Βάζοντας Πρώτα τη Βασιλεία στη Μεταπολεμική Γερμανία
Αφήγηση της Γερτρούδης Πέτσινγκερ
Πάνω σε ποιον κανόνα θα βασίσουμε τις αποφάσεις μας στη ζωή; Ο καλύτερος δάσκαλος απ’ όλους, ο Ιησούς Χριστός, είπε στους μαθητές του να ‘ζητούν πρώτα τη Βασιλεία του Θεού’. Αν το έκαναν αυτό, όλες οι άλλες τους ανάγκες θα ικανοποιούνταν. (Ματθαίος 6:33) Από τη νιότη μου έχω διαπιστώσει ότι αν ρίχνουμε το φορτίο μας στον Ιεχωβά, αν διακηρύττουμε τα έργα του και αν έχουμε πρώτα στη ζωή τα συμφέροντα της Βασιλείας θα ‘κατασταθούμε πλούσιοι’ μ’ έναν πνευματικό τρόπο. (Παροιμίαι 10:22· Ψαλμός 55:22· 71:5· 73:28) Οι επόμενες προσωπικές εμπειρίες από ένα συναρπαστικό κεφάλαιο της ζωής μου δείχνουν αυτή την αρχή.
ΗΤΑΝ αρχές του 1945. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κόντευε να τελειώσει στην Ευρώπη. Οι πολεμικές προσπάθειες των Γερμανών κλονίζονταν, και η στάση των ανθρώπων κι ακόμη της κυβέρνησης είχε αλλάξει. Αντί να αποβλέπουν στη νίκη, ανέμεναν ήττα. Γι’ αυτό το λόγο, η πίεση που ασκήθηκε πάνω στους Μάρτυρες του Ιεχωβά από τους Ναζιστές διώκτες τους, είχε επίσης ελαττωθεί.
Εγώ ήμουν μια από τις πολλές γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά που είχαν μεταφερθεί από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρουκ να εργαστούν σαν γκουβερνάντες στα σπίτια Ναζιστών αξιωματούχων. Ένα απόγευμα, λίγους μήνες προτού τελειώσει ο πόλεμος, ο αξιωματικός των Ες-Ες του οποίου τα δυο παιδιά φρόντιζα με πλησίασε ιδιαιτέρως στο σπίτι του. Λεγόταν Κίνερ.
«Άκουσες ότι οι Ρώσοι προχωρούν στο ανατολικό μέτωπο;» ρώτησε ψυχρά. Όταν απάντησα ότι το είχα ακούσει, ρώτησε: «Τι θα κάνεις αν έρθουν εδώ;» Κοιτάζοντας τον κατάματα, απάντησα: «Και αυτοί εχθροί μας είναι, κι εσείς εχθροί μας είστε. Ποια λοιπόν η διαφορά;» Ναι, με τέτοια παρρησία ο Ιεχωβά μάς έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσουμε να στεκόμαστε θαρραλέα σαν Χριστιανοί ουδέτεροι και συνήγοροι της Βασιλείας σ’ αυτές τις δύσκολες μέρες.—Ιωάννης 15:19.
Μια Πετυχημένη Διαφυγή
Οι ειδήσεις για τη Γερμανική υποχώρηση δεν ήταν απλές διαδόσεις. Προς το τέλος του Απριλίου, ο Κίνερ κανόνισε να φύγουν προς τα νότια η γυναίκα του μαζί με τα παιδιά τους. Επειδή το ζήτησα εγώ, μ’ έστειλε μαζί τους. Η κυρία Κίνερ μου έδωσε πολιτικά ρούχα να φορέσω για να μη δείξει ότι είχε τίποτα να κάνει με τη Ναζιστική οργάνωση. Επιβιβαστήκαμε σ’ ένα φορτηγό που κατευθυνόταν προς τη βόρειο ύπαιθρο της Βαυαρίας, πιο κοντά στο Αμερικανικό μέτωπο παρά στο Ρωσικό.
Ήταν η πρώτη φορά ύστερα από εφτάμισι χρόνια που βρισκόμουν πραγματικά μακριά από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά ο πόλεμος δεν είχε ακόμη τελειώσει, και η ένταση ήταν μεγάλη. Καθώς το φορτηγό προχωρούσε, ένα σμήνος συμμαχικών καταδιωκτικών αεροπλάνων πέρασε από πάνω μας. Βρισκόμουν στο μπροστινό κάθισμα με τα δυο παιδιά και τον οδηγό. Ήταν βέβαιος πως τα αεροπλάνα θα επέστρεφαν για να χτυπήσουν ανηλεώς το φορτηγό με πολυβόλα. Αμέσως προσευχήθηκα από μέσα μου: «Ιεχωβά, μετά από όλη την προστασία που μου χάρισες, μη μ’ αφήσεις να πεθάνω έτσι τώρα!»
Όπως το περιμέναμε, τα καταδιωκτικά αεροπλάνα έκαναν μια μεγάλη στροφή για να ξαναπεράσουν πάνω μας. Ο οδηγός πάτησε αμέσως γκάζι, αλλά φυσικά δεν μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα από το αεροπλάνο. Ξαφνικά, συναντήσαμε έναν πλάγιο δρόμο που οδηγούσε σ’ ένα δασάκι. Ο οδηγός έκανε μια γρήγορη, απότομη στροφή και με μεγάλη ταχύτητα κατευθύνθηκε προς τη δασώδη περιοχή. Επειδή το φύλλωμα ήταν αρκετά πυκνό, το φορτηγό δεν ήταν ορατό από πάνω κι έτσι τα αεροπλάνα μάς προσπέρασαν.
Υπήρχαν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις στη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, το τέλος του πολέμου, το οποίο ήρθε μόνο δέκα μέρες μετά από αυτό το περιστατικό, έφερε κι άλλου είδους δυσκολίες.
Φροντίζοντας για Μεγαλύτερες Ευθύνες
Η κυρία Κίνερ, τα παιδιά της κι εγώ βρήκαμε κατάλυμα μαζί με πολλούς άλλους πρόσφυγες στο μικρό χωριό Μενξντέγγινγκεν κοντά στο Νέρντλινγκεν. Όταν η μάχη είχε επίσημα σταματήσει για μια εβδομάδα, την πληροφόρησα ότι θα έπρεπε να φύγω. Η απάντηση της έδειχνε ευνόητα τη λύπη της. Σε ποιον άλλο θα μπορούσε να εμπιστευθεί; Τώρα ολόκληρη η χώρα ήταν εναντίον των Ναζί και των οικογενειών τους. Αλλά εγώ είχα μεγαλύτερες ευθύνες. Με το τέλος του πολέμου χρειαζόταν να αναδιοργανώσουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά το έργο του κηρύγματος της Βασιλείας. Έπρεπε επίσης να προσπαθήσω να βρω τον άντρα μου, τον Μάρτιν.
Ήμασταν παντρεμένοι τρεισήμισι μόνο μήνες όταν πήραν τον Μάρτιν και αργότερα τον έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Και αργότερα, συνέλαβαν κι εμένα και τελικά μ’ έστειλαν στο στρατόπεδο Ράβενσμπρουκ. Για δυο χρόνια δεν είχα μάθει τίποτα από το σύζυγο μου, και εννιά χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχαμε αποχωριστεί. Ήταν ακόμη ζωντανός ο Μάρτιν; Αν ναι, ήταν καλά;
Μια Αξέχαστη Μέρα
Ήρθε ο καιρός για να φύγω. Ήταν τεσσερισήμισι η ώρα το πρωί. Το πρόγευμά μου αποτελούνταν από ένα κομμάτι δύσπεπτο, μαύρο ψωμί. Ξεκίνησα με τα πόδια χωρίς χρήματα, χωρίς κουπόνια για φαγητό και χωρίς τίποτα εκτός από μια μικρή παιδική σχολική σάκα στην οποία είχα φυλάξει λίγο ψωμί από το πρωί και μερικά προσωπικά πράγματα. Η μέρα πέρασε κι εγώ προχωρούσα σταθερά προς το Μόναχο, την πατρίδα του άντρα μου και το μέρος που ήταν πιο πιθανό να τον βρω αν ήταν ακόμη ζωντανός.
Όταν σκοτείνιασε βρέθηκα στα περίχωρα ενός χωριού. Απαγορευόταν εκεί η κυκλοφορία και ήταν αδύνατο να περάσω τη νύχτα έξω στο ύπαιθρο χωρίς να διατρέχω τον κίνδυνο να συλληφθώ. Βγήκα από το δρόμο κι άρχισα να προσεύχομαι: «Ιεχωβά, σε παρακαλώ βοήθησε. Όλα τα χρόνια εσένα υπηρετώ, ποτέ δε χρειάστηκα έναν τόπο για να περάσω τη νύχτα». Όταν τέλειωσα την προσευχή μου ξαναγύρισα πίσω στο δρόμο και κοίταξα τριγύρω, αλλά όλα ήταν τα ίδια.
Καθώς έμπαινα στο χωριό, το πρώτο σπίτι που είδα είχε τοίχο γύρω από την αυλή. Μέσα από την πύλη είδα μια γυναίκα που έκανε κάποια δουλειά στην αυλή, και τη ρώτησα: «Θα μπορούσατε να μου πείτε αν υπάρχει κάποιο μέρος για να περάσω τη νύχτα εδώ;» Με κοίταξε και απάντησε κάπως επιφυλακτικά να πάω από την πίσω πλευρά του σπιτιού και να ρωτήσω τον άντρα της, επειδή αρκετά άτομα έμεναν ήδη εκεί.
Καθώς πήγα πίσω από το σπίτι, και μπήκα μέσα είδα απλωμένο, μπροστά μου πολλά Γερμανικά φαγητά. Εννιά άνθρωποι κάθονταν γύρω στο τραπέζι και ήταν έτοιμοι να αρχίσουν το φαγητό. Προς στιγμή στάθηκα εκεί σαστισμένη, επειδή δεν είχα φάει τίποτα από πολύ νωρίς το πρωί. Ο άντρας του σπιτιού σήκωσε τα μάτια του και είπε σταθερά: «Γιατί δεν κάθεσαι; Δέκα μπορούν να φάνε τόσο καλά όσο και εννιά!»
Προτού φάω, όμως, ρώτησα τον άνθρωπο αν θα μπορούσα να περάσω το βράδυ εκεί. Δέχτηκε, και η γυναίκα του μου έδειξε ένα πρόχειρο κρεβατάκι στην κορυφή της σκάλας στο χωλ. Σκέφτηκα τους άντρες που πηγαινοέρχονταν συνεχώς μέσα στο σπίτι αλλά τη βεβαίωσα ότι το κρεβατάκι ήταν εντάξει. Κατόπιν εκείνη έφυγε για να πάει σ’ έναν εσπερινό στην εκκλησία.
Στη διάρκεια του γεύματος, μια πιο νεαρή γυναίκα που έμενε επίσης στο ίδιο σπίτι άκουσε προσεκτικά τη συνομιλία, η οποία είχε εξελιχθεί σε μαρτυρία για τη Βασιλεία του Θεού. Ήταν δύσκολο να διακρίνω ακριβώς πώς αντιδρούσε και μετά από λίγο αποσύρθηκε στο δωμάτιο της.
Η γυναίκα του σπιτιού τελικά γύρισε στο σπίτι και με προσκάλεσε στο καθιστικό δωμάτιο. Μου έδειξε μια Γερμανική έκδοση της Βίβλου του Έλμπερφέλντερ, όπου υπάρχει το όνομα του Θεού, Ιεχωβά, σε πολλές μεριές. «Την είχα πάρει πριν από χρόνια από κάποιον Σπουδαστή της Γραφής», είπε. «Μπορείς να μου πεις αν είναι γνήσια Γραφή; Την έχω συχνά διαβάσει αλλά δεν μπόρεσα να την καταλάβω μόνη μου. Μπορείς σε παρακαλώ να μου εξηγήσεις κάτι γι’ αυτή;»
Ήταν ήδη αργά, αλλά η συνομιλία μας διάρκεσε μέχρι αργά το βράδυ. Κοντά στα μεσάνυχτα, η νεαρή γυναίκα η οποία στη διάρκεια του φαγητού άκουγε προσεκτικά τη συζήτηση για τη Βασιλεία μπήκε στη συζήτηση λέγοντας ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί επειδή σκεφτόταν τα πράγματα που είχαμε συζητήσει. Πρόσθεσε ότι ήθελε να μου δώσει κάτι για να με βοηθήσει στο ταξίδι μου. Τότε, μου έβαλε στο χέρι 20 μάρκα—πολλά χρήματα για εκείνες τις μέρες.
Είπα στις γυναίκες ότι θα πήγαινα στο Μόναχο και ότι θα έπρεπε να φύγω όσο το δυνατόν πιο πρωί την άλλη μέρα. Η γυναίκα του σπιτιού ρώτησε πότε θα ήθελα να σηκωθώ, και της είπα στις πέντε η ώρα, αν και ήδη είχαν περάσει τα μεσάνυχτα. Έπειτα, καθώς κατευθυνόμουν για το κρεβατάκι στο χωλ, με σταμάτησε, λέγοντας: «Δεν θα κοιμηθείς εκεί. Έλα εδώ». Ξεκλείδωσε μια πόρτα στο χωλ, και βρέθηκα μπροστά σ’ έναν όμορφα επιπλωμένο ξενώνα με δαντέλες και ωραία λινά πάνω σ’ ένα άνετο κρεβάτι. «Εδώ θα κοιμηθείς», είπε.
Ένα Πρόβλημα Διαφορετικού Είδους
Όταν σηκώθηκα στις πέντε το επόμενο πρωί, η γυναίκα και ο άντρας της κάθονταν ήδη στην κουζίνα και το πρόγευμα με περίμενε. Όταν φάγαμε, πήρε τη μικρή μου σχολική σάκα και τη γέμισε με σάντουιτς. Τελικά, αυτή και ο σύζυγος της στάθηκαν μπροστά από το σπίτι για να με δουν που θα έφευγα, και μου έγνεφαν με το χέρι αντίο μέχρις ότου δεν μπορούσα λόγω της απόστασης να τους δω.
Σκεφτόμουν ότι πριν από 24 μόνο ώρες είχα αφήσει την κυρία Κίνερ, τη γυναίκα του αξιωματικού των Ες-Ες, χωρίς να έχω μαζί μου καμιά υλική προμήθεια. Το μόνο που είχα ήταν η απόφαση μου να βάλω πρώτα τη Βασιλεία του Ιεχωβά και, να επωφεληθώ στο πλήρες από την καινούργια ελευθερία που είχα. Προτού φτάσω στο Μόναχο, όμως, η συμβουλή του Ιησού να εκζητώ όχι μόνο τη Βασιλεία του Θεού αλλά και τη «δικαιοσύνη του» επρόκειτο να δεχτεί κάποια πρόκληση.—Ματθαίος 6:33.
Το απόγευμα, κουρασμένη και με πρησμένα πόδια, προσπάθησα να μπω σ’ ένα από τα Αμερικανικά φορτηγά που μετέφεραν άλλους πρόσφυγες με κατεύθυνση το Μόναχο. Κατάφερα να σταματήσω ένα, και με τα ελάχιστα Αγγλικά που ήξερα είπα τι ήθελα στον οδηγό. Μου είπε ότι ο χώρος ήταν γεμάτος, αλλά μπορούσα να μπω μαζί του μπροστά και δέχτηκα την προσφορά του.
Καθώς πλησιάζαμε στο Μόναχο, ο οδηγός έκανε αρκετές στάσεις αφήνοντας μερικούς επιβάτες κάθε φορά. Όταν επρόκειτο να μπούμε στην πόλη, έστριψε το φορτηγό σ’ ένα δρόμο που οδηγούσε έξω στους λόφους. Όταν το είδα αυτό, προσπάθησα να του εξηγήσω ότι ήθελα να πάω στην πόλη. «Όχι!» είπε. «Θα πάμε στα βουνά».
Τότε κατάλαβα ότι είχαν κατέβει όλοι οι άλλοι επιβάτες. Προσπάθησα ν’ ανοίξω την πόρτα αλλά δεν μπορούσα να την ξεκλειδώσω. Ο δρόμος ήταν όλο στροφές και οδηγούσε στους λόφους, και σ’ όλο το δρόμο με τα σπασμένα μου Αγγλικά προσπαθούσα να του πω ότι δεν ήθελα να μετέχω σ’ αυτό που είχε στο μυαλό του. Αλλά αυτός συνέχισε να οδηγεί μέχρις ότου φτάσαμε σε μια μικρή χαράδρα στο δάσος. Σταμάτησε το φορτηγό και βγήκε έξω, ήρθε στην πλευρά του φορτηγού που καθόμουν εγώ και άνοιξε την πόρτα. Κατέβηκα κάτω και στάθηκα κοιτάζοντας τον. Άρχισε να λέει πόσο όμορφη ήταν η μέρα και πόσο όμορφος ήταν ο τόπος εκεί, και ότι κανένας δεν θα μας έβλεπε.
«Ναι», είπα, «είναι θαυμάσια και η μέρα και ο τόπος, και μπορεί κανένας να μην είναι εδώ, αλλά ο Ιεχωβά Θεός μάς βλέπει, και ο Ιεχωβά θα . . . και εμένα και εσένα». Αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ την Αγγλική λέξη «τιμωρώ». Έτσι κούνησα απότομα τα χέρια μου μπροστά από το πρόσωπο του και του φώναξα δυνατά! Αυτό φάνηκε να έχει κάποιο αποτέλεσμα, γιατί αμέσως η στάση του άλλαξε. Σώπασε για μια στιγμή, σκεπτόμενος, κι έπειτα με πρόσταξε να ανέβω πάνω στο φορτηγό. Χωρίς λέξη, πήγαμε στο κέντρο του Μονάχου όπου σταμάτησε, και ρώτησε αν βρισκόμουν κοντά στον προορισμό μου. Τον βεβαίωσα γι’ αυτό και άνοιξε πάλι την πόρτα από την έξω πλευρά, και για άλλη μια φορά στάθηκα αντικρίζοντάς τον. Αυτή τη φορά, όμως, μου έσφιξε τα χέρια και είπε: «Είσαι δίκαιη γυναίκα. Προσευχήσου για μένα, για να είναι πιστή και η δική μου γυναίκα όπως εσύ».
Αμέσως, άρχισα το έργο σκαπανέα, λαμβάνοντας μέρος στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος στο Μόναχο. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με όσο το δυνατό περισσότερους Μάρτυρες του Ιεχωβά για να βοηθήσω να ξαναρχίσουν οι συναθροίσεις μας και οι άλλες δραστηριότητες, επειδή στην ουσία όλες μας οι δραστηριότητες για το κήρυγμα της Βασιλείας είχαν διακοπεί από τον πόλεμο και τον διωγμό.
Ο Άντρας Μου Είναι Ζωντανός!
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που έφτασα στο Μόναχο, και διαπίστωσα ότι ο Μάρτιν ήταν ήδη ζωντανός και ήταν καλά. Είχε μεταφερθεί στο εξοντωτικό στρατόπεδο Μάουτχάουζεν της Αυστρίας, αλλά είχε επιζήσει. Μαζί με άλλους εκατό περίπου Μάρτυρες, έπρεπε να περιμένει μέχρις ότου φτιαχτούν τα χαρτιά τους. Αυτά θα αποδείκνυαν ότι ήταν άτομα που διώχτηκαν από το καθεστώς του Χίτλερ. Χωρίς αυτά τα χαρτιά θα ήταν αδύνατο να ταξιδέψουν ή να πάρουν υλικές προμήθειες.
Όταν έμαθα την κατάσταση, πήγα προσωπικά στον Αμερικανό στρατιωτικό διοικητή του Μονάχου και είπα: «Ο σύζυγός μου βρίσκεται σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αυστρία, και θέλω να στείλετε ένα αυτοκίνητο εκεί για να τον φέρετε πίσω!» Όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, ο διοικητής τελικά έστειλε δυο λεωφορεία εκεί και έφεραν πίσω όλους τους Μάρτυρες.
Αντιμετώπιση Μιας Καινούργιας Πρόκλησης
Τώρα αντιμετώπιζα μια άλλη πρόκληση. Ο άντρας μου θα γύριζε πίσω! Αλλά πού θα ζούσαμε; Εγώ έμενα σ’ ένα υπόστεγο με εργαλεία πίσω από ένα σπίτι, και κοιμόμουνα σε μια καρέκλα που γύρω-γύρω υπήρχαν εργαλεία κηπουρικής. Χρειαζόμαστε ένα μέρος για να μείνουμε, αλλά ήξερα ότι οι δούλοι του Ιησού πρέπει να βάζουν τη Βασιλεία πρώτα.
Έτσι με προσευχή αποφάσισα να αφιερώσω μια ολόκληρη μέρα από το σκαπανικό μου έργο για να ψάξω να βρω έναν κατάλληλο τόπο για να μείνουμε. Πήγα στο στεγαστικό γραφείο που λειτουργούσε με Αμερικανούς και πήρα έναν κατάλογο με διαμερίσματα. Αρχίζοντας από πολύ πρωί τη μέρα που είχα ορίσει, πήγα σ’ όλα τα σπίτια που έλεγε ο κατάλογος. Ο ήλιος έπεσε και εγώ βρισκόμουν μπροστά στην τελευταία πόρτα που έλεγε ο κατάλογος, με την απάντηση, όπως συνέβη και σ’ όλα τα άλλα σπίτια, ότι δεν ήταν πια το σπίτι διαθέσιμο. Τι θα έκανα;
Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά για βοήθεια. Ήξερε τι χρειαζόμουν και θα φρόντιζε γι’ αυτούς που βάζουν πρώτα τη Βασιλεία. Είχα αφιερώσει μια μέρα από το σκαπανικό μου έργο και δεν είχα κάνει τίποτα. Όταν τέλειωσα την προσευχή μου, για μια φορά ακόμα, φαινόταν πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Αλλά είχα εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά τον ‘Ακούοντα προσευχή’. (Ψαλμός 65:2) Έτσι το μόνο πράγμα που έμενε να κάνω ήταν να συνεχίσω και να βρω κάποια λύση. Αυτό και έκανα, και μετά από λίγα βήματα είδα μπροστά μου τρεις γυναίκες να κουβεντιάζουν στο πεζοδρόμιο. Τις πλησίασα και ρώτησα αν μπορούσαν να μου δείξουν κάποιο σπίτι που να ήταν διαθέσιμο.
Μια από τις γυναίκες αυτές γύρισε και μου είπε πολύ απότομα: «Να πας και να βρεις μόνη σου!» Η αγένειά της με κατέπληξε, αλλά σκέφτηκα: ‘Ίσως αυτή να είναι η απάντηση! Θα αρχίσω απ’ αυτή τη γωνία εδώ και θα πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι’. Στο πρώτο σπίτι, χτύπησα το κουδούνι και μια γυναίκα με χαιρέτησε με τα λόγια: «Πρέπει να ήρθατε από το στεγαστικό γραφείο!» Ο αριθμός της δεν υπήρχε μέσα στον κατάλογο μου. Αυτή με συνόδευσε σ’ ένα διαμέρισμα στο δεύτερο όροφο και άνοιξε την πόρτα σ’ ένα θαυμάσιο δωμάτιο με μια μικρή κουζίνα μετά το χωλ—και υπέροχη θέα προς τις Βαυαρικές Άλπεις!
Πλούσιες Ευλογίες για την Πιστότητα
Ο Μάρτιν κι εγώ πήγαμε σ’ αυτό το διαμέρισμα. Από την αρχή, φυσικά, και οι δυο ήμασταν απασχολημένοι στο έργο της Βασιλείας. Συνέχισα το σκαπανικό έργο, και ο Μάρτιν άρχισε να κάνει διευθετήσεις να επισκέπτεται ομάδες Μαρτύρων σε μακρινές αποστάσεις από το Μόναχο για να τους οικοδομήσει πνευματικά. Έκανε μόνος τέτοιες εξορμήσεις μιας ή δυο ημερών, μολονότι τα ταξίδια ήταν ακόμη πολύ δύσκολα.
Κάποτε, ο Μάρτιν γύρισε από ένα ταξίδι την ώρα ακριβώς που έφευγα για υπηρεσία στις 9 το πρωί. Με ρώτησε αν θα μπορούσα να του ετοιμάσω οπωσδήποτε καθαρά ρούχα και ό,τι χρειαζόταν γιατί θα έφευγε για άλλο ταξίδι το απόγευμα. Του είπα ότι θα έβγαινα να κάνω επανεπισκέψεις και οικιακές Γραφικές μελέτες και ότι θα γύριζα το απόγευμα για να ετοιμάσω φαγητό και να τον βοηθήσω να φτιάξει τη βαλίτσα του. Ήρθε και πέρασε το μεσημέρι, αλλ’ εγώ δεν ήμουν εκεί· ούτε οι καθαρές του κάλτσες και τα άλλα πράγματα ήταν έτοιμα για τη βαλίτσα του. Η ώρα πήγε τέσσερις και πέρασε, κατόπιν 8 το βράδυ, και τελικά στις 11 η ώρα γύρισα σπίτι χαρούμενη απ’ όλες τις καλές εμπειρίες που είχα απολαύσει στη διάρκεια της μέρας. Τότε θυμήθηκα! Ο ενθουσιασμός μου για την υπηρεσία και οι συναρπαστικές Γραφικές μελέτες εκείνης της μέρας, μ’ έκαναν να ξεχάσω τελείως τον Μάρτιν και το ταξίδι του. Τον καιρό εκείνο, είχα ξεσυνηθίσει να περιποιούμαι άντρα στο σπίτι!
Φυσικά, αυτές οι αφηρημάδες δεν διάρκεσαν πολύ. Ο Μάρτιν έπρεπε να φεύγει πολλές φορές από το σπίτι, και εγώ σύντομα άρχισα να νιώθω έντονα την απουσία του. Μου έλειπε. Πολλές φορές καθόμουν κι έκλαιγα. Όμως, δεν ήθελα να με δει έτσι η σπιτονοικοκυρά μου γιατί πάντα με έβλεπε χαρούμενη. Γι’ αυτό πήγαινα σ’ ένα κοντινό νεκροταφείο, καθόμουν πάνω σ’ ένα κούτσουρο και έκλαιγα εκεί. Σκεφτόμουν: ‘Πολλοί άνθρωποι έρχονται εδώ και κλαίνε. Έτσι δεν θα φανεί ασυνήθιστο στους άλλους αν με δουν να κλαίω!’ Αλλά το κλάμα δε βελτίωσε πραγματικά την κατάσταση.
Είχα πάρα πολλές καλές εμπειρίες διεξάγοντας 22 Γραφικές μελέτες με οικογένειες τουλάχιστον μια φορά κάθε εβδομάδα! Αλλά ήθελα να μοιραστώ αυτά τα καλά πράγματα με τον άντρα μου. Ο Μάρτιν γύρισε πίσω και η υγεία του ήταν καλή, κι όμως δεν μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Έτσι προσευχήθηκα στον Ιεχωβά για το ζήτημα. Εμπιστεύθηκα επίσης τη θλίψη μου στον Αδελφό Έριχ Φροστ, τον τότε επίσκοπο στο έργο κηρύγματος της Γερμανίας. Του είπα ότι ο ερχομός του άντρα μου σήμαινε για μένα να πλένω τις κάλτσες και τα εσώρουχά του. Ο αδελφός Φροστ ίσως νόμισε ότι με ενθάρρυνε λέγοντας ότι πρέπει να είμαι ευτυχισμένη που μπορώ τουλάχιστον να κάνω αυτό. Αλλά εγώ δεν ικανοποιήθηκα με αυτή την απάντηση! Παρ’ όλ’ αυτά, υπέμεινα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Μάρτιν προσκλήθηκε στο Μαγδεμβούργο για να εκπαιδευτεί σαν υπηρέτης για τους αδελφούς, όπως ήταν τότε γνωστοί οι επίσκοποι περιοχής. Όταν τελείωσε αυτή την εκπαίδευση, ο Αδελφός Φροστ ανήγγειλε κάτι σπουδαίο για την Γερτρούδη. Είχε ληφθεί οδηγία από τα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν ότι όλες οι γυναίκες οι οποίες προηγουμένως έκαναν σκαπανικό έργο μπορούσαν να πηγαίνουν μαζί με τους συζύγους τους καθώς θα επισκέπτονταν διάφορες εκκλησίες στο έργο τους περιοχής. Οι προσευχές μου είχαν πάλι απαντηθεί!
Αναπολώντας το Παρελθόν
Καθώς σκέφτομαι τις πολλές εμπειρίες του άντρα μου και τις δικές μου, είμαι πεπεισμένη ότι ο ουράνιος Πατέρας μας ξέρει τα πράγματα που χρειαζόμαστε και ότι θα τα λάβουμε στον κατάλληλο καιρό αν πραγματικά βάζουμε πρώτα τη Βασιλεία στη ζωή μας. Μπορώ επίσης να δω ότι ποτέ δεν έλαβα πράγματα που στην πραγματικότητα δεν τα χρειαζόμουν.—Ματθαίος 6:32.
Για 31 σχεδόν μεταπολεμικά χρόνια ταξίδεψα σ’ όλη τη Γερμανία μαζί με τον άντρα μου καθώς επισκεφτόταν και βοηθούσε πνευματικά τις Χριστιανικές εκκλησίες αυτής της χώρας. Από το 1978, όμως, εργάζομαι στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου ο Μάρτιν υπηρετεί σαν μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αν και είμαι τώρα 72 χρόνων, πόσο ευγνώμων είμαι στον Ιεχωβά που εξακολουθώ να έχω άφθονη δύναμη—αρκετή για να δαπανώ πλήρεις μέρες στην υπηρεσία της Βασιλείας!
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Φορούσα τη στολή της φυλακής καθώς φρόντιζα τα παιδιά του αξιωματικού των Ες-Ες
[Εικόνα στη σελίδα 28]
Μια φρικτή αναμονή: Τα αεροπλάνα ίσως ξαναγύριζαν για να χτυπήσουν το φορτηγό
[Εικόνα στη σελίδα 30]
Μαζί με το σύζυγό μου, τον Μάρτιν, απολαμβάνω τώρα το έργο της δημόσιας μαρτυρίας και το έργο από σπίτι σε σπίτι στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης.