Φυλετική Αδικία–Θα Απαλλαγούμε Ποτέ απ’ Αυτήν;
Είναι ένα ερώτημα που το θέτουν πολλά άτομα σήμερα. Μήπως η απάντησις είναι επανάστασις; Διαβάστε πώς μια μαύρη βρήκε τον μόνο επιτυχή τρόπο απαλλαγής από την αδικία.
ΣΤΟ πρωινό φως παρακολουθούσα από το κατάστρωμα τους βατραχανθρώπους που γλιστρούσαν αθόρυβα μέσα στα παγωμένα νερά του Καναδικού λιμανιού. Έκαναν έλεγχο στα ύφαλα του πλοίου για εκρηκτικές ύλες. Υπήρχαν κάποιοι που ήθελαν να σταματήσουν την αναχώρησί μας, έστω και αν αυτό θα εσήμαινε να ανατινάξουν το πλοίο.
Εν τούτοις, σύντομα αποπλεύσαμε χωρίς να συμβή τίποτε. Περίπου 500 από μας, οι περισσότεροι μαύροι Αμερικανοί, κατευθυνόμαστε προς την Κούβα, φαινομενικά για να βοηθήσουμε στη συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου. Στην πραγματικότητα, όμως, επρόκειτο για περισσότερα πράγματα.
Οι κυβερνητικοί ηγέτες το ήξεραν αυτό. Ύστερ’ από λίγες εβδομάδες ένας γερουσιαστής των Η.Π. είπε στο Κογκρέσσο: «Αμερικανοί πολίται καθοδηγούνται και εκπαιδεύονται να επιτίθενται και να καταστρέφουν τους θεσμούς μας και το Κράτος μας. Αυτή η δράσις βρίσκεται εν προόδω στο κατώφλι μας αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο είναι η εχθρική βάσις της εξορμήσεως.»—Αρχείον Κογκρέσσου, 16 Μαρτίου 1970.
Ο γερουσιαστής είχε δίκιο, τουλάχιστον για μένα. Πήγαινα στην Κούβα για μετεκπαίδευσι σε επαναστατική τακτική. Σκοπός μου ήταν ν’ αρχίσω ένοπλες εξεγέρσεις εναντίον του Αμερικανικού συστήματος. Επάνω στο πλοίο διερωτώμεθα, και ιδιαίτερα ρωτούσαμε τους λίγους λευκούς που ήσαν μαζί μας, «Θα σκοτώνατε σεις τον πατέρα σας ή την μητέρα σας αν προσπαθούσαν να εμποδίσουν την επανάστασι;» Εκείνοι που δίσταζαν εσημειώνοντο, διότι είχαν ακόμη ανάγκη εκπαιδεύσεως. Έπρεπε να κατανοήσουν πληρέστερα την ανάγκη να απαλλάξουν τις μάζες από τα παθήματά των ανατρέποντας τους καταδυνάστες των, όπως πιστεύαμε.
«Πόσο διεστραμμένες μπορούν να είναι οι διάνοιες των ανθρώπων!» μπορεί να σκεφθήτε. «Οι συνθήκες μπορεί να είναι κακές, αλλ’ ασφαλώς δεν δικαιολογούν μια επανάστασι.»
Εν τούτοις, χιλιάδες ειλικρινών νεαρών ανθρώπων πιστεύουν διαιρετικά. Ακόμη και άτομα πλουσίων οικογενειών, όπως αποκαλύπτουν δημοσιεύματα εφημερίδων, ενώνονται σ’ αυτό που πιστεύουν ότι είναι ένας αγών κατά της αδικίας. Γιατί; Τι τους κάνει να νομίζουν ότι η καταστροφή του συστήματος αποτελεί τη μόνη ελπίδα απαλλαγής από την αδικία;
Να σας εξηγήσω. Μπορεί αυτό να σας κάμη να διακρίνετε τη σκέψι των άλλων, ιδιαίτερα εκατομμυρίων μαύρων. Η ζωή και τα αισθήματά μου, όπως πιστεύω, είναι αντιπροσωπευτικά.
ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΑΝ ΜΑΥΡΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Γεννήθηκα στις πιο Νότιες Πολιτείες το 1945, ως ένα από τα ένδεκα παιδιά της οικογενείας μας. Εργαζόμαστε ως κολλήγοι. Το πρώτο μου σπίτι ήταν μια ξύλινη καλύβα στην άκρη ενός χωραφιού βάμβακος, και έζησα πολλά χρόνια σε μερικές τέτοιες καλύβες. Κολλούσαμε εφημερίδες στους τοίχους για να προστατευώμαστε από τους ανέμους τον χειμώνα.
Αλλά το να είμεθα απλώς φτωχοί δεν ήταν κακό πράγμα· υπήρχαν και λευκοί φτωχοί. Εκείνο που μας πλήγωνε ήταν η μεταχείρισις και η στάσις προς τους μαύρους. Μας απαγόρευαν να πηγαίνωμε στα σχολεία των λευκών, να μπαίνωμε στα εστιατόρια των λευκών, στις τουαλέττες των λευκών ή ακόμη να πίνωμε από τις ίδιες βρύσες που έπιναν οι λευκοί. Υπήρχαν ακόμη και πινακίδες που έγραφαν, «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΣΕ ΕΓΧΡΩΜΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΥΛΟΥΣ.»
Εκείνη την εποχή στις Νότιες πολιτείες οι δημόσιοι χώροι, όπως είναι οι σταθμοί των λεωφορείων, ήσαν χωρισμένοι σε τμήματα και έπρεπε να καθώμαστε στο πίσω μέρος του λεωφορείου. Όταν φαινόταν ότι λησμονούσαμε τη θέσι μας, ακούγονταν ταπεινωτικοί ψιθυρισμοί: «Το ξέρετε όλοι σας εδώ ότι δεν είναι για τους μαύρους. Πηγαίνετε στο πίσω μέρος.»
Θυμάμαι όταν σκότωσαν τον δεκατετράχρονο Έμμετ Τιλ—η είδησις έκαμε μεγάλη αίσθησι σε όλο το έθνος, αλλά για τους γονείς μου και τους πιο πολλούς μαύρους του Νότου ήταν μια παλιά ιστορία—άλλος ένας μαύρος που φονεύθηκε από τους λευκούς—το μόνο ασυνήθιστο πράγμα ήταν η ηλικία του. Τον είχαν ψαρέψει νεκρό από τον Ποταμό Ταλλαχάσι—οι λευκοί τον είχαν κτυπήσει άγρια μέχρι θανάτου επειδή λέγεται ότι είχε σφυρίξει σε ένα λευκό κορίτσι. Αλλά είναι αυτός λόγος για να διαπράξη κάποιος φόνο;
Αυτό με βοήθησε να καταλάβω τον φοβισμένο και ικετευτικό τόνο στη φωνή της γιαγιάς όταν μας δίδασκε να μη ξεχνούμε ποτέ να κοιτάξωμε τα παπούτσια μας όταν μιλούμε σε λευκούς, και να λέμε «Μάλιστα, κύριε,» και «Όχι, κυρία,» και, προπαντός, να το κάνωμε αυτό χαμογελώντας. Αλλά γιατί, έλεγα μέσα μου, ήθελαν οι λευκοί να μας έχουν κατωτέρους των; Γιατί ήταν κακό που είμαστε μαύροι;
Όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρή, η αδελφή μου είχε πάθει μια κρίσι άσθματος, και ο λευκός γαιοκτήμονας στον οποίον εργαζόμεθα αρνήθηκε να κάμη τον κόπο να την πάη στο γιατρό. Ο πατέρας μου, που ήταν συνήθως ένας πράος άνθρωπος, στην απελπισία του τον απείλησε με το όπλο και τον ανάγκασε να ζητήση γιατρό. Φυσικά, ο πατέρας ποτέ πια δεν μπόρεσε να ξαναγυρίση στο σπίτι, γιατί αλλιώς θα τον είχαν λυντσάρει. Έφυγε προς τα βόρεια κι εμείς μετακομίσαμε στο σπίτι της γιαγιάς μας σε μια άλλη κομητεία. Τελικά, ο πατέρας μάς κάλεσε να πάμε κοντά του στην πόλι της Νέας Υόρκης.
Η εργασία του πατέρα μου ως ελαιοχρωματιστού και επιστάτου είχε ως αποτέλεσμα να μετακομίσωμε σε μια περιοχή όπου κατοικούσαν μόνον λευκοί, στο Σήπσεντ Μπέυ του Μπρούκλιν, όπου εγώ ήμουν η μόνη μαύρη στην τάξι. Ο δάσκαλός μου φαινόταν να πιστεύη ότι εγώ θα ήμουν κουτή, αλλά ήμουν αποφασισμένη ν’ αποδείξω το αντίθετο.
Στην έκτη τάξι διάβαζα όπως ένας δευτεροετής φοιτητής κολλεγίου και γι’ αυτό με έβαλαν σε ειδική τάξι για εξαιρετικούς μαθητάς. Το επόμενο έτος με κάλεσαν να λάβω μέρος σ’ ένα πειραματικό πρόγραμμα που ελέγετο «Πρόγραμμα Ταλέντων.» Είχα ένα άπληστο ενδιαφέρον για πολλά πράγματα και απεριόριστη ενεργητικότητα. Μελετούσα μουσική, μπαλλέτο, δημοσιογραφία και νοσηλευτική, και πήγα σε μια σχολή σχεδιάσεως.
Αφού τελείωσα το Γυμνάσιο, άρχισα να γράφω τραγούδια σε δίσκους και κάποτε συνεργάσθηκα με τον Πωλ Σάιμον του συγκροτήματος οίκου Σάιμον και Γκάρφουνκλ. Αυτό μου έδωσε ευκαιρία να ταξιδέψω σε άλλες πόλεις για την τηλεόρασι και για άλλες εμφανίσεις. Ακολούθησα επίσης και μαθήματα κολλεγίου.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΡΙΑ
Με τον καιρό, όμως, κατάλαβα ότι ήμουν θύμα απάτης, και κυρίως αυταπάτης. Δεν ήμουν ρεαλίστρια νομίζοντας ότι ίσως το χρώμα του δέρματος ενός ανθρώπου δεν είχε σημασία. Ήταν ψεύδος ότι οι φυλετικές διακρίσεις υπήρχαν μόνο στο Νότο· το πνεύμα ήταν το ίδιο κακό και στις Βόρειες Πολιτείες, αλλά προσεκτικά συγκαλυμμένο. Είχα προσπαθήσει να διώξω από τη μνήμη μου την εικόνα του μικρού μαύρου κοριτσιού που το έσπρωχναν στο πίσω μέρος του λεωφορείου, που ήταν ανεπιθύμητο σε σπίτια των λευκών, σε σχολείο των λευκών, σε εστιατόρια των λευκών. Αλλά τώρα ήμουν αναγκασμένη να τα θυμηθώ.
Έπρεπε να κάμω αγώνα για να βρω ένα διαμέρισμα σε συνοικίες λευκών, και αναγκάσθηκα να πάω στην Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Επίσης, καθώς συνέχιζα την εκπαίδευσί μου έχοντας υπ’ όψιν ωρισμένα επαγγέλματα, διεπίστωσα ότι οι πόρτες έκλειναν και υψώνονταν φραγμοί. Όταν έκανα αίτησι για μια εργασία, θυμάμαι ότι μου προσφέρθηκε ένας ασυνήθιστα υψηλός μισθός, όχι για τις ικανότητες μου, αλλά απλώς για να δώση η εταιρία την εντύπωσι ότι δεν κάνει φυλετικές διακρίσεις. Εγώ εξωργίσθηκα και τους είπα ότι δεν ήθελα τη θέσι.
ΑΠΟΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝΩ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΕΣ
Οι επικεφαλίδες των εφημερίδων συνετάραξαν το κοινό με συγκλονιστικά επεισόδια, που συνέβαιναν το ένα κατόπιν του άλλου στη δεκαετία του 1960. Ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1963, μια έκρηξις βόμβας ανετίναξε μια εκκλησία της πόλεως Μπίρμινγκχαμ της Αλαμπάμας, στη διάρκεια του μαθήματος του κυριακάτικου σχολείου. Πολλά τρομαγμένα παιδιά μαύρων βγήκαν έξω κραυγάζοντας· άλλα ήσαν ματωμένα και βογγούσαν. Τέσσερα δεν μπορούσαν να βγάλουν φωνή. Ήσαν νεκρά—σκοτωμένα από λευκούς. Το επόμενο θέρος, τρεις αγωνισταί υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, ο Τσάνεϋ, ο Σβέρνερ και ο Γκούντμαν, δολοφονήθηκαν στον Μισσισσιππή.
Είχα αρχίσει κι εγώ τώρα να παίρνω μέρος στον αγώνα για ίσα δικαιώματα. Εργαζόμουν για το ίδρυμα CORE (Συμβούλιο Φυλετικής Ισότητος) και SNCC (Φοιτητική Συντονιστική Επιτροπή Χωρίς Βία). Ακολουθούσα τους πιο μετριοπαθείς ηγέτας των μαύρων, όπως τον Δρ. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Έγραψα μάλιστα κι ένα άρθρο για τη φυσιογνωμία του στην εφημερίδα Χάρλεμ Βάλλεϋ Τάιμς. Όταν και αυτός επίσης σκοτώθηκε από ένα λευκό, διερωτήθηκα, όπως και πολλοί άλλοι μαύροι, «Τι κατώρθωσε η αποφυγή της βίας την οποία εκήρυττε;»
Άρχισα να διαβάζω εκτενώς την ιστορία των μαύρων. Εδιάβασα για το σκληρό δουλεμπόριο και τη μεταχείρισι των μαύρων ως ιδιοκτησία, και για το πώς χώριζαν τις οικογένειες των μαύρων και πωλούσαν τα μέλη σε διαφόρους κυρίους, χωρίς να ενδιαφέρωνται για τα ανθρώπινα αισθήματα. Εξωργίσθηκα όταν έμαθα ότι μερικοί ιδιοκτήτες δούλων χρησιμοποιούσαν γεροδεμένους και ισχυρούς άνδρες για να γονιμοποιήσουν τις δούλες των κι έτσι να παραγάγουν απογόνους για την αγορά δούλων ή για εργασία στους αγρούς.
Τέτοιες φοβερές αδικίες είναι καλύτερα να τις ξεχνάμε, μπορεί να πουν μερικοί. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να τις λησμονήσω, γιατί μου φαινόταν ότι, μολονότι είχε πάψει η δουλεία, οι διαθέσεις αυτές ήσαν ακόμη πολύ ζωντανές.
ΕΞΩΡΓΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΔΙΚΙΕΣ
Οπουδήποτε έστρεφα, έβλεπα το ίδιο πράγμα: μαύροι συγκεντρωμένοι στα γκέττο που υπέφεραν από τις φυλετικές διακρίσεις, την οικονομική δυσχέρεια, την αδικία, την κακή στέγασι, τον συνωστισμό, την απελπισία. Άρχισα να βλέπω αυτούς τους τόπους σαν αποικίες καταδυναστευμένων ανθρώπων που είχαν ανάγκη απελευθερώσεως.
Όπως έβλεπα τότε τα πράγματα, εμείς οι μαύροι δεν διαφέραμε από τους Αμερικανούς αποικιστάς που είχαν στασιάσει κατά του Βρεταννικού ζυγού το 1776· κι εμείς, επίσης, ήμαστε ένας λαός που του είχαν αφαιρέσει ωρισμένα «αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα,» όπως έγινε και μ’ εκείνους. Όπως είχαν στασιάσει οι αποικισταί, τώρα ήταν η σειρά μας να κάνωμε το ίδιο. Έτσι, το έβλεπα εγώ, και δεν ήμουν η μόνη.
Τότε συνέβη κάτι που με εξώθησε να αναλάβω δράσι.
Είχε δολοφονηθή ο πατέρας μου. Η αστυνομία και οι υπάλληλοι του νεκροτομείου είπαν ότι κανείς δεν εγνώριζε ποιος ήταν, ότι ήταν ένα άγνωστο άτομο. Προχώρησαν λοιπόν και απέκοψαν τα όργανα που ήθελαν. Αλλά δεν ήταν αλήθεια ότι δεν εγνώριζαν ποιος ήταν, διότι είχαν έλθει σε επαφή μαζί μας μέσω του δελτίου ταυτότητος που εκείνος είχε επάνω του!
Για μένα αυτό ήταν σαν να είχε φονευθή δυο φορές, πρώτα μαχαιρωμένος στο δρόμο και κατόπιν κατακομμένος στο νεκροτομείο. Όταν τελικά μας έδειξαν τον πατέρα μας, ήταν ένα παραμορφωμένο πτώμα. Δεν είχαν σκουπίσει ούτε τα αίματα από τα δόντια του ή από τα μάτια του. Ήμουν απόλυτα πεπεισμένη ότι τον είχαν μεταχειρισθή με τόση καταφρόνησι επειδή ήταν μαύρος και φτωχός. Αρνήθηκα να κλάψω. Αντί τούτου, έκανα μια ευχή μέσα στην καρδιά μου. Ήθελα να κάμω κάτι γι’ αυτές τις αδικίες που έβλεπα να υποφέρη ο λαός μου.
Αντιλαμβανόμουν ότι οι λευκοί είχαν συνηθίσει να ζουν στο ψεύδος. Προσπαθούσαν να μας κάμουν να πιστέψωμε ότι η δική μας έμφυτη κατωτερότης ήταν η αιτία της καταδυναστεύσεώς μας. Διέκρινα ότι ο φυλετισμός των μας κρατούσε σε καταπίεσι. ΟΙ μαύροι είχαν προσπαθήσει να τονίσουν αυτό στους λευκούς με μη βίαια μέσα. Τώρα, όμως, εγώ τουλάχιστον έπρεπε να πάψω να ασχολούμαι με τη στάσι των λευκών και θα ασχολούμην μόνον και άμεσα με την ίδια την καταδυνάστευσι.
Συνδέθηκα με το τμήμα των Μαύρων Πανθήρων Χάρλεμ. Είχα πια συμφωνήσει με την ιδεολογία τους ότι ήταν καιρός να εξοπλισθούν οι μαύροι. Προς το τέλος του 1969, εδιάβασα σε μια ριζοσπαστική εφημερίδα των μαύρων για το ταξίδι στην Κούβα. Η Κούβα είχε οργανώσει μια επανάστασι με επιτυχία, και ήθελα να πάω εκεί και να εξακριβώσω πώς πέτυχαν. Προσφέρθηκα αμέσως και με εξέλεξαν για το τρίμηνο ταξίδι.
ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΣ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ
Με είχαν κάμει να πιστεύω ότι η Κούβα ήταν ένα άσχημο μικρό και φτωχό νησί. Αλλά η δική μου εντύπωσις ήταν ότι επρόκειτο για το ωραιότερο μέρος που είδα ποτέ. Προς το τέλος της παραμονής μας εκεί, δαπανήσαμε τρεις εβδομάδες περιοδεύοντας το νησί, και από ό,τι είδα εγώ προσωπικά επείσθηκα ότι η Κούβα ήταν καθαρή, χωρίς σκουπίδια, χωρίς ανέργους, χωρίς πόρνες, χωρίς μέθυσους ή αργόσχολους νέους να περιφέρωνται στους δρόμους. Όλοι εφαίνοντο ότι είχαν κάτι να κάμουν, νέοι και γέροι.
Στον καταυλισμό μας στην Κούβα όλα εγίνοντο με στρατιωτικό τρόπο. Κάθε πρωί ξυπνούσαμε με εγερτήριο, και στις 6 η ώρα π.μ. είχαμε ήδη ξεκινήσει για τα χωράφια του ζαχαροκάλαμου. Ήταν μια σκληρή εργασία, αλλ’ εγώ απελάμβανα την πειθαρχία και την εργασία «στην υπηρεσία του λαού» όπως ήταν το επαναστατικό ρητό της ημέρας. Εργαζόμαστε δίπλα σε σκληρούς κομμουνιστάς αγωνιστάς από το Βιετνάμ, την Αφρική, την Κορέα και τη Ρωσία. Αυτοί μας έλεγαν τις πείρες τους, αναπτύσσοντας μέσα μας μια διεθνή αντίληψι του αγώνος για απελευθέρωσι.
Τα βράδυα μάς μιλούσαν παλαίμαχοι των αγώνων της απελευθερώσεως στο Βιετνάμ, στην Κούβα, στην Αφρική και σε άλλα μέρη. Είδαμε κινηματογραφικές ταινίες, περιλαμβανομένης και της ταινίας «Η μάχη της Αλγερίας,» που έδειχνε πώς οι Μουσουλμάνες γυναίκες μεταμφιέζονταν και ελάμβαναν ενεργό μέρος στην εκδίωξι των Γάλλων. Απολάμβανα τις ομιλίες του Φιντέλ Κάστρο, και μου έκανε εντύπωσι η στενή επαφή που εφαίνετο να έχη με τον κοινό λαό.
Εγίνετο επίσης και διδασκαλία καράτε. Επειδή, όμως, το είχα ήδη μάθει, συγκέντρωσα την προσοχή μου στα όπλα. Ήξερα πώς να κάνω κοκτέιλ Μολότωφ και πώς να πυροβολώ. Αλλά τώρα, επειδή το ζήτησα, ένας από τους Κουβανούς στρατιώτες μού έδειξε πώς να χειρίζομαι ένα πολυβόλο.
Προς το τέλος της παραμονής μας εκεί, δόθηκε έμφασις στο τι επρόκειτο να κάμωμε με τα όσα μάθαμε. Εγώ ήμουν έτοιμη και πρόθυμη. Ήμουν διατεθειμένη ν’ αγωνισθώ και να πεθάνω για να φέρω την απελευθέρωσι των μαύρων, καθώς και των καταδυναστευομένων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΙΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Προτού αναχωρήσω από την Κούβα τον Απρίλιο του 1970, μια επαναστατική ομάς ζήτησε να συνεργασθώ μαζί της. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω ως κάλυμμα μια αξιοπρεπή εργασία, και όταν θα ήταν ο κατάλληλος καιρός θα με ειδοποιούσαν. Κι έγινε ακριβώς έτσι. Μου ανέθεσαν να ανατρέψω τους στρατιωτικούς, να χρησιμοποιήσω «κάθε αναγκαίο μέσον» να βρω και να φέρω στην επαναστατική πλευρά μαύρους στρατιωτικούς οι οποίοι είχαν τεχνικές ειδικότητες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.
Μάθαμε, λόγου χάριν, για έναν μαύρο σμηναγό, ειδικευμένο στο καράτε και στα πυρομαχικά, ο οποίος δεν είχε πάρει προαγωγή εξαιτίας του χρώματός του. Τον πλησίασα και κανονίσαμε μια συνάντησι. Άρχισα να τον κολακεύω και με τον καιρό απέκτησα τη φιλία του. Τελικά τον έπεισα να οργανώση μαύρους άνδρες του στρατού για να αγωνισθούν εναντίον του στρατιωτικού κινήματος. Στους επόμενους λίγους μήνες συνάντησα μερικούς νεαρούς—όλους μορφωμένους και επιδέξιους, τουλάχιστον για τους σκοπούς για τους οποίους ενδιαφερόμεθα.
Σύντομα, όμως, αηδίασα εντελώς από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσα τον εαυτό μου. Επιπλέον, διεπίστωσα ότι ακόμη και όταν δεν επρόκειτο για στρατηγική, οι επαναστάται τους οποίους εγνώριζα δεν ζούσαν σύμφωνα με τον ηθικό ιδεαλισμό που ανέμενα από την απελευθερωτική κίνησι. Έγιναν χονδροειδώς ανήθικοι. Ένα βράδυ, ένας σύντροφος, αφού είχε σχέσεις με τη φίλη του, στράφηκε κατόπιν σ’ εμένα. Αυτό το είδα όχι ως κάτι επαναστατικό, αλλ’ ως κάτι αηδιαστικό.
Αυτά τα πράγματα άρχισαν να με ανησυχούν. Επίστευα ακόμη ότι η κατάλυσις του συστήματος ήταν αναγκαία για να διορθωθή η κατάστασις, αλλ’ άρχισα να αμφιβάλλω για τις μεθόδους μας. Είχα τον καιρό να σκεφθώ τώρα—κρυμμένη, αναμένοντας να με συναντήσουν με νέες οδηγίες, μετακινούμενη από τον ένα τόπο στον άλλο για να μη με πιάσουν—και άρχισα να σκέπτωμαι διαφορετικούς τρόπους να φέρω ανακούφισι από τις αδικίες. Κατόπιν, μια μέρα, ενώ ήμουν μόνη σ’ ένα διαμέρισμα μιας φτωχογειτονιάς της Νέας Υόρκης, μου παρουσιάσθηκε ένας πολύ ελκυστικός τρόπος.
ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ—ΠΩΣ;
Ένας κτύπος ακούσθηκε στην πόρτα και όταν άνοιξα είδα μια μεγαλόσωμη μαύρη γυναίκα, ψηλή σχεδόν ένα και ογδόντα που είχε ανεβή με τα πόδια πέντε πατώματα ως το διαμέρισμα. Είπε κάτι για την απόλαυσι μιας ζωής με νόημα, και παρουσίασε ένα μπλε βιβλίο με τίτλο Η Αλήθεια Που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Αγαπούσα πολύ το διάβασμα και γι’ αυτό το δέχθηκα. Τότε μου είπε για μια δωρεάν σειρά μελετών και προσεφέρθη να επανέλθη. Την παρεκάλεσα να μου δείξη τι εννοούσε.
Το πρώτο κεφάλαιο άρχιζε με το ερώτημα: «Θέλετε να ζήτε με ειρήνη και ευτυχία;» Σκέφθηκα: «Μα γι’ αυτό αγωνιζόμουν, ώστε οι μαύροι και όλοι οι καταδυναστευόμενοι άνθρωποι να ζουν με ειρήνη και ευτυχία.» Η δεύτερη ερώτησις ήταν: «Επιθυμείτε να έχετε καλή υγεία και μακροβιότητα σεις και οι προσφιλείς σας;» «Βεβαίως! και αυτό ήταν εκείνο που είχα δει στην Κούβα,» είπα μέσα μου-—«καλύτερες ιατρικές προόδους και ανθρώπους που ν’ αποβλέπουν σε πρόσθετα χρόνια ζωής και υγείας.»
Μια άλλη ερώτησις έλεγε: «Γιατί ο κόσμος είναι τόσο γεμάτος αναταραχή;» Είχα μια απάντησι: «Αυτοί οι κεφαλαιοκράται θέλουν τα πάντα για τον εαυτό τους.» Η επόμενη ερώτησις του βιβλίου ήταν αυτή: «Τι σημαίνουν όλ’ αυτά;» Αυτό ήταν εύκολο, σκέφθηκα. Εσήμαινε ότι το σύστημα έπρεπε να καταστραφή. Ήταν σάπιο πέρα για πέρα.
Τελικά, η τελευταία ερώτησις της πρώτης παραγράφου έλεγε: «Υπάρχει κάποια λογική αιτία για να πιστεύωμε ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν στη διάρκεια της ζωής μας;» «Σίγουρα και υπάρχει,» σκέφθηκα μέσα μου. «Οι επαναστατικοί αγώνες συνεχίζονται σε όλον τον κόσμο για να γίνη αυτό. Η Κούβα καλυτέρεψε· αποτίναξε τους ιμπεριαλιστάς από την πλάτη της. Και οι μαύροι επίσης θα τους αποτινάξουν.»
Ποτέ δεν είχα ιδεί βιβλίο με τέτοιες ερωτήσεις που σε βάζουν σε σκέψεις. Νόμιζα ότι ήξερα τις απαντήσεις, αλλά είχα την επιθυμία να δω τι έλεγε το βιβλίο. Καθώς μελετούσαμε, η δεκάτη παράγραφος με συνεκλόνισε χτυπώντας με σαν κεραυνός. Την εδιάβασα δυνατά:
«Όλα τα πολλά πράγματα που προελέχθησαν στον Θείο λόγο της αληθείας δείχνουν ότι τώρα ακριβώς είναι ο καιρός της παγκοσμίου αλλαγής! Ό, τι βλέπομε να συμβαίνη σε όλον τον κόσμο σήμερα σ’ εκπλήρωσι των βιβλικών προφητειών δείχνει ότι η εποχή μας είναι εκείνη που θα ιδή την καταστροφή όλου αυτού του πονηρού συστήματος. Οι σημερινές κυβερνήσεις θα απομακρυνθούν για να διανοιχθή η οδός για τη διακυβέρνησι όλης της γης από τη θεία κυβέρνησι. (Δανιήλ 2:44· Λουκάς 21:31, 32) Τίποτε δεν μπορεί να σταματήση αυτή την αλλαγή, διότι αυτή αποτελεί σκοπό του Θεού.»
«Θεία κυβέρνησις»; Έχει ο Θεός κυβέρνησι; Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άκουσα ποτέ για Θεία κυβέρνησι. Όλα όσα είχα μάθει από τις εκκλησίες ήταν ότι ο Θεός ήταν κάπου ψηλά στον ουρανό, και ότι επρόκειτο να κάψη όλους τους κακούς με πυρ της κολάσεως και να πάρη όλους τους καλούς στον ουρανό. Αλλά τώρα αυτό το βιβλίο έλεγε ότι ο Θεός επρόκειτο να καταστρέψη τις σημερινές κυβερνήσεις.
Η γυναίκα με παρεκάλεσε να εξετάσω αυτή τη σκέψι από την Αγία Γραφή. Άνοιξε στο κεφάλαιον Δανιήλ 2:44. Το διάβασα μόνη μου: «Και εν ταις ημέραις των βασιλέων εκείνων θέλει αναστήσει ο Θεός του ουρανού Βασιλείαν, ήτις εις τον αιώνα δεν θέλει φθαρή· και η βασιλεία αύτη δεν θέλει περάσει εις άλλον λαόν· θέλει κατασυντρίψει και συντελέσει πάσας ταύτας τας βασιλείας, αυτή δε θέλει διαμένει εις τους αιώνας.»
«Πώς σου φαίνεται αυτό!» σκέφθηκα μέσα μου. «Ούτε ο Θεός δεν θέλει αυτές τις κυβερνήσεις. Και πρόκειται να τις καταστρέψη!» Δεν μπορούσα να συνέλθω από την έκπληξι! Αυτή η ιδέα, αν και εφαίνετο υπερβολική, καρφώθηκε στη διάνοια μου.
ΕΧΕΙ ΚΑΜΜΙΑ ΑΞΙΑ ΑΥΤΟ;
Αργότερα άρχισα να υποπτεύωμαι. Διερωτόμουν μήπως αυτή η γυναίκα ήταν πράκτωρ της κυβερνήσεως. Επειδή δεν ήθελα να ριψοκινδυνεύσω, μετεκόμισα την επόμενη μέρα.
Μολονότι είχα παύσει να εργάζωμαι για την ανατροπή των στρατιωτικών, άρχισα να επιστρατεύω νεαρούς από τα γκέττο για να εκπαιδευθούν στην Κούβα. Ωστόσο, αυτή η προοπτική ότι ο Θεός έχει μια κυβέρνησι έμεινε στη διάνοιά μου. Είχα διδαχθή από μικρή να πιστεύω στον Θεό, αλλά τα όσα είδα με είχαν κάμει σκεπτική. Οι εκκλησίες παρουσίαζαν τον Θεό ως παραδόπιστο· εφαίνοντο πάντοτε ότι άρμεγαν από τους ανθρώπους το χρήμα τους και τους εμπόδιζαν να διακρίνουν την πηγή της καταπιέσεως των. Και γι’ αυτό δεν μ’ ενώχλησε το γεγονός ότι στην Κούβα η θρησκεία ήταν κάπως υπό απαγόρευσι. Αλλά τώρα, πραγματικά, διερωτόμουν αν ο Θεός ήταν πραγματικός.
Απεφάσισα να προσευχηθώ και να δω τι θα συνέβαινε. Δεν ήξερα πώς να προσευχηθώ. Οπωσδήποτε, φρόντισα να είναι κλειστές οι κουρτίνες για να μη με βλέπη κανένας και γονάτισα. Είπα κάτι τέτοιο περίπου: «Θεέ, οποίος και αν είσαι, αν ζης ακόμη, βοήθησέ με. Δεν ξέρω τι μου χρειάζεται. Αλλ’ αν εσύ έχης αυτό που μου χρειάζεται, παρακαλώ να μου το στείλης.»
Ακριβώς το επόμενο πρωί, Σάββατο, ήλθε ένα ανδρόγυνο και άρχισε να μου μιλή για τη Θεία κυβέρνησι, κι έτσι κατάλαβα ότι αυτοί ήσαν η απάντησις στην προσευχή μου. Με προσκάλεσαν στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά και την επόμενη μέρα πήγα και παρευρέθηκα.
Μου έκαμε βαθειά εντύπωσι πόσο θερμά με υποδέχθηκαν και οι μαύροι και οι λευκοί, και η γνήσια φιλικότης μεταξύ των. Με σκεπτικότητα, πήγα σε άλλες Αίθουσες Βασιλείας. Αλλά η κατάστασις ήταν όμοια. Η ενότης και η θέρμη που υπήρχε μεταξύ των Μαρτύρων μου φάνηκε ωραία. Επιπλέον, αισθάνονταν μια δέσμευσι, μια ακεραιότητα, μια διάθεσι ακόμη και να πεθάνουν για τις πεποιθήσεις των. Έμαθα πώς οι Μάρτυρες στη Ναζιστική Γερμανία, στη Μαλάουι και σε άλλα μέρη είχαν υποφέρει φρικτά, αλλά αρνήθηκαν να συμβιβασθούν στο ζήτημα της πιστότητός των σε ό,τι θεωρούσαν ότι είναι δίκαιες αρχές.
Αυτό μου ήταν ανεξήγητο. «Τι είναι εκείνο που κρατεί αυτούς τους ανθρώπους ενωμένους; Τι είναι πίσω απ’ αυτούς που τους υποκινεί;» διερωτόμουν. Προφανώς δεν ήταν καμμιά εθνικιστική κυβέρνησις, διότι οι Μάρτυρες διδάσκουν ότι ο Θεός θα τις καταστρέψη αυτές. Μπόρεσα να κατανοήσω επίσης ότι αυτοί δεν αποτελούσαν μια μυστική οργάνωσι με παρασκηνιακούς ηγέτες.
ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΜΕ ΥΠΗΚΟΟΥΣ
Τότε ήταν που άρχισα να σκέπτωμαι σοβαρά την ιδέα ότι ο Θεός έχει μια ουράνια κυβέρνησι με επιγείους υπηκόους. Ήταν δυνατόν αυτοί οι Μάρτυρες να είναι επίγειοι υπήκοοι της Θείας κυβερνήσεως; Και όταν ο Θεός συντρίψη όλες τις επίγειες κυβερνήσεις, είναι αυτοί ο λαός τον οποίο θα διαφυλάξη ο Θεός για ν’ αρχίση μια νέα επίγεια κοινωνία;
Αυτή η ιδέα με γοήτευε και ήμουν αποφασισμένη να ερευνήσω περισσότερο. Θυμόμουν που είχα μάθει όταν ήμουν παιδί την προσευχή που εδίδαξε ο Ιησούς Χριστός στους ακολούθους του: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης.» (Ματθ. 6:9, 10) Τώρα για πρώτη φορά άρχισα να αντιλαμβάνωμαι ότι αυτή η βασιλεία είναι μια πραγματική κυβέρνησις, που έχει ένα βασιλέα ο οποίος θα κυβερνήση σε μια επικράτεια με υπηκόους. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είναι ο διωρισμένος από τον Θεό βασιλεύς· αυτός ο ίδιος είπε στον Πόντιο Πιλάτο ότι ήταν βασιλεύς. (Ιωάν. 18:36,37) Έμαθα επίσης ότι η Αγία Γραφή προείπε γι’ αυτόν τον άρχοντα τα εξής: «Διότι.. . υιός εδόθη εις ημάς· και η εξουσία θέλει είσθαι επί τον ώμον αυτού·. . . εις την αύξησιν της εξουσίας αυτού και της ειρήνης δεν θέλει είσθαι τέλος.»—Ησ. 9:6, 7.
ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Για να είναι πραγματική μια κυβέρνησις, ήξερα ότι έπρεπε να έχη ένα σύνταγμα ή ένα κώδικα νόμων στους οποίους να υπόκεινται οι υπήκοοί της. Όταν σχεδιάζαμε μια νέα κυβέρνησι εμείς οι επαναστάται είχαμε κάμει πολλές σκέψεις για τους νόμους της. Τώρα άρχισα να θεωρώ την Αγία Γραφή, πραγματικά, σαν το σύνταγμα της Θείας κυβερνήσεως. Αλλά ποιους καθοδηγεί αυτό το βιβλίο του Νόμου;
Επείσθηκα ότι αυτό δεν καθοδηγούσε τις μάζες των καθ’ ομολογίαν Χριστιανών στον Χριστιανικό κόσμο, εκείνους που διεξήγαγαν τους πιο αιματηρούς πολέμους της ιστορίας και οι οποίοι, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς των ανωτέρους, επαίσχυντα εβίασαν και κατεπίεσαν τις μειονότητες. Διέκρινα, όμως, ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά ήσαν πραγματικά διαφορετικοί. Η Αγία Γραφή είναι αληθινά το σύνταγμά τους, το βιβλίο του Νόμου των. Όσα λέγει διέπουν κάθε τομέα της ζωής των.
Δεν υπάρχει καμμιά νύξις για ανωτερότητα φυλής που να διδάσκεται στην Αγία Γραφή. Είμεθα όλοι μια οικογένεια, ίσοι από κάθε άποψι στα όμματα του Θεού. «Δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός,» λέγει η Αγία Γραφή, «αλλ’ εν παντί έθνει, όστις φοβείται αυτόν και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν.» (Πράξ. 10:34, 35) Δεν μπορείτε να φαντασθήτε τι μεγάλη σημασία είχε για μένα το να μάθω αυτά τα πράγματα.
Οι εκκλησίες των λευκών μας είχαν πει ότι εμείς οι μαύροι είμεθα μια καταραμένη φυλή, και επομένως κατώτεροι, ζωώδεις. Πραγματικά, έχουν φτιάξει πολλούς μύθους ότι εμείς έχομε ατροφικές ουρές και ότι, ως φυλή, είμεθα κουτοί, ότι μυρίζομε άσχημα, κλπ. Τι μεγαλειώδες είναι ν’ αποτελούμε μέρος ενός λαού ο οποίος αφήνει τον Λόγο του Θεού την Αγία Γραφή να τον βοηθήση ν’ απαλλαγή από τέτοια εξευτελιστικά ψευδή!
Μη με κρίνετε εσφαλμένα. Δεν λέω ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι τέλειοι. Πολλές φορές διακρίνω σε μερικούς απ’ αυτούς υπολείμματα αντιλήψεων για φυλετική ανωτερότητα και κάποτε διέκρινα κάποια ενόχλησι σε μερικούς απ’ αυτούς όταν ήσαν σε στενή επαφή με άτομα άλλης φυλής. Πραγματικά, όμως, τι μπορείτε ν’ αναμένετε ύστερ’ από αιώνων μίσος με το οποίο ποτίσθηκε προσεκτικά αυτός ο κόσμος;
Είναι όπως εξηγεί το τραγούδι στο γνωστό «μιούζικαλ» «Νότιος Ειρηνικός,» όπου ένας νεαρός στρατιώτης, στενοχωρημένος που ερωτεύθηκε ένα νεαρό κορίτσι άλλης φυλής, τραγουδά: Σου δίδαξαν την έχθρα και το φόβο, αυτά μαθαίνεις από χρόνο σε χρόνο, και στ’ αυτάκια σου σφύριξαν ακόμα να φοβάσαι αυτούς με τ’ άσχημα τα μάτια και που το δέρμα τους έχει άλλο χρώμα. Σε δίδαξαν προτού να είναι πολύ αργά, πριν φθάσης τα έξη, τα επτά ή τα οκτώ σου χρόνια, όσους μισούν οι δικοί σου να μισής κι εσύ.
Εν τούτοις, επειδή ζουν σύμφωνα με το σύνταγμα της Θείας κυβερνήσεως, οι μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν απαλλαγή, ως ένα βαθμό που κανείς άλλος λαός στη γη δεν έχει φθάσει, από φυλετικές προκαταλήψεις. Προσπαθούν ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον άσχετα με τη φυλή, κατανοώντας, όπως λέγει η Αγία Γραφή, ότι «όστις δεν αγαπά τον αδελφόν αυτού, τον οποίον είδε, τον Θεόν, τον οποίον δεν είδε, πώς δύναται να αγαπά;» (1 Ιωάν. 4:20) Μερικές φορές αισθανόμουν μια θέρμη να πλημμυρίζη την καρδιά μου ως το σημείο που μου έρχονταν ασυγκράτητα δάκρυα βλέποντας τη γνήσια αγάπη των λευκών Μαρτύρων, ανθρώπων τους οποίους πριν από λίγο καιρό θα σκότωνα χωρίς δισταγμό για να εξυπηρετήσω τον σκοπό μιας επαναστάσεως.
Η ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΙΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ
Σήμερα αληθινά λυπούμαι για τον ρόλο που έπαιξα σχεδιάζοντας την ανατροπή ανθρωπίνων κυβερνήσεων. Με την Γραφική μελέτη έμαθα ότι μια τέτοια πορεία όχι μόνο είναι μάταιη, αλλά και παραβιάζει εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή στα εδάφια Ρωμαίους 13:1-7. Γι’ αυτό, κανένας κυβερνητικός αξιωματούχος δεν πρέπει πια να φοβάται κακό από μένα. Ταυτόχρονα, όμως, είμαι πεπεισμένη ότι εκείνοι που εξακολουθούν να αποβλέπουν σε ανθρώπινες κυβερνήσεις για ανακούφισι από τις αδικίες όχι μόνον θ’ απογοητευθούν, αλλά κινδυνεύουν να καταστραφούν όταν σε λίγο η Θεία κυβέρνησις «θα κατασυντρίψη και θα συντελέση όλες αυτές τις βασιλείες.»
Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι και οι Κομμουνιστικές κυβερνήσεις επίσης πρόκειται να καταστραφούν από τον Θεό. Μολονότι αυτές οι κυβερνήσεις έχουν κάμει, όπως πιστεύω, πολλά πράγματα για να βελτιώσουν την κατάστασι των λαϊκών μαζών, οι ανθρώπινοι άρχοντες απλώς αποδείχθηκαν ανίκανοι να παράσχουν δικαιοσύνη για όλους. Πραγματικά, μερικές Κομμουνιστικές κυβερνήσεις έχουν διαπράξει φοβερές αγριότητες. Εκτός αυτού, οι άνθρωποι που ζουν κάτω απ’ αυτές τις κυβερνήσεις εξακολουθούν να ασθενούν, να γερνούν και να πεθαίνουν. Οι ανθρώπινοι άρχοντες δεν μπορούν να κάμουν τίποτα για να τα εμποδίσουν αυτά. Αλλ’ ο Θεός μπορεί και θα το κάμη. Ο Λόγος του λέγει: «Και αυτός ο Θεός θέλει είσθαι μετ’ αυτών Θεός αυτών· και θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον, ούτε πένθος ούτε κραυγή ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον διότι τα πρώτα παρήλθον.»—Αποκάλ. 21:3, 4.
Έτσι, λοιπόν, υπάρχει ανακούφισις για την ανθρωπότητα από όλες τις μορφές καταδυναστεύσεως, ακόμη και απ’ αυτόν τον εχθρό τον θάνατο. Αλλά μόνον με τον Θείο τρόπο, όχι με τον ανθρώπινο. Αντί, λοιπόν, να υποστηρίζω ανθρώπινες προσπάθειες να ξεριζώσουν την καταδυνάστευσι και την αδικία, αποβλέπω τώρα στον Θεό να το κάμη αυτό και χρησιμοποιώ όλο τον χρόνο μου δείχνοντας στους ανθρώπους ότι η μόνη αληθινή ελπίδα για απαλλαγή από την αδικία θα έλθει μέσω της βασιλείας του Θεού η οποία θα φέρη αυτή την πολυπόθητη ανακούφισι.—Από Συνεργάτη μας
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 132]
«Γιατί, έλεγα μέσα μου, ήθελαν οι λευκοί να μας έχουν κατωτέρους των; Γιατί ήταν κακό που είμεθα μαύροι;» Ι
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 134]
«Ήμουν διατεθειμένη ν’ αγωνισθώ και να πεθάνω για να φέρω την απελευθέρωσι των μαύρων.»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 136]
«Οι εκκλησίες εφαίνοντο πάντοτε ότι άρμεγαν από τους ανθρώπους το χρήμα τους και τους εμπόδιζαν να διακρίνουν την πηγή της καταπιέσεως των.»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 137]
«Δεν υπάρχει καμμιά νύξις για ανωτερότητα φυλής που να διδάσκεται στην Αγία Γραφή.»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 138]
«Οι μάρτυρες του Ιεχωβά προσπαθούν ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον άσχετα με τη φυλή»