευτικής επιρροής είχε αρχίσει να επεκτείνεται. Το έργο μας κηρύγματος είχε απαγορευθή, οι τόποι μας συναθροίσεως είχαν κλεισθή και η έντυπη ύλη μας είχε κατασχεθή. Μήπως αυτό επρόκειτο να είναι το τέλος της αγαπητής μου ολοχρονίου υπηρεσίας; Η διαβόητη Γκεστάπο μ’ επεσκέφθη, και, επειδή δεν βρήκε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, με άφησε με το εξής τελεσίγραφο: Να παραμείνης μέσα στην πόλι του Μονάχου ή να ετοιμασθής για να σταλής στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Νταχάου.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ
Οι συνθήκες στη Γερμανία εγίνοντο κάθε μέρα πιο δύσκολες. Εκείνο το φθινόπωρο η Εταιρία μ’ εκάλεσε να μεταβώ στη Βουλγαρία για να φροντίσω για τα συμφέροντα της Βασιλείας εκεί. Ευτυχώς για το έργο μας κηρύγματος, είχαμε κάρτες μαρτυρίας που παρουσίαζαν κάθε έκδοσι σε οποιαδήποτε γλώσσα ήταν ανάγκη. Αυτό ήταν μια μεγάλη βοήθεια για μένα, διότι αυτό θα ήταν για μερικό καιρό η μόνη γέφυρα επικοινωνίας με τους Βουλγάρους. Σύντομα αντελήφθηκα, όμως, την ανάγκη να μάθω γρήγορα να χειρίζωμαι καλά το Κυριλλικό αλφάβητο, διότι πολλοί ήσαν αγράμματοι, και είχαν ανάγκη ακόμη και να τους διαβάζη άλλος την κάρτα.
Οι ενήλικοι σ’ αυτή τη χώρα είχαν περάσει ταραχώδεις καιρούς, κι’ έτσι πολύ λίγοι είχαν πάει σε σχολείο. Έτσι συνέβαινε συχνά ώστε μικρά παιδιά να διαβάζουν σ’ ένα κύκλο ηλικιωμένων κάτω από το φως μιας λάμπας πετρελαίου. Το άγγελμα της Βασιλείας ηκούετο από το στόμα μικρών παιδιών.
Μια συνήθεια, που μου έφερε στην αρχή πολλή σύγχυσι, ήταν ότι, όταν ο Βούλγαρος εννοή «Όχι,» κινεί το κεφάλι του καταφατικά· όταν εννοή «Ναι,» κινεί το κεφάλι του αρνητικά. Μου ήταν δύσκολο να το συνηθίσω αυτό, και συνέβαινε συχνά ν’ αρχίζω ν’ απομακρύνωμαι, νομίζοντας ότι το άτομο δεν ενδιεφέρετο για το Γραφικό μας άγγελμα.
Σ’ ένα χρόνο οι πιέσεις άρχισαν να μεγαλώνουν ως το σημείο που εκείνοι από εμάς οι οποίοι ήσαν ξένοι απηλαύνοντο, και η επομένη μετάθεσίς μου ήταν στην Ουγγαρία, όπου ώφειλα να μάθω μια νέα γλώσσα και νέες συνήθειες. Στη Βουδαπέστη είχα ενθουσιασθή που συνήντησα ένα όμιλο Γερμανών σκαπανέων (ολοχρονίων διακόνων), οι οποίοι διεξήγαν τακτικές συναθροίσεις μελέτης, κάτι που είχα στερηθή επί ένα έτος και πλέον. Επειδή η παραμονή των ξένων ήταν περιωρισμένη σε έξη μήνες κάθε φορά, εταξίδευα στη Σλοβακία και βοηθούσα τους Γερμανόφωνους Μάρτυρας στη Μπρατισλάβα.
Εκεί συνελήφθηκα κατά λάθος ως κατάσκοπος κι’ εκρατήθηκα στη φυλακή τρεις ημέρες, οπότε μ’ εξετόπισαν. Αυτή τη φορά, εταξίδευσα, με δικά μου έξοδα, στην Πράγα. Απ’ εκεί η Εταιρία μου έδωσε οδηγίες να μεταβώ στη Γιουγκοσλαβία και ν’ αναλάβω την επίβλεψι ενός ομίλου σκαπανέων διακόνων εκεί. Ήταν θαυμάσιο να έχω την καθοδήγησι του Ιεχωβά μέσω της θεοκρατικής του οργανώσεως.
Πολλές είναι οι ευτυχείς αναμνήσεις της περιόδου εκείνης: Βάδισμα πολλά χιλιόμετρα μέσ’ από τα χωριά της υπαίθρου, με την έντυπη ύλη φορτωμένη στην πλάτη· φιλόξενοι άνθρωποι να μας προσφέρουν τροφή, ακόμη και κρεββάτι για διανυκτέρευσι· πεζοπορία στη διάρκεια της νύχτας μέσ’ από την Ουγγρική «Πούστα» (πεδιάδες), κάτω από τον έναστρο ουρανό, και το νυχτερινό ψυχρό αέρα να μεταφέρη τον ήχο μιας μπαλαλάικας (κιθάρας) από κάποιο αγρόκτημα· κατόπιν να επιστρέφω πάλι τη νύχτα με φορτίο εντύπου ύλης από την αποθήκη μας για να είμαι έτοιμος την επομένη ημέρα για νέο τομέα· να περνώ ένα βράδυ σε κάποιο αγρόκτημα όπου είχα προσκληθή να παραμείνω, οι γείτονες να έρχωνται ν’ ακούσουν περισσότερα σχετικά με το παρηγορητικό άγγελμα της Βασιλείας.
ΠΙΣΩ ΣΤΟΝ ΛΑΚΚΟ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ
Ύστερ’ από μια σοβαρή ασθένεια, από την οποία παρέστη ανάγκη να παραμείνω πολύν καιρό σ’ ένα νοσοκομείο στο Ζάγκρεμπ, εθεώρησα σκόπιμο να επιστρέψω στη Γερμανία, όπου βρέθηκα αμέσως ανάμεσα σε μια κάτω από την επιφάνεια δράσι, όχι κάποια πολιτική δράσι, αλλά το έργο κηρύγματος μαρτύρων του Ιεχωβά που διεξήγετο σ’ όλη τη χώρα κάτω από την επιφάνεια. Το 1936 δύο πολύ διαφορετικά γεγονότα επηρέασαν τη ζωή μου. Τον Αύγουστο ενυμφεύτηκα μια από τις πιστές συντρόφους των συγκινητικών εκείνων ημερών που εκήρυττα στην Κεντρική Ευρώπη. Το έτος εκείνο, επίσης, με συνέλαβαν και μ’ έστειλαν σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως λόγω αρνήσεώς μου ν’ αποκηρύξω την πίστι μου και ν’ αναγνωρίσω την κυβέρνησι του Χίτλερ ως την υψίστη εξουσία. Έτσι εγώ ήμουν στο Νταχάου, ενώ η σύζυγός μου ήταν στη φυλακή κάπου αλλού.
Η πρώτη μου εντύπωσις από το στρατόπεδο, καθώς παρατηρούσα τους φυλακισμένους να βαδίζουν ανά δύο προς την εργασία των, ήταν η εικών ενός φρενοκομείου δαιμόνων. Αλλά επρόκειτο να έλθουν χειρότερα, διότι όταν το Νταχάου είχε γίνει στρατολογικό κέντρο, εμάς μας μετέφεραν στο στρατόπεδο εξολοθρεύσεως στο Μαουτχάουζεν, στην Άνω Αυστρία. Εκεί στα λατομεία γρανίτου οφείλει κανείς να καταβάλλη κάθε προσπάθεια για να διατηρήση την πίστι του.
Υπήρχαμε 145 Μάρτυρες σ’ αυτό το στρατόπεδο, όπου η Γκεστάπο μετεχειρίζετο κάθε μέθοδο για να μας αναγκάση να παραβούμε την πίστι μας στον Ιεχωβά. Διαιτολόγιο λιμοκτονίας, δόλιες φιλίες, κτηνωδίες, υποχρέωσις να στέκεσθε κάθε μέρα σ’ ένα εξεταστικό βάθρο, κρέμασμα από ένα πάσσαλο δέκα ποδών με τους καρπούς των χεριών στριμμένους γύρω από την πλάτη, ραβδισμοί—όλ’ αυτά και άλλα, που είναι πολύ εξευτελιστικά για ν’ αναφερθούν, εδοκιμάσθησαν επίσης. Αλλά η καθοδήγησις του Ιεχωβά ήταν πάντα μαζί μας, επαναφέροντας στη μνήμη μας τη μεγάλη συμβουλή: «Υιέ μου, γίνου σοφός, και ευφραίνε την καρδίαν μου.»—Παροιμ. 27:11.
Η ΧΑΡΑ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ
Επί τέλους, η ημέρα που ανεμένετο από πολύν καιρό έφθασε· η εφιαλτική ζωή σ’ ένα Εθνικοσοσιαλιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως είχε λήξει. Οι Αμερικανικές δυνάμεις είχαν αφοπλίσει τη Βιεννέζικη αστυνομία, η οποία τις τελευταίες λίγες εβδομάδες είχε αναλάβει καθήκοντα φρουρήσεως στο Μαυτχάουζεν. Οι φρουροί ήσαν τώρα και αυτοί οι ίδιοι κρατούμενοι. Για πολλούς κρατουμένους, που δεν ήσαν Μάρτυρες, αυτή ήταν ευκαιρία να οπλισθούν και να κανονίσουν τους λογαριασμούς των με τους φαύλους πρώην φρουρούς. Μια φρικτή σκηνή προέκυψε, μια σκηνή στην οποία χίλιοι και πλέον κρατούμενοι έχασαν τη ζωή των.
Στο μεταξύ εμείς οι Μάρτυρες συγκεντρωθήκαμε σ’ ένα από τους ανοικτούς δρόμους του στρατοπέδου κι’ ενωθήκαμε σε προσευχή. Καθώς ωπλισμένοι συγκρατούμενοί μας έτρεχαν εδώ κι’ εκεί αναζητώντας τους πρώην βασανιστάς των, ο Ιεχωβά επροστάτευσε τους ιδικούς του, και δεν επέτρεψε ούτε ένα ατύχημα ούτε ακόμη από αδέσποτες σφαίρες. Κανένας δεν είχε να κανονίση λογαριασμούς μαζί μας, διότι ήμεθα πολύ γνωστοί ως φιλειρηνικοί Χριστιανοί.
Τελικά, ήμουν με τον όμιλο που μετεφέρθη στη γενέτειρά μου το Μόναχο. Ανάμεσα στα ερείπια της πόλεως κάναμε διευθετήσεις για συναθροίσεις και αρχίσαμε να θέτωμε τα θεμέλια για την επανάληψι του κηρύγματος της Βασιλείας στην επιφάνεια. Λίγο αργότερα μου εζητήθη να κάμω το καλύτερο που μπορούσα για να έλθω σ’ επαφή με τους συμμάρτυράς μας στην Αυστρία. Με την βοήθεια μιας Χριστιανής αδελφής, η οποία εγνώριζε καλά το έδαφος, κατώρθωσα να φθάσω στο Σάλτσμπουργκ, να συγκαλέσω μια συνάθροισι πιστών, υπευθύνων Μαρτύρων, και να θέσω ενώπιόν των τις υποδείξεις της Εταιρίας για την αναδιοργάνωσι. Τι χαρά ήταν να παρατηρώ να λάμπουν τα πρόσωπά των καθώς ετοιμάζονταν για ένα εκτεταμένο μεταπολεμικό έργο συγκεντρώσεως!
ΣΥΝΕΧΗΣ ΡΟΗ ΕΥΛΟΓΙΩΝ
Κατόπιν ήλθαν, σε γοργή διαδοχή, η μία ευλογία μετά την άλλη. Φαντασθήτε την χαρά μου όταν ξαναβρέθηκα με την πιστή σύζυγό μου ύστερ’ από εννέα σκληρά χρόνια φυλακίσεως που είχαμε περάσει και οι δύο μας! Η Εταιρία διωργάνωσε μια σειρά από δέκα συνελεύσεις αρχίζοντας με μία στη Νυρεμβέργη, στις 28-30 Σεπτεμβρίου 1946. Τι νίκη του Ιεχωβά! Στο περίφημο Τσεππελινβίζε, τον κάποτε τόπο συγκεντρώσεως του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, στον πελώριο υπαίθριο χώρο ακροατηρίου, που αντικρύζουν 144 πελωρίους στύλους, συγκεντρώθηκε ο λαός του Ιεχωβά σε ειρηνική εξέτασι του Λόγου του Θεού, ενώ την ίδια ακριβώς ημέρα είκοσι ένας εξέχοντες Εθνικοσοσιαλισταί είχαν καταδικασθή σε θάνατο για τα εγκλήματά των εναντίον της ανθρωπότητας.
Τα λόγια είναι αδύνατα για να περιγράψουν τη χαρά του να παρευρεθώ στη συνέλευσι του 1950 στη Νέα Υόρκη· και πάλι το 1958 την επίσκεψι στο Στάδιο Γιάγκη με τη θάλασσά του από ευτυχισμένα πρόσωπα· τη συγκίνησί μας όταν ελάβαμε την πρόσκλησι να παρακολουθήσωμε τη Σχολή Γαλαάδ το 1958· τον αλησμόνητο αποχωρισμό από την αγαπητή εκείνη σχολή στο Σάουθ Λάνσινγκ την Άνοιξι του 1959· κατόπιν πίσω στη Γερμανία για πολλά ακόμη προνόμια, με πολύ ενισχυμένη βεβαίωσι της καθοδηγήσεως του Ιεχωβά.
Τώρα έχομε πίσω μας ένα σύνολο από εβδομήντα πέντε και πλέον χρόνια ολοχρονίου διακονίας, κάτω από ευχάριστους καιρούς και ταραχώδεις καιρούς. Από την καρδιά μας η σύζυγός μου κι’ εγώ λέγομε σ’ όλους εκείνους οι οποίοι μπορούν να τα πράξουν. «Γίνετε σκαπανεύς!»
Αν μας ερωτούσαν αν θ’ ακολουθούσαμε τον ίδιο δρόμο σε περίπτωσι που θα ξαναρχίζαμε τα νεανικά χρόνια, ιδού η απάντησίς μας: ΝΑΙ! με τη διαφορά ότι δεν θ’ αναμέναμε τόσο πολύ προτού αρχίσωμε. Αναλαμβάνοντας τις χαρές και τις ευθύνες της ολοχρονίου διακονίας σε μια νεαρή ηλικία, μπορεί ένας να δοκιμάση την πείρα της καθοδηγητικής χειρός του Ιεχωβά, και της κατευθύνσεώς του στη ζωή του πολύ περισσότερο. Με το ν’ ανταποκριθούμε προθύμως στην πρόσκλησι του Ιεχωβά με το «Ιδού εγώ! Απόστειλόν με,» μπορούμε ν’ απολαύσωμε πολλές ευλογίες όχι μόνο τώρα, αλλά σ’ εκείνη τη νέα τάξι που βρίσκεται ακριβώς μπροστά μας, όταν θα μπορούμε ν’ αναπολούμε με χαρά όλη την οδό στην οποία ο Ιεχωβά κατηύθυνε τα βήματά μας.