Με Ακολούθησαν Χάρις και Έλεος
Αφήγησις υπό Ζανέτ ΜακΝτόναλντ
ΜΙΑ ανοιξιάτικη μέρα του 1911 η μητέρα μου και εγώ εργαζόμασταν στην κουζίνα του σπιτιού μας στη Μπελβίλ του Οντάριο του Καναδά. Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Η μητέρα άνοιξε. Εκεί στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος ο οποίος της έκαμε την εξής περίεργη ερώτησι: «Κυρία, πιστεύετε στα σχίσματά;»
Με λίγη έκπληξι η μητέρα ρώτησε: «Εννοείτε τις εκκλησίες;»
Εκείνος απήντησε: «Μάλιστα. Ομιλώ για τις διαιρέσεις που υπάρχουν στις Χριστιανικές εκκλησίες. Πιστεύετε ότι ο Χριστός είναι διηρημένος;»
«Παρακαλώ περάστε μέσα. Αυτό είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει,» απήντησε η μαμά. Τον βλέπω ακόμη να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, να έχη μπροστά του τη Γραφή και βιβλία, και να συζητά με ειλικρίνεια τις Γραφές μαζί της. Όταν έφυγε ο επισκέπτης, η μητέρα είχε πάρει απ’ αυτόν ένα βοήθημα μελέτης της Γραφής Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων σε σχήμα περιοδικού.
ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Την εποχή εκείνη ήμουν ηλικίας ένδεκα ετών. Είχα παρακολουθήσει προσεκτικά τη συζήτησι. Πολύ λίγο αντιλαμβανόμουν ότι αυτό ήταν ο πρώτος κρίκος μιας αλυσίδας γεγονότων που επρόκειτο να διαμορφώσουν την πορεία της ζωής μου τα επόμενα εξήντα χρόνια. Ήταν μια πολύ σημαντική η ημέρα εκείνη: ήταν η ημέρα που η χάρις του Ιεχωβά μπήκε στο σπίτι μας.
Οι γονείς μου ήσαν Αγγλικανοί. Η μητέρα μου ήταν φλογερή αναγνώστρια της Γραφής. Είχαμε διδαχθή να ευλαβούμεθα τον Θεό. Ο πατέρας μου επίσης προσπαθούσε να κυβερνάται από δίκαιες αρχές. Η μητέρα δεν ήταν ικανοποιημένη με την Αγγλικανική εκκλησία την ενοχλούσαν μερικές διδασκαλίες και πράξεις, όπως ο πύρινος άδης και η μεροληψία που έδειχναν απέναντι στα εύπορα μέλη της εκκλησίας. Στην έρευνά της για την αλήθεια του Θεού, παρακολουθούσε κάθε εκκλησία στην Μπελβίλ, αλλ’ αυτό μόνο απογοήτευσι της έφερνε.
Όταν πήρε το έντυπο Το Θείον Σχέδιον των Αιώνων, η μητέρα το διάβασε μ’ ενθουσιασμό, επαληθεύοντας προσεκτικά κάθε σημείο από τη Γραφή της. Σε λίγες μέρες μας είπε: «Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό είναι εκείνο που ζητούσα και για το οποίο προσευχόμουν. Ο Θεός απήντησε στις προσευχές μου.»
Σε λίγες εβδομάδες οι Διεθνείς Σπουδασταί της Γραφής, όπως ωνομάζονταν τότε οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά, είχαν τις πρώτες συναθροίσεις τους στην Μπελβίλ. Η μητέρα πήρε εμάς τα τρία παιδιά και στις τρεις ομιλίες. Μου είχε κάνει εντύπωσι καθώς ο ομιλητής καθιστούσε σαφείς τις ευλογίες της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού. Μολονότι ήμουν μικρή, έβαλα αυτές τις αλήθειες στην καρδιά μου.
Από τότε, άρχισαν να λαμβάνουν χώρα τακτικές συναθροίσεις δυο φορές την εβδομάδα. Τις διηύθυνε ο Τζόσεφ Φράπυ, ένας διδάσκαλος σχολείου που ζούσε στο Σταίρλινγκ, δεκαέξη μίλια μακρυά. Το καλοκαίρι ερχόταν με τη σύζυγό του σ’ ένα αμαξάκι που το έσερνε το ωραίο μαύρο άλογό του· το χειμώνα κουκουλωμένοι σε ζεστές γούνες, γλυστρούσαν επάνω στο αφράτο χιόνι μ’ ένα ελαφρό έλκυθρο. Τα κουδουνάκια του ελκύθρου ηχούσαν καθαρά μέσα στον παγερό αέρα για ν’ αναγγείλλουν την άφιξί του. Ήταν πολύ χαρούμενος που είχε έλθει· τίποτε δεν μπορούσε να τον εμποδίση!
ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΨΕΥΔΗ ΕΝΟΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥ
Στην αρχή ο πατέρας μου εναντιώθηκε σ’ αυτές τις Γραφικές αλήθειες με πολλή σφοδρότητα. Ήταν συνήθως ένας αγαθός άνθρωπος, αλλά ο Αγγλικανός κληρικός του τον είχε επηρεάσει για να πιστέψη κακώς ότι ο Κ.Τ. Ρώσσελ, πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, χρησιμοποιούσε τη θρησκεία για να πλουτίση. Ο πατέρας μου είχε κάψει το βιβλίο της μητέρας. Η μητέρα συνέχιζε ακλόνητη. Αν συνέβαινε κάτι στα έντυπα της, έπαιρνε άλλα.
Η πικρία του πατέρα ήταν τόσο έντονη ώστε το 1917 αρρώστησε βαριά. Οργανικώς δεν είχε τίποτε, αλλά ο θυμός του ιδιαίτερα τις ώρες του φαγητού, είχε δηλητηριάσει το σώμα του. Έχανε συνεχώς βάρος.
Ακριβώς την εποχή εκείνη λίγο ύστερ’ από τον θάνατο του Κ.Τ. Ρώσσελ, η τοπική εφημερίδα ανέφερε ότι η προσωπική του περιουσία ανήρχετο σε $200 και μόνο. Ο πατέρας είχε επί τέλους αντιληφθή ότι η πραγματική καταστροφή της οικογενειακής ζωής του καθώς και της υγείας του προήρχοντο από το ότι είχε δεχθή το ψεύδος που του είπε ο Αγγλικανός κληρικός.
Με την εισήγησι του γιατρού ο πατέρας και η μητέρα έφυγαν για ένα εξοχικό σπίτι για ν’ ανακτήση την υγεία του. Όσο ήταν εκεί η μητέρα του διάβαζε μεγαλοφώνως από τις εκδόσεις της Εταιρίας Σκοπιά. Ανεγνώρισε ότι οι Σπουδασταί της Γραφής εδίδασκαν την αλήθεια του Θεού. Έπαυσε πια να εναντιώνεται· ανέλαβε τις δυνάμεις του· και επανήλθε η ευτυχία. Τι αλλαγή ήταν να έχωμε συναθροίσεις στο σπίτι: η χάρις του Ιεχωβά ήταν έκδηλη και πάλι!
ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ
Τον Αύγουστο του 1916, παρευρέθηκα στη συνέλευσι της Εταιρίας Σκοπιά στο Νιαγάρα Φωλλς, της Νέας Υόρκης. Εκεί συμβόλισα την αφιέρωσί μου στον Ιεχωβά με τον εν ύδατι βάπτισμα. Την ομιλία του βαπτίσματος είχε δώσει ο Κ.Τ. Ρώσσελ. Μίλησε στον καθένα απ’ εκείνους που επρόκειτο να βαπτισθούν προσωπικά και ήταν πολύ ενθαρρυντικός.
Ύστερ’ από λίγους μήνες μου παρουσιάσθηκε ένα μεγάλο προνόμιο, «το Έργο Βοηθητικού Σκαπανέως» που απαιτούσε να διαθέτη κανείς το ελάχιστο εξήντα ώρες το μήνα στο έργο κηρύγματος του Λόγου του Θεού σε άλλους. Εγγράφηκα κι’ εγώ, και το 1916 καθώς και στις αρχές του 1917 το έργο μου ήταν κυρίως στη Μπελβίλ.
Το 1917 ετέθη σε κυκλοφορία το βιβλίο Το Τετελεσμένο Μυστήριο. Αφού κάλυψε την πόλι της Μπελβίλ μ’ αυτό το βιβλίο ταξίδευσα με το τραίνο στις γειτονικές πόλεις για να διαθέσω το Τετελεσμένο Μυστήριο.
Καθώς εργαζόμουν μ’ αυτή την προσφορά στο Πίκτον, συνήντησα ένα κύριο ο οποίος είπε: «Εγώ είμαι κληρικός. Έχω κηρύξει εναντίον σας προηγουμένως και θα το κάμω και πάλι.» Μολονότι ήμουν μόνο δεκαεπτά ετών ηλικίας την εποχή εκείνη, φοβόμουν τον Ιεχωβά και με βαθύ ενδιαφέρον απήντησα: «Εγώ, κύριε, θα φοβόμουν να το κάνω αυτό, διότι ο Ιεχωβά θα μ’ έπληττε με θάνατο.» Πριν περάση πολύς καιρός συνήντησα μια κυρία από τους ενορίτας αυτού του κληρικού. Μου είπε ότι είχε εγκαταλείψει την εκκλησία στη διάρκεια ενός κηρύγματος που ωμιλούσε εναντίον των σπουδαστών της Γραφής, διότι «δεν μου άρεσαν αυτά που έλεγε.» Έτσι απέφυγε ένα σοβαρό επεισόδιο. Αυτός ο κληρικός καθώς επετίθετο εναντίον του λαού του Ιεχωβά από τον άμβνα πέθανε. Οι εφημερίδες ανήγγειλαν ότι ο θάνατος του προήλθε από καρδιακή προσβολή.
Με γοργή κυκλοφορία δίναμε στο βιβλίο το Τετελεσμένο Μυστήριο. Τότε ήλθε το πλήγμα: Στις 12 Φεβρουαρίου 1918, ο Καναδάς απηγόρευσε το βιβλίο Το τετελεσμένο Μυστήριο. Ο τύπος ανήγγειλε: «Η κατοχή οποιουδήποτε απηγορευμένου βιβλίου εκθέτει τον κάτοχο σε πρόστιμο όχι ανώτερο των $5.000 καθώς και πενταετή φυλάκισι.»
Μόλις το ακούσαμε αυτό μεταφέραμε όλη την ποσότητα των βιβλίων που είχαμε στο κοτέτσι. Βάλαμε εφημερίδες ανάμεσα στα τοιχώματα για να παραμείνουν τα βιβλία καθαρά, τα περιτυλίξαμε και τα κρεμάσαμε στα τοιχώματα. Την επομένη ήλθε ο αστυνομικός και ρώτησε τον πατέρα μου αν υπήρχαν αντίτυπα αυτού του βιβλίου στο σπίτι, στο οποίο ερώτημα απήντησε «Όχι.» Η προμήθεια των βιβλίων που ήταν στον ορνιθώνα παρέμεινε άθικτη ωσότου καταργήθηκε η απαγόρευσις το 1920, οπότε όλα απεκατεστάθησαν και διετέθησαν.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΟ ΚΕΜΠΕΚ
Το 1924 μ’ εκάλεσαν ν’ αναλάβω έργο κηρύγματος στην επαρχία του Κεμπέκ. Εργάσθηκα πρώτα στο Μόντρεαλ, όπου τον καιρό εκείνο υπήρχε μόνο μια μικρή εκκλησία. Στο Κεμπέκ υπήρχαν μεγαλύτερες χαρές αλλά και μεγαλύτερος διωγμός. Ένα από τα πρώτα καθήκοντα που μας ανέθεσαν ήταν η διανομή της αποφάσεως που είχε ψηφισθή στη συνέλευσι του Κολόμπους Οχάιο το 1924. Η απόφασις ήταν σε μορφή φυλλαδίων που έφερε τον τίτλο «Οι Εκκλησιαστικοί Καταγγελλόμενοι,» και εξέθετε τη θανατηφόρο ιδιότητα της ψευδούς θρησκείας.
Σύμφωνα με το δρομολόγιο που είχε καταρτίσει η Εταιρία, πήγαμε σε πολλές πόλεις όπως το Γκράνμπυ, Μαγκόγκ, Ασβέστος και άλλες στους Ανατολικούς Δήμους. Για ν’ αποφύγωμε την εναντίωσι, αρχίζαμε τη διάθεσι του φυλλαδίου από θύρα σε θύρα στις τρεις το πρωί και ως τις επτά η οκτώ, οπότε η πόλις ήταν σε δράσι το έργο μας είχε συμπληρωθή. Πολλές φορές μας είχε συλλάβει η αστυνομία, προσπαθώντας να μας φοβίσουν ότι θα μας διώξουν από την πόλι. Παράδειγμα ήταν στην πόλι Μαγκόγκ όπου η αστυνομία μας ωδήγησε στο δικαστήριο. Δεν υπήρχε καμμιά κατηγορία, αλλά έπρεπε να πληρώσωμε $15 για να φύγωμε. Είπαμε ότι δεν έχομε $15 και εμείωσαν το ποσόν σε $10. Είπαμε ότι δεν είχαμε ούτε $10 και έτσι εμείωσαν το ποσόν σε $5. Είπαμε πάλι ότι δεν διαθέταμε $5, κι’ έτσι μας άφησαν να φύγωμε.
Στο Κότικουκ, αντιμετωπίσαμε μια σοβαρή στενοχώρια τον Μάιο του 1925. Ένας όχλος με τον επί κεφαλής ιππότη του τάγματος των ιπποτών του Κολόμβου μας περιεκύκλωσε και προσπάθησε να μας βάλη διά της βίας σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Τρέξαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό και πήγαμε για προστασία στην αίθουσα αναμονής. Ο σταθμάρχης είδε να πλησιάζη ο όχλος και έκλεισε και τις δυο πόρτες. Άρχισαν να στριφογυρίζουν κουνώτας την πυγμή τους και χτυπώντας το παράθυρο. Σε λίγο ο αρχηγός του όχλου επέστρεψε με την αστυνομία.
Μας συνέλαβαν και μας ωδήγησαν στο Δημαρχείο, όπου συνεστήθη αμέσως ένα δικαστήριο. Μας κατηγορούσαν για «δημοσίευσι βλασφήμου συκοφαντίας,» λόγω της επικρίσεως του κλήρου. Ο μόνος μάρτυς που είχε κληθή ήταν ο τοπικός Καθολικός ιερεύς. Μας πήγαν στο Σέρμπρουκ και μας έκλεισαν όλη τη νύχτα σε μια ακάθαρτη, γεμάτη ζωύφια φυλακή, όπου με είχαν δαγκώσει τόσο άσχημα ώστε χρειάσθηκα πολλών εβδομάδων θεραπεία.
Η δίκη έγινε στις 10 Σεπτεμβρίου ενώπιον του Δικαστού Λεμέι, ο οποίος απεφάσισε ν’ ακολουθήση το νόμο. Είπε: «Δεν υπάρχει βλάσφημη συκοφαντία και απαλλάσω τους κατηγορουμένους από την κατηγορία.»
ΠΡΟΣ ΒΟΡΡΑΝ
Το 1926 άρχισα να υπηρετώ στην περιοχή των ορυχείων στο Βόρειο Οντάριο και στο Κεμπέκ. Οι δρόμοι ήσαν κακοί, αλλά ήταν ένας ενδιαφέρον τόπος για το κήρυγμα του Λόγου του Θεού! Επισκεφθήκαμε κατασκηνώσεις ορυχείων, λαϊκές κατοικίες, οπουδήποτε υπήρχαν άνθρωποι. Το έλεος του Ιεχωβά ήταν τόσο ώστε ψάλλαμε καθώς ταξιδεύαμε μεταξύ δύο επισκέψεων!
Ένα μεγάλο μέρος του ταξιδιού ήταν με το τραίνο. Όταν φεύγαμε από μια πόλι, συνήθως ο ιερεύς έπαιρνε τη διεύθυνσι του προορισμού μας από τον πράκτορα των εισιτηρίων. Κατόπιν τηλεφωνούσε στον ιερέα του τόπου προορισμού μας για να προειδοποιήση τους ενορίτας του. Αν φθάναμε πριν από την προειδοποίησι, ήταν πιθανόν ότι θα βρίσκαμε ενδιαφέρον· αν φθάναμε αργότερα, θα υπήρχε ανοιχτή εχθρότης.
Ύστερ’ από πολλές μέρες που κάναμε επισκέψεις σε πόλεις που όλες ήσαν προειδοποιημένες, η σύντροφός μου κι’ εγώ επισκεφθήκαμε ένα ξενοδοχείο στο Λάρντερ Λέικ, χωρίς να έχωμε καθόλου χρήματα. Αλλ’ αφού προσφέραμε τις εκδόσεις σ’ ένα κύριο που ήταν στο ξενοδοχείο, αυτός τις πήρε και έκαμε μια εισφορά $10. Οι καρδιές μας πλημμύρισαν από ευγνωμοσύνη για τον τρόπο με τον οποίο η χάρις του Ιεχωβά μάς ακολουθούσε. Πήγαμε στην επομένη πόλι, Ρουίν του Κεμπέκ, όπου μέσα σε δυο εβδομάδες διαθέσαμε πάνω από 1.500 τεμάχια εντύπων. Ήταν πραγματικά ένας καιρός χαράς!
Κατόπιν φθάσαμε στην πόλι Αμός. Εδώ οι άνθρωποι είχαν προειδοποιηθή από τον ιερέα να μη έχουν καμμιά επαφή μαζί μας, αλλά αυτή τη φορά η προειδοποίησις αντιστράφηκε. Ήγειρε περισσότερο ενδιαφέρον, και μέσα σε μια περίπου ώρα όλα τα βιβλία μας είχαν τελειώσει, και έπρεπε να τρέξω πίσω στο δωμάτιό μας για να πάρω άλλα. Θυμούμαι ένα καταστηματάρχη ο οποίος ήθελε να φανή ανταγωνιστικός, αλλά ταυτοχρόνως επιθυμούσε πολύ να προμηθευθή τα βοηθήματα μελέτης της Γραφής. Υπήρχαν πελάτες στο κατάστημα, και γι’ αυτό είπε δυνατά: «ΟΧΙ, ΔΕΝ Μ’ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ.» Κατόπιν σε υπόκωφο τόνο είπε, «Φαίνονται ενδιαφέροντα αυτά. Βάλτε τα επάνω στον πάγγο.» Δυνατά πάλι είπε: «ΠΑΡΤΕ ΤΑ ΑΠΟ ΔΩ, ΔΕΝ ΤΑ ΘΕΛΩ ΕΔΩ.» Σε χαμηλή φωνή: «Θ’ αφήσω το δολλάριο επάνω στον πάγγο. Πάρτε το και πηγαίνετε.» Τέτοιες πείρες καθώς και πολλές απροσδόκητες ευγένειες έκαναν ένα άτομο να επιθυμή να βοηθήση αυτούς τους Γαλλικής καταγωγής Καναδούς που ήσαν εκ φύσεως ταπεινοί και φιλόξενοι.
ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΟΛΟΧΡΟΝΙΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Το 1928 συνήντησα στο Τίμμινς του Οντάριο τον Χάουαρντ ΜακΝτόναλντ, ένα ενθουσιώδη νέο ο οποίος υπηρετούσε στην εκεί εκκλησία. Νυμφευθήκαμε το έτος εκείνο και συνεχίσαμε το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος μαζί. Ο πρώτος διορισμός μας ήταν να καλύψωμε την διακοσίων μιλίων έκτασι μεταξύ Σάντμπαρυ και Σωλτ Σαιντ Μαρί του Οντάριο, που περιλάμβανε τις δυο πόλεις. Η ζωή στις βόρειες επαρχίες του Καναδά ήταν σκληρή αλλά ενδιαφέρουσα. Οι μέρες μας ήσαν ευτυχισμένες. Κατασκηνώναμε συνήθως οπουδήποτε μας εύρισκε η νύχτα. Οι ανάγκες μας ήσαν λίγες, αλλά οι ευλογίες μας άφθονες! Κατασκηνώναμε συνήθως στο ύπαιθρο ως τα μέσα Νοεμβρίου, οπότε οι ψυχρές ημέρες απαιτούσαν να βρούμε πιο θερμό τόπο διαμονής. Τέσσερα ευτυχισμένα χρόνια περάσαμε σ’ αυτή την περιοχή.
Αφού εργασθήκαμε πέντε χρόνια στο Μόντρεαλ, επιστρέψαμε στο Σάντμπαρυ το 1937. Εδώ συναντήσαμε δυο Ιρλανδούς Καθολικούς ιερείς, οι οποίοι νόμιζαν ότι αντιπροσώπευαν το νόμο. Ενώ ο Χάουαρντ έπαιζε ένα δίσκο γραμμοφώνου μένα Γραφικό άγγελμα που φέρνει τα τίτλο «Στασιασμός» σε μια Ιταλίδα κυρία στο Κάνιστον, ο τοπικός ιερέας μπήκε απρόσκλητος στο σπίτι και έβγαλε το δίσκο από το γραμμόφωνο. Τον έρριψε πάνω στο τραπέζι και όταν είδε ότι δεν έσπασε, τον πήρε καθώς και δύο άλλους δίσκους που υπήρχαν και έφυγε.
Κατόπιν ο ιερεύς υπέβαλε κατηγορία για «βλάσφημη συκοφαντία,» και το αμάξι μας καθώς και τα έντυπα και τα υπάρχοντά μας κατεσχέθησαν. Στη δίκη ο ιερεύς ΜακΚαν είπε: «Μου έκαιε τον λαιμό [στριφογυρίζοντας τα δάκτυλα του κάτω από το κολλάρο για να δώση έμφασι] να βλέπω εκείνη την καλή Καθολική γυναίκα ν’ ακούη ένα δίσκο που συνηγορούσε για στασιασμό.» Ο δίσκος στην πραγματικότητα πραγματευόταν τη στασιαστική πορεία που είχαν λάβει ο Αδάμ και η Εύα στον κήπο της Εδέμ.
Το δικαστήριο μας απήλλαξε, αλλά την επομένη ημέρα ο Χάουαρντ υπέβαλε μήνυσι εναντίον του ιερέα για κλοπή ιδιοκτησίας. Ο ιερεύς κηρύχθηκε ένοχος και διετάχθη να πληρώση τους δίσκους, και καταδικάσθηκε με αναστολή ενός έτους. Η εκκλησία του που βρέθηκε σε δύσκολη θέσι τον έδιωξε από την περιοχή.
Ωστόσο όμως η εναντίωσις δεν είχε λήξει. Την επομένη Κυριακή ο Ιερεύς Ο’ Λήρυ του Σάντμπαρυ μίλησε στην εκκλησία του εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά και συμβούλευσε τους ενορίτας να «τους πετάξουν με τις κλωτσιές κάτω από τα σκαλιά ακόμη και αν επρόκειτο να τους σπάσουν τα κόκκαλα.» Είχαμε μάθει από πολλούς Καθολικούς ότι αυτό το μίσος είχε «διαιρέσει την εκκλησία τους σε δυο παρατάξεις.» Εκείνοι που είχαν δίκαιη καρδιά δεν ήσαν υπέρ της βίας. Και ο Ιερεύς Ο’ Λήρυ; Τον απομάκρυναν από τα καθήκοντά του και ένα άρθρο στην τοπική εφημερίδα έλεγε ότι εστάλη σ’ ένα υπερωκεάνιο ταξίδι λόγω κλονισμού των νεύρων.
ΑΛΛΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΣ
Το 1940 ο σύζυγός μου ήταν υπηρέτης ζώνης, ταξιδεύοντας σε διάφορες εκκλησίες Μαρτύρων για να τους ενθαρρύνη και να εποικοδομήση την πνευματικότητά τους. Κατόπιν στις 4 Ιουλίου του έτους εκείνου μια απαγόρευσις ετέθη στο έργο των Μαρτύρων σ’ όλο τον Καναδά από τον Ρωμαιοκαθολικό Υπουργό της Δικαιοσύνης στην Οττάβα. Μάθαμε ότι η αστυνομία ερευνούσε για έντυπά μας τα σχετικά με τη Γραφή για να τα καταστρέψη. Ένας Μάρτυς είπε στον Χάουαρντ: «Ένα μεγάλο φορτίο βιβλίων και Γραφών έχει μόλις φθάσει στο σιδηροδρομικό σταθμό. Το γραφείο μεταφορών είναι φιλικό. Αν μπορούμε να τα παραλάβωμε ως το μεσημέρι σήμερα, δεν θα υπάρχη ανάγκη να ειδοποιήσωμε την αστυνομία. Είναι κρυμμένα σε μια γωνία και σκεπασμένα μ’ ένα αδιάβροχο.»
Χωρίς να διστάσωμε ο Χάουαρντ κι’ εγώ πήγαμε μαζί του με το αυτοκίνητό μας για να παραλάβωμε τα έντυπα. Φορτώσαμε βιαστικά τα’ αυτοκίνητο ως το σημείο που έτριζε, και κατόπιν απομακρυνθήκαμε στην εξοχή. Τι θα γινόταν τώρα; Οι Μάρτυρες ήσαν όλοι γνωστοί, και επομένως ήταν πιθανόν ότι θα ερευνούσαν στα σπίτια τους. Αλλά ένα Μάρτυς είχε μια αδελφή που κατοικούσε σ’ ένα αγρόκτημα. Θα μπορούσαμε να εμπιστευθούμε τα έντυπα σε πρόσωπο που δεν ήταν αφιερωμένο στον Θεό, ιδιαίτερα εφόσον είχε ένα αλκοολικό σύζυγο;
Δεν είχαμε άλλη εκλογή: η κυρία ήταν φιλική και δέχθηκε ν’ αφήσωμε τα κιβώτια στο υπόγειό της, έτσι το αυτοκίνητο πήγε προς το κτήμα και τα κιβώτια μετεφέρθησαν εκεί. Οι γείτονες συνεπέραναν ότι ο αλκοολικός σύζυγος έκανε τις σημερινές προμήθειές του. Οι Γραφικές εκδόσεις παρέμειναν εκεί σε ασφάλεια ωσότου καταργήθηκε η απαγόρευσις και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την διάδοσι του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΚΕΜΠΕΚ
Ύστερ’ από τη λήξι της απαγορεύσεως της μη αναγνωρισμένης Εταιρίας των μαρτύρων του Ιεχωβά τον Οκτώβριο του 1943, επιστρέψαμε στο Κεμπέκ. Σ’ αυτή την επαρχία στη διάρκεια των ετών 1944-1946 υπήρχαν σχεδόν κάθε μέρα συλλήψεις, οχλαγωγίες, διωγμοί και παρενοχλήσεις των Μαρτύρων. Ύστερ’ από την ανασκόπησι του πλήθους των αδικιών που είχαν διαπραχθή εναντίον του λαού του Ιεχωβά, η Εταιρία Σκοπιά εξέδωσε ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Το Πύρινο Μίσος του Κεμπέκ για τον Θεό και το Χριστό και την Ελευθερία Είναι Όνειδος για Όλον τον Καναδά.» Το φυλλάδιο ξεσκέπαζε την κυβέρνησι του Κεμπέκ και τους ιερατικούς αυθέντας της. Ο Μωρίς Ντουπλεσίς, Πρωθυπουργός του Κεμπέκ, καλούσε τον λαό σε «πόλεμο χωρίς έλεος εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά.»
Τα φυλλάδια διενέμοντο μέρα και νύκτα. Διατρέξαμε όλη την ύπαιθρο πάνω από τα κρύα χειμωνιάτικα χιόνια, με την αστυνομία συχνά να μας παρακολουθή. Στο μέσον της νύχτας ένα αυτοκίνητο φορτωμένο Μάρτυρες έφθανε στο χωριό με μια προμήθεια από φυλλάδια. Ο καθένας από μας έτρεχε στα δωρισμένα από πριν σπίτια, για να παραδώσωμε τα φυλλάδια, να επιστρέψωμε στο αυτοκίνητο και να φύγωμε! Όταν η αστυνομία έκανε έρευνα σ’ εκείνο το χωριό εμείς ήμασταν στο άλλο.
Η απογοητευμένη αστυνομία εισέβαλε τότε στην Αίθουσα Βασιλείας του Σέρμπρουκ και πήρε ότι μπορούσαν να σηκώσουν τα χέρια τους. Εννέα από μας κατηγορήθηκαν για στασιαστική δυσφήμησι. Όταν μας απέλυσαν με εγγύησι, προμηθευθήκαμε άλλα φυλλάδια και επιστρέψαμε αμέσως στο έργο. Δεν υπήρχε ανάπαυλα.
Κατόπιν η Εταιρία εξέδωσε το δεύτερο φυλλάδιο, «Κεμπέκ, Έχασες τον Λαό Σου!» Αυτή ήταν μια λογικευμένη απάντησις στην αντίδρασι της κυβερνήσεως για το φυλλάδιο με το «Πύρινο Μίσος.» Και το δεύτερο φυλλάδιο διετέθη όπως το πρώτο: Γοργή νυκτερινή δραστηριότης· περισσότερα παιχνίδια γάτας και ποντικιού με την αστυνομία. Ήσαν συγκινητικές οι ημέρες εκείνες!
Οι δίκες για στασιαστική δυσφήμησι συνεχίσθηκαν ως το 1950. κατόπιν το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το φυλλάδιο Πύρινο Μίσος δεν ήταν στασιαστικό. Οι κατηγορίες για στασιαστική δυσφήμησι περιλαμβανομένων και των κατηγοριών εναντίον μας, έπρεπε να ακυρωθούν.
Το 1951 ο Χάουαρντ κι’ εγώ επιστρέψαμε στο Νιου Μπράνσβικ, όπου υπηρέτησα τα περισσότερα από τα τελευταία είκοσι χρόνια Ο πιστός σύντροφός μου Χάουαρντ πέθανε το 1967, αφού υπηρετήσαμε μαζί στην ολοχρόνια υπηρεσία κηρύγματος τριάντα οκτώ χρόνια. Ήταν πάντοτε σταθερός, χαρούμενος και ποτέ δεν του έλειπε το θάρρος όταν αντιμετώπιζε προβλήματα.
Η απώλεια ήταν πολύ σκληρή για μένα. Αλλά οι Χριστιανοί αδελφοί μου ήσαν πολύ ευγενικοί και βοηθητικοί και συνέχισα να είμαι δραστηρία στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Αυτό ήταν μια ευλογία. Ο Ιεχωβά παρηγόρησε την καρδιά μου.
Τα μαλλιά μου έχουν ασπρίσει τώρα και στα εβδομήντα ένα μου χρόνια τα βήματά μου έχουν βαρύνει κάπως. Αλλά τι ευτυχισμένη και ανταποδοτική ζωή πέρασα! Ο Ιεχωβά έχει στεφανώσει τη ζωή μου με έλεος, εφόσον σπλαχνικά μου επέτρεψε να συνεχίσω το έργο που είχα αγαπήσει. Ποτέ ούτε για μια στιγμή δεν λυπήθηκα για τη σοφή πορεία που ακολούθησα στα πρώτα παιδικά μου χρόνια. Μ’ εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, αναφωνώ μαζί με τον Δαβίδ την ευγνώμονα έκφρασι: «Βεβαίως χάρις και έλεος θέλουσι με ακολουθεί πάσας τας ημέρας της ζωής μου.»—Ψαλμ. 23:6.