Προσπάθησα να Αλλάξω τον Κόσμο
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στη Νέα Ορλεάνη της Λουιζιάνας, τον Ιούνιο του 1954. Ήμουν το πέμπτο από 11 παιδιά. Οι γονείς μου ήταν ευλαβείς Καθολικοί και γι’ αυτό μας έστειλαν σ’ ένα ενοριακό σχολείο. Υπηρετούσα στην εκκλησία σαν παπαδάκι, σηκωνόμουν πολλές φορές νωρίς το πρωί για να πάω στη Λειτουργία, και, από πολύ νεαρή ηλικία, θέλησα να γίνω Καθολικός ιερέας και να υπηρετήσω τον Θεό και τους ανθρώπους. Έτσι, όταν τέλειωσα τη δευτέρα γυμνασίου, εγγράφηκα στην ιερατική σχολή ‘Ο Θείος Λόγος του Αγίου Αυγουστίνου’, στο Μπέι Σεντ Λούις του Μισισιπή.
Εκεί ανακάλυψα ότι οι ιερείς δεν ήταν και τόσο άγιοι όσο νόμιζα. Τους είδα να κλέβουν, να λένε αισχρολογίες και να μεθούν. Ένας ιερέας είχε ομοφυλοφιλικές τάσεις. Έναν άλλον τον επισκεπτόταν συχνά η ανιψιά κάποιου άλλου ιερέα και αυτή έμεινε αργότερα έγκυος από τον ιερέα. Η λύση σ’ αυτό το πρόβλημα ήταν να μετατεθεί απλώς ο ιερέας σε κάποιο άλλο θρησκευτικό ίδρυμα. Άρχισα να απογοητεύομαι και η φιλοδοξία μου να γίνω ιερέας έσβησε, αλλά η επιθυμία μου να υπηρετήσω τον Θεό επέζησε.
Ζούσα στην ιερατική σχολή και ασκούσα εκεί τη λατρεία μου, αλλά παρακολουθούσα μαθήματα σ’ ένα γυμνάσιο στο οποίο υπερείχαν σε αριθμό οι λευκοί μαθητές. Εκεί αντιμετώπισα το ρατσισμό. Όχι ότι δεν είχα υποστεί προηγουμένως τις διάφορες μορφές φυλετικών διακρίσεων, ιδιαίτερα εκείνες τις τόσο συνηθισμένες υπενθυμίσεις ότι κατείχα «υποδεέστερη κοινωνική θέση» ή τις πινακίδες στις βρύσες του νερού και στις τουαλέτες που έλεγαν: «Μόνο για Λευκούς» και «Μόνο για Έγχρωμους» καθώς και τα ρατσιστικά συνθήματα τα οποία ήταν γραμμένα στα διάφορα κτίρια όπως «Απαγορεύεται η είσοδος σε νέγρους».
Αλλά στο γυμνάσιο ο ρατσισμός εκδηλωνόταν σε πιο προσωπικό επίπεδο. Οι εξευτελιστικές βρισιές, ο ατελείωτος χείμαρρος από ρατσιστικά ανέκδοτα, η προσωποληψία υπέρ των λευκών μαθητών, οι διακρίσεις σε βάρος των μαύρων μαθητών—όλα αυτά μου άφησαν ένα αίσθημα πικρίας. Μερικοί από τους μαύρους μαθητές, που αποτελούσαν τη μειονότητα, το θεωρούσαν αναγκαίο να έχουν μαχαίρια και ξυράφια πάνω τους για κάθε ενδεχόμενο. Μπλέχτηκα σε ακτιβιστικές ενέργειες, όπως στο να πρωτοστατώ σε μποϊκοτάζ.
«Πώς Μπορούν Άνθρωποι να Κάνουν Κάτι Τέτοιο σε Ανθρώπους;»
Στην πέμπτη γυμνασίου, διάβασα το βιβλίο Η Αυτοβιογραφία του Μάλκολμ Χ (The Autobiography of Malcolm X). Απορροφήθηκα τελείως από το βιβλίο αυτό. Τις νύχτες, όταν έσβηναν τα φώτα, έπαιρνα το βιβλίο μαζί μου στο κρεβάτι και το διάβαζα με φακό κάτω από τις κουβέρτες. Διάβαζα επίσης βιβλία για το δουλεμπόριο στην Αφρική. Είχα βιβλία με σχεδιαγράμματα που περιέγραφαν τα δουλεμπορικά πλοία και έδειχναν πώς στρίμωχναν τους μαύρους σαν τις σαρδέλες μέσα σ’ αυτά· όταν κάποιος πέθαινε, τον πέταγαν απλώς στη θάλασσα για να τον φάνε οι καρχαρίες που ακολουθούσαν αυτά τα πλοία. Τα γεγονότα αυτά γράφτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Όταν κοιμόμουν τις νύχτες, έβλεπα να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα σε ανθρώπους και διερωτόμουν: «Πώς μπορούν άνθρωποι να κάνουν κάτι τέτοιο σε ανθρώπους;» Άρχισε να φουντώνει μέσα μου το μίσος για τους λευκούς.
Όταν πήγα στο πανεπιστήμιο και εμφανίστηκαν εκεί οι Μαύροι Πάνθηρες, ήμουν ήδη έτοιμος να τους δεχτώ. Αυτοί πίστευαν ότι η δύναμη ερχόταν από την κάνη του όπλου και ότι έπρεπε να χυθεί αίμα μεταξύ των φυλών στην Αμερική. Συμμεριζόμουν τις απόψεις τους. Αυτοί ήθελαν να γίνω μέλος τους, αλλά δεν έγινα. Πουλούσα την εφημερίδα που εξέδιδαν οι Μαύροι Πάνθηρες, έπαιρνα μαζί τους ναρκωτικά, αλλά δεν μπορούσα να αποδεχτώ την αθεΐα τους. Εξακολουθούσα να πιστεύω στον Θεό, μολονότι ο Καθολικισμός με απογοήτευσε λόγω της ανηθικότητας και της υποκρισίας των ιερέων στην ιερατική σχολή. Εκείνη την εποχή, σκεφτόμουν σοβαρά να αυτοκτονήσω, πηδώντας από τη γέφυρα του Ποταμού Μισισιπή.
Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε στο πανεπιστήμιο ένας Μαύρος Μουσουλμάνος που πουλούσε την εφημερίδα Μιλάει ο Μωάμεθ (Muhammad Speaks). Μιλήσαμε για τις ταλαιπωρίες που υφίστανται οι μαύροι και άρχισα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις των Μαύρων Μουσουλμάνων. Αυτοί μισούσαν τους λευκούς—αυτοί ήταν που με μύησαν στη σκέψη ότι ο λευκός άνθρωπος είναι ο Διάβολος. Όχι ότι οι λευκοί είναι απλώς διαβολικοί, αλλά ότι είναι πραγματικά ο Διάβολος—πράγμα που εξηγούσε γιατί διέπραξαν τέτοιες φρικαλεότητες σε βάρος των μαύρων. Τι έκαναν στους Ινδιάνους της Αμερικής και στους μαύρους που τους πουλούσαν για σκλάβους; Τους σκότωναν κατά εκατομμύρια, να τι έκαναν!
Σίγουρα Δεν Μπορούσαν Όλοι Τους να Είναι Διάβολοι
Έτσι, έγινα Μαύρος Μουσουλμάνος. Απέρριψα το επώνυμό μου Ντουγκέ, που ήταν γαλλικό, και το αντικατέστησα μ’ ένα Χ. Έγινα ο Βέρτζιλ Χ. Ως Μαύρος Μουσουλμάνος, έδειχνα μεγάλο ζήλο για την πώληση της εφημερίδας τους και για άλλες δραστηριότητες. Πίστευα ότι αυτός ήταν ο σωστός τρόπος για να υπηρετώ τον Θεό. Αλλά αφού δαπάνησα αρκετό καιρό με τους Μαύρους Μουσουλμάνους, άρχισα να αμφιβάλλω για ορισμένες διδασκαλίες και συνήθειές τους—ακόμη και για την ιδέα ότι ο λευκός άνθρωπος ήταν ο Διάβολος.
Βέβαια, είχα άσχημες εμπειρίες με λευκούς στη ζωή μου, αλλά ήταν όλοι αυτοί κατ’ ανάγκη διάβολοι; Έφερα στο νου μου το λευκό προπονητή του μπάσκετ που συμπαθούσε τους μαύρους. Υπήρχε επίσης κι ένας νεαρός λευκός δικηγόρος που με αντιπροσώπευσε σε μια δίκη που είχε σχέση με φυλετικές διακρίσεις, με αντίδικο το Σχολικό Συμβούλιο της Νέας Ορλεάνης. Υπήρχαν επίσης κι άλλοι ευγενικοί λευκοί τους οποίους γνώρισα στη ζωή μου—σίγουρα δεν μπορούσαν όλοι τους να είναι διάβολοι.
Έκανα επίσης στοχασμούς γύρω από την ανάσταση. Οι Μαύροι Μουσουλμάνοι δίδασκαν ότι όταν πεθάνεις, πάει, τέλειωσε—αυτό ήταν! Αλλά έκανα τον εξής συλλογισμό: «Αν ο Θεός μπορούσε να δημιουργήσει τον άνθρωπο από το χώμα, είναι σίγουρα σε θέση να τον αναστήσει από τον τάφο». Υπήρχε και η οικονομική πλευρά του ζητήματος όσον αφορά τους Μαύρους Μουσουλμάνους. Πουλούσα 300 αντίτυπα της εφημερίδας Μιλάει ο Μωάμεθ κάθε εβδομάδα, 1.200 αντίτυπα κάθε μήνα, κι έδινα σ’ αυτούς τα χρήματα. Εμείς προσωπικά έπρεπε να πληρώνουμε διάφορα τέλη. Έτσι ένα μεγάλο μέρος του κηρύγματος περιστρεφόταν γύρω από το χρήμα. Κοιμόμουν περίπου τέσσερις ώρες κάθε νύχτα. Αφιέρωνα ολόκληρη τη ζωή μου στους Μαύρους Μουσουλμάνους. Και τώρα άρχισαν να δημιουργούνται αμφιβολίες στο μυαλό μου για μερικές από τις διδασκαλίες τους. Όλα αυτά τα πράγματα στριφογύριζαν στο κεφάλι μου και μου βάραιναν το νου.
Μια μέρα, το Δεκέμβριο του 1974, στον τόπο εργασίας μου σ’ ένα πολιτιστικό κέντρο, όλες αυτές οι σκέψεις άρχισαν να στροβιλίζουν στο μυαλό μου. Ήταν ένα συναίσθημα που δεν το είχα νιώσει ποτέ. Νόμιζα πως θα τρελαινόμουν. Έπρεπε να βγω γρήγορα από εκεί μέσα, προτού μου συμβεί κάτι κακό. Έπρεπε να πάρω ανάσα, χρειαζόμουν χρόνο να σκεφτώ πού με οδηγούσε η ζωή μου. Είπα σ’ εκείνους που δούλευαν στο κέντρο πως έπρεπε να φύγω εκείνη τη μέρα. Δεν τους έδωσα καμιά εξήγηση.
Εκλιπαρούσα τον Θεό να μου Δείξει την Αλήθεια
Έφυγα από τον τόπο εργασίας μου και έτρεξα στο σπίτι. Γονάτισα και προσευχήθηκα στον Θεό. Προσευχήθηκα να βρω την αλήθεια. Για πρώτη φορά, εκλιπαρούσα τον Θεό να μου δείξει την αλήθεια, να μου δείξει την οργάνωση που είχε την αλήθεια. Παλιότερα, προσευχόμουν να βρεθεί κάποιος τρόπος να βοηθηθούν οι μαύροι, να βρεθεί η κατάλληλη ρατσιστική οργάνωση που να μισεί τους λευκούς. Αλλά τώρα προσευχόμουν μόνο να βρω την αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή, όπου κι αν ήταν αυτή. «Αν είσαι ο Αλλάχ βοήθησέ με. Αν δεν είσαι ο Αλλάχ, όποιος κι αν είσαι, σε παρακαλώ βοήθησέ με. Βοήθησέ με να βρω την αλήθεια».
Την περίοδο εκείνη, χρησιμοποιούσα πάλι το σωστό μου όνομα, Βέρτζιλ Ντουγκέ. Ζούσα ακόμη με τη μητέρα μου και τον πατέρα μου στη Νέα Ορλεάνη. Όταν ξύπνησα την επόμενη μέρα, αφού είχα προσευχηθεί ένθερμα στον Θεό, βρήκα το περιοδικό Σκοπιά στο σπίτι. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε εκεί. Αυτό ήταν κάτι το ασυνήθιστο, γιατί ποτέ προηγουμένως δεν είχα δει έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο σπίτι. Ρώτησα αν κάποιος από την οικογένεια ήξερε από πού ήρθε το περιοδικό. Κανείς δεν ήξερε. Θα πρέπει να το είχε σπρώξει κάποιος κάτω από την πόρτα.
Ήταν το τεύχος 15 Δεκεμβρίου 1974 (στην αγγλική). Στο εξώφυλλο ήταν μια εικόνα που παρίστανε τη Μαρία και τον Ιωσήφ και τον Ιησού στη φάτνη—ήταν λευκοί! Αυτό υπέβαλε συνάμα την ερώτηση: «Είναι Αυτός ο Τρόπος για να Τιμούμε τον Ιησού Χριστό;» Σκέφτηκα: «Σίγουρα θα απαντήσουν ναι και θα πουν ότι πρέπει να λατρεύουμε τον Ιησού». Αν ήταν οποιοδήποτε άλλο τεύχος περιοδικού, μάλλον θα το είχα παρατήσει. Αλλά το άνοιξα και διάβασα στα γρήγορα το πρώτο άρθρο και συνειδητοποίησα ότι έλεγε πως ο Ιησούς δεν ήταν ο Θεός και ότι δεν έπρεπε να λατρεύουμε τον Ιησού. Αυτό ήταν αποκάλυψη για εμένα! Νόμιζα πως όλα τα δόγματα του Χριστιανικού κόσμου λάτρευαν τον Ιησού και πως όλα πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Θεός.
Αλλά ήξερα, επειδή ήμουν Μαύρος Μουσουλμάνος, ότι ο Ιησούς δεν ήταν ο Θεός. Οι Μαύροι Μουσουλμάνοι διαβάζουν πολλά εδάφια που δείχνουν ότι ο Ιησούς δεν είναι ο Θεός, περιλαμβανομένου και του εδαφίου στο Ιωάννης 14:28: «Ο Πατήρ μου είναι μεγαλήτερός μου». Αυτοί δίδασκαν ότι ο Ιησούς ήταν προφήτης, και ότι ο Ηλίας Μωάμεθ, ο ηγέτης των Μαύρων Μουσουλμάνων, υποτίθεται ότι ήταν ο τελευταίος προφήτης. Επομένως, ήξερα ότι ο Ιησούς δεν είναι ο Θεός, και όταν το διάβασα αυτό στο άρθρο εκείνο, ήταν σαν να έφευγε από πάνω μου ένα μεγάλο βάρος. Όταν έφτασα στο τέλος του άρθρου, έμεινα άφωνος. Δεν ήξερα πια τι να σκεφτώ. Δεν είχα πειστεί ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Αλλά, για πρώτη φορά, κατάλαβα ότι δεν γιόρταζαν όλες οι κατ’ όνομα Χριστιανικές θρησκείες τα Χριστούγεννα ή άλλες ειδωλολατρικές γιορτές. Και εφόσον είχα προσευχηθεί για να βρω την αλήθεια, σκέφτηκα: «Μήπως είναι αυτή η αλήθεια; Μήπως αποτελεί αυτό την απάντηση στην προσευχή μου;»
Βρήκα στον τηλεφωνικό κατάλογο τον αριθμό τηλεφώνου όλων των κατ’ όνομα Χριστιανικών εκκλησιών. Τηλεφωνούσα στις διάφορες εκκλησίες και ρωτούσα απλώς: «Γιορτάζετε τα Χριστούγεννα;» Μου απαντούσαν ‘ναι’, κι εγώ έκλεινα το ακουστικό. Τελικά, έμειναν μόνο οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αποτελούσαν μήπως αυτοί την απάντηση στην προσευχή μου; Δεν τους είχα ακούσει ποτέ. Ίσως να είχε έρθει επιτέλους ο καιρός να τους ακούσω. Τηλεφώνησα στην Αίθουσα Βασιλείας. Ένας λευκός σήκωσε το ακουστικό. Ήθελε να έρθει στο σπίτι μου και να μελετήσει μαζί μου την Αγία Γραφή. Αλλά ήμουν επιφυλακτικός. Ήταν λευκός· υπήρχε ακόμη η πιθανότητα να είναι ο διάβολος.
Υπέβαλα Ερωτήσεις και Πήρα Απαντήσεις
Γι’ αυτό, μιλήσαμε μόνο από το τηλέφωνο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ευχαριστημένος. Του τηλεφωνούσα καθημερινά, υποβάλλοντας περισσότερες ερωτήσεις και παίρνοντας περισσότερες απαντήσεις. Αυτός μου έδινε αποδείξεις. Υποστήριζε τα όσα έλεγε χρησιμοποιώντας εδάφια από την Αγία Γραφή. Αυτό με εντυπωσίασε. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος χρησιμοποιούσε την Αγία Γραφή προκειμένου να απαντήσει στις ερωτήσεις μου. Μια ακτίνα φωτός άρχισε να χαράζει μέσα μου. Πήρα μια Μετάφραση Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών που είχε ένα μικρό ταμείο στο πίσω μέρος της. Τη μελετούσα προσεκτικά και μάθαινα ακόμη πιο πολλές αλήθειες.
Μετά από ένα μήνα, μετακόμισα στο Ντάλας του Τέξας. Αφού τακτοποιήθηκα, τηλεφώνησα στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας. Εκείνος που σήκωσε το ακουστικό ήρθε να με πάρει για τη συνάθροιση στην αίθουσα. Εκεί, με σύστησαν σ’ ένα Μάρτυρα που συμφώνησε να κάνει μελέτη μαζί μου. Πήγαινα στο σπίτι του για τη μελέτη. Ένιωθα ότι λιμοκτονούσα πνευματικά· έτσι μελετούσαμε τρεις φορές την εβδομάδα, επί μερικές ώρες την κάθε φορά. Το όνομά του ήταν Κέρτις. Τον περίμενα στην πόρτα του σπιτιού του, όταν γύριζε από τη δουλειά. Έδειξε μεγάλη υπομονή μαζί μου. Δεν ήξερα ότι οι οικιακές Γραφικές μελέτες διεξάγονταν συνήθως μια φορά την εβδομάδα και επί μια μόνο ώρα, και ο Κέρτις ποτέ δεν μου το είπε. Άρχισε να μελετάει μαζί μου τον Ιανουάριο ή το Φεβρουάριο του 1975· τελειώσαμε το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή το Μάιο της ίδιας χρονιάς.
Λίγο αργότερα, επέστρεψα στη Νέα Ορλεάνη, συνταυτίστηκα με τους Μάρτυρες στην Αίθουσα Βασιλείας, και άρχισα να πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι, διακηρύττοντας τα καλά νέα της Βασιλείας. Πίστευα ότι, εφόσον έδειξα τόσο ζήλο ως Μαύρος Μουσουλμάνος, δαπανώντας 100 με 150 ώρες το μήνα προκειμένου να πουλώ αντίτυπα της εφημερίδας Μιλάει ο Μωάμεθ και έχοντας μόνο τέσσερις ώρες για ύπνο, θα έπρεπε να δείξω τον ίδιο ζήλο κι ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Έτσι, εκτός από τη μελέτη μου, κήρυττα και ο ίδιος και διεξήγα πολλές Γραφικές μελέτες στα σπίτια άλλων. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι στη διάρκεια μιας Συνάθροισης Υπηρεσίας, ο εισηγητής με ρώτησε:
«Πόσες ώρες δαπάνησες στην υπηρεσία αγρού τον περασμένο μήνα;»
«Εκατό περίπου ώρες».
«Πόσες Γραφικές μελέτες διεξάγεις;»
«Δέκα».
Όταν ανέφερα αυτούς τους μεγάλους αριθμούς, ακούστηκαν ψίθυροι στο ακροατήριο, αλλά εγώ αναρωτιόμουν: «Μήπως είπα κάτι το εσφαλμένο; Μήπως δεν είναι αρκετά τα όσα κάνω;»
Οι Προσδοκίες μου Εκπληρώνονται
Σημείωσα πρόοδο μέχρι το σημείο να αφιερωθώ, και βαφτίστηκα στις 21 Δεκεμβρίου 1975. Την επόμενη χρονιά, ο Ιεχωβά με ευλόγησε με μια θαυμάσια σύζυγο, την Μπρέντα. Την Μπρέντα, μάλιστα, τη γνώρισα για πρώτη φορά τη μέρα που βαφτίστηκα. Ήταν τότε μια ολοχρόνια ευαγγελιζόμενη της Βασιλείας και εξακολούθησε να υπηρετεί ολοχρόνια και μετά το γάμο μας. Δυο χρόνια αργότερα, το 1978, άρχισα να συμμετέχω κι εγώ μαζί της στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Δυο χρόνια μετά το γεγονός αυτό, το 1980, η Μπρέντα και εγώ λάβαμε πρόσκληση να γίνουμε μέλη της Οικογένειας Μπέθελ στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εξακολουθούμε να υπηρετούμε τον Ιεχωβά εκεί.
Ανασκοπώντας τη ζωή μου, σκέφτομαι τα νεανικά μου χρόνια, όταν φιλοδοξούσα να γίνω Καθολικός ιερέας και να υπηρετήσω τον Θεό και τους ανθρώπους. Συλλογίζομαι την αναζήτηση που έκανα για να βρω κάποιο σκοπό, πρώτα με τους Μαύρους Πάνθηρες και αργότερα με τους Μαύρους Μουσουλμάνους, και θυμάμαι τις μέρες απογοήτευσης που πέρασα μ’ αυτά τα κινήματα, όπως ακριβώς με απογοήτευσε πιο παλιά η ιεροσύνη. Αλλά στη διάρκεια όλων αυτών των εμπειριών, η πίστη μου στον Θεό δεν κλονίστηκε ποτέ. Ευχαριστώ τον Ιεχωβά που με έσωσε από την ψεύτικη θρησκεία και τα πολιτικά κινήματα και με έβαλε στην οδό που οδηγεί στην αλήθεια και στη ζωή.
Εκπληρώθηκαν επιτέλους οι νεανικές μου προσδοκίες να υπηρετήσω τον Θεό και τους ανθρώπους!—Όπως το αφηγήθηκε ο Βέρτζιλ Ντουγκέ.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Βέρτζιλ και η Μπρέντα Ντουγκέ