Υπηρετώντας τον Ιεχωβά με Όλη την Καρδιά
Αφήγησις υπό Γκρέις Λούνσμπουρυ
ΟΤΑΝ ήμουν νεαρή, πέθανε η μητέρα μου. Αυτό πολύ με συνεκλόνισε και άρχισα να ρωτώ, «Γιατί; Γιατί;» Μετά από δύο χρόνια πέθανε ένας φίλος και παρακολούθησα την επικήδεια ομιλία που έκαμε ένας Σπουδαστής της Γραφής, ένας μάρτυς του Ιεχωβά. Ο αδελφός μου, που ενδιεφέρετο για το Βιβλικό τους άγγελμα, προσεκάλεσε τον ομιλητή να περάση τη νύχτα στο σπίτι μας. Κάναμε πολλές ερωτήσεις για τον θάνατο και πήραμε ικανοποιητικές απαντήσεις από την Αγία Γραφή· μάθαμε για τη μεγαλειώδη ελπίδα της αναστάσεως των νεκρών.—Εκκλ. 9:5· Ιωάν. 5:28, 29.
Από τότε άρχισα να διαβάζω τα βιβλία της Εταιρίας Σκοπιά Γραφικαί Μελέται. Είχα απορροφηθή τόσο απ’ αυτά, ώστε διάβαζα έως αργά τη νύχτα.
Σε λίγο έπρεπε να ληφθή μια απόφασις. Απεφάσισα να κάνω το θέλημα του Ιεχωβά με όλη μου την καρδιά. Όταν ήμουν είκοσι επτά ετών, αφιερώθηκα με όλη μου την καρδιά στον Θεό, και στο 1914 βαπτίσθηκα συμβολίζοντας αυτή την αφιέρωσι.
ΕΝΑΡΞΙΣ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ
Από τότε, σκοπός μου ήταν να κάνω το θέλημα του Θεού με όλη μου την καρδιά. Η επιθυμία μου ήταν να γίνω σκαπανεύς, κηρύττοντας ολοχρόνια τον Λόγο του Θεού υπό την κατεύθυνσι της Εταιρίας Σκοπιά. Στους μήνες Ιούνιο-Ιούλιο 1914 παρακολούθησα μια συνέλευσι Σπουδαστών της Γραφής στην πόλι Κολόμπους του Οχάιο. Ο πρόεδρος της Εταιρίας, Κ. Τ. Ρώσσελ, ήταν ο κύριος ομιλητής. Τι συγκίνησις ήταν να είμαι σ’ αυτή τα η συνέλευσι των 2.000 περίπου ομοπίστων! Εκεί βρήκα μια σύντροφο με την οποία εκήρυττα ολοχρόνια τον Λόγο του Θεού στον Καναδά, όπου κατοικούσα.
Ο πρώτος διορισμός μας ήταν στο Λονδίνο του Οντάριο, όπου υπηρετήσαμε ως ταξιθέτριες στην προβολή του Φωτοδράματος της Δημιουργίας, που ήταν μια σύνθεσις εναλλασσομένων διασκοπικών εικόνων και ηχοπαραγωγής που εξέθετε τον σκοπό του Θεού για τη γη και την ανθρωπότητα. Εκάναμε επισκέψεις σ’ εκείνους που έδειξαν ενδιαφέρον και τους αφήσαμε τους τόμους των Γραφικών Μελετών.
Στο τέλος του έτους 1914 η σύντροφός μου παντρεύθηκε και γι’ αυτό εγώ επέστρεψα στο σπίτι του αδελφού μου στη Σεντ Κάθριν του Οντάριο, όπου συνέχισα μόνη το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Το επόμενο έτος έλαβα διορισμό να κηρύξω στο Νιαγάρα-ον-δη-Λέικ, μια ωραία πόλι στην εκβολή του Ποταμού Νιαγάρα. Αλλ’ επειδή δεν είχα σύντροφο, έβρισκα ότι ήταν μεγάλη δοκιμασία να πάω μόνη και να βρω ένα τόπο να παραμείνω, ιδιαίτερα εφόσον δεν κατοικούσαν εκεί Σπουδασταί των Γραφών. Προσευχήθηκα ζητώντας ενίσχυσι και βοήθεια από τον Ιεχωβά.
Καθώς αναχωρούσα, επρόσεξα ένα ημερολόγιο πίσω από την πόρτα. Πάνω σ’ αυτό ήταν γραμμένο ένα εδάφιο της Γραφής που έλεγε: «Διότι εγώ Ιεχωβά ο Θεός σου είμαι ο κρατών την δεξιάν σου, λέγων προς σε, Μη φοβού· εγώ θέλω σε βοηθήσει.» (Ησ. 41:13) Μια συγκίνησις με κατέλαβε. Ήταν σαν να μου μίλησε ο Θεός και να με πήρε από το χέρι. Όταν έφθασα στον τόπο του διορισμού μου, δεν δυσκολεύθηκα να βρω ένα μέρος για να μείνω. Το πρώτο εκείνο πρωί στη διακονία του αγρού έλαβα παραγγελίες για τρεις σειρές βιβλίων. Από τότε έμαθα ότι η επιτυχής αντιμετώπισις των εμποδίων ενισχύει την αφοσίωσι της καρδιάς.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΟ ΚΕΜΠΕΚ
Στο έτος 1918 αρρώστησα βαριά με Ισπανική γρίππη. Όταν ανέρρωσα, διέκοψα για ένα χρονικό διάστημα το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Αλλά στο 1922 παρακολούθησα τη συνέλευσι του Σήνταρ Πόιντ του Οχάιο, και άκουσα τη διεγερτική ομιλία που μας προέτρεπε: «Διαφημίσατε, διαφημίσατε, διαφημίσατε, τον Βασιλέα και τη Βασιλεία του.» Κατενόησα ότι έπρεπε να επαναλάβω το ολοχρόνιο κήρυγμα όσο το δυνατόν ταχύτερα. Το 1924 διωρίσθηκα στην επαρχία του Κεμπέκ ως ολοχρόνια κήρυξ. Συνδέθηκα με δύο Χριστιανές αδελφές στο Σεντ-Υασίνθ. Η αστυνομία σταμάτησε αυτές τις αδελφές να κηρύττουν στην πόλι, και γι’ αυτό ετοιμάσαμε τις αποσκευές μας και τα τρόφιμα και βαδίσαμε μεγάλες αποστάσεις στο εσωτερικό της χώρας, από αγρόκτημα σε αγρόκτημα. Συναντήσαμε πολλά φιλικά πρόσωπα που δέχθηκαν τα έντυπα της Γραφής.
Εκηρύξαμε σε πολλές μικρές πόλεις εκείνο το καλοκαίρι. Επειδή δεν είχαμε αυτοκίνητο, ήταν δύσκολη η μετακίνησις. Αφού ετοιμάζαμε τις βαλίτσες μας και τα κιβώτια των βιβλίων, πληρώναμε κάποιον για να τα μεταφέρη στο σταθμό. Παραγγέλλαμε επίσης βιβλία από την Εταιρία να σταλούν προτού φθάσωμε εμείς στον τόπο του προορισμού για να μπορούμε να τα παραλαμβάνουμε από την αποθήκη εμπορευμάτων όταν φθάναμε.
Όταν ήλθε η ψυχρή εποχή, μετακομίσαμε στο Μόντρεαλ. Εκεί υπήρχαν πολλά εμπόδια στο κήρυγμα των αγαθών νέων. Οι συλλήψεις ήσαν συνηθισμένο πράγμα. Κάποτε μας άφηναν ελεύθερες με εγγύησι· άλλοτε μας απέλυαν· κάποτε μας κυνηγούσαν παιδιά με λάσπες και πέτρες ώσπου ν’ αναγκασθούμε να φύγωμε σε γειτονικά μέρη—τουλάχιστον προσωρινά.
Περάσαμε συγκινητικές μέρες διανέμοντας το φυλλάδιο Οι Εκκλησιαστικοί Καταγγελλόμενοι στη Γαλλική γλώσσα στις αρχές του καλοκαιριού του 1925. Μας ανέθεσαν να περιέλθωμε ωρισμένες πόλεις και χωριά για δέκα μέρες. Αρχίζοντας από τις 6 το πρωί εργαζόμαστε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, αφήνοντας το φυλλάδιο σε κάθε πόρτα. Δεν ήταν απροσδόκητο να συναντούμε εναντιώσεις.
Ενώ δίναμε το φυλλάδιο στην πόλι Θέτφορντ Μάινς, μας ακολούθησε ένας απειλητικός όχλος από πενήντα περίπου άτομα. Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα, ζητώντας προστασία. Ο επικεφαλής της αστυνομίας, με δυσφορία, διέλυσε τελικά τον όχλο.
Το καλοκαίρι του 1932, είχα το προνόμιο να κάμω αγροτικό έργο μαρτυρίας στην επαρχία του Κεμπέκ. Είχαμε γενικά τέσσερα ή πέντε αυτοκίνητα στον όμιλο, με δύο ή τρία άτομα σε κάθε αυτοκίνητο. Συχνά συναντούσαμε εναντίωσι. Λόγου χάριν, μια φορά ένας παπάς και ο δήμαρχος μιας πόλεως μάς ακολουθούσαν από το ένα αγρόκτημα στο άλλο παίρνοντας τα έντυπα της Γραφής που αφήναμε στους ανθρώπους. Όταν το διαπιστώσαμε αυτό, ξεφύγαμε τρέχοντας με το αυτοκίνητο μας σ’ ένα δασώδες μέρος ώσπου έφυγαν από κει· κατόπιν επιστρέψαμε, κάνοντας τις επισκέψεις μας από έναν άλλο δρόμο.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 μάθαμε ότι μια ειδική διανομή Γραφικών εντύπων θα εγίνετο στην πόλι του Κεμπέκ. Ένας μεγάλος αριθμός οδηγών αυτοκινήτων προσφέρθηκε να πάη με τέσσερις επιβάτες σε κάθε αυτοκίνητο. Αρχίσαμε τη διανομή στις 6 π.μ., αφήνοντας τρία βιβλιάρια σε κάθε πόρτα. Έως τις 8 π.μ. τριάντα άτομα από μας είχαν συλληφθή και μεταφερθή στο αστυνομικό τμήμα. Μας εκράτησαν όλη την ημέρα νηστικούς. Τελικά, στις 5 μ.μ. μας απήγγειλαν κατηγορία για «στασιαστική συνωμοσία» και μας έκλεισαν σε κρατητήρια.
Την τρίτη μέρα αφεθήκαμε ελεύθεροι με εγγύησι. Στη δίκη πέντε από μας κηρύχθηκαν ένοχοι. Αλλά κατόπιν εφέσεως, η υπόθεσις πήγε τελικά στο ανώτερο δικαστήριο, όπου η απόφασις ήταν αθωωτική.
ΕΡΓΟΝ ΥΠΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ
Εμείς οι ολοχρόνιοι κήρυκες διωρισθήκαμε να εργασθούμε έξω από την Επαρχία του Κεμπέκ. Τον Ιούλιο μας εξέπληξε η είδησις ότι η Εταιρία Σκοπιά είχε απαγορευθή στον Καναδά. Τον Σεπτέμβριο πολλά παιδιά Μαρτύρων στο Λονδίνο και στο Χάμιλτον του Οντάριο απεβλήθησαν από τα σχολεία επειδή, λόγω συνειδήσεως, αρνήθηκαν να χαιρετήσουν τη σημαία. Εγώ διωρίσθηκα, μαζί με άλλη μια αδελφή, ως διδασκάλισσα των παιδιών αυτών. Μολονότι δεν ήμουν τώρα σε θέσι να κάνω ολοχρόνιο κήρυγμα, έκανα έργο κηρύγματος τις εσπερινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα, χρησιμοποιώντας μόνον την Αγία Γραφή. Το κήρυγμα του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού είναι ένα έργο που παραγγέλλεται στην Αγία Γραφή, και ήμουν αποφασισμένη να ‘υπακούσω στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους’.—Πράξ. 5:29.
Τον Νοέμβριο διανείμαμε ένα ειδικό βιβλιάριο με τίτλο «Το Τέλος του Ναζισμού,» που εδήλωνε καθαρά ότι η βασιλεία του Θεού θα κατέστρεφε όλη την ολοκληρωτική εξουσία. Οι οδηγίες μας ήσαν ν’ αρχίσωμε στις 3 π.μ. Τέσσερις από μας τις γυναίκες ξεκινήσαμε με αυτοκίνητο για να καλύψωμε τρία χωριά. Εργασθήκαμε γοργά εκείνο το ψυχρό, χιονισμένο πρωί, ανησυχώντας μήπως κανένας σκύλος γαυγίση και εγείρη υποψίες. Όταν η σύντροφός μου κι εγώ περάσαμε από ένα καλοφωτισμένο κατάστημα, βγήκε έξω ένας άνδρας και μας κύτταζε, αλλ’ εμείς συνεχίσαμε το δρόμο μας. Πρέπει να φάνηκε περίεργο τι έκαναν δύο γυναίκες εκείνη την ώρα, βαδίζοντας έξω από το χωριό στο σκοτάδι ενός επαρχιακού δρόμου. Τελειώσαμε επιτυχώς τη διανομή. Εν τούτοις, στον δρόμο για το επόμενο χωριό είχαμε ανωμαλίες με το αυτοκίνητο, κι έτσι αναγκασθήκαμε να επιστρέψωμε στο σπίτι.
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΟ ΟΛΟΧΡΟΝΙΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ
Μετά την άρσι της απαγορεύσεως του έργου των μαρτύρων του Ιεχωβά, μου ήταν ανοιχτός ο δρόμος να επανέλθω στο ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος. Ήμουν τώρα στο εξηκοστό έτος της ηλικίας μου, και μου ήλθε η σκέψις: «Ίσως το έργο σκαπανέως να είναι πολύ κουραστικό για σένα. Γιατί να μην είσαι απλώς μια καλή ευαγγελιζομένη;» Αλλά ο νους μου που εκπαιδεύθηκε από τη Γραφή έλεγε: «Πώς μπορείς να πης ότι θα σου ήταν πολύ δύσκολο προτού δοκιμάσης;» Έτσι λοιπόν έγινα ολοχρόνιος κήρυξ του Λόγου του Θεού στο Τορόντο. Τι ευλογητό και ευτυχισμένο καιρό πέρασα υπηρετώντας εκεί τριάμισυ χρόνια! Είδα πέντε άτομα με τα οποία εμελέτησα τη Γραφή εκεί να συμβολίζουν την αφιέρωσί των στον Ιεχωβά. Τον Νοέμβριο του 1950 διωρίσθηκα στο Μόντρεαλ, όπου είμαι ακόμη στο ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος. Στην αρχή υποφέραμε ακόμη από διωγμούς και συλλήψεις. Γι’ αυτό διανέμαμε φυλλάδια με πολλή προσοχή, παίρνοντας μαζί μας μόνον πέντε ή έξη κάθε φορά, και αφήνοντας ένα φυλλάδιο σε κάθε τρίτη ή τέταρτη πόρτα. Κατόπιν φεύγαμε από την περιοχή εκείνη όσο το δυνατόν γρηγορώτερα.
Μια Κυριακή πρωί, επιστρέφοντας απ’ αυτή τη διανομή, μόλις μπήκα στο διαμέρισμα που έμενα, έφθασαν δύο αστυνομικοί ζητώντας να τους δείξω τι είχα μέσα στην τσάντα μου και στις τσέπες του παλτού μου. Φάνηκαν πολύ δυσαρεστημένοι που δεν βρήκαν κανένα φυλλάδιο της Γραφής.
Ήμουν σε μια Αγγλόφωνη εκκλησία από τότε, και είχα το προνόμιο να βοηθώ πολλούς απ’ εκείνους με τους οποίους είχα μελετήσει για να γίνουν μάρτυρες του Ιεχωβά. Τώρα υπάρχουν πολλές εκκλησίες στο Μόντρεαλ, Γαλλόφωνες και Αγγλόφωνες, και είμαι ευτυχής που είχα ένα μικρό μέρος σ’ αυτή την αύξησι.
Επειδή έκαμα μια μεγάλη εγχείρησι πριν από τέσσερα χρόνια, και λόγω της προχωρημένης ηλικίας μου, διότι είμαι τώρα ογδόντα επτά ετών, εχαλάρωσα λίγο. Εν τούτοις, με τη βοήθεια του Ιεχωβά και του πνεύματός του, είμαι ακόμη σε θέσι να κάνω έργο σκαπανέως. Κάθε μέρα ευχαριστώ τον Ιεχωβά για την παρ’ αξίαν αγαθότητά του σ’ εμένα, που με κρατεί κοντά στην οργάνωσί του, και για τη βοήθεια που μου δίνει να τον υπηρετώ με όλη μου την καρδιά. Αληθινά, συμβαίνει όπως έγραψε ο απόστολος Παύλος: «Τα πάντα δύναμαι δια του ενδυναμούντος με Χριστού.»—Φιλιππ. 4:13.