‘Είμαι Τόσο Ευγνώμων που με Επεσκέφθησαν’
Η ΕΤΑΙΡΙΑ Σκοπιά στο Μπρούκλυν, Νέας Υόρκης, έλαβε την εξής επιστολή εκτιμήσεως από μια γυναίκα που ζη στη Νέα Ζηλανδία:
«Σας γράφω αυτό το γράμμα για να εκφράσω την εκτίμησί μου για τη θαυμάσια οργάνωσί σας. Είμαι ηλικίας είκοσι πέντε ετών και μητέρα τριών αγοριών. Είναι καιρός που επιθυμούσα να καταλαβαίνω την Αγία Γραφή. Ο σύζυγος μου ήταν Βαπτιστής, κι εγώ δεν είχα καμμιά θρησκευτική γνώσι. Όταν εκείνος μου έδωσε μία Βίβλο άρχισα να πηγαίνω μαζί του στην εκκλησία, αλλά δεν έμαθα τίποτα για τη Βίβλο εκεί. Όταν γεννήθηκαν οι γυιοι μας δεν μπορούσαμε να πηγαίνωμε στην εκκλησία, και ήμασταν πολύ ντροπαλοί ώστε να πλησιάσωμε τους Βαπτιστάς στη νέα περιοχή όπου μετοικήσαμε.
Μια μέρα ήλθε μια νεαρή κυρία και μας ρώτησε αν θέλαμε να εγγράψωμε τα παιδιά μας στο Κυριακό σχολείο. Δεχθήκαμε και μας είπε ότι θα μας ειδοποιούσαν πότε να τα οδηγήσωμε εκεί. Δεν μας ειδοποίησαν ποτέ. Απλώς δεν ενδιαφέροντο τόσο για μας. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά μάς είχαν επισκεφθή, αλλά ποτέ δεν τους πρόσεξα. Πήρα τις εκδόσεις των αλλά ποτέ δεν τις διάβασα. Νόμισα ότι είναι απλώς ένας όμιλος τρελλών.
Ύστερ’ από την απογοήτευσι που είχαμε από τους Βαπτιστάς, δεν γνωρίζαμε τι να κάνωμε. Δεν ήξερα πώς να βρω την αληθινή θρησκεία και δεν μπορούσα να φαντασθώ τον εαυτό μου να πηγαίνη σ’ όλες τις εκκλησίες. Αυτό ήταν αδύνατο! Μια μέρα ήμασταν τόσο απελπισμένοι που δεν κατανοούσαμε τη Βίβλο ώστε προσευχόμεθα στο Θεό να μας δείξη την αλήθεια. Ύστερ’ από τρεις μέρες χτύπησε η πόρτα και ήταν εκεί ένας άνδρας ο οποίος είπε, ‘Είμαι σπουδαστής της Γραφής’. Ήμουν τόσο συγκινημένη ώστε σχεδόν τον τράβηξα μέσα. Με ζωηρό ενδιαφέρον δέχθηκα την προσφορά του να με βοηθήση να μάθω τη Βίβλο. Μόνο όταν έφυγε αντιλήφθηκα ότι ήταν μάρτυς του Ιεχωβά, και αυτό μ’ έκαμε λίγο ανήσυχη. Αλλά άρχισα να μελετώ τη Βίβλο και αργότερα άρχισε και ο σύζυγός μου.
Με την πάροδο του χρόνου αντιληφθήκαμε ότι είχαμε βρη την αληθινή πίστι. Και η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου ήταν όταν και οι δυο μας βαπτισθήκαμε στην ‘Επί Γης Ειρήνη’ Συνέλευσι του 1969. Πέφτω στα γόνατά μου κι ευχαριστώ τον Ιεχωβά Θεό διότι απήντησε στις προσευχές μας την ημέρα εκείνη. Ναι, τον ευχαριστώ διότι οι Μάρτυρές του μας επανεπισκέπτοντο τακτικά. Οποιεσδήποτε κι αν ήσαν οι καιρικές συνθήκες, αυτοί έρχονταν να μας βοηθήσουν. Ναι, είχαν γνήσιο ενδιαφέρον για μας.
Αν εκείνος ο αγαπητός Μάρτυς δεν είχε βγη στο έργο εκείνο το πρωί είναι πιθανόν να μη γνωρίζαμε την αλήθεια του Θεού σήμερα. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά μάς έφεραν το πιο μεγάλο δώρο που μπορούσε να προσφέρη ένας άνθρωπος—την ελπίδα να ζούμε μαζί με τα παιδιά μας για πάντα στη νέα τάξι του Θεού.»